(… η
δικαιοσύνη αλίμονο ήταν ακόμη μακριά…)
Δέκα το
πρωί
Φτάναν
αντιφατικές ειδήσεις υπόκουφο μουρμουρητό
Κι ύστερα
ήρθαν από τα Δυτικά η Αυλή κι όλη η κουστωδία
Ζητώντας
συμπαράσταση στρατού και λαού
Ζητώντας
την καταστροφή των σφετεριστών
Ο
Αυτοκράτορας με την Πριγκίπισσα στα χέρια του
Στο πλήθος
που μαζεύτηκε Βεβαίωνε πίστη στους
νόμους και την Πατρίδα
Ήταν ισχύς
του η αγάπη του λαού
Όμως Ανακοινώσεις από το ραδιόφωνο μεγάλωναν την
αβεβαιότητα
Ένοπλοι
στρατιώτες περιφέρονταν
Κανείς
ακόμη δε γνώριζε την πορεία των γεγονότων
Βέβαια όλα αυτά ταράξανε την πόλη.
Ανάψαν οι
συζητήσεις κι οι διχογνωμίες
Ξεχαστήκανε
για λίγο τ’ Αναγκαστικά Διατάγματα
Πολλοί
στοιχηματίζανε Ειδικευμένοι κιόλας σε
προγνωστικά ποδοσφαίρων
Την έκβαση
της ημέρας που βούλιαζε στα ραδιόφωνα
Όμως Οι γυναίκες ψωνίζανε στα καταστήματα
Τα παιδιά
στις γειτονιές συνέχιζαν το παιχνίδι
Σταθερά οι
κινηματογράφοι παρακολουθούσαν τα προγράμματά τους
Κι οι
εντεταλμένοι λειτουργοί στα παρασκήνια αποστηθίζουν πιθανούς ρόλους
Κι ο
στρατός στο διπλό παιχνίδι της αναμονής
Καθώς ο
Αυτοκράτορας περιφέρεται μ’ ελικόπτερα στη Θράκη
Τα γεγονότα
ήταν σοβαρά Θα υπήρχαν επιπτώσεις
Κι αλλαγές
σημαντικά θα επηρέαζαν
Από χρόνια
άλλωστε ήταν γνωστό το χωράφι των Ελλήνων
Ήξερε ο
λαός τις υπερπόντιες συμμαχίες και τους ντόπιους Εφιάλτες
Γνώριζαν οι
άνθρωποι πώς εξαργυρώθηκε το αίμα τους
Δεν τους
ξεγελούσαν οι οικογενειακοί καβγάδες
Ουσιαστικά
η έκβαση ξένη υπόθεση Αδιαφορούσαν
κιόλας,
Η
δικαιοσύνη αλίμονο, ήταν ακόμη μακριά!..
[ΚΑΒΑΛΑ, 13 ΤΟΥ ΔΕΚΕΜΒΡΗ 1967 από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1980 - κι άλλα ποιήματα από συγκεντρωτική έκδοση
ποιημάτων 1958 - 2010 ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016 ]
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΘΙΑ 1980)
Στραγγαλίζεται το φως
κλοτσώντας τον ορίζοντα
Έπεφτε ο ήλιος στο στόμα του
Αξιού ξεχείλιζε ο ουρανός
ποτάμι
θολό στα πρόσωπά μας
Και φώναξα
Με φωνή που βίδωνε στον πηχτό
αγέρα και μπούκωνε
Φωνάζω
Κι οι σάρκες το αίμα το σπέρμα
μου φωνάζουν γεμάτος
ασβέστη νερό πέτρες στάχτη κι ακόρεστο έρωτα
μπασμένος
σ’ αδιέξοδο εφτά χρόνων
Φωνάζω τη γενιά μου
Καθώς οι ηλιακές κηλίδες
πέφταν στη μεριά του σκοταδιού
και
μια θηλιά φέγγαν οι ταράτσες στρωμένες φωνές
και
πίσσα και ψηλότερα οι μεταλλικές κεραίες
Και φώναζα τη γενιά και τη
ρίζα μου να ’ρθει κι έχυνα δάκρυα
χαλάζι
Κι ήρθαν
μπουκωμένοι
στο αίμα χλωμοί με τα μεγάλα μουστάκια τους
σκοτωμένοι
από χρόνια στις φυλακές να γυρνούν με μουντό βήμα
και
στα στρατόπεδα χωρίς τίποτα δικό τους
στην
εξορία από τους δικούς μα και τους ξένους
πηγμένοι
στο αίμα και στο αλάτι και τα μάτια φρυγμένα
Και πίσω ήρθαν μανάδες κι
αδελφές και γυναίκες στεγνές ραγισμένες
στα
μαύρα πουκάμισα και ξέπλεκα τα’ αλλοτινά μαλλιά τους
με
χέρια σφιγμένα δάχτυλα μέσα στα δάχτυλα
τα
μάτια μόνο να λάμπουν σαν τα μπακίρια
που
τα τρίβανε με στάχτη
Και στάθηκαν γύρω γενιές και
ρίζες απ’ την Καππαδοκία
τον
Πόντο και την Τραπεζούντα τον Καύκασο το Αρατάτ
και
δε μιλούσαν
Και δε μιλούσαν κοίταγαν με τα
αυστηρά πρόσωπά τους
ακίνητοι
σφιχτά ό ένας δίπλα στον άλλο κοίταγαν
Φώναζα και ζητούσα μια μόνο
λέξη ένδειξη για σημάδι
πως
μ’ αναγνωρίζουν δικό τους αίμα δική τους φωνή
Κι ήταν εκεί ο πατέρας και πιο
πίσω η μάνα
που
σκέπασε το πρόσωπό της με τα χέρια
και
κείνος την τράβηξε κοντά
κίτρινος
αυστηρός και σαν κάποιος τριγμός ν’ ακούστηκε
δε
μιλούσαν κι είχε πέσει πια η νύχτα πάνω μας
αλλά
ένα φως σαν φωτοβολίδα ψυχρό κατέβαινε
φώτιζε
πρόσωπα ασβέστη
Κατέβαινε το φως
Κι ακούστηκε σκληρός
μεταλλικός τριγμός λύγισε η μάνα μου
λέγοντας
Αχ και είδα σήκωνε ο πατέρας την αραβίδα και
πυροβόλησε
γιατί πολύ σε είχα αγαπήσει άκουσα
Κι έπλεα πάνω από ταράτσες και
μεταλλικές κεραίες
σ’
ένα σκοτάδι που κολλούσε πάνω μου κατράμι:
Δεν
φτάνει να ερμηνεύεις έλεγα…
ΜΑΓΙΚΗ ΕΙΚΟΝΑ
Ι
Γύμνωσαν
Το είδωλο από το λευκό του
φόρεμα
λαδοπράσινο πέρασαν επενδύτη
Με τσέπες μεγάλες, ζώνες γι’
άρματα
Αφαίρεσαν τα ωραία λυσίκομα
μαλλιά
Φόρεσαν καπέλο με πολλά άστρα
Ακόμη το λευκό επίδεσμο
αφαίρεσαν απ’τα μάτια
Στη θέση του βάλανε γυαλιά
θυέλλης
Στα αυτιά κερί – βαμβάκι
Και άρβυλα με ντοκ στα πόδια
Στο δεξί χέρι άφησαν
Όπως το θέλει η παράδοση το
Σπαθί
Ενώ στο αριστερό
Δεν υπήρχε πια ο Ζυγός
Παρά απαστράπτον πολύσφαιρο
όπλο
Που θέριζε
Σε μυστικές ακούοντας
αποφάσεις
ΙΙ
Ξέθαψαν τότε τα παλιά φορέματα
Μέσα στο καινούριο φως τα
λεύκαιναν, τα φόρεσαν ποδήρη
Της αγόρασαν νέα ωραία
λυσίκομα μαλλιά
Πέταξαν το καπέλο, τα γυαλιά
θυέλλης
Και βάλανε τον επίδεσμο της
παράδοσης στα μάτια
Τα πόδια γυμνά από τα άρβυλα
Της πέρασαν σανδάλια
ελληνιστικά
Στο δεξί χέρι άφησαν βέβαια
Όπως το θέλει η παράδοση το
Σπαθί
Στο αριστερό δεν υπήρχε πια το
πολύσφαιρο όπλο
Στο λευκό και τρυφερό χέρι της
Θεάς
Μόνος ο Ζυγός
Σε μυστικές φυσικά να υπακούει
αποφάσεις
[από τη συλλογή ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1980 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΤΟ ΣΠΙΤΙ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1980)
Ανεβαίνω πέτρινα σκαλοπάτια.
Βατόμουρα στραγγαλίζουν κρίνα.
Δεκαοχτούρες μετράνε την ανατολή κι ένας
αγέρας έρχεται
απ’
τα πεύκα. Βαθυπράσινο μυστικό στόμα.
Δαγκώνει το κλειδί στην πόρτα.
Επιθύριο χεράκι τρυφερής
ηλικίας ανοίγει βλέφαρα μιας άλλης εποχής.
Είναι όλοι εκεί
συγκεντρωμένοι.
Ποντιακά, Τούρκικα, Ελληνικά,
Αρμένικα σε στόματα ξεχασμένα.
Πιο μέσα σηκώνεται ο
πατέρας σκουπίζει τα μουστάκια με φιλάει
κι η μάνα κλαίγοντας με οδηγεί
και στρώνει το τραπέζι.
Κάθεται, μιλάει για το
σπιτικό.
Χρόνια μέσα στα χρόνια όνειρα
ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ανοίγει το κλειδωμένο σπίτι.
Φευγάτη η σκεπή πεσμένοι οι
τοίχοι χάσκουν.
Χάσκουν και πάνω από τις
πέτρες το λιμάνι η θάλασσα
πέρα η Θάσος πιο μακριά το
Όρος.
Φεύγουν τα σύννεφα σαν καπνός
από χορτάρι
κι η θάλασσα καλειδοσκόπιο
καθώς ψαρόβαρκες γυρίζουν,
λαχανιάζουν οι μηχανές
σκούζουν οι γλάροι.
Νύχτες του έρωτα σύννεφα
παρταλιασμένα.
Καταποντίζομαι στα χρόνια που
ξεφλουδίζονται σα φίδια.
Ο εκσκαφέας ο φορτωτής
γεμίζουν τα ανατρεπόμενα με πέτρες
χώματα σανίδια φορέματα.
Ξεριζώνουν τα δένδρα. Πεύκα
συκιές ροδακινιές μηλιές κυδωνιές καρυδιά.
Ο κήπος που χέρια στοργικά
διαμόρφωσαν.
Σιδερένια νύχια εξαφανίζουν
τον ουρανό.
Τώρα οικόπεδο 240 τετραγωνικά.
Άλλοι άνθρωποι θα χτίσουν τα σπίτια τους.
Κατεβαίνω για τη θάλασσα και
περπατώ στα κύματα.
Κρατώ επιθύριο χεράκι. Δεν
έχει φωνή.
Κανέναν δεν μπορεί να
ξυπνήσει.
Ελεύθερος φεύγω.
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΓΙΑ ΕΝΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ (στην Ελένη)
Οι λέξεις που μαθαίναμε
τρίζουν στη φωτιά
Στάχτη τα λόγια, σκόνη τα
σύμβολα
Εικόνες – Είδωλα σα παραβολικούς
καθρέφτες χάθηκαν
Κι η εποχή ζητά ένα σφρίγος
διαφορετικό
Κι η καρδιά στένεψε πηγάδι
σκοτεινό
Πάλι το Ποίημα, ακαριαία
ένωση, παίρνει μιαν άλλη τροπή
Επιβάλλεται στη φωνή μου
¨Όμως εσύ είσαι που επιμένεις
ανερμήνευτη
Λοιπόν:
Είσαι
τρυφερή βροχή
Ανοιξιάτικος
δρόμος νυχτερινός
Πέτρα
πικρή, δοκιμασμένη
με
την ηλικία της θάλασσας στα μάτια
Μ’ έναν μεγάλο ήλιο στα μαλλιά
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που
έχει τα πάντα αλλάξει
Όμως εσύ ποια είσαι που
αναβοσβήνεις σα δίλημμα
Είσαι
το κλειδί που γυρίζει μαλακά στην κλειδαριά
Το
μολύβι που γράφω
Το
μαχαίρι που κόβω το ψωμί
Ο
ηλεκτρικός λαμπτήρας στο σκοτεινό δωμάτιο
Ωραία
σαν γραφομηχανή
Αεροπλάνο
jet
Ωραία
όπως ρουλεμάν Στρόφαλος
Ωραία
σαν ηλεκτρικός εγκέφαλος
Ωραία
όπως αδιάβαστο βιβλίο
Πού πήγε η μέρα η δίκοπη κι
άδειασε το ποτάμι
Κι όμως είσαι γαλαξίας
ολόφωτος
Στον
ύπνο μου λάμπεις
Ενδοφλέβια ρέεις στην καρδιά μου
[από τη συλλογή ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1980 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΧΡΟΝΙΚΟ
(τη συλλογή του Πρόδρομου
Μάρκογλου ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ 1990)
Χρόνια
κυκλοφορούσε ο σιορ Νικολό
Νυχτερινή
παλίρροια
Στο
κεφάλι του κυρ Στρατηγού
Μέχρι
που με τη βοήθεια ντόπιων και υπερπόντιων συμμάχων
Σείοντας
με δόλο βέβαια παλιά φαντάσματα
Κατάφερε
την πόλη, την έφτιαξε δική του.
Κέρδιζε σίγουρα κατάστρεφε και κράτα
διάλυσε τον παλιό στρατό
οργάνωσε καινούριο
παράτα τις παλιές φιλίες
πιάσε καινούριες
καλός στρατός, καλοί νόμοι
καλός στρατός, καλοί φίλοι
να ’ναι μεγάλη η καταστροφή να μη φοβάται εκδίκηση
γιατί οι άνθρωποι εύκολα βλάφτουν έναν που αγαπούν
δύσκολα έναν που φοβούνται
να ’σαι λοιπόν σκληρός
και να ταΐζεις καλά τους πεινασμένους της αυλής σου
αλλιώς δε θ’ αποφύγεις συνωμοσίες
κι όχι καινοτομίες
αυτοί που κατέχουν φοβούνται τις μεταβολές
πιο εύκολα ξεχνούν το φόνο της μάνας τους
από το χάσιμο της πατρικής κληρονομίας
και τους παπάδες από κοντά
σύμφωνα με τον καιρό
και φτιάξε το συμφέρον σου δημόσιο συμφέρον
κι όσα άρχισε ο Θεός πρέπει εσύ να τα τελειώσεις
Αυτά
στα σκοτεινά εμελετούσε
Κι
έστρωνε ξέστρωνε τα σχέδια τις πατέντες και τις δολοπλοκίες.
Στα
φανερά
Καθώς κιόλας πίστευε:
Πως όλοι βλέπουν αλλά λίγοι καταλαβαίνουν
Η προάσπισις της ελευθερίας είναι έργον μας,
η εθνική μειοδοσία ανήκει εις το παρελθόν,
ο ελεύθερος υπερήφανος Ελληνικός Λαός
και το Ελληνικόν πνεύμα φωτίζει και πάλιν τα έθνη,
ο σεβασμός προς τον ιδρώτα του λαού ιερόν χρέος μας,
αι στρατιαί των ανέργων αντιμετωπίζουν το μέλλον
μ’ αισιοδοξία
το ψεύδος, η συκοφαντία, η απάτη, η εκμετάλευσις επατάχθησαν,
τα ράκη της Δημοκρατίας ανεσύρθηκαν εκ των πεζοδρομίων
Έτσι
τέλειωναν τα χρόνια και πέφταμε σ’ άλλα χρόνια
Με λόγια παχιά, ασκιά γεμάτα αγέρα
Και με τους κόλακες και κλέφτες κι απατεώνες βέβαια η
πατρίδα
Κι
έπιασα τότε κι έγραψα στα παιδιά μου:
Όταν τέτοια γλιστρούν στις στροφές του εγκεφάλου
Με τέχνη ριγμένα και δόλο
Και μαζί μ’ αυτά σε προτρέπουν
Σε όλων των ηδονών τα προϊόντα
Ωραίες γυναίκες, απαστράπτοντα αυτοκίνητα
Παγιδεύοντας κιόλας τη δράση
Σε φάσεις ποδοσφαίρου, σε αγορές ελπίδας
Και πια έπαθλο της ύπαρξης σου είναι η απόκτηση χρημάτων
Κι όταν σου μιλάνε
Για Αχιλλέα κι Αγαμέμνονα
Για την υψηλή τέχνη της ποίησης του Πινδάρου
Κόλακα ακριβοπληρωμένου
Για την πολεμική αρετή των αστών Ελλήνων –
Μάθε τότε Πως ξένη
είναι η φωνή σου
Τα χέρια σου άλλοι τα κινούν
Σ’ έχουν αποκόψει και στρέψει ενάντια στ’ αδέλφια σου
Πως σ’ έχουν παγιδέψει εγκέφαλοι ερπετών
Εσύ Φωτεινός σαν
αστραπή να προχωράς
Τρίζοντας τα δόντια
Κρατώντας τα σφυριά και τα δρεπάνια σου.
Γιατί είμαι απλός πολίτης και χειρώνακτας
Έγραψα αυτά Για να
φαίνονται
ΘΕΑ ΔΩΣ’ ΜΟΥ
ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΙ ΟΔΗΓΑ ΤΟ ΧΕΡΙ ΣΑ ΜΑΧΑΙΡΙ…
(… λοιπόν ποιον ήρωα και
ποιον άνδρα θα τραγουδήσουμε Τύραννο
μέσα στην ατέλειωτη σειρά των τυράννων…)
Αφού πρώτα η γαία
ξεσήκωσε τα παιδιά της ενάντια στον Ουρανό
Νύχτα τον Ουρανό σκότωσε ο Κρόνος
Κι ο Δίας τον Κρόνο με τη σειρά του ξεπάστρεψε Τότε η τριάδα Ζευς Ποσειδών και Άδης Κάθισαν για καλά σε θεούς κι ανθρώπους Γιατί ο δόλος από παλιά κρατούσε κι ο
φόνος Ήτανε πρώτα τέχη των Θεών κι
ύστερα των ανθρώπων. Ποιος λοιπόν θεός
σε παραστέκει Μισητέ Ανυπόφορε
Ποταπέ Ωμέ Μισάνθρωπε
Χυδαίε Βρωμερέ Άσπλαχνε
Βάρβαρε Ασελγή Άσωτε
Κακοποιέ Ασύδοτε Θηριώδη
Σιχαμερέ Άδικε Αμαθή
Φθονερέ γελοιώδη Αναίσχυντε
Ανεκδιήγητε Δειλέ Μοιχέ
Αιμοβόρε Άναντρε Επίορκε
Χρυσολάτρη Λαοκλέφτη Μωροάρχοντα Ω ελευθερία Σφυροκόπα τη γλώσσα μου σ’ αλήθειας
αμόνι Και δεν θ’ αργήσει να
ξεπεταχθεί Απ’ τα κόκαλά μας κάποιος
εκδικητής [ΩΔΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΤΥΡΑΝΝΟ από τη συλλογή του Πρόδρομου
Μάρκογλου ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου
Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
Παρασκευή, 8 Απριλίου
2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου