Τετάρτη 2 Μαρτίου 2022

Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΩ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΑΔΙΑΚΟΠΑ Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΩ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΑΝΤΑ

 

Μέρα στιλπνή αχιβάδα της φωνής που μ’ έπλασες

Γυμνόν να περπατώ στις καθημερινές μου Κυριακές

Ανάμεσα απ’ των γιαλών τα καλωσόρισες

Φύσα τον πρωτογνώριστο άνεμο   Άπλωσε μια πρασιά στοργής

Για να κυλήσει ο ήλιος το κεφάλι του

Ν’ ανάψει με τα χείλια του τις παπαρούνες

Τις παπαρούνες που θα δρέψουν οι περήφανοι άνθρωποι

Για να μην είναι άλλο σημάδι στο γυμνό τους στήθος

Από το αίμα της αψηφισιάς που ξέγραψε τη θλίψη

Φτάνοντας ως τη μνήμη της ελευθερίας.

 

Είπα τον έρωτα την υγεία του ρόδου την αχτίδα

Που μονάχη ολόισα βρίσκει την καρδιά

Την Ελλάδα που με σιγουριά πατάει στη θάλασσα

Την Ελλάδα που με ταξιδεύει πάντοτε    Σε γυμνά χιονόδοξα βουνά.

 

Δίνω το χέρι στη δικαιοσύνη   Διάφανη κρήνη κορυφαία πηγή

Ο ουρανός μου είναι βαθύς και ανάλλαχτος

Ό,τι αγαπώ γεννιέται αδιάκοπα

Ό,τι αγαπώ βρίσκεται στην αρχή του πάντα.

[τρίτο απόσπασμα από τη συλλογή  του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ, πρώτη έκδοση 1943  και άλλα αποσπάσματα από αυτή τη συλλογή  εδώ αντιγραφή και επικόλληση από την Πέμπτη έκδοση ΙΚΑΡΟΣ Εκδοτική Εταιρία 1974]



 


ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΤΗ ΝΥΧΤΑ  

(πρώτο απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ 1943)

Δεν ξέρω πια τη νύχτα φοβερή ανωνυμία θανάτου

Στο μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων.

Έσπερε φρουρέ γα να λάμπεις πλάι στο ουρανί

Αεράκι ενός νησιού που με ονειρεύεται

Ν’ αναγγέλλω την αυγή από τα ψηλά του βράχια

Τα δυο μάτια μου αγκαλιά σε πλέουνε με το άστρο

Της σωστής μου καρδιάς: δεν ξέρω πια τη νύχτα.

 

Δεν ξέρω πια τα ονόματα ενός κόσμου που μ’ αρνιέται

Καθαρά διαβάζω τα όστρακα τα φύλλα τ’ άστρα

Η έχτρα μου είναι περιττή στους δρόμους τ’ ουρανού

Εξόν κι αν είναι το όνειρο που με ξανακοιτάζει

Με δάκρυα να διαβαίνω της αθανασίας τη θάλασσα

Έσπερε κάτω απ’ την καμπύλη της χρυσής φωτιάς σου

Τη νύχτα που είναι μόνο νύχτα δεν την ξέρω πια.

 

ΣΩΜΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ  -ΙΙ-

Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή

Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες

Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος

Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους

Της γης οι πόροι ανοίγουνται σιγά - σιγά

Και πλάι απ’ το νερό που στάζει συλλαβίζοντας

Ένα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο!

 

Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές

Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα

Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του

Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του

Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης

Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα

Σταλμένο από τη μικρή σειρήνα που τραγούδησε:

 

Ω σώμα του καλοκαιριού γυμνό καμένο

Φαγωμένο από το λάδι κι από το αλάτι

Σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς

Μεγάλο ανέμισμα της κόμης λυγαριάς

Άχνα βασιλικού πάνω απ’ το σγουρό εφηβαίο

Γεμάτο αστράκια και πευκοβελόνες

Σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!

 

Έρχονται σιγανές βροχές ραγδαία χαλάζια

Περνάν δαρμένες οι στεριές στα νύχια του χιονιά

Που μελανιάζει στα βαθιά μ’ αγριεμένα κύματα

Βουτάνε οι λόφοι στα πηχτά μαστάρια των νεφών

Όμως και πίσω από όλα αυτά χαμογελάς ανέγνια

Και ξαναβρίσκεις την αθάνατη ώρα σου

Όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος

Όπως μεσ’ στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός.

 

IV

Πίνοντας ήλιο κορινθιακό

Διαβάζοντας τα μάρμαρα

Δρασκελίζοντας αμπέλια θάλασσες

Σημαδεύοντας με το καμάκι

Ένα τάμα ψάρι που γλιστρά

Βρήκα τα φύλλα που ο ψαλμός του ήλιου αποστηθίζει

Τη ζωντανή στεριά που ο πόθος χαίρεται

Ν’ ανοίγει.

 

Πίνω νερό κόβω καρπό

Χώνω το χέρι μου στις φυλλωσιές του ανέμου

Οι λεμονιές αρδεύουνε τη γύρη της καλοκαιριάς

Τα πράσινα πουλιά σκίζουν τα όνειρά μου

Φεύγω με μια ματιά

Ματιά πλατιά όπου ο κόσμος ξαναγίνεται

Όμορφος από την αρχή στα μέτρα της καρδιάς.

 

ΠΟΙΟ ΜΠΟΥΜΠΟΥΚΙ ΑΚΟΜΗ ΑΝΕΡΑΣΤΟ ΑΠΕΙΛΕΙ ΤΗ ΜΕΛΙΣΣΑ –V -

Ο άνεμος βρίσκει μια παρέα φυλλώματα κυματιστά

Η στεριά σκαμπανεβάζει

Στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά

Το τελευταίο ταξίδι μοιάζει με το πρώτο - πρώτο.

 

Ω να σπάσουν οι πέτρες να λυγίσουνε τα θυμωμένα σίδερα

Ο αφρός να φτάσει ως την καρδιά ζαλίζοντας τα θεριεμένα μάτια

Η θύμηση να γίνει ένα κλαδάκι δυόσμου αμάραντο

Κι από τη ρίζα του να ορμήσουν άνεμοι γιορτής

Εκεί  να γείρουνε το μέτωπο

Τα αστραφτερά μας πράγματα να ’ναι κοντά

Στην πρώτη απλοχεριά του πόθου

Η κάθε γλώσσα να μιλεί την καλοσύνη της ημέρας

Ήμερα να χτυπάει στις φλέβες ο παλμός της γης.

 

VI

Χτυπήσανε τη μέρα σε καλή μεριά

Ξύπνησε το νερό μέσα στο χώμα

Κρύα φωνή νεογέννητη

Που σμίγει από μακριά τη γειτονιά των βρύων

 

Με χάδι από λιοτρόπι δεν φοβάται

Το περιβόλι μήπως βγει στην άβυσσο

Χέρι με χέρι παν οι ερωτευμένοι

Όταν χτυπάνε οι καμπάνες του ήλιου.

 

Υγεία ηχώ φοράδα

Πέταλο και φτερό πλαγιάς

Σύννεφο και χορτάρι αθέριστο

Γλαυκές οργιές του ανέμου

 

Λοξά τ’ ανήλικα πουλιά

Παν να σημάνουν άνοιξη στα σύννεφα

Κι όσα η χαρά ποτές δεν ονομάτισε

Τώρα διψούν την ευτυχία του κόσμου.

 

Δίψα του κόσμου η αντρική στολή σου πάει

Θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη

Αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι

Έναστρο που του φύγαν οι ανεμώνες

 

ΚΑΤΩ ΣΤΗΣ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΣ ΤΟ ΑΛΩΝΑΚΙ  - VII -

(από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ 1943)

Κάτω στης μαργαρίτας το αλωνάκι

Στήσαν χορό τρελό τα μελισσόπουλα

Ιδρώνει ο ήλιος τρέμει το νερό

Φωτιάς σουσάμια σιγοπέφτουνε

Στάχια ψηλά λυγίζουνε τον μελαψό ουρανό.

 

Με χείλια μπρούτζινα κορμιά γυμνά

Τσουρουφλισμένα στο τσακμάκι του οίστρου

Εε! εε! Τραντάζοντας διαβαίνουν οι αμαξάδες

Στο λάδι της κατηφοριάς τ’ αλόγατα βουλιάζουν

Τ’ αλόγατα ονειρεύονται

Μια πολιτεία δροσερή με γούρνες μαρμαρένιες

Ένα τριφύλλι σύννεφο έτοιμο να χυθεί

Στους λόφους των λιγνών δενδρών που ζεματάν τ’ αυτιά τους

Στα ντέφια των μεγάλων κάμπων που χοροπηδάν τις καβαλίνες τους

 

Πέρα μεσ’ τα χρυσά νταριά κοιμούνται αγοροκόριτσα

Ο ύπνος τους μυρίζει πυρκαγιά

Στα δόντια τους ο ήλιος σπαρταράει

Απ’ τη μασχάλη τους γλυκά στάζει το μοσχοκάρυδο

Κι η άχνα πιωμένη με βαριές χτυπιές παραπατά

Στην αζαλιά στην έλισσα και στη μοσχοϊτιά!

 

VIII

Έζησα τ’ όνομα το αγαπημένο

Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

Στον ρόθρο της ισόβιας θάλασσας.

 

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια

Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη

Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια

Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή

Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

 

Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου

Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή

Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο

Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι

Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους του ουρανού.

 

Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα

Στην κορυφή όπου προβάλλει η αγάπη σου

Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ’ άστρα

Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη Γη.

 

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια

Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι

Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη

Και ξέρουν ν’ ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες

Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά.

 

Χάραξα τ’ όνομα το αγαπημένο

Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς

Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

 

Ο ΚΗΠΟΣ ΕΜΠΑΙΝΕ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ  ΒΑΘΥ ΓΑΡΥΦΑΛΟ ΑΚΡΩΤΗΡΙ

(… το χέρι σου έφευγε με το νερό να στρώσει νυφικό το πέλαγος   το χέρι σου άνοιγε τον ουρανό…)

Άγγελοι μ’ έντεκα σπαθιά   πλέανε πλάι στ’ όνομά σου   σκίζοντας τ’ ανθισμένα κύματα   κάτω μπατέρναν τα λευκά πανιά   σ’ απανωτές σπιλιάδες γρέγου   Μ’ άσπρα τριανταφυλλαγκάθια   έραβες φιόγκους προσμονής   Για να μαλλιά των λόφων της αγάπης σου έλεγες:   Η χτενίστρα του φωτός   είναι πηγή στη γη που διασκεδάζει.   Κλέφτρα σαΐτα σκάνδαλο του γέλιου   Ω εγγονούλα της γρια-λιακάδας   Μεσ’ απ’ τα δένδρα πείραζες τις ρίζες   Άνοιγες τα χωνάκια του νερού   ραβδίζοντας της λησμονιάς τα τζίτζιφα.   Ή πάλι νύχτα μ’ άσωτα βιολιά   μέσα στους μισοχαλασμένους μύλους   κρυφομιλούσες με μια μάγισσα   Στους κόρφους σου έκρυβες μια χάρη   που ήταν το ίδιο το φεγγάρι.   Φεγγάρι εδώ φεγγάρι εκεί   Αίνιγμα διαβασμένο από τη θάλασσα   Για το δικό σου το χατίρι   Ο κήπος έμπαινε στη θάλασσα   βαθύ γαρύφαλλο ακρωτήρι    [ένατο απόσπασμα από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΗΛΙΟΣ Ο ΠΡΩΤΟΣ 1943]

Πέμπτη, 3 Μαρτίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ