(… μόνος, παιδί μου στον κόσμο, μόνος με την αναπνοή μου… ):
Να τρίψω τα μάτια μου με γυαλόχαρτο,
να πάρουν φωτιά για να ησυχάσω με την περιβόητη επικοινωνία μας, και να
μείνω μόνος.
Μόνος, παιδί μου στον κόσμο, χωρίς
περιττά χρώματα.
Μόνος με την αναπνοή μου.
Και να περνάν οι μέρες γκαμήλες
μαύρες
και ν’ ακούω μόνο τις φλέβες σου γαλάζια νήματα στο λαιμό.
Οι ιδεολογίες στο ψυγείο μαζί με τα τυριά και τη ρωσική σαλάτα,
μαζί με τα ποιήματα και την ενεργειακή
πολιτική
και τις βλακείες για τη μόλυνση της
ατμόσφαιρας.
Ε, όχι άλλο. Τέρμα τα αστεία.
Τέρμα οι φωτοτυπίες των
συναισθημάτων.
Τέρμα και το θέμα πατρίδα.
Για τελευταία φορά.
Θα μείνω μόνος, πηγαίνοντας τα δελφίνια μου στη βοσκή
κάτω από την Ακρόπολη, και όπως θα
μηρυκάζουν το καμένο χόρτο,
θα κοιμηθώ ή θα πεθάνω χωρίς
όνειρα!..
(ΦΩΤΟΤΥΠΙΑ, από τα ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ και ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 κι
άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή με αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ
2013)
Γυμνό το σπίτι, χωρίς πουλιά και έπιπλα.
Αθόρυβες Κυριακές με σβησμένα τσιγάρα
και ξερούς καφέδες στο πάτωμα – έρωτα στο
πάτωμα
ή στο ταβάνι σαν τις μύγες –
Γυμνό το μυαλό μου. Μόνο δυο τρία καρφιά
στον τοίχο με μυτερούς ίσκιους και ένα χαλάκι
κόκκινο, μαθημένο να ξεφτάει στα πόδια σου.
Θα στρίψω το αίμα, να μην πηγαίνει
στον εγκέφαλο, να μην σκέφτεσαι έτσι.
Και η κρεατομηχανή δουλεύει
ΜΙΚΡΑ ΕΠΕΙΣΟΔΙΑ ΤΟΥ ΒΙΟΥ
Οι πρωινές ειδήσεις πετάγονται πέτρες
από το ραδιόφωνο. Πέτρες, ειδήσεις
και μετά βραδινές ειδήσεις. Πάλι πέτρες.
Ο εθνικός ύμνος και τέλος.
Στο διάστημα αυτό υπάρχει ένας δρόμος
που τον περνάς οπωσδήποτε μόνος ή με άλλους.
Ένας δρόμος που γίνεται ποτάμι.
Ποτάμι μπλε και διασχίζει το δωμάτιο
και τρομάζεις με τη βουή του
-η γύμνια σου ξυράφι με κόβει –
Το κρεβάτι στενό – η χώρα μακρινή.
Έξω ακούγονται πυροβολισμοί – μέσα πέφτουν πέτρες.
Το ξυράφι φτάνει στο κόκαλο. Παγώνω.
Κάποιο λάθος έγινε. Είμαι αλλού.
Άγνωστες μουσικές με ρίχνουν κάτω.
Τα νύχια μου φεύγουν προς τα δάση
-τραβώντας και μένα μαζί τους –
Κόβουν το νερό, το φως, την αναπνοή.
Τρίζουν τα κόκαλά μου και είμαι ζωντανός.
(Εδώ σταματάω γιατί βλέπω μια γυναίκα
να χτενίζει τη φωνή της. Μια γυναίκα εντοιχισμένη
από τα λόγια μου)
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης
Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Η ΕΚΔΡΟΜΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Φεύγω με το τρένο για τη λίμνη – ποια λίμνη; -
Γυρίζουν οι ρόδες, γυρίζουν οι εποχές.
Βγάζει καπνούς το μυαλό μου.
Σφυρίζουν τα δένδρα γύρω μου.
Φεύγω σαν σφαίρα. Επιτέλους μετακινούμαι.
Δεν πήρα τίποτα μαζί μου.
Μόνο τσιγάρα κι ένα πακετάκι με ποιήματα για το
δρόμο…
Τα τελευταία ιστορικά γεγονότα τα ξέρω απέξω-
Θα τα λέω στο διπλανό μου και θα γελάμε…
Έχω γύρω στο λαιμό το μάλλινο κασκόλ σφιχτή
θηλιά.
Όταν ζεσταθεί η κουβέντα θα μιλήσω για σένα.
Μετά πολιτική συζήτηση. Μετά για τέχνη.
Ωραία μέχρι εδώ. Αλλά δεν υπάρχει κανένας
συνεπιβάτης.
Είμαι μόνος στο όχημα με τα χέρια μαγκωμένα στο
παράθυρο.
Όλα φεύγουν πίσω μου. Όλα τα ξεχνάω.
Ψάχνω για τον μηχανοδηγό. Δεν υπάρχει.
Το τρένο είναι αυτόματο, είναι κατευθυνόμενο.
Άρχισε να φαίνεται η λίμνη. Κόβεται ο χρόνος…
Το νερό με σφίγγει σαν σίδερο.
Τώρα κατεβαίνω στον πάτο της λίμνης.
Κοιτάζω την οροφή του νερού.
Είναι παράξενο μέρος για πικ-νικ.
Γιατί κανονικά πρέπει να ’χω σκοτωθεί σε
δυστύχημα.
Ζω όμως και σκέφτομαι:
Μήπως πήρα λάθος τρένο;
Ή με βάλανε βιαίως σε άλλη εποχή»
ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Σκουπίζω τις παλιές φωνές από το τηλέφωνο.
Μετά κουρδίζω τη μουσική – ακόμα μπερδεύω το τηλέφωνο με ρολόι –
Βγάζω το δέρμα μου και κάνω ένα ζεστό μπάνιο
για να ξεχάσω.
Λύνω πολιτικά σταυρόλεξα.
Πέντε καθέτως.
Πέντε υποδορίως.
Λέξη με εφτά γράμματα. Α ν α π ν ο ή.
Κάποιος μου κλείνει το στόμα.
Βλέπω όμως τον πεθαμένο να οδηγεί ιλιγγιωδώς το αυτοκίνητο.
Κορνάρει, ελίσσεται, τρέχει να προλάβει
ανοιχτό το νεκροταφείο ή το εστιατόριο.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης
Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΤΟΠΙΟΓΡΑΦΙΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Ψηλά δένδρα. Ψηλός ουρανός.
Γύρω πετάνε φωνήεντα. Λίγο ακόμα
και θα ξεχάσω την άλλη πλευρά μου.
Σκοντάφτεις σ’ ένα μισοθαμμένο πρόσωπο.
Το τραβάς απότομα και οι ρίζες του
κρέμονται στον αέρα – πάει ξέχασε το χώμα –
Από παντού βγαίνουν καπνοί – λες και καίγονται
όλα τα μυστικά του κόσμου –
Κυλιόμενες σκάλες φέρνουν ομοιόμορφα τοπία.
Τα περιμένουν ίδια βλέμματα – ίδιες θήκες.
Ένα μικρό κορίτσι τρέχει σ’ όλες τις ηλικίες του υδράργυρος.
Ανοίγω τη βρύση – τη μνήμη.
Ξεκουμπώνει το δέρμα της απαλά
και φαίνεται η γεωγραφία του απογεύματος.
Το τοπίο τώρα είναι σεληνιακό.
Ο καπνός με τυφλώνει και πέφτω.
στην πρώτη χαράδρα στο πρώτο κενό στον πρώτο άνθρωπο.
Η ΟΜΟΙΟΚΑΤΑΛΗΞΙΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Το κορμί της άδειο καλάμι μου έμεινε στα χέρια.
Αν ήμουνα βοσκός θα το έκανα φλογέρα.
Αλλά ο καιρός είναι λίγος και οι παραπάνω μεταφορές πολυτέλεια.
Ακόμα γιατί:
τα δένδρα δεν πετάνε
οι συμμαχίες πολεμάνε οι πρόσφυγες πεινάνε.
Το κορμί σου αγάπη μου είναι νεκρό.
Είναι στο λάκκο: πάνω λουλούδια κάτω σκουπίδια.
Στα έλεγα όταν έκανες ποδήλατο στης θάλασσας την άκρη,
αλλά δεν σκέφτηκες ποτέ τα γρανιτένια βάθη.
Το μπικίνι έγινε σκόνη και τα τραγούδια χώμα στ’ αυτιά.
Πίσω απ’ το γρασίδι ο χρόνος φαίνεται γαλάζιος
και λάμπει και τελειώνει η ζωή
και φτάνει ο καρβουνιάρης να μαζέψει τα κόκαλα.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης
Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΙΩΠΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Με φωνάζουν διάφορες φωνές.
Χρωματιστές, σιδερένιες
-φωνή σου το απόγευμα σε κίτρινη φόδρα –
Φωνή βοώντος εν τη ερήμω.
Έρημο φως. Έρημος τόπος.
Το χέρι μου βόσκει στην κοιλιά σου.
Η φωτογραφία δείχνει διαδήλωση ή αιχμαλώτους –
έστω, ανθρώπους που θα χαθούν – στο τέλος
εκεί που σβήνουν όλα, βλέπω τη γυναίκα μου να φωνάζει:
«πιο κάτω, πιο κάτω το χέρι σου»
ή το φοβερό: «ωραία μέρα σήμερα¨.
Το σταματημένο χέρι. Το σταματημένο ποίημα.
Κάποιος γυρίζει το διακόπτη
και το σκοτάδι τρέχει παχύρευστος γύψος.
Όλα τα άλλα είναι ζήτημα χρόνου.
Ο ΥΔΡΑΡΓΥΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Σλάιτ 1: Σκληρό χάδι στον αυχένα. Μεμιάς
ανοίγουν όλες οι πόρτες.
Κλοτσιά και
ξερνάς όλα τα μυστικά σου και το θάνατό σου.
Άλογο που τρέχει
πάνω στη θάλασσα και ξεκολλάνε οι σάρκες και σκορπίζουν τα κόκαλα.
Μένει η
τελευταία κίνηση στον αέρα και το χλιμίντρισμα.
Σλάιτ 2: Ωραία είναι εδώ. Βέβαια τα χάσαμε όλα.
Η
πατρίδα μας όμως έχει σύνορα απρόσβλητα,
μπόλικη θάλασσα
και ουρανό να φάνε και οι κότες.
Εμείς για την
ώρα μασάμε το αλάτι μας
και βλέπουμε το
φίδι στα χόρτα και τη ρουφιανιά στα
νερά.
Μπροστά ένα
δρόμος μακρύ ο σκοινί.
Η θηλιά στο
λαιμό και με τραβάνε στην πρόοδο με μουσικές.
Σλάιτ 3: Έχετε δει ποτέ θλιμμένη γυναίκα με
παλιό κομπιναιζόν,
να τρώει
σταφύλια το χειμώνα;
Ξαφνικά μπαίνει
καλοκαίρι και η παραπάνω γυναίκα
είναι κοπέλα
θεόγυμνη στα χέρια μου και χαμογελάει.
Πάλι καλοκαίρι
και το γύψινο ομοίωμα της στο κρεβάτι
Δε θυμάσαι δε βλέπεις
και πέφτεις από
τον όγδοο στίχο
στο φωταγωγό του
ποιήματος -
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης
Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΤΡΑΝΖΙΣΤΟΡ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Τις φωλιές των ονείρων τις ξέρω καλά.
Δεν τις θέλω. Βαρέθηκα τα παραμύθια.
Βαρέθηκα τα υδραγωγεία – τη Μαρία – την
ελευθερία.
Έχω μέσα μου έναν ισοβίτη, έναν αναρχικό, έναν
βομβιστή.
Κάνει απεργία πείνας, απόπειρες αποδράσεως.
Τίποτα όμως. Την τελευταία στιγμή του βάζουν
τροφή με το ζόρι κι από τη μύτη. Τον παίρνουν
χαμπάρι με το σκοινί στα χέρια και τα πόδια
μια πιθαμή από το έδαφος. Και πάλι μέσα.
Στο επισκεπτήριο του λεν οι φίλοι: δες και λίγο
πιο έξω.
Κάνε κάτι. Υπόγραψε ένα χαρτί.
Κάνε μια αίτηση. Τα χρόνια πέρασαν.
Έχεις πάθει ανήκεστο βλάβη. Να φέρουμε τους
γιατρούς.
Οι γονείς σου ρέψανε. Η γυναίκα σου
ξαναπαντρεύτηκε.
Η μουσική τον τυλίγει σαν καπνός.
Τα μακριά του μαλλιά μπερδεύονται με τις ιδέες
του
-και δεν μπορεί να χτενιστεί –
Οι μέρες φεύγουν. Τα γεγονότα μένουν ακίνητα.
Το άγριο τρανζίστορ παίζει και κανείς δεν
βλέπει
το χταπόδι να αρπάζει ένα γλάρο στα βράχια.
Ο ΣΑΚΟΣ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ
Μαύρισε ο τόπος από τα χελιδόνια.
Όταν πετάνε ανάποδα το άσπρο είναι ατέλειωτο.
Ο παράδεισος – η άβυσσος – η ζωή – οι κάλτσες
μου!..
Βγάζω τις κάλτσες· τις πετάω. Πάει η μέρα.
Είναι βέβαιο ότι ο σάκος του Νικηφόρου Φωκά
κράτησε για λίγο το σχήμα του αυτοκράτορα.
Μετά ξέχασε τις μέρες, το κρέμασμα στο καρφί,
τις φοβέρες για την τελική κρίση· το φονικό.
Ούτε πήρε είδηση για τη βιομηχανική επανάσταση,
τον κομμουνισμό και άλλα πολλά. Έμεινε πάντα
ένας σάκος που μπορεί κάποτε να ήταν γεμάτος
πατάτες.
Αυτά όλα τα ξέρεις καλά, γι’ αυτό πίνεις
πίπερμαν
με παγάκια και φοράς ένα γυαλιστερό μπικίνι και
κάνεις
τα μπανάκια σου στο Αιγαίο. Το κυριότερο όμως
είναι ότι χαμογελάς μ’ ένα χαμόγελο αυθεντικό
του χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξι. Είμαστε
λοιπόν
στα χίλια εννιακόσια εβδομήντα έξη μεσημέρι
και Ιούλιο μήνα με σκουριασμένα χέρια
από τις ίδιες κινήσεις. Ένας δυνατό αέρας
ξεφλουδίζει τις τοιχογραφίες της ιστορίας.
Κοιτάζω τη θάλασσα και πίσω σου βγαίνουν
δεινόσαυροι – ερπετά – ερπετά. Πέφτεις στα
γόνατα
Έρπεις – έρπεις. Γυρίζεις εκατομμύρια χρόνια
πίσω.
Δε μου έμεινε τίποτα, ούτε το κουτσό μου
ποδάρι και δεν μπορώ να προλάβω
τις τελευταίες εξελίξεις του πολιτισμού.
Μοτοσικλετιστές τρέχουν και δε φτάνουν ποτέ.
Το ποίημα φεύγει. Μένω πίσω.
Σου βγάζω το φόρεμα, το δέρμα, τη φωνή.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΠΑΝΙΚΟΣ ή η ΛΙΤΣΑ ΘΕΛΕΙ ΕΡΩΤΑ ΕΝΩ ΤΟ ΡΑΔΙΕΝΕΡΓΟ ΝΕΦΟΣ
ΠΛΗΣΙΑΖΕΙ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Ανοίγω το μπουκάλι και πετάγονται
οι μέρες μου πτητικό υγρό
Ο ουρανός είναι καρφωμένος στη γη
και δεν θα ξεφύγει κανείς
Στο ξαναλέω για πολλοστή φορά.
Θα φύγω με μια αρκούδα για το δάσος.
Στο ξέφωτο θα παίζουμε τένις με το μηδέν.
Δε θα με φάει η κινητή άμμος των επιθυμιών σου!..
Ο ΓΕΡΟΣ
Φοράει τα χρόνια του κατάσαρκα.
Θυμάται τις σκάλες. Στο βάθος το γραφείο, τα
σκόρπια χαρτιά.
Μετά ένας μεγάλος πόλεμος.
Ιδεολογίες, βιομηχανίες, επαναστάσεις
και τα ψάρια ανέβηκαν στα δένδρα για να σωθούν.
Γυρνάει στα προσωπικά του.
Αγάπησε μερικούς ανθρώπους, είδε μουσικές να ξεχνιούνται.
Κάπνισε πολλά τσιγάρα.
Πρόλαβε να ακούσει λίγες φορές τον ουρανό χωρίς
αεροπλάνα,
και αυτό ήτανε. Του ’πεσαν τα δόντια,
σακούλιασε.
Φωνάζει ανύπαρκτα ονόματα –
βουβές παρενθέσεις – με βρογχοκήλη, με πλατυποδία, με εμφύλιους πολέμους.
Τυλιγμένο σε επιδέσμους το τηλέφωνο – ούτε
ακούει, ούτε τον ακούνε –
Περιστρέφεται η ζωή δίσκος εβδομήντα οκτώ
στροφών.
Η βελόνα τον σκάβει.
Το τραγούδι ακούγεται στραπατσαρισμένο.
Δεν μπορεί να βαδίσει πια.
Μέχρι χθες σερνόταν με τα τέσσερα.
Τώρα είναι στο κρεβάτι ανάσκελα και κοιτάει τον κήπο του στο ταβάνι.
Στο κομοδίνο γυαλίζει η μασέλα του
κάτασπρη νύχτα – άγνωστο αύριο.
καπνοί τον ζώνουν και βήχει τα παλιά και τα καινούργια.
Τυφλοπόντικες στίχοι σκάβουν λαγούμια.
Βγάζουν για λίγο το ρύγχος έξω. Κοιτάνε!..
Τρομάζουν και ξαναχώνονται στο χώμα.
Ο γέρος όμως ζει και ξέρει πώς γίνεται το σίδερο μπαμπάκι.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης
Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΞΗΡΑ ΤΡΟΦΗ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Ριπές αιώνων μου σκορπάνε τα κόκαλα.
Λες, σήμερα. Ποιο σήμερα;
Λες, πολιτικός κρατούμενος.
Και είσαι ο επίσημος κρατούμενος.
Οι παλιές ρυτίδες κυλάν – κατεβάζουν
τα άχυρα – λόγια τη βροχή
τα χώματα – χρόνια.
Οι παλιές χαράδρες μετακινούνται – φεύγουν
Τα δάση απογειώνονται μαζί με τους αντάρτες.
Η γη είναι χθεσινή κουβέντα.
(Αποκλεισμένος σ’ αυτό το χαρτί χωρίς νερό…)
ΚΑΠΟΥ ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ
Σκληρό καρύδι αυτή η νύχτα.
Θα το σπάσω και θα ησυχάσω
Στρίβω το κεφάλι.
Βουνό οι νύχτες ποτάμι τα πετρέλαια.
Άρχισαν πάλι οι έμμονες ιδέες.
Πηγαίνω μερικά βήματα πίσω – μερικά χρόνια πίσω
–
και μπαίνω στη μέρα.
Αλλά είναι ακριβώς το ίδιο.
Αλλού πηγαίνω εγώ και αλλού τα ρούχα μου.
Οι ιδέες μου
- αυτές δεν πάνε πουθενά –
Παγώνω σ’ αυτή τη γη.
Χθες είδα στο δρόμο έναν άνθρωπο
χωρίς μαλλιά και κρέας, μόνο κόκαλα και φλέβες.
Ένα σακουλάκι πόνου,
και τον αγκάλιασα.
Ακόμα δεν πραγματοποιήθηκε το παιδικό μου όνειρο:
η ομαδική εκτέλεση των διευθυντών.
[από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα ΣΤΟΙΧΕΙΑ
ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
ΤΟ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΗΝ ΕΙΣΟΔΗΜΑ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Φέτος δεν φόρεσα καθόλου γάντια.
Τα πιάνω όλα με γυμνά χέρια.
Πάει και ο φόβος του τέτανου.
Με γυμνά χέρια κάνω τους λογαριασμούς.
Μέσα από σπασμένο μάτι τα βλέπω όλα αυτά
και δεν πρόκειται να γυρίσω πίσω.
Προβάλλεται η ζωή μου – η ζωή σας
στο πανί αργά ή γρήγορα με κάτι χαρακιές φως –
φωνές ερωτικές και αυτό είναι και τέλος.
Οικονομολόγοι μιλάνε με εξισώσεις
για την ανάκαμψη της οικονομίας.
Τα ζώα τρώνε το χορτάρι τους ήσυχα –
χωρίς να ξέρουν μαθηματικά –
Τα νερά τρέχουν Οι ρίζες απλώνουν
Μασάω πέτρα όλη μέρα με αξύριστο – με αγύριστο κεφάλι
ΣΤΑΥΡΟΛΕΞΑ ΜΝΗΜΗΣ ή Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977)
Όπως είμαι ριγμένος δίπλα στο κορμί σου,
και κοιμάμαι και φωνάζω
τυλιγμένος στη νικοτίνη χωρίς λυρισμούς,
ακούγοντας τα ποντίκια να τρέχουν
στις δημόσιες υπηρεσίες, δεν είδα
το πάτωμα να φεύγει, και έμεινα μετέωρος.
Μετά ο χρόνος σου δίνει μια
και βρίσκεσαι στην άλλη μεριά,
χωρίς παπούτσια, χωρίς θάνατο.
Ανάμεσα σε δόντια, στοιχήματα, κατολισθήσεις
και μονόχειρες στρατιωτικούς.
[από τη συλλογή του Γιάννη
Κοντού ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – δεύτερη ενότητα
ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικό τόμος: Γιάννης
Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010, εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Η ΕΡΗΜΟΣ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΗ ΓΗ
(… αυτή δεν είναι μεταφορά, είναι η πραγματικότητα)
Τυφλοί παίζουν κομπολόγια. Σε κάθε γύρισμα του κύκλου καταστρέφεται μια πολιτεία. Οι πολιτείες χάνονται και γελάει ο χρόνος. Τα παιδιά δικάζουν. τρομάζουν οι πρωθυπουργοί. Χαμηλώνεις τα μάτια περιμένοντας το σεισμό. Όλοι είναι τυφλοί παίζουν κομπολόγια. Βλέπουν τα σκοτάδια – τα σκουπίδια και κλαίνε
και φεύγουν και φωνάζουν και είναι ακόμα καλοκαίρι και οι κρατούντες έχουν τη φωτιά. Καίγονται,
γίνονται στάχτη. Δεν πιστεύουν
στο ποίημα.. Τα νερά τραβιούνται. Η έρημος σκεπάζει τη γη - αυτή δεν είναι μεταφορά, είναι η πραγματικότητα - ‘Πταν το μαύρο παλτό του Διονυσίου Σολωμού σκεπάζει τον ήλιο – τη ζωή. [ΚΑΘΕ
ΜΕΡΑ από τη συλλογή του Γιάννη Κοντού
ΦΩΤΟΤΥΠΙΕΣ 1977 – Δεύτερη ενότητα ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗΣ
ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ – Συγκεντρωτικός τόμος: Γιάννης Κοντός ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1970 – 2010,
εκδόσεις ΤΟΠΟΣ 2013]
Πέμπτη, 24 Μαρτίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου