(… κι ας είναι άβυσσο κι ας είναι από σκοτάδι πιο άρρητη…)
Ο στόμφος εκούρασε, σύμφωνοι
Το θάμπος δυνάστεψε, του λόγου, ως
τη παραμόρφωση
και πάλι σύμφωνοι
Άσχετο που με τους αστούς μακάρια πια
παρακμάζει·
σωστά. Λένε σε τόνο χαμηλό
εξομολόγησης
-συγγνώμη, ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Μη διακόπτεις· λοιπόν είπαμε σε
τόνο χαμηλό
για τη βαθιά πληγή να λέμε
αν πρέπει σώνει και καλά να λες για δαύτην,
κι ας είναι άβυσσο κι ας είναι από
σκοτάδι πιο άρρητη
χα…
Μα η φυλή μου εμένα
που νύχτα μονομαχεί και μέρα με το ανέφικτο;
και πού ανηφορίζει;
Κι ακόμα τον κρανίου τόπο ανήφορο κι ακόμα;
Σε τόνο χαμηλό τι θ’ ακουστεί;
Ποιος τάχα δεν πρέπει ν’ ακούει τώρα;
Αφήνω που, αυτό μας έλειπε
θ’ ακούγεται ωσάν ευχαριστώ στον
εξοχότατο κανάγια.
[Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ ΑΝΕΦΙΚΤΟ από
τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974 Εδώ
αντιγραφή και επικόλληση από τον πρώτο τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 –
1974, εκδόσεις ΑΓΡΑ 1990]
Από την ίδια συλλογή
ανθολογούνται τα ποιήματα:
ΡΗΓΜΑ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΦΟ, Με τι
ακόμα μετρούσα της καρδιάς μου το εμβαδόν
ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΡΑΤΣΑ ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΥ,
Πρώτον σε θέλουνε ακίνδυνη και να ξεχνάς…
ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ, Οι
φωνές τα φυτικά τα ενάλια…
ΕΞΟΝ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ, Ούτε κι
αυτό που σε γοήτευε…
ΧΑΘΗΚΕΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΤΙ ΑΣΠΡΟ, Η
φλόγα κόρωσε μόλις αγγίξανε δυο σύμφωνα…
Η ΦΥΛΗ ΜΟΥ ΕΜΕΝΑ ΜΕ ΤΟ
ΑΝΕΦΙΚΤΟ, Ο Στόμφος εκούρασε…
ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΠΕΤΡΕΣ, Αλλιώς δεν
γίνονταν ως φαίνεται… και
ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ, Θητεία στην υπέρβαση…
ΡΗΓΜΑ ΣΤΟΝ ΚΡΟΤΑΦΟ
(από τη
συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Με τι ακόμα να μετρούσα
της γενιάς μου το εμβαδόν;
Με τι άλλο.
Ο πλανήτης έτριζε από
αιμοφιλία
απ’ της γενιάς μου όλα τα
έναστρα
τις εννιά στοίβες όνειρα
που έδωσα
όλα σπάνιες πέτρες
να φύγει ο κόμπος στο
λαιμό.
Ο πλανήτης έτριζε
με τις περήφανες σιωπές
μου
τα συνομήλικά μου σχήματα
τις φωταψίες
τα μανουάλια που
ακόμα φέγγουνε όλα σ’
εκκλησιές κρυφές.
Όμως το ρήγμα στον κρόταφο
απ τη ριπή σου πίκρα
εννιά μίλια ρήγμα η διάψευση
στον κρόταφο.
ΦΩΝΗ ΜΟΥ ΡΑΤΣΑ ΥΨΙΚΑΜΙΝΟΥ
Πρώτον: σε θέλουνε
ακίνδυνη και να ξεχνάς
κι ύστερα καλή μ’ αυτούς
φιλεναδίτσα
τρυφερή υποσχετική
οι αχρείοι.
Φωνή μου ράτσα υψικαμίνου
από πλευρό
ανοιχτό του αίλουρου, της
ανηφόρας
απ’ τα εννιά σχοινιά του
βούρδουλα
κι ο ήλιος φίδι μες στο
σύρμα.
Μην ξεχάσεις· φτύσ’ τους.
Ας περιμένουν να σε σβήσω
με νερό
ή κατά τες συνταγές
αρχαίων Ελληνοσύρων
ας περιμένουν οι αχρείοι.
[από τη συλλογή
του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
Η ΟΨΗ ΣΟΥ ΟΤΑΝ ΡΩΤΑΣ
(από τη
συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Θυμήσου· το μαχαίρι μου ασκείται συνέχεια στο δίκαιον,
Ρωτάς για τη ρωγμή στον τοίχο
που στάζει τον αμίλητο.
Ρωτάς για έξοδο, για τη ρωγμή σου.
Η όψη σου όταν ρωτάς νησί της άβυσσος.
Πώς σέρνεται με τη λαβωματιά σε θάμνα
κι αχνάρια πίσω του τα αίματα;
Αυτό που τρίζει μέσα στην σιωπή
είναι το μονοπάτι σου που τώρα μόνο του πάει και πάει
ΘΑΥΜΑΣΤΙΚΟ ΑΠΟ ΧΑΡΤΙ
Οι φωνές
τα φυσικά τα ενάλια τα παρασυμπαθητικά σου
όταν φυσάει εκείνος ο
εκδικητικός άνεμος
κι αφήνεται στην τύχη το
κοβάλτιο
ρεμβώδες
οι μύστες κι άλλα
ραδιενεργά πολύεδρα
οι φρένες σου ασταμάτητες
κι η διαδήλωση
μισή αφίσα, πες
λεμονοδάσος μέσα σου,
η άλλη μισή το κάτι σάπιο
της Δανίας
οι χειρονομίες των
άπληστων που εισάγονται
στα γενικά έξοδα με
ιεροπραξίες
πιάνεσαι στα δίκρανα
χορωδίες αχινών καγχάζουν
κι οι Διάκριοι.
Πώς αντέχεις;
Στον άλλο γύρο κάποιοι
δίκαιοι
κερδίζουν λέμε την τοξίνη
τους
κι άλλα τέτοια που
υπάρχουν
ίσα για να στέκεσαι στα
πόδια σου.
Το κύκλωμά σου με τα
πράγματα
η συστροφή του
η λογική του κυκλώματος η ανάγκη για είδωλο
σαν πεινάς την αίσθηση
έστω σαρκώδης
όπως συγκεντρωτικός φακός
έστω εντερική
κι εκείνο το θαυμαστικό
από κοινό χαρτί
που σου επιφυλάσσουνε στο τέλος
[από τη συλλογή
του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΕΞΟΝ ΤΑ ΤΖΙΤΖΙΚΙΑ
(από τη
συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Ούτε γι’ αυτό που σε
γοήτευε,
το κουνέλι της φρυγμένης
γης,
και πρόσφατα που στέγνωνε
με τα τζιτζίκια
λήγοντας του Αυγούστου.
Ούτε γι’ αυτό ρωτάς κι ούτε για τίποτα.
Ποιος ν’ απαντήσει άλλωστε
από την αίσθηση
ερήμωσε κι η όχθη ετούτη.
Κι ίσως γι’ αυτό να είναι
το χαλίκι
που βρήκε η λύπη μου σαν
ήταν φεγγαρόφωτο
σε μονοπάτια
και μόνο της αράχνης η
καρδιά ακουγόταν
βαθιά στο χώμα.
Ύστερα εσχίστη κι άνοιξε.
Το γέλιο του ένα μανιτάρι
πέρα ως την άκρη του
ουρανού.
Ο τρόμος κάτω βιαστικός
έπνιγε τα έμβια
εις διαταγήν Ηρώδη Αντύπα.
Εξόν τα τζιτζίκια που
αντιστέκονταν
πέφτοντας στην πύλη του
αυγούστου.
ΧΑΘΗΚΕΣ ΜΕΣΑ ΣΕ ΚΑΤΙ ΑΣΠΡΟ
Η φλόγα κόρωσε μόλις
αγγίξανε δυο σύμφωνα
ο δρόμος στένευε με λέξεις
ψόφιες που μυρίζανε.
Χάθηκες μέσα σε κάτι
άσπρο.
Τοίχοι, αφίσες, η πρώτη του μονόπρακτου:
ΘΑΝΑΤΟΣ ΠΑΝΤΕΠΟΠΤΗΣ.
Σκεφτόμουνα πλάι σε
ρουμπινέτα
το πρόβλημα του Αιγίσθου:
διαβήτες, Κλυταιμήστρες,
τρίγωνα
τα τσιγάρα μου που
τέλειωσαν
το πρόβλημα της
αποχέτευσης
σε διαμερίσματα Ερινύων
το δυσκίνητο λεωφορείο
ΑΝΩ ΛΙΟΣΙΑ - ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
το κοφτερό τσεκούρι
η μόνη λύση σε Μυκήνες.
Κόφ’ το λοιπόν να
τελειώνουμε.
[από τη συλλογή
του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974]
ΛΕΓΟΝΤΑΣ ΠΕΤΡΕΣ
(από τη
συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Αλλιώς δε γίνονταν ως
φαίνεται
Αρχή - αρχή ακέραιος και
βόνασος
ύστερα χίλια κομμάτια με
την άρνηση
κλασματικός ακόμα υπήρχες
συνεχίστηκες σημάδι από
πουλιά
ή τρία δάχτυλα
σμιχτά του μόσχου
χαράζοντας γητειές
κι ευθείες κάθετες ώσπου
χαμήλωνες
τσακίδια και μαδάρες
καταμεσί των αριθμών
ώσπου μετριόσουνα
μετριόσουνα που δεν έλεε
να σωπάσεις…
… χαρτογραφούσες τον πηλό
αυτόν το δαίμονα
τη φτερούγα μέσα σου που
έτρεμε και εμίλειε
λέγοντας πέτρες
περπατώντας θάματα
φωνάζοντας: σώστε το
παράλογο
το άλλο σας εντόσθιο που
άρπαξε το σκυλί
και χάθηκε προς τα
οινόφυτα του γαλαξία…
ΟΛΗ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥΦΕΚΟΥΣΕΣ ΕΝΑ
ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΟΚΚΙΝΟ
(…το
πρωί σε βρήκανε μες στ’ αποτσίγαρα…)
Θητεία στην
υπέρβαση βαθιά του νου εκείνο τ’
ολοκλήρωμα σαν πολυέλαιος σκέτο σμάλτο και λαζούρι άπιαστο το υψωμένο χέρι του ηδονιστή τον έλιωνε
δείχνοντας προς το επέκεινα προς
την ελλειπτική βαρύτητα αχώρητη στο
βιολετί κι εκείνα τ’ Αλεξανδρινά: ηδύτητες
μεταδιανοήματα απόδειπνα
λουσμένα στην αλόη και τις μνήμες.
(ΑΝΑΔΙΠΛΩΣΗ από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΔΙΗΓΗΣΗ 1974)
Δευτέρα, 14 Μαρτίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου