(…οι φωταψίες του έρωτα σαν άνεμος ωτακουστής σε σύννεφο διαβατικό…)
… λες και το
κρύσταλλο των τραγικών ματιών σου
τα μακριά μαλλιά
σου μέχρι τα κύματα της ακρογιαλιάς
τα δέσαν άστρα
σε βράχια αρμονικά
οπτασίες στην προσευχή που δέονται τα
φύκια
στο γαλάζιο
κοντύλι τ’ ουρανού
μέχρι κει κάτω
στων ζωντανών χειλιών σου το χάδι
πετούν τα πουλιά
σε τραγούδια υακίνθων
τα άμφια της οροσειράς
νυχτώνουν υποσχέσεις
υποσχέσεις ζωής και χαράς και ζωής και χαράς
με του ύπνου τη φοβέρα και την ιαχή
σύθαμπο ονείρου
πέρ’ απ’ τα σκέλη τα λεπτά με ανταύγειες ρόδων
στη σκάλα της
ηδονής όλο και πιο τρελά
ορθώσου τριφύλλι
γιοφύρι παλμών σπασμών
σε σώματα
διάφανα – με λαμπρότητα κρίνων – που τόσο εβασάνισ’ η δίψα
σε σύμβολα όρμων
θα σημάνει ο ήλιος ως να ’ρθει να
κοπάσει ο πόθος
μακριά
ταξιδεύουν του βραδιού οι στερνές αναμνήσεις
-
πώς αλλιώς να
ιστορηθούν τα κρυφά του αγέρα τραγούδια
τα τραγούδια που
είχες πει και θα πεις και θα ζήσεις
σ’ αδεή προσμονή
στης λατρείας τη φλόγα
οι φωτεινές σου
παλάμες τους ορίζοντες σμίγουν
η φωνή σου θωπεύει τη δροσιά που απλώνει η
δύσις
το κορμί σου
δονεί στα θερμά παρακάλια της νύχτας
και στο βλέμμα σου ηχεί η χαρά;
[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946
κι άλλα ποιήματα
απ’ αυτή τη συλλογή:
(Νευμάτων Διπλός
Έλεγχος, Υπόδειγμα Πτήσεως,
Χρωματική
Προσωπολατρία
Το Παραμύθι της
Ωραίας των Μεγάλων Πουλιών,
Ενθύμιον της
Κωνσταντινουπόλεως,
Άπατρις
απελαυνόμενος βίαια,
Ο μαθητευόμενος
της Οδύνης και
Μια Οβρηοπούλα
που με ασημένιο χτένι εδιαλυζούντανε)
εδώ αντιγραφή
και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος
εκδοτική Εταιρία 1977]
ΝΕΥΜΑΤΩΝ
ΔΙΠΛΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ
(από τη
συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)
σε γωνιές σκιάς εκάησαν τα μάτια
με τις πιο απίστευτες θηριωδίες
των τοίχων του ζωδιακού Ρωξάνη
ορμών που συσπώνται
σαν να μην ήταν ποτές να ειπωθεί ο καρπός
ελπίς και κατάρα και σώμα
συναρμολογούν το δέος του ύπνου
κρατούν σφιχτά σφαλιχά τα χείλη
λησμονούν σε μυστήρια πόθου το δόλο
που ορίζει ο διττός λυτρωμός
ως τη δύση που σηκώνουν οι άνεμοι
η ανέμη μας κρύφτει
μας θέλγει
μας ζητεί του αγνώστου το πάθος
τις οδύνες του κόσμου της ύλης
στις κερήθρες του χθες
το ρόδο σαν πιστός αιμοστάτης
η κρυφή της σαγήνης ημέρα
ο γοργός του συμβόλου ιστός
ο αρμός του φωτός της σιγής
νοσταλγούν που θα βγει ο δραπέτης
πώς θα κλέψει θα κρύψει στα φύλλα
το κορμί που ελατρεύθη πιστά
ΥΠΟΔΕΙΓΜΑ
ΠΤΗΣΕΩΣ
μια γυναίκα ξεγυμνώνεται
μέσα σ’ ένα θόρυβο από κροταλίες
και σπέρνει τα μάτια της και σπέρνει τα βυζιά της
κάνει τις μανάδες να κλαιν κάνει τ’ άλογα να χλιμιντρούν
σταματά τα ρολόγια νεκρώνεις τους ουρανούς
σέρνει τα βίντσια του κορσέ της
βάφει μεταφυσικά τη λειψανοθήκη του
ωραίου πυγμάχου
ορκίζεται στην απώλεια του έρωτος
και η αύριον;
τίποτε: δεν υπάρχει νύχτα χωρίς τα
χαλάζια της
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]
ΧΡΩΜΑΤΙΚΗ
ΠΡΟΣΩΠΟΛΑΤΡΙΑ
(από τη
συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)
μια φωνή είναι το μαγνάδι της παλίρροιας
κάτω από τα δόντια μου στο ψεύδος
της μυρμηγκιάς του ονείρου
με τη σειρά τις καμάρες στη σκιά της σοφίας
των λευκών της βίβλου
τώρα σειρά καμάρες και μια γλώσσα αίμα
ψυχής
στην πραγματικότητα του σώματος
αποκαλύπτουν πτυχές κόσμων
που τσακίζονται σ’ έναν ορυμαγδό γαλάζιου
βεντάλιες ενουράνιες
επιφάνειες λείες σαν προκατακλυσμιαία
μοναξιά
φωτιά μαύρης σκιάς
ματιών κορυφές
αστραπή δυνάμεως
ξεφρενιασμένα άλογα στο κέντρο της μυριάδας
η γης των τριών ματόκλαδων
ιδανική χάση φεγγαριού
κυβερνώ ορθώνομαι λησμονώ θυμούμαι ορίζω
Αράπη! Αράπη!
κωπηλατώ λεηλατώ
όρκοι οργής στον πύργο που ζωγράφιζες
τις δύο φίλες
αντικείμενο μετάλλου και λάβας
το υπόλοιπο του κρυφού τοίχου
ζύγι λέξεων ονομάτων
το γιοφύρι της μεγάλης νύχτας
ωραία σύζυγος των αφιονιών
ΠΑΡΑΞΕΝΑ ΩΡΑΙΑ
αμαρτία αγάπης
σπέρματα αγνά φλογερά
καρταερικά ασταθή
φιλοσοφικά μαρτυρικά
τι μουσικά μάταια κενά δίψας
αυτόματος πυραμίδα
τρικυμία έρωτος
ΤΟ
ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΤΗΣ ΩΡΑΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ
Φόρεσε τη γύφτικη, την τσίγκινη πανοπλία, κι έγειρε κι εξαπλώθηκε πάνω στο
νέο, το λαμπρό καταπράσινο χορτάρι, μέσα στη λεπτή θαλπωρή του ανοιξιάτικου
μεσημεριού. Κάτι ψίθυροι, όμως, που
έρχονταν απ’ έξω, δεν τον αφήσανε να
μπει βαθιά στην ηδονή του γλυκά γαλάζιου ουρανού, να χαρεί τα δυο μικρά άσπρα
σύννεφα που αρμενίζουνε μακριά, στην άκρη του ορίζοντα. Ήτανε εκεί και δυο
πανύψηλες ωραίες λεύκες. Πραγματικά, επί του βορεινού τοίχου υπήρχε βαρύ
παραπέτασμα που έκρυφτε πόρτα (δεν ήταν, άλλωστε, μυστικό). Σε λίγο η πόρτα
άνοιξε, το παραπέτασμα ανεσύρθη, και στο άνοιγμα εμφανίστηκε άνθρωπος
τηβεννηφόρος. «Πού βρισκόμαστε;» ερώτησε. Ο ποιητής εσηκώθηκε, πλησίασε το
φιλιστρίνι, κι ενώ με το δεξί χέρι χάιδευε τη χαίτη του λιονταριού, έριξε έξω
μια ματιά. «Πλησιάζουμε», ήταν ακριβώς οι λέξεις που είπε, «πλησιάζουμε στη
Βηρυτό» κι απότομα δίνει μια, και γυρνάει τη βρύση κι ανοίγουν οι κρουνοί κι
αρχίζουν πια τα νερά να τρέχουνε, να κατακλύζουν τα πάντα, ν’ ανεβαίνουν
ανησυχητικά. Τότε ορμά, χουφτιάζει τους μαστούς της, και τη φιλά παράφορα στο
στόμα. Μια φλόγα αισθάνθηκε ξαφνικά ν’ απλώνεται στα σωθικά του, μια πύρινη
στεφάνη να τον ζώνει στα νεφρά, ενώ άρχιζε η ανηλεής ανόρθωση του πέους, ΑΥΤΟΣ
Ο ΦΑΛΛΟΣ, μαρμάρινος, εστήθηκε στ’ ακρογιάλι, κι έρχονταν όλες τις ώρες της ημέρας
χοροί κοριτσιών, στεφανωμένα με λουλούδια και τραγουδούσαν αγκαλιασμένες. Άλλες
πιανόντουσαν απ’ τα χέρια και κάμνανε κύκλους γύρω απ’ το είδωλο, με κάτι
αργούς βηματισμούς κι όλο του τραγούδι:
αργό και σοβαρό κι ευγενικό. Μια κόρη ξεμάκρυνε απ’ το χορό, γονάτισε
χάμω και κούρδισε το γραμμόφωνο. Ο ποιητής, πάλι εκεί. «Χλωμότερος κι από τη
Σελήνη», της είπε
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]
«ΕΝΘΥΜΙΟΝ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ»
(από τη
συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)
πάνω εις
τη μαρμάρινη την προκυμαία του ανακτόρου
εναποθέσανε
σε διαστήματα ως έγγιστα κανονικά
ψηλούς
σωρούς τα ξύλα
που εφέραν
τα καΐκια από τα μακρυνά
παράλια
δάση
κι' άλλοι σωροί είναι από ψιλούς
λεπτούς κορμούς σαν κορμί κόρης
κι' άλλοι
σωροί από
θεώρατα μεγάλα δέντρα
και βρέχει συνεχώς και η επίμονη βροχή μουσκεύει
τ' άχαρα τα ξύλα
και
γυαλίζουνε τα μάρμαρα του πλακοστρώτου
καθώς το
νερό ατέλειωτα τα πλένει και τα ξαναπλένει
κι' ο ουρανός βαρύς μαζύ και μαύρος
- άραγες ποιος ξέρει τι ώρα της ημέρας νάναι; -
καμμιάν
ελπίδα δε στέργει για να δώση
(η απέναντι όχθη έχει χαθή λες δεν
υπήρξε)
κι' η θάλασσα είναι μουντή κι' αγριεμένη
σαν οι πυκνές οι στάλες της βροχής που τη βαράνε
νάχουν ξυπνήσει μέσα της μια μάνητα τεράστια
που με τι κόπο τηνέ συγκρατάει
άλλος κανείς σε τούτο το ερημικό τοπίο δε μοιάζει νάναι
πάρεξ μονάχα εγώ - ο ίδιος -
ορθός ως στέκω με τα κόκκινα μαλλιά μου μουσκεμένα
να κολλούνε απάνω εις το μέτωπό μου
της αγάπης τα βάσανα μ' έχουνε φέρει στο ευγενικό το περιγιάλι
κι' όλο ο
νους μου είναι σε μιαν υπέροχη υπερήφανη
μαγνόλια
όπου σ'
αυτά τα μέρη εδώ θάλλει κι ανθίζει
ΑΠΑΤΡΙΣ
ΑΠΕΛΑΥΝΟΜΕΝΟΣ ΒΙΑΙΑ
Έτσι ορθός καθώς εστέκετο, με τα ωραία μακριά ξανθά μαλλιά του ν’
απλώνονται κυματιστά πάνω εις τους ώμους του, έμορφος, υψηλός, με περικεφαλαίαν,
νεκρόφιλος κι αριστοτελικός, με κηρύκειον Ερμού νέου στο δεξί χέρι, έμοιαζε ίδιος
άγαλμα αρχαίου θεού.
Οσάκις επρόκειτο περί πλατείας, πάντα ήτανε πλάγι του μία ολόγυμνη ωραία
κόρη, με κορμί χρυσό κι απαλό σα κεχριμπάρι, τα μαλλιά της μακριά, μαύρα, ν’
αγγίζουνε καταγής, με ήλιο και φεγγάρι ζωγραφισμένα επί των μαστών της, με
μικρόν ομοίωμα αηδόνος επί του φύλου, και δύο τρία τριαντάφυλλα κόκκινα ραμμένα
εντέχνως ένα στο κάθε γόνατο.
Οσάκις επρόκειτο περί μικράς
στενωπού, πλάγι του καθήμενη κόρη, κι αυτή ολόγυμνη, ξανθιά όμως, με
φυσαρμόνικα και βοϊδοκεφαλή.
Σε προβλήτα λιμανιού, η κόρη: κοκκινομαλλούσα, υπερήφανη, με δέρμα λεπτό κι
άσπρο σαν το χιόνι, με το όνομά της Α υ λ η τ ρ ί ς γραμμένο σε διάφορα μέρη
του σώματος με ποικιλόχρωμες λαδομπογιές.
Πλησίον λίμνης: η κόρη με άρπα. Πλησίον δάσους: η κόρη με σάρπα.
Νύχτα εντός καπηλείου: η κόρη ωραία, αγέρωχη και σχεδόν ημιθανής, με
πολυτελέστατην αμφίεση πρασίνου μεταξωτού, με βεντάλια σε σχήμα ρεματιάς ή 7,
να χορεύει χορούς έξαλλους και συμβολικούς.
Την ημέρα, αυτός και η κόρη ασχολούντο με την πάλη της ζωής.
Τη νύχτα, ασχολούντο με την πάλη του έρωτα.
Αυτός έβγανε μια πελώρια μαχαίρα, της την έμπηγε βαθιά στο στήθος και την
τραβούσε ίσια κάτω.
Βύθιζε αργά τα χέρια – και τραβούσε όξω κορδέλες πράσινες, κόκκινες,
κίτρινες, γαλάζιες, παρδαλές, ανάκατα, και τις σήκωνε ψηλά σε ωραίο σχήμα
προσφοράς.
Μεσ’ απ’ τα κουβάρια βγαίναν περιστέρια, που πετούσαν πρώτα αβέβαια,
φοβισμένα κι ύστερα δίναν μια, ίσια κατά τον ουρανό.
Τώρα η βάρκα. Να κατέβη στη βάρκα. Κατέβαινε στη βάρκα, έμπαινε, έπιανε τα κουπιά,
ορθός, κι έλαμνε βιαστικά.
Η κόρη, γυμνή, μα ναι: πάντα γυμνή, στέκονταν πίσω του, και περνούσε
θωπευτικά τους ωραίους βραχίονες γύρω στο λαιμό του.
[από τη συλλογή
του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]
Ο ΜΑΘΗΤΕΥΟΜΕΝΟΣ ΤΗΣ
ΟΔΥΝΗΣ
(από τη
συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)
ξεκίνησε
αυγή - χαράματα –
να κλέψει
τ’ άστρα
ξεκίνησε
νύχτα και σκότωσε όλα τα όνειρα
αυτό το
άγαλμα
-και
μπλέχονταν ως βάδιζε
τα γυμνά
πόδια του στους βάτους
και μάτωναν
στ’ αγκάθια
και τα
ευγενικά ευλογημένα χέρια του
ίδια
πουλιά της Άνοιξης χαϊδεύαν
τα
γεράνια π’ ονομάτιζε μια νύχτα αγάπης
και του
παρθενικού ονειροκρίτη της
τις
βαθιές πόρπες…
και των
βυζιών της : τις κραυγές τις κόκκινες
και τους κρυφούς θυσάνους…
ΜΙΑ(Ν) ΟΒΡΗΟΠΟΥΛΑ ΠΟΥ Μ’ ΑΣΗΜΕΝΙΟ ΧΤΕΝΙ
ΕΔΙΑΛΥΖΟΥΝΤΑΝΕ…
θαν την τσακίσω εγώ τη νοσταλγία σου θα μαχαιρώσω τη μυστική σου χαρά
με τ’ άσπρα μου πουλιά που ζουν
και φτερουγίζουν μέσα στα
μάτια σου [από τη συλλογή του Νίκου
Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]
Δευτέρα, 28 Φεβρουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου