Παρασκευή 18 Μαρτίου 2022

ΕΙΣΑΙ ΜΙΑ ΗΠΕΙΡΟΣ ΤΟΥ ΣΤΗΘΟΥΣ ΑΠ’ ΤΑ ΒΑΘΗ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

 

(…είσαι πλανόδια σα το φεγγάρι…)

… ο πόνος είναι πλοκαμός κι η αγάπη σου υδράργυρος

γυναίκα, πείσμα της Ασίας.

Όταν αφήνεις ένα βλέμμα στις κοιλάδες να ωριμάζει

καθώς οι άνεμοι το ταξιδεύουν ως τα ύψη

νέμεσαι τα κλαδιά και χύνεις δηλητήρια μες στο φεγγάρι.

Μόνη σα φόνος κατοικείς τη συνείδηση

συνωμοτώντας αντίκρυ στις θεότητες των πουλιών

εσύ με μαύρα ποταμικά μαλλιά   εσύ πάλι και πάλι με σκοτεινά μάτια.

Λέω στον ήλιο να σταθεί χωρίς την αγαθότητα

σχίζοντας το μεγάλο χρώμα του ονείρου

στον ήλιο να σε πολεμήσει με βοερό θειάφι

και να γκρεμίσει όλη τη θύμηση που με παιδεύει.

Να οι καιροί στα βήματά σου μ’ έφεραν

οι φυσικοί δεινόσαυροι τα ουράνια πλάτη

μια δέσμη χαλαρή του αίματος έτοιμη να σκορπίσει

τότε που φώναξα δίχως απόκριση: θέλω να γίνω γαλάζιος.

Ήρθες να μείνεις ως το θάνατο

με πορφυρές ανταύγειες απ’ τα μέλη

ρώτησα μα δεν έμαθα πού βρήκες το σκοτάδι

σε μυστικά ρυάκια κλειδώνεις τον ήχο σου

μόνο με την εκρηκτική φωνή της σιωπής.

Ήρθες να μείνεις ως το μακρινό χάραμα

σώματα πέρασες ακόμη ταξιδεύεις.

Εγώ δεν έζησα κι η ομορφιά της Αττικής είν’ όλο το ταξίδι μου.

Σε τόσους καημούς τραγουδώντας

δεν ξέρω τ’ όπλο της λησμονιάς.

[ΓΥΝΑΙΚΑ ΠΕΙΣΜΑ ΤΗΣ ΑΣΙΑΣ από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962 - εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο συγκεντρωτικό τόμο: ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α΄(1961 – 1978), έκτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ]




Από την ίδια συλλογή και τα ποιήματα που ανθολογούνται παρακάτω: 

ΤΡΙΠΤΥΧΟ, Η Ιφιγένεια και ο πατέρας της, Μυκήνες ευτυχία της Αργολίδας και Το Λιόδενδρο

ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΔΕΥΤΕΡΟ, Η χαρά της Μήδειας, Ο δυόσμος της Αντιγόνης και Ο Ποιητής για τη Μήδια

ΡΩΓΜΕΣ, Πάλι στους δρόμους όπου ζήσαμε την προσωπίδα

ΛΥΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΘΗΣΗ, Ο Αέρας, Μυθική Ώρα, Στο πλοίο, Νήσος, Πόλις των Ροδίων, Θερινό Ποίημα και Λοιπόν ο Καιρός περνά

ΣΤΗ ΛΙΝΔΟ, Θα ’λεγα τη λευκότητα έρημο…

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ, Έχοντας ένα σκορπισμένο βλέμμα στο δρόμο…

ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ, Εδώ κοντά μου είναι ο άλλος…

ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΜΥΣΤΡΑ, Στον πηλό των ελλήνων χαμηλά φωτισμένος 

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΝΘΟΥΣ, Το Φως είναι άοσμο, Η Αγάπη δεν υπάρχει στο σώμα…

ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ ΧΑΙΡΟΜΑΙ, Μια φορά μεγάλωσα μια και η πατρίδα…

Η ΧΑΡΑ, Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος…

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑΝ ΒΕΒΑΙΟ ΔΡΟΜΟ, Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνεται αμέσως πάθος… και

ΑΚΟΜΗ  Ο ΛΥΡΙΣΜΟΣ, Είμαστε μονάχοι στο χάλυβα…

 

ΤΡΙΠΤΥΧΟ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ και ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ

Γέρνει ο χρόνος του ηγεμόνα σε θάνατο

καμωμένον από φεγγαρίσιο ασήμι   και θάλασσες ακίνητες

όπως κερδίζουν οι νεκροί τη μνήμη πάλι

κι ένα βαθύ πτηνό βγάζει καπνούς μέσα στη νύχτα.

Γνωρίζω τι σημαίνει να σπάσει το στήθος, είπε ο πατέρας

ωχρός ανεβαίνοντας απ’ τα βασιλικά που φορούσε ρούχα

στον αγγελόχνωτο αέρα.

Η ώρα ήτανε του μάντη φονική

ο έρωτας εχθρός παραδείσιος.

Γέρνει ο χρόνος του σώματος γέρνει σε θάνατο

η παραλία ηχούσε καθώς ένας θρησκευτικός εφιάλτης

άλυτη μητέρα με τα πόδια σκλαβωμένα

πιο ψηλός κι από μητέρα

έγραφε θαλάσσια βήματα στην παραλία ο Αγαμέμνων.

Η μοίρα είναι ανάλαφρη στον ήλιον άσπρη

και συ ω μάντη κρύβεις άγριο λιλά για την απόγνωση

έλεγε των Μυκηνών ο ήλιος

ακούγοντας τρομερά μικρά τύμπανα

και μια γυναικεία φωνή που θρυμμάτιζε το αίμα του –

μα εγώ βρίσκομαι σε ουράνιο μεσημέρι

για να σφάξω τριγυρισμένος από φως την κόρη μου.

Έχεις το χρυσάφι των οφθαλμών

άφησέ με

η ερημιά με θέλει ζωντανό και μονάχο –

άφησέ με

ως την άκρη του Ειπωμένου θα συμπορευτούμε

κατόπιν είναι ένας δικός μου καιρός με την κόρη,

έλεγε ο πατέρας κι έδειχνε τον άχρηστο ήλιο.

Λοιπόν, ήρθε η ώρα κι ο βωμός μεγαλώνει σα σύννεφο

 

ΜΥΚΗΝΕΣ ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΑΡΓΟΛΙΔΑΣ

Τι περισσότερο πλαταίνει την πράξη από την αθωότητα…

Ίδε ο δεσμώτης διάφανος με τ’ αστέρια

εξουσιάζοντας τον άλιωτο πόνο στ’ όνομά του

φίλος του φωτός ή Προμηθέας οιωνίζει το φόβο μας

ύστερα χιλιάδες μάσκες αλλ’ εγώ

θα μείνω σε μια θύρα σαν κέλυφος όπου η δόξα το σπάζει

ο Αγαμέμνων

αγγιγμένος από τριανταφυλλένια νύχτα ηγεμόνας

είναι οι ριπές των ματιών του μεταξωτή λάμψη

και η Κασσάνδρα

κορακάτη με κόκκινα  βαθιά σημάδια στο λαιμό

θυγατέρα βασιλέως ψυχοπαθής απ’ τη μεγάλη υγεία.

Το μοναχικόν άρμα έχει σταματήσει και των ανακτόρων η πύλη

ανοιχτή με την Κλυταιμνήστρα στολισμένη

ελαφρά ποδήματα ρούχα γεμάτα έρωτα και μύρα θανάτου

στα χέρια της ο πορφυρός πέπλος –

όμως

ήλιος δεν περιμένει την ανάσα του νικητή Αγαμέμνονα

δένδρα η βλάστηση όλα σε μαύρο πετεινό

τ’ αστέρια οι πράξεις   ο στρεφόμενος καιρός

καθώς ανοίγει τους θαλάμους των εποχών κατάφυτους

και λάμπουν τις όμορφες νύχτες τ’ ασπρόρουχα της σελήνης

όλα σε μαύρο πετεινό.

Άφωνος με την καταγωγή των τάφων

ό,τι μέλλεται πώς να εμποδίσεις αντίκρυ στα πουλιά…

Ένας ο δρόμος και οδηγεί προς το αίμα.

 

ΤΟ ΛΙΟΔΕΝΔΡΟ

Τι αίμα στους Λαβδακίδες

κι απ’ το σκοτάδι των ματιών

σ’ άλλο σκοτάδι πέφτει ο κουρελής Οιδίπους

έρημος με τους θεούς

παθαίνοντας τις πράξεις του.

Μοιάζει στο φως ο πιο αθώος

ανεβαίνει στα τάρταρα (κι είναι τούτο φρικτό μυστήριο)

μ’ ανάερο κεφάλι σαν χαρταετός ανεβαίνει

δεν έχει άλλη ομορφιά εκτός από την αγάπη.

Ο χρόνος πλήθυνε στα μολεμένα σωθικά

είμαι γεμάτος μαύρες ημέρες,

ο γέρος τραγουδούσε,

κι ακούγονταν χιλιάδες αηδόνια στη συμφορά του

καθώς ο αττικός ήλιος έπλεε πάνω στην αιθρία

σαν θαλάσσιο ξύλο και ψυχοπομπός.

Ω τα ελαφρά χέρια των Νυμφών οπού θλίβονται

τρυφερά φυτρωμένα στ’ αερικά σώματά τους

πώς βαραίνουν

τη βοήθεια μη μπορώντας σ’ εκείνο το άμοιρο!..

Μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό,

τραγουδούσε ο Οιδίπους,

ένα κορμί που έκλεισε το ρεύμα των ιλίγγων

αγγιγμένος με θείαν αφή   της Ειμαρμένης όλβιος.

Γιατί ποτέ δε θα βρει άνθρωπος

τις βουλές του θεού ταιριασμένες έτσι μες το αίμα

χυμένες απ’ τα αιθερικά βασίλεια

τη μεγάλη καρδιά όπως γύρεψαν και την πλημμυρίζουν.

Ελεύθερος αντικρίζει πάντα τη Θήβα

και σωπαίνει ο θάνατος.

 

ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΔΕΥΤΕΡΟ

Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΔΕΙΑΣ

Είμαι γεννημένη να πράξω τους ζεστούς φόνους,

η Μήδεια λέει αγκαλιάζοντας τα αστέρια

δεν έχω έναν άνθρωπο

να ακούσει από το στόμα μου τη μέσα δικαιοσύνη

όπου με καίει στην κάθε ρώγα στα βυζιά

με καίει στην ήβη.

Κόσμε άδικε  ο γιος της Σεμέλης

με το βότρυ σε πάει πάντα στους θανάτους

κι ο πράος μουσηγέτης όμορφος απ’ τη διάρκεια

μ’ αφήνει μονάχη με τα αίματα

κόσμε άδικε ο γιος της Σεμέλης -

η Μήδεια λέει δείχνοντας τα κόκκινα χέρια.

Μεγάλο δικαστήριο η ορμή και την ακούω θεέ μου

 σε δύσκολους χυμούς ω νύχτες

η βλάστηση μυρίζει από νυφικό φεγγάρι

σκοτώνω για να φτάσει στα ουράνια η οργή

να σχίσω και το στήθος

αν ίσως η φωνή δεν άρκεσε ποτέ να λάμψει η μοίρα –

πόσες αλήθεια, ηλιαχτίδες είναι ακόμη ως το τέλος,   η Μήδεια λέει

καθώς αφρίζει ο νους της άσπρη συμφορά

στο μανιασμένο στήθος η εκδίκηση   σαν αιθάλη.

Τραγούδησε τη χαρά μου

κάποτε είχα κι εγώ τα όνειρά μου

με πόνο τραγουδήσετε,

η Μήδεια κλαίει.

 

Ο ΔΥΟΣΜΟΣ ΤΗΣ  ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ

Κοπέλα της παντρειάς από τη Θήβα

πάει σ’ ένα τάφο βροχερό ακόμη και σήμερα

πάει με δυόσμο στο στήθος

τώρα που κιόλας γράφω

τι αθόρυβά  τα βήματα της  ακούγονται

πάει μ’ ένα ελεγείο στο λαιμό η Αντιγόνη.

Έχει να θάψει αγαπημένο αδελφό κι ύστερα να πεθάνει

η αδελφή του Οιδίποδα η κόρη.

Τώρα που κιόλας γράφω (χρόνια και χρόνια τόσες αστραπές…)

βγάζει τρομερή απόφαση ο Κρέων

είναι αυτός ο καιρός   και το κρίμα είναι αυτός πάλι

εξουσία και θάνατος μεσημέρια νεκρά

μα η Αντιγόνη τόσο άχρονη   σαν τελώνης η ταπεινή

με δυόσμο στο στήθος   έχει το φως και τη ζωή,

μόνη στο αίμα ιδρύει την αγάπη

χωρίς να ξέρει πως θα ’ρθει στα χείλη

κάθε που η θυσία θε να λάμπει για τους ανθρώπους

χωρίς να ξέρει τη μεγάλη μοίρα της   η σταυρωμένη.

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗ ΜΗΔΕΙΑ

Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος

απ’ το φεγγάρι σταλαγμένη σαν ασημένιο κοράσι

η Μήδεια καθαρή κοιμάται με τους φόνους στον κόρφο της

δεν υπάρχει ο έντρομος δαίμονας των ημερών

όπου χύθηκε για πάντα στη φωτιά   η εύφλεκτη ύλη του έρωτα

δεν υπάρχει το βλέμμα της σκύλας τυρρηνικής

μες στα μάτια που έλαμψαν από γαμψή εκδίκηση.

Στη λησμονιά πηγαίνω δίχως ήλιο με τα κάλλη των ανέμων

όλα στο τραγούδι κι η ψυχή στον Άδη

ξεραίνονται τ’ άνθη οι πράξεις τα ονόματα

πάει κι η αγάπη χαμένη   σαν περαστική πνοή στα χαρτόνια

ο άνθρωπος έαρ η θάλασσα

βουνά και κάμποι ο ουρανός – χαρτόνια.

Στη λησμονιά πώς να προχωρήσω μονάχος

η Μήδεια γελά δυνατά μες στη νύχτα

είναι το γέλιο της ασπράδι από μουχλιασμένο αβγό

ψέμα η γέννηση ψέμα κι ο θάνατος

ψέμα ο ήλιος και παιχνίδι σκοτεινό

που φέρνει ταραχή στο στήθος.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

ΡΩΓΜΕΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Πάλι στους δρόμους όπου ζήσαμε την προσωπίδα

κόκκινη με σταλαγματιές χρυσού

τέτοια περιπέτεια τέτοια ωραία ελπίδα

μεσ’ στις συνέχειες των ονείρων έχω ένα αμνό

δεν πιστεύω στα ποτάμια ολοένα τρέχουν

δεν πιστεύω στα φύλλα ολοένα πέφτουν

είναι θεία ένδον αιθάλη π’ αλλάζει τις οράσεις

κι ο θάνατος βαθαίνει την τέφρα

 

ΛΥΡΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΑΝΘΗΣΗ

Ο ΑΕΡΑΣ

Πάλι στα ζει θάνατος –

λησμόνησα τον ήχο ενός ανθρώπου μεσ’ στα ενδύματα

μιλούσε για τη συμφορά κι ήτανε από καλάι τα χέρια του   νεκρά

με κάποια κίνηση ταραχής απάνω στις άδειες φλέβες

τα μήλα της μορφής βουναλάκια που φοβίζουν

ήταν σαν καντήλια σε νύχτα νεκροταφείου.

Βρίσκομαι σ’ ένα καράβι και ονειρεύομαι

οι γλάροι με κατάφαση τα φτερά παίζοντας ολόγυρα στην πρύμνη

γη πουθενά σ’ αυτό το σημείο που χωρίς θύμηση παφλάζει ο πλους

ανοίγω τον πλούτο του στήθους να σκορπά με τον αέρα της θαλάσσης.

Χρυσοποίκιλτος ήλιος εξαπλωμένος στο πέλαγος,

ανάμεσα οι κυματισμοί της συνειδήσεως

π’ αστράφτουν κατά τη δύση

κι ο γλάρος τι άσκοπο πλάσμα   μονάχος υπεράνω

 

ΜΥΘΙΚΗ ΩΡΑ

Το ένστικτο δείχνει τις μορφές του αέρα   σαν αγριοπούλι

ελεύθερο με σοφία χυτή

ψηλότερα απ’ τη λήθη των στοιχείων

έχοντας αγκυλώσει θανάσιμα τη νύχτα

δίχως τη γνώση

με την υπερήφανη ματιά

κρατώντας από μύθους

τη βραδινή λυχνία στα νύχια του

το ένστικτο

τιμιότατον

όπως πετά κρατώντας τη λυχνία

 

ΣΤΟ ΠΛΟΙΟ

Σκέφτομαι τι να λέει το πέλαγος

ηχώντας μεσ’ απ’ τα μεσάνυχτα γοερά μεσ’ στη σκοτεινιά του.

Πίνει μαυρίλα που ολοένα σπάζει στο άσπρο των πεθαμένων

είναι ο αφρός εδώ κι εκεί χωρίς ανάπαυση.

Οι μηχανές κόβουν μεγάλα κομμάτια θάλασσα με χοντρούς ήχους

ενώ η αρμύρα νηστική ραπίζει τα πλευρά του σκάφους,

οι μηχανές την άσπιλη βρίζουν ερημιά

 

ΝΗΣΟΣ

Η ώχρα βλέπει το άσπρο κι άλλα σπίτια

σε νωπό λουλάκι τόσο τρυφερά

κι οι βράχοι γυμνοί καθώς οι άγιοι παλαιωμένοι.

Ο μύλος ο νεκρός μεσ’ στο λιμένα

χάνεται σαν ωραία εποχή κρύβοντας τους καημούς του

ένας καλόγερος με το ξεθωριασμένο ράσο πάει αγύρευτος

δεν ωφελεί το διάβα του κι έχει πικρά τα χέρια

μα πώς να γίνει ο άμοιρος  κι αυτός μια φωτεινή επιγραφή

που να φωτίζει τ’ όνομα στην πατρίδα;

Και τη γριά κοιτάζω ξεγραμμένη πάνω στης εκκλησιάς το πεζούλι

έχει ακόμα την παρθενιά μεσ’ στ’ άγρια ρούχα της.

Όμως ο χάρος απελπιστικά λάμνοντας πέρα απ’ τη ζήση

τυφλός είναι πάντα οδηγός

και τα μάτια έλιωσαν εκείθε.

 

ΠΟΛΙΣ ΤΩΝ ΡΟΔΙΩΝ

Καθαρός   ολόγυμνος

τον πυρετό σμίγοντας με τον ήλιο διάχυτο του θέρους

έχεις ολόγυρα μια πόλη βλαβερή

όπου και η πέτρα η γλυκειά γίνεται ψέμα

οι ορατές δυνάμεις ύλη και πληγή

τ’ άνθη σε διώχνουν άφωνα

ο υπόμονος ιβίσκος σαν τουρκάκι.

Ένα σημάδι λησμονιάς

ως μια δραχμή στο δρόμο

δε συντυχαίνεις.

Όμως υπάρχω

έστω κι αν με κυκλώνει ψυχρό τείχος

εγώ μαζεύω ένα – ένα

τα βήματά μου απ’ τους ξένους δρόμους

ανηφορίζοντας και πάλι σα γοργά πουλιά

χωρίς   το βλέμμα να υποφέρει.

 

ΘΕΡΙΝΟ ΠΟΙΗΜΑ

Είναι η βλάστηση του ήλιου τρυφερή στα νερά

και στους σκυμμένους βράχους πώς καθρεφτίζονται

τα φωτεινά κλαδιά

παίζουν ολοένα στα πετρώματα

σα να βγάζουν μυστηριακούς   αμυδρούς καπνούς

οι βράχοι απ’ αρχαιότητα καιόμενοι.

 

ΛΟΙΠΟΝ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΠΕΡΝΑ

Χαμένος όσο τ’ αγιοκλήματα

πάνω στο κιγκλίδωμα που είναι ερειπωμένο χρόνια

με τις σκόνες βουβές μακριά στα χιλιόμετρα της μνήμης

-ωραία θλιβερή γλυκιά επαρχία μου –

αλήτης αισθάνομαι της μεγάλης πειθαρχίας

οπού τα ύψη πάντα θα κρατά πεσμένα στ’ αστέρια

κι ο ήλιος   μέσα στο γαλάζιο πυρ αιώνες…

Ανθόνερο της κλίνης όταν από χιλιάδες παραμύθια

σε λεύγες πυρετού βυθίστηκα νήπιος

και σεις ω χέρια της μητέρας μ’ αγγίζετε –

είμαι χαμένος όσο τ’ αγιοκλήματα

στο ευωδερό που μεγάλωσα σπίτι

αλλόφρων εγκαταλείπομαι στα οστά μου

εγώ τόσον άχρηστος

πέρ’ απ’ τα επαγγέλματα που τη ζωή κραυγάζουν

έδεσα το φαρμάκι μεσ’ στο στήθος

 

ΚΑΜΕΙΡΟΣ Η ΝΕΚΡΗ ΟΜΟΡΦΙΑ

Κάμειρος η καρδιά μου τι να τραγουδήσει…

Περνώντας ανάμεσα απ’ τις θλιβερές

οικίες της αρχαίας πόλεως

ψηλά στη θέα προσφεύγω

εκεί με πεύκα πλεγμένοι κίονες ευωδεροί

και μ’ ένα ήλιο που υφαίνεται γύρω τους

οι κίονες έφηβοι εναγκαλισμένοι.

Τόσον ηδυπαθή και σιωπηλά υπολείμματα της πόλεως…

Και πιο ψηλά

των πεύκων ο θρίαμβος και δροσερά φτερά

ύψος εκατοντάδες μέτρα

σαν αμβροσία του στήθους

ο προφήτης Ηλίας κρέμεται στα μέγιστα νερά.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

ΣΤΗ ΛΙΝΔΟ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Θα ’λεγα τη λευκότητα έρημο μεγάλο περιστέρι

ν’ απλώνει τ’ όνειρά μας ως τους τάφους

λευκότητα χωρίς κανένα ήχο

ταπεινός έρωτας η Λίνδος.

ΣΥΝΕΧΕΙΑ από τη σελ. 146

 

ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ

Έχοντας ένα σκορπισμένο βλέμμα στο δρόμο που είναι έρημος

ωχρός αγγίζει τον άχαρον αποσπερίτη –

μεσ’ στη φυλακή της θάλασσας η ποίηση του νερού.

Βρέθηκε σε τρόμους με δηλητήρια στα χέρια

η μοναξιά σα δαχτυλίδι ζει στο δέρμα του

κι η μοίρα είναι μαύρη ως τ’ αστέρια.

Κακότυχοι έλληνες με τρύπιο μεροκάματο

χρόνια και χρόνια ραγιάδες

γύρω κλαίνε μητέρες γύρω κλαίνε κορίτσια

ο ένας τραγουδά τη λησμονιά ο άλλος την αγάπη.

«Όσο βαριά είναι τα σίδερα   είναι η καρδιά μου σήμερα»

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Εδώ κοντά μου είναι ο άλλος

είναι χαρά και χώρος αγαθός

να χύσω τα νερά της ερημιάς από μέσα μου

ο πλησίον.

 

Στο θάμνο

η κλίση του χεριού νυμφεύεται το φύλλο.

Πώς ανατέλλει μια ομορφιά στα βήματα…

Και η νήφουσα της ακακίας εικόνα

που θροΐζουν τα φύλλα της

απ’ αόρατον άνεμο λευκό.

 

Σκάβει τη γη ο άνθρωπος με θλίψη

κοιτάζοντας ημέρες και χρόνια

την καλή κατοικία

 

Η βροχή μεγάλη με νερά πολλά

κλείνει την πραγματικότητα

για να μπει καθένας μεσ’ στα παραμύθια

πέρ’ απ’ την οργ΄του κεραυνού

μονάχος

 

Πόλις  χειμώνας η βροχή σαν τέλος της ψυχής.

 

ΤΡΙΣΤΙΧΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΩΡΑΙΟ ΜΥΣΤΡΑ

Στον πηλό των ελλήνων χαμηλά φωτισμέμος

ο Μυστρας ωσάν πάθος αθώο στον ήλιο

τους νεκρούς αναπαύει

 

Παντάνασσα το βραδινό φως

μεσ’ στα χρωματιστά σου παράθυρα

μυρωδία χαρίζει των άστρων.

 

Πώς η χαρά υγραίνεται στα πρωινά φύλλα

κι η δροσιά σ’ ένα πέτρινο ανηφόρι λάμπει –

ο αετός μιας δόξας έρημος στο δάπεδο βυζαντινής ομορφιάς.

 

Εκεί την πόλη θυμάμαι του Γιάννη

κι ανάλαφρα γαλάζια πεζοδρόμια

στο δείλι απ’ την αττική αντανάκλαση.

 

Δρόμος πυκνός πηγαίνει στα περασμένα

οι ανθηρές μηλιές ως το θεό κινούμενες

λεύκες ηχηρές το αρτοφόριο τ’ ουρανού.

 

Και στην υπαίθρια λησμονιά ω ταπεινό σπίτι με πλίθρες

ένα κρανίο λεωφορείου

στη σκιά του τοίχου.

 

Είμαστε όλοι μεσ’ στην παγίδα τ’ ουρανού

οι αρίφνητες μηλιές οι φιαλόεσσες εκκλησίες η βρύση

σα μήτρα γυναίκας έξω στην πατρίδα.

 

Τους καπνούς εισπνέω της δάφνης που καίγεται·

ψηλά στον κατοικίδιο ουρανό μονάχος

τη θεϊκή γνωρίζοντας χαρά των στοιχείων.

 

Εγώ πραϋνω με θρήνους τον αέρα

όπως τα γυμνανθή σαλεύουν έρημα

και μ’ ευωδιές εορτών ο διόσανθος πληγώνει.

 

Άφης; την αγαπημένη στο σώμα της, έγινα ταξίδι.

Κοιτάζοντας βαθιά μεσ’ στα μαλλιά της πέρ’ απ’ το χρόνο

δεν υπάρχω, πάνω στα μαλλιά της οι λαβωματιές.

 

Φθαρμένα παλάτια σαν άγνωστες τυφλές γυναίκες

η ματαιότητα

κερδίζει τον τρόμο της ομορφιάς.

 

Πάρε το λαδοφάνερο συ που θα οδηγήσεις τη δίψα μας –

η ώρα μοιάζει νεκρική πυρά

στη νύχτα του Μυστρά πιες μαζί μας απ’ αυτό το μοσχορούμι.

 

Να βλέπεις τον Ταϋγετο νύχτα ψηλά απ’ το κάστρο

καθώς κραυγάζει ο ουρανός το θαλασσι

κι ακούγονται λυγμοί απ’ τους αόρατους σκύλους.

 

Έλληνα τι καρτεράς αντίκρυ στ’ άστρα;

Ο πόνος έγινε για σένα κι η ομορφιά

σου δόθηκε σαν το νερό μεγάλη κι ατελείωτη.

 [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]

 

ΑΣΚΗΣΕΙΣ ΑΝΘΟΥΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

ΤΟ ΦΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΟΣΜΟ

Ραβδώσεις τ’ ουρανού

κενό της αφής και διάρκεια

είναι το φως που δεν αντιμίλησε στα στήθη

κι η ματιά ένα όστρακο.

 

Η ΑΓΑΠΗ

Η αγάπη δεν υπάρχει στο σώμα

δεν είναι καν το περιστέρι όταν χιονίζει ευτυχία

δεν τη βλέπω στο γενετήσιο μάκρος!..

 

Ο ΔΡΟΜΟΣ

Έχω τη μοίρα του ορυκτού με προσμονή χιλιετηρίδων

ω ελπίδα χοϊκή

τραγουδώ στους καημούς

κι είμαι δίχως φωνή.

 

ΑΝΤΙΚΡΙΖΩ ΜΟΝΟΣ

Χαραυγή και τα δένδρα θαλάσσια…

Η ώρα του Παραδείσου ροδίζει ελαφρά

μεσ’ στη γενετήσια καθαρότητα

που λειτουργεί στα νερά.

Τι γλυκιά μητέρα η αύρα κι ο ήλιος ευγενής…

Δεν κεράστηκε άνθρωπος

όσο μεσ’ στο ξημέρωμα

 

ΣΤ’ ΑΝΑΠΛΙ ΧΑΙΡΟΜΑΙ

Μια φορά μεγάλωσα μια και η πατρίδα

με περιπάτους ορθρινούς

χειμώνες καλοκαίρια ο δομέστικος του ονείρου

σ’ ένα μεγάλο στεναγμό του Ιησού πριν από το Πάσχα

στα σύνθετα μάτια της μύγας βλέποντας

όλη τη μακρινή ουσία

μέσ’ στους ωραίους υετούς της άμωμης ηλικίας

ευλογημένος με καθαρά  ποδήματα

στη μυθική χαρά της μητρικής θρησκείας

και πάντα η μικρή ζωή της μύγας ανοιγότανε

στον αέρα της ψυχής μου.

 

Λατίνι στο πλατύ λουλάκι σ’ έχω θύμηση

χρωματισμένο με φλούδες από πεύκα

ψηλά που ονειρεύτηκα χιλιάδες άνθη

πλάι στο εικονοστάσι μ’ ένα βρόμικο καντήλι

να καίει παραμύθια σε φλόγα μικρή κι αθώα

το πήλινο θυμίαμα

κι όρθιο το σκονισμένο μπουκάλι για το λάδι

Ώρες από μέθη στην αιθρία πρωινή

κι ύστερα νύχτα, νύχτα

η θάλασσα σπιθίζει έξω απ’ τα’ ανθρώπινα

μεσ’ στην πανσέληνη ευτυχία οι βράχοι

κι ένα πουλί μοναχικό με λούζει.

Λειμώνες ονείρων η θάλασσα θάλλει

ο λυχνοστάτης ήλιος κι οι μελισσοκόμοι τ’ ουρανού

δουλεύουν χρόνια και χρόνια.

Η φαντασία πλαταίνει στα πολύφυλλα νερά

και τραγουδώ τη θάλασσα που φεύγει απ’ το στήθος.

 

Ένας αέρας αγκαλιάζει τα δένδρα υγιής

με πρόσχαρους κυματισμούς κι ένας αέρας

δέρνει τη ψυχή μου

σαν το μεγάλο θάνατο της φλόγας.

 

Ολημερίς χαρίζω δηλητήρια στο σώμα

κι ο ύπνος έγινε

για μένα η πρώτη ευτυχία.

[από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962]


Η ΧΑΡΑ

(από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962)

Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος

έρημος ως τα σπλάχνα

δεν τραγουδάς

ανοίγεσαι μεσ’ στη λησμονιά κι ολοένα θυμάσαι

χρόνος αδηφάγος οπού σε κάνει αυξανόμενο νεκρό.

Να έχεις το κύμα να χάνεσαι στο στήθος

ή ο λαιμός να καίγεται –

ποιος άλλος θρίαμβος   των ηττημένων…

Α η χαρά μας είναι τρομερή με τ’ αστέρια

κομματιασμένα σε δροσερό θάνατο.

Κι ο ήλιος κάθε μέρα έρχεται

μ’ ένα παλιό όπλο και πολλές σφαίρες.

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΕΧΕΙ ΕΝΑ ΒΕΒΑΙΟ ΔΡΟΜΟ…

(…κι αν φτάνει ο Λόγος ως το αίμα   κι αν φέρνει άλλη δύναμη στα μάτια   σας λέω  ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΤΕ και πάλι ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕΤΕ…)

Γεννιέται ο άνθρωπος κι ο ήλιος γίνεται αμέσως πάθος   ο Ποιητής έχει ένα δρόμο σαν όνειρο μαύρο χαμογελαστό   έχει ένα βέβαιο δρόμο   τόπους – τόπους αγκάθια   τόπους – τόπους ωραία χαλιά   που ο άτυχος τα ματώνει.   Κι όταν ο ήλιος πέσει στις θνητές κορφές   αρχίζουν τα’ άστρα.  Εκεί του δρόμου η τέλεψη   πάλι μια γέννα μας προσμένει.   ΑΚΟΜΗ Ο ΛΥΡΙΣΜΟΣ:   Είμαστε μονάχοι στον χάλυβα   και μονάχοι στα σφυρίγματα του Όφεος   που η γυαλάδα του φοβίζει τα πουλιά.   Κάθε μέρα φεύγει μεσ’ στον τρόμο   και το στήθος μάχεται στην ερημιά. Βλέπω χιλιάδες μαύρα έντομα   δείχνοντας πέρα στον καιρό την αγάπη   καθώς βουλιάζει  δίχως άνθρωπο και δίχως ομορφιά.   Όσο κι αν βρέξει όμως   κι αν οι δρόμοι πλημμυρίσουν από τυφλές νύχτες   ας έχουμε για πάντα το τραγούδι.   Μ’ ένα κοράσι  ας περπατήσουμε στα δένδρα   με το φιλί την ευτυχία κερδίζουμε.   Ψηλά είναι ο θεός είναι το μέγα Όνομα   κι ο ήλιος θέλει μείνει μ’ όλα τ’ άνθη ο σκληρός μας σύντροφος.   Ας έχουμε για πάντα το τραγούδι   και την αθώα λησμονιά.   Κι αν φτάνει ο λόγος ως το αίμα   κι αν φέρνει άλλη δύναμη στα μάτια   σας λέω Τραγουδήσετε και πάλι τραγουδήσετε   [από τη συλλογή του Νίκου Καρούζου Η ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ 1962 – συγκεντρωτικός Α τόμος ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1961 -1978, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία]

Παρασκευή, 18 Μαρτίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ