κι ονειρευόμουνα πως ήμουν
μικρή αδυναμία για χατίρι σου
Αν ήξερες πόσο λίγο μυρωδιά
παρακαλούσα να μείνω δένδρο υγρό
πόσο πολύ μ’ έσπρωχνα φεύγα μακριά
μην ανησυχείς
θα με βγάλω βόλτα κρυμμένη στα σύννεφα
Είχες το στόμα μου
προσπάθησε να θυμηθείς
εγώ να μιλήσω ήθελα
βροχή
κι ύστερα πια τα χέρια μου υγρά
βροχή να τσαλακώνουν
κι ύστερα
αν ήξερες…
[ΕΥΑΙΣΘΗΤΗ ΣΑΝ ΕΡΩΤΑΣ από τη συλλογή της Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ
ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ 2008]
Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα:
ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ, Θα σταθώ κοντά
στη φωτιά που σέρνεται αδυνατισμένη ως τη δύση
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, Η μέρα
τελείωνε στην αφή της ακρόπολης…
ΑΛΛΟΚΟΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ, Εκείνη τη νύχτα
που δεν υπήρχε στάλα φεγγάρι…
ΟΓΚΩΔΕΙΣ ΕΡΗΜΩΣΕΙΣ, Ανέκαθεν έβλεπα
όνειρα με γοερότητες κυττάρων και φοβερό αέρα που ρημάζει το Ένα…
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ, Φορές – φορές το
σημάδι π’ έχω στα χέρια και
ΑΘΩΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ, Λησμόνησα τόσους φόνους τυλιγμένους
να περπατούν
ΣΤΗ ΡΑΧΗ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ
(από τη συλλογή της
Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)
Ι
Θα σταθώ κοντά στη φωτιά
που σέρνεται αδυνατισμένη ως τη δύση
και θ’ ανασηκώσω πιστά
τη θρησκευτική μου απιστία
ενώ το εκκρεμές θα συνοδεύει χαμηλόφωνα
τα καπνισμένα κούτσουρα
Είναι αλήθεια πως η νύχτα μου
κρύβει όλα τα πάθη των δαιμόνων
που ραμφίζουν το καταδικασμένο μου κεφάλι
και δυναμώνουν τέλεια μιαν ηδονή
γύρω από λατρείες μυστικές
Μπροστά μου,
η γη φτωχή από λιβάνι
και κάτω απ’ την ίδια μου κραυγή
να βυθίζομαι στην έλξη των δαιμόνων
και να χορεύω έρποντας
στα λασπωμένα τους μολύβια
Εσύ που με ακούς
Ω!.. Άγγελε της νύχτας
πες μου
υπάρχει κόλαση πιο θερμή;
ΙΙ
Τρώγω τη φωτιά
ακόμα κι όταν δεν έχω στις ωοθήκες μου
σελήνη μεταφυσική να
τη χωνέψει
Ανέκαθεν κατακαίομαι
διασκεδάζοντας
και μου φωνάζω:
δε βλέπεις πως έχασες τη γλώσσα σου
μονάχα τρώγοντας θεούς;
Κάποτε καταπίνοντας αγίους
κι άλλα σύμβολα
ξεκοιλιάστηκε ο αθωότερος νους μου απ’ τις οχιές
που αναπήδησαν με οιδήματα
Φωτιά ξέχειλη σου λέγω
με κόκκινη αθανασία μηχανεύομαι
στα νεφρά και
ροκανίζω την πραγματικότητα
ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΜΙΑΣ ΑΝΟΙΞΗΣ
α
Η μέρα τελείωνε στην αφή της ακρόπολης
κλαίγοντας σαν αμαρτία
Τόσο χρυσάφι λουλουδιασμένο
να βυθιστεί στην ταπείνωση
και στο δρόμο ένα
φεγγάρι βουνίσιο
που αγριεύει από ψηλά τα κάστρα
Φτωχά τρίφτωχα
κάστρα με την πλάτη
δυο τρία μέτρα φυλακή έξω από τη θάλασσα
και μπόλικο νερό στην πανάρχαια σκάλα της περηφάνιας
Κι αυτός ο ήχος του άλλοτε
που πότιζε τον ιδρώτα
φιλότητα
και πλούτιζε το πάθος της φυλής
τις μήτρες μεγεθύνει δυο φορές
με τον αέρα που μισεί τις θύμησες
και φτιάχνει στήθη με το Δεν
Γι’ αυτό και φούντωσε άγριο το σούρουπο
στα πέντε κάστρα των Ελλήνων
και εξελίσσεται σε κίνδυνο
καθώς βάφει μ’ αλάτι μονόφθαλμο το χώμα
και ξηλώνει τις ηλιόλουστες πέτρες των ονείρων
Έχουμε βέβαια παρηγοριά τη θάλασσα
που καρπίζει τα μάτια
με θεούς
και τα χείλη μ’ Αγγέλους τ’ Απρίλη
Μέρα και νύχτα δε λυγίζει
κι ας βρέχεται στα σωθικά της
από φεγγάρι των νεφών
β
Κι ήρθαν κάποτε τόσοι νεκροί μέσα απ’ τους αιώνες
να ζητήσουν τους όρκους που δώσαμε
και δεν κρατήσαμε.
Κι ήρθαν άνεμοι λαβωματιές
από την ανοιχτή παλάμη του χεριού
-τόσοι γυναίκες άνδρες
π’ αναστήθηκαν
κι η θάλασσα μια
μαύρη λάσπη
εμπόριο για την ψυχή που χτίσαμε
Κάποτε σύρθηκαν
τόσοι νεκροί
στην επίσημη πρόσοψη του σπιτιού μας
και ψάλλανε για την ακρίβεια επτά σκοπούς
Κι ήταν τότε
που νιώσαμε το κρύο απερίγραπτο
στο πρόσωπο της μνήμης
γ
Και τίποτε δεν έμενε
να θυμίζει τα μάτια των κοριτσιών
που σχεδίασαν τα βουνά ένα –ένα
μες στη χλόη
και τα ρυάκια με τη
φωνή τους
Τίποτα και στα χέρια των δένδρων
που φυτεύτηκαν από αγκαλιές νηπίων
σ’ αυτούς τους τόπους
για να κλείσουν τη βαθιά
ανάσα των ψυχών
Αριστερά
πάνω στο γέλιο του παράθυρου
να διαλύεται ένα φεγγάρι τρομαγμένο
προς τη λευκή σκόνη της μοναξιάς
κι ένα φιλί βαθύτερα
να ψιθυρίζει στα μαλλιά σου για τα προσχήματα
που μετακίνησαν τον ουρανό
δ
Είχα ποθήσει την Άνοιξη
σ’ αυτούς τους τόπους που βγαίνουν από μέσα
μ’ όλους τους αγγέλους
αιχμάλωτους
και τους θεούς να
σμίγουν χώμα και καρπό
στο σώμα μου της ποίησης
Είχα ποθήσει για μένα την πέτρα
ήλιους μικρούς που
με θηλάζουν
και τριγύρω ρίζες που κρατούν τον ίσκιο του χεριού
να μη με παίρνει ο χειμώνας
Πέντε μηλιές σχεδίασα
να μου διπλώνουν τις κουβέντες
και στου χρόνου μου την είσοδο
γλυκό το χρώμα της φωνής
που ήταν για τον έρωτα
Αλλά τα μαύρα μου μαλλιά
με κύκλωσαν με σήματα βροχής
το ίδιο μαύρο ρέει
στη σιωπή
Ω μνήμη σκληρή
που βαραίνεις το στήθος αγωνία
Πού βρίσκεται το ένστικτο του έαρος
ο χειμώνας ετούτος να χαθεί
που γέμισε κακούς αγγέλους το κεφάλι;
ε
Ακριβώς κάθε Μάη κατέβαινε
στ’ Αναπλιώτικα χώματα
και κυνηγούσε τα ένστικτα που μύριζαν ημέρωμα
Χαιρόταν μόνος στην πόλη
με τα παλιά παράθυρα
π’ ανοίγουνε σαν μάτια
και τ’ αμαρτήματα του κάστρου
κόκκινα περιστέρια στον ορίζοντα
Κι έλεγε θα πεθάνω
μέσα στο φεγγάρι
που χώνεται στην Αναπλιώτικη γη
έτσι θ’ ανηφορίσω προς το κάστρο
να θυμηθώ την ώρα
που φέρνει ομορφιά
Κι η νοσταλγία
του έκαιγε τα σωθικά
κι η ώρα του χτυπούσε
βαθιά αρρίζωτη στο χώμα
[από τη συλλογή της
Κατερίνα Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]
ΑΛΛΟΚΟΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
(από τη συλλογή της
Κατερίνας Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)
Ι
Εκείνη τη νύχτα
που δεν υπήρχε στάλα φεγγάρι
να κρατηθείς
έσταζε το σκοτάδι εγκαύματα
Γύρω η μαύρη γη ν’ ανατριχιάζει με το πάτημα
κι ύστερα πέτρες που μετατοπίζανε τον ήχο
κι ύστερα φόβος και σιωπή
κι εγώ κρυώνω βυθισμένη
σε τόσες καταχνιές
Κρυώνεις κι εσύ πηχτό σκοτάδι, φώναξα,
που στάλαξες την αγωνία στη φωνή;
Κρυώνεις κι εσύ Άγγελε θανατερέ
που στάλαξες μια θλίψη
κι ανατριχιάζει η ψυχή;
Εκείνη τη νύχτα όλο
πάθος ούρλιαξα:
νύχτα, νύχτα, νύχτα
μήτε λουλούδι για νεκρό
ξανά δε σου χαρίζω…
ΙΙ
Ένα φεγγάρι λαχτάρησα
να λυγίσω την όραση
τη νύχτα ιδίως
που η φαντασία στο μυαλό
έχει βαριές ψυχώσεις
Κι άπλωσα στο χαρτί
ερημοσύνη
και την έλιωσα μέσα
σε τεντωμένο κόκκινο
Τινάχθηκα όρθια
περιμένοντας να καρποφορήσει
να γίνει αχτιδοβόλημα
μα τίποτα
αιμορραγούσε το χαρτί
ρυπαίνοντας το θάνατο με μάτια
ΙΙΙ
Το φεγγάρι!..
Αυτό έστριψε τις ρίζες του δένδρου κατά το νότο
και τις κατάπιε η πέτρα που σκοντάφτω
Το φεγγάρι που μου ’λεγες
πως αν κατέβει χαμηλά
στο δένδρο που είναι σπίτι μου
θα λάξευε φως σε όλα τα παλιά χαρτιά
και δίπλα ο ίσκιος θα χανόταν
Και το μυαλό,
που φτιάχνω α ποιήματα
Θα πνίξει μέσα του
ένα κάμπο πέτρες
κι ίσως την πείνα που κρέμεται στο σφυγμό
και ζωντανεύει τις φωνές
που καίνε
Μ’ αυτό το φεγγάρι
διάβασα στην άδεια κάμαρη
και φαγώθηκα στο πρόσωπο
κι ήμουνα αίμα φως
ΟΓΚΩΔΕΙΣ ΕΡΗΜΩΣΕΙΣ
Ι
Ανέκαθεν έβλεπα όνειρα
με γοερότητες κυττάρων
και φοβερό αέρα που ρημάζει το Ένα
Όνειρα ερεβώδους όρασης,
που με βρίσκουν πέτρα κάθισμα ως την ερημιά
και μ’ ανωφέρειες βελόνες
μάχονται τη σφιγμένη μνήμη
Κάποτε, που συμμάζωνα
τη θλίψη μου από παμπάλαιες σελήνες
εμένα έλπιση από τα δενδρολίβανα,
αναρριχήθηκαν στα φυλαχτά μου και σήκωσαν ψηλά
ένα μικρό σκουλήκι ταλαντεύσεως
Δεν θα με τρόμαζαν τόσο τα ψευδοοσκότεινα
που έκαιαν με μικρούς άυλους τρόμους
τη νύχτα που ταξιδεύω
αν τα φώτα κρέμονταν λευκά
κι η αθωότητα αγνότερη αντίκρυ
Φαίνεται πως τα βαφτισμένα τ’ ουρανού
ευφραίνονται κρημνίζοντας στην κλίνη μου
πολλές ογκώδεις ερημώσεις
και ως την κοίμηση ταράζοντας
Ζήτημα αν λιάζομαι
ένα, δυο φωνήεντα ύπαρξη
γαληνεμένη
Συνήθως, λεπτή μελαγχολία
που πληγώνομαι
πυκνή καρδιά με άπτερα τα θαύματα
Άραγε οι Θεοί σου Κύριε
αναπτύσσουν ποτέ παρηγόρια
στο Δωδεκάθεο της θλίψης;
ΙΙ
Τα πάντα κρέμονται στα όνειρά μου
ωσάν δαιμόνων πουκάμισα
κι ο φόβος
συνάντηση αγρύπνιας
εξουσιάζοντας τα κόκαλα του νου
Και είμαι απαρηγόρητη σου λέω
όπως την ώρα εκείνη
που το χέρι μου άγγιξε τον προφήτη κρεμασμένο
με σώματος κενό
Ωσάν έρχεται η νύχτα
κλαίω τα χρόνια και
χρόνια ως τη γέννηση
που ο ήλιος με βούλιαξε άνθρωπο
χωρίς την ευτυχία στα χέρια
Κλαίω εσωτερικά ως
μάνα
που δεν άρχισε ποτέ των ονείρων τη χόρταση
και τι να ελπίσω;
καθώς ανάποδα βλέπω τους δέρματος μου την κοιλία
Πώς να κλείσω
χωρίς τους ανέμους τρυφερούς
να συντυχαίνουν τη ράχη μου
όταν σπαράζομαι στην άκρη από μύθους
όπου δεν μπαίνει ο θεός
Φωνή γεμάτη αναβρύσματα
σκιώδη
έτσι στον κύκλο των τερμάτων κιτρινίζω
ΙΙΙ
Τι να σας πω τώρα
για τον κατεστημένο ύπνο
που πλαγιάζω με όλα
τα επίφοβα διλήμματα
πάνω απ’ το σώμα πιεσμένα
Που ξεμένω πάντα
μυημένη των δέσμιων
κενών
κι ακούς την ώρα να χτυπά
σ’ ένα ρολόι που τελειώνει
Τι να σας πω
για το στόμα που μικραίνει – μικραίνει
με ταχύτητα βραδιάσματος
και μπερδεύονται όλες οι ιδεολογίες
στο θηλαστικό μου νεύρο
Τέτοια σηκώνω
στον ύπνο που μετέρχομαι
κι αποτεφρώνομαι
χωρίς να φεύγω
[από τη συλλογή της
Κατερίνα Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]
ΣΕ ΠΡΩΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ
(από τη συλλογή της Κατερίνας
Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ 2008)
Ι
Φορές – φορές το
σημάδι π’ έχω στα χέρια
γλιστρά απ’ την
τριβή των γραμμάτων
και κρέμεται ως νέος
φόβος
Ο φόβος
απ’ όπου βγάζω μικρές λέξεις σε φορεία
και κάτω – κάτω
την πιο μικρή πέτρα
που φορώ
και χτίζω ποιήματα
ΙΙ
Το ξέρω φοβάσαι
όταν γίνομαι πέτρα μικρή
Το ξέρω, η φωνή σου
ουρλιαχτό
σπάστε την γίνεται
Ω!. Δειλέ
Άσε το ψέμα
Πες μου ποιος δαίμονας με χάραξε
πέτρα μικρή;
ΙΙΙ
Κι αν ακόμα άφηνα την πέτρα
που ζευγαρωτά
συλλογιέμαι
εσύ αγριεμένος αγάπη
μου
θα με κρεμούσες σους
γκρεμούς
για των σπονδύλων
μου το άδειασμα
Θα σταυροκοπιόσουν
κι από πάνω
σαν πόλεμος που μ’ έφτασες στην κρίση μου
Ω!.. Διαμέλισέ με
αγάπη μου
Μη φοβάσαι
Δώσε τη σάρκα μου στη
γη
Σε τούτη τη γη
που γίνομαι πάλι
όμορφη
και τα μάτια μου
τρυφερά ανατριχιάζουν
κι ας λείπει η πέτρα
Βλέπεις πώς βλάστησα
σα γυναίκα
με τα μάτια της γης;
Αχ!.. Φύγε αγάπη μου
λίγο πιο πέρα απ’ τα στάρια φύγε
κι η κόλαση που
στάζεις τα μαραίνει
ΛΗΣΜΟΝΗΣΑ ΤΟΣΟΥΣ ΦΟΝΟΥΣ ΤΥΛΙΓΜΕΝΟΥΣ ΝΑ ΠΕΡΠΑΤΟΥΝ…
(… ανάμεσα στη
συνείδηση και στα πλευρά γυμνό το άγριο ρούχο μου…)
Και πώς να προχωρήσω μ’ ένα κρανίο πάνω στα μαλλιά που ακούγονται βαθιά-βαθιά μέλισσες
και κύκλοι κοκκινωποί Πώς να
προχωρήσω σ’ ένα κορμί όπου κάθε μαστός καίει κι εγώ βαρέθηκα να μ’ αφήνω στο στήθος
με δυο κινδύνους αντικρύ Ω Θεέ
μου πώς θα μ’ οδηγήσω με τόσους φόνους στις
αθώες πράξεις μου [ΑΘΩΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ από τη συλλογή της
Κατερίνα Κατσίρη ΖΟΖΕΤ ΑΘΩΟ ΜΑΥΡΟ, εκδόσεις Λιβάνη 2008]
Τρίτη,
22 Μαρτίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου