Πέμπτη 10 Μαρτίου 2022

ΔΕΝ ΤΑ ΗΥΡΑ ΠΙΑ ΞΑΝΑ ΤΑ ΤΟΣΟ ΓΡΗΓΟΡΑ ΧΑΜΕΝΑ ΤΑ ΠΟΙΗΤΙΚΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ…

 (… το χλωμό το πρόσωπο… στο νύχτωμα του δρόμου…)


Δεν τα ηύρα πια – τ’ αποκτηθέντα κατά τύχην όλως, που έτσι εύκολα παραίτησα·

και που κατόπι με αγωνίαν ήθελα.

Τα ποιητικά τα μάτια, το χλωμό το πρόσωπο,

τα χείλη εκείνα δεν τα ηύρα πια!...

 

Πάντως δεν θα διαρκούσανε πολύ.

Η πείρα των χρόνων μου το δείχνει.

Αλλ΄ όμως κάπως βιαστικά ήλθε και τα σταμάτησε η Μοίρα.

Ήτανε σύντομος ο ωραίος βίος.

Αλλά τι δυνατά που ήσαν τα μύρα,

σε τι εξαίσια κλίνην επλαγιάσαμε,

σε τι ηδονή τα σώματά μας δώσαμε.

 

Μια απήχησις των ημερών της ηδονής,

μια απήχησις των ημερών κοντά μου ήλθε,

κάτι απ’ της νεότητός μας των δυονώ την πύρα·

στα χέρια μου ένα γράμμα ξαναπήρα,

και διάβαζα πάλι και πάλι ως μου έλειψε το φως.

 

Και βγήκα στο μπαλκόνι μελαγχολικά –

βγήκα ν’ αλλάξω σκέψεις βλέποντας τουλάχιστον ολίγη αγαπημένη πολιτεία,

ολίγη κίνηση του δρόμου και των μαγαζιών!..

[ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1903 και ΕΝ ΕΣΠΕΡΑ, δύο από τα Ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη, που είναι γραμμένα το 1917]




Ανθολογούνται παρακάτω κι άλλα ποιήματα που είναι γραμμένα την ίδια χρονική περίοδο  από την πρώτη πλήρη  έκδοση των Ποιημάτων του Καβάφη,  ΗΡΙΔΑΝΟΣ 1935  - ΤΙΤΛΟΙ και πρώτοι στίχοι]

 ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΜΟΝΗ, ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 29 ΕΤΩΝ, Ραφαήλ, ολίγους στίχους σε ζητούν…

ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ, Με δυσκολία διαβάζω στην πέτρα την αρχαία… 

ΗΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ, Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα…

ΕΤΣΙ ΠΟΛΥ ΑΤΕΝΙΣΑ… Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα…

ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1903, Δεν τα ηύρα πια ξανά… τα τόσο γρήγορα χαμένα

Η ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟΥ, Κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη…

ΗΔΟΝΗ, Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών…

ΚΑΙΣΑΡΙΩΝ Εν μέρει για να εξακριβώσω μιαν εποχή… (κι άλλα γραμμένα το 1918)

 ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΙΝΕΙΟΝ, Νέος είκοσι ετών, με πλοίον τήνιον και

ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ, Όχι μόνο πόσο αγαπήθηκες

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΜΜΟΝΗ, ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ 29 ΕΤΩΝ, ΣΤΑ 610

(κι άλλα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη γραμμένα το 1917)

Ραφαήλ ολίγους στίχους σε ζητούν

για επιτύμβιον του ποιητού Αμμόνη να συνθέσεις.

Κάτι πολύ καλαίσθτητον και λείον. Συ θα μπορέσεις,

είσαι ο κατάλληλος, να γράψεις ως αρμόζει

για τον ποιητή Αμμόνη, τον δικό μας.

 

Βέβαια θα πεις για τα ποιήματαά του -

αλλά να πεις και για την εμορφιά του,

για τη λεπτή εμορφιά του που αγαπήσαμε.

 

Πάντοτε ωραία και μουσικά τα ελληνικά σου είναι.

Όμως την μαστοριά σου όληνα τη θέμε τώρα.

Σε ξένη γλώσσα η λύπη μας κι η αγάπη μας περνούν.

Το αιγυπτιακό σου αίσθημα χύσε στην ξένη γλώσσα.

 

Ραφαήλ, οι στίχοι σου έτσι να γραφούν

που να ’χουν, ξέρεις, από την ζωή μας μέσα των,

που κι ρυθμός κι η κάθε φράσις να δηλούν

που γι’ Αλεξανδρνό γράφει Αλεξανδρινός.

 

ΕΝ ΤΩ ΜΗΝΙ ΑΘΥΡ

Με δυσκολία διαβάζω   στην πέτρα την αρχαία.
«Κύ[ρι]ε Ιησού Χριστέ».
  Ένα «Ψυ[χ]ήν» διακρίνω.
«Εν τω μη[νί]
Aθύρ»        «Ο Λεύκιο[ς] ε[κοιμ]ήθη».
Στη μνεία της ηλικίας
  «Εβί[ωσ]εν ετών»,
το Κάππα Ζήτα δείχνει
  που νέος εκοιμήθη.
Μες στα φθαρμένα βλέπω
  «Aυτό[ν]... Aλεξανδρέα».
Μετά έχει τρεις γραμμές
  πολύ ακρωτηριασμένες·
μα κάτι λέξεις βγάζω —
  σαν «δ[ά]κρυα ημών», «οδύνην»,
κατόπιν πάλι «δάκρυα»,
  και «[ημ]ίν τοις [φ]ίλοις πένθος».
Με φαίνεται που ο Λεύκιος
  μεγάλως θ’ αγαπήθη.
Εν τω μηνί
Aθύρ   ο Λεύκιος εκοιμήθη. 

 

ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΑΦΟΣ

Εδώ δεν είμαι ο Κλέων που ακούσθηκα

στην Αλεξάνδρεια (όπου δύσκολα ξιπάζονται)

για τα λαμπρά μου σπίτια, για τους κήπους,

για τ’ άλογα και τ’ αμάξια μου,

για τα διαμαντικά και τα μετάξια που φορούσα.

Άπαγε· εδώ δεν είμαι ο Κλέων εκείνος·

τα εικοσιοκτώ του χρόνια να σβυσθούν.

Είμ’ ο Ιγνάτιος, αναγνώστης, που πολύ αργά

συνήλθα· αλλ’ όμως κι έτσι δέκα μήνες έζησα ευτυχείς

μες στην γαλήνη και μες στην ασφάλεια του Χριστού.

 

ΕΤΣΙ ΠΟΛΥ ΑΤΕΝΙΣΑ…

Την εμορφιά έτσι πολύ ατένισα,

που πλήρης είναι αυτής η όρασίς μου.

 

Γραμμές του σώματος. Κόκκινα χείλη. Μέλη ηδονικά.

Μαλλιά σαν από αγάλματα ελληνικά παρμένα·

πάντα έμορφα, κι αχτένιστα σαν είναι,

και πέφτουν, λίγο, επάνω στ’ άσπρα μέτωπα.

Πρόσωπα της αγάπης, όπως τα ’θελεν

η ποίησίς μου… μες στες νύχτες της νεότητος μου,

μέσα στες νύχτες μου, κρυφά, συναντημένα…

 

Η ΠΡΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΚΑΠΝΟΠΩΛΕΙΟΥ

Κοντά σε μια κατάφωτη προθήκη

καπνοπωλείου εστέκονταν, ανάμεσα σ’ άλλους πολλούς.

Τυχαίως τα βλέμματά των συναντήθηκαν,

και την παράνομην επιθυμία της σαρκός των

εξέφρασαν δειλά, διστακτικά.

Έπειτα, ολίγα  βήματα στο πεζοδρόμια ανήσυχα -

ως που εμειδίασαν κι ένευσαν ελαφρώς.

 

Και τότε πια το αμάξι το κλεισμένο…

το αισθητικό πλησίασμα των σωμάτων·

τα ενωμένα χέρια, τα ενωμένα χείλη.

 

ΗΔΟΝΗ

Χαρά και μύρο της ζωής μου η μνήμη των ωρών

που ηύρα και που κράτησα την ηδονή ως την ήθελα.

Χαρά και μύρο της ζωής μου εμένα, που αποστράφηκα

την κάθε απόλαυσιν ερώτων της ρουτίνας

 

ΧΛΩΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΥΡΑΣΜΕΝΟΣ, ΙΔΕΩΔΗΣ ΕΝ ΤΗ ΛΥΠΗ ΣΟΥ…

Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή,

εν μέρει και την ώρα να περάσω

την νύχτα χθες πήρα μια συλλογή

επιγραφών των Πτολεμαίων να διαβάσω.

Οι άφθονοι έπαινοι κι η κολακείες εις όλους μοιάζουν.

Όλοι είναι λαμπροί, ένδοξοι, κραταιοί, αγαθοεργοί·

κάθε επιχείρησίς των σοφοτάτη.

Αν πεις για τες γυναίκες της γενιάς, κι αυτές,

όλες, η Βερενίκες κι η Κλεοπάτρες θαυμαστές.

 

Όταν κατόρθωσα την εποχή να εξακριβώσω θάφινα το βιβλίο

αν μια μνεία μικρή κι ασήμαντη, του Βασιλέως Καισαρίωνος

δεν είλκυε τη προσοχή μου αμέσως…

 

Α, να, ήρθες συ με την αόριστη γοητεία σου.

Στην ιστορία λίγες γραμμές μονάχα βρίσκονται για σένα,

κι έτσι πιο ελεύθερα σ’ έπλασα μες στο νου μου.

Σ’ έπλασα ωραίο και αισθηματικό.

Η τέχνη μου στο πρόσωπό σου δίνει μιαν ονειρώδη συμπαθητική εμορφιά.

Και τόσο πλήρως σε φαντάσθηκα, που χθες την νύχτα αργά,

σαν έσβυσεν η λάμπα μου – άφησα επίτηδες να σβύνει –

εθάρρεψα που μπήκες μες την κάμαρά μου,

με φάνηκε που εμπρός μου στάθηκες ως θα ήσουν

μες στην κατακτημένην Αλεξάνδρεια,

χλωμός και κουρασμένος, ιδεώδης εν τη λύπη σου,

ελπίζοντας ακόμη να σε σπλαχνιστούν οι φαύλοι –

που ψιθύριζαν το «Πολυκαισαρίη»

[Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, ΚΑΙΣΑΡΙΩΝ 1918: Στον Καισαρίωνα ο Ποιητής εμπιστεύεται τα μυστικά της Τέχνης του, αποκαλύπτοντας τον τρόπο δημιουργίας ενός καβαφικού ποιήματος. Ο Καβάφης πήρε κι εδώ, όπως πάντα, ένα πρόσωπο της ιστορίας από τα πιο αδικημένα, από κείνα που σημειώνουν πάντα το τέλος ενός πολιτισμού, σηκώνουν πάνω τους το δυσβάσταχτο βάρος της παρακμής και το πληρώνουν με το συντριμμό τους. Δηλαδή, ο ποιητής με τον τρόπο του ανασέρνει από την αφάνεια, όχι κάποιον  ήρωα που αγωνίζεται πιστεύοντας αισιόδοξα στη δημιουργική δύναμη της ζωής, αλλά έναν άνθρωπο της παρακμής, που είναι «χλωμός και κουρασμένος», που δεν διαπνέεται από αισιοδοξία και δεν αγωνίζεται, αλλά  υπομένει τη βαριά του μοίρα, αφήνεται να παρασυρθεί και να πέσει…  Το πιο σπουδαίο όμως με τον Καισαρίωνα είναι ότι η ίδια η ΠΟΙΗΣΗ στρέφεται στον εαυτό της και το κείμενο αναπαριστά τη διαδικασία της δημιουργίας του, αναλύει τις συνθήκες της ανάδυσής του ή αναφέρεται στις συνθήκες της ύπαρξής του… και συγχρόνως ασκεί κριτική στην παράδοσή του. … Συνεπώς το Ποίημα εξιστορεί τη δημιουργία του, κάνοντας αναφορά στα στοιχεία που το συνιστούν… ]

 

ΕΙΣ ΤΟ ΕΠΙΝΕΙΟΝ

Νέος, είκοσι οκτώ ετών, με πλοίον τήνιον

έφτασε εις τούτο το συριακόν επίνειον

ο Έμης, με την πρόθεσι να μάθει μυροπώλης.

Όμως αρρώστησε εις τον πλουν. Και μόλις

απεβιβάσθη, πέθανε. Η ταφή του, πτωχοτάτη,

έγιν’ εδώ. Ολίγες ώρες πριν πεθάνει κάτι

ψιθύρισε για «οικίαν», για «πολύ γέροντες γονείς».

Μα ποιοι ήσαν τούτοι δεν εγνώριζε κανείς,

μήτε ποια η πατρίς του μες στο μέγα πανελλήνιον.

Καλλίτερα. Γιατί έτσι ενώ

κείται νεκρός σ’ αυτό το επίνειον,

θα τον ελπίζουν οι γονείς του ζωντανό.

 

ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ… ΟΧΙ ΜΟΝΟ ΤΟ ΠΟΣΟ ΑΓΑΠΗΘΗΚΕΣ…

(…όχι μονάχα τα κρεβάτια όπου πλάγιασες…)

… αλλά κι εκείνες τες επιθυμίες που για σένα   γυάλιζαν μες στα μάτια φανερά,   κι ετρέμανε μες στην φωνή – και κάποιο   τυχαίον εμπόδιο τες ματαίωσε.   Τώρα που είναι όλα πια μέσα στο παρελθόν,   μοιάζει σχεδόν και στες επιθυμίες   εκείνες σαν να δόθηκες – πώς γυάλιζαν,   θυμήσου, μες στα μάτια που σε κύτταζαν·   πώς έτρεμαν μες στην φωνή, για σε, θυμήσου, σώμα. [ΘΥΜΗΣΟΥ, ΣΩΜΑ από τα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη που είναι γραμμένα το 1918]

Παρασκευή, 11 Μαρτίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ