Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2022

ΚΑΤΙ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΔΩ ΜΑ ΟΧΙ ΣΤΗ ΖΩΗ ΜΟΥ. ΑΚΟΜΗ…

 

(… ο καιρός θα δείξει  αλλά βιάζομαι να βάλω τίτλο: ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ…)

Λιγομίλητος, και με σκιά βελανιδιάς

κάθεται τώρα στην ίδια τη σκιά του   σαν ορφανό σε ξένη πόρτα

κάθεται και παραμιλάει μόνος,

λέξεις χαλίκια και σπασμένα σύμφωνα

μπροστά σε μανιασμένη θάλασσα, 

 ο δωρικός του λόγος…   θρύψαλα

και  τι ’ ναι αυτές οι λέξεις   με μουσική βγαλμένες  κι από πού,

όλο υποκοριστικά και τέτοια,

μια γλώσσα νήπια που όλα τα θέλει του χεριού της,

τα δένδρα  γίνονται δενδράκια, το νερό…  νεράκι,

τόση ενηλικίωση πού πήγε,

τόση φροντίδα να φαίνεται όσο  είναι, 

αφήνοντας ρυτίδες, περιττά κιλά  να ζώνουν το κορμί του,

πού πήγε τόση φρόνηση

και τώρα ο κόσμος περισσεύει γύρω του, τον πνίγει,

αλλά κι αυτός αιφνίδια φουσκώνει  και ξεχειλίζει…

απ’ τη ζωή του   κι απ’ το σώμα του,

φωνάζοντας μπροστά σε μανιασμένη θάλασσα

ονόματα πρωτάκουστα,

καλώντας ένα – ένα σ’ αυτή την Πρώτη Παρουσία

τα πλάσματα ενός ψευδώνυμου και δαμασμένου κόσμου,

που φτύνουν την υποταγή  και τις οικόσιτες συνήθειες

και θέλουν να γυρίσουνε στα δάση,

με φονικά και οπλές,  απλές χειρονομίες της ανάγκης…

ξεχασμένες,

κάθεται τώρα στην ίδια τη σκιά του

σαν ορφανό σε ξένη πόρτα

μα η ζωή ζητάει το μερτικό της,

δεν ξέρει ακόμη τι τον περιμένει, 

αργότερα θα καταλάβει,  πως η ζωή τν προσπερνάει,

πως τίποτα δεν ονομάζει,  ούτε νερό ούτε νεράκι λέει,

και μες στην άφθονη ανωνυμία

μονάχα τούτα τα χαρτιά  κι ο μαρκαδόρος του που τελειώνει…

[ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΦΘΟΝΗ ΑΝΩΝΥΜΙΑ  από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989 – κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Μιχάλης Γκανάς ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978-2012 εκδόσεις Μελάνι 2013]

 


ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Επειδή η ζωή μας μοιάζει να φυραίνει    μέρα τη μέρα,

δε θα πει πως η ζωή    δεν αξίζει τον κόπο.

 

Επειδή σ’ αγάπησα και σ’ αγαπώ ακόμη

κι ας μην είναι όπως παλιά,

δε θα πει πως πέθανε η αγάπη,

κουράστηκε ίσως, σαν καθετί που ανασαίνει.

 

Επειδή περνάς δύσκολες μέρες   

σκυμμένη σε χαρτιά και γκρεμούς   που δεν κλείνουν,

κι εγώ πηδάω    τις νύχτες επί κοντώ λαχανιάζοντας,

δεν θα πει πως δεν έχουμε   μοίρα στον ήλιο,

έχουμε   τη δική μας μοίρα.

 

Επειδή πότε είσαι άνθρωπος   και πότε πουλί,

φέρνεις στο σπίτι μας   ψωμάκια μικρά της αποδημίας

κι ελπίζουνε τα παιδιά μας   σε καλύτερες μέρες.

 

Επειδή λες όχι και ναι κι ύστερα όχι   και δεν παραιτείσαι,

ντρέπομαι   για τα ίσως, τα μπορεί τα δικά μου,

μα δεν αλλάζω, όπως δεν αλλάζεις κι εσύ,

αν αλλάζαμε θα ’μαστε πάλι   δυο άγνωστοι

και θ’ αρχίζαμε   απ’ το άλφα.

 

Τώρα ξέρουμε πού πονάς   πού σωπαίνω πότε γίνεται παύση,

διακοπή αίματος και κρυώνουν   τα σώματα,

ώσπου μυστικό δυναμό   να φορτίσει πάλι τα μέλη

με δύναμη κι έλξη και δέρμα ζεστό.

 

Επειδή είναι δύσκολο ν’ αγαπάς

και δυσκολότερο ν’ αγαπάς τον ίδιο άνθρωπο   για καιρό,

κάνοντας σχέδια και παιδιά   και καβγάδες,

εκδρομές, έρωτα, χρέη   κι αρρώστιες,

Χριστούγεννα, Κυριακές   και Δευτέρες,

νόστιμα φαγητά και καμένα,

θέλοντας ο καθένας  

να ’ναι ο άλλος γεφύρι και δέντρο   και πηγή,

κατά τις περιστάσεις   ή και όλα μαζί στην ανάγκη,

δε θα πει πως εγώ δεν μπορώ   να γίνω

κάτι απ’ όλα αυτά ή και όλα μαζί,

κι αν είναι να περάσω   μια ζωή στη σκλαβιά – έτσι κι αλλιώς –

ας είμαι, λέω, σκλάβος της αγάπης.

 

FLASH  -  BLACK 

(«βρέχει σε όλες τις γυναίκες που αγάπησα» - Γιάννης Ευσταθιάδης)

Έπεφτε το κορμάκι σου και το ’χτιζα με χάδια

την ώρα που ’σβησε το φως

κι άναψαν τα σκοτάδια.

 

Είδα το μαύρο που ’κρυβες

με σάρκα και με δέρμα

κι ανάμεσα στα δόντια σου το «σ’ αγαπώ» σαν κέρμα.

 

Τρόμαξα κι άναψες το φως, η νύχτα έκανε πίσω

σα φίδι που δεν πρόλαβα καλά να το χτυπήσω.

 

Κι άφησε στο σεντόνι μας   το μαύρο της το ντύμα,

όλο το βράδυ πάσχιζα να κόψω αυτό το νήμα.

 [από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

 

ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Με τη βροχή πλαγιάζεις    και τ’ άστρο χαλινάρι.

 

Ο ύπνος σου ραγίζει, χτίζεται,   ακούγεται στον κάτω κόσμο.

 

Βγαίνουνε τα πειρατικά τριζόνια   και τραγουδούν αφιερώσεις.

 

Καλλιόπη, Μιχαήλ, Ελένη,   Χρυσάνθη, Κατερίνα, Ευθυμία.

 

Ξυπνάς κι ακόμη μουρμουρίζεις   ρεφραίν από πονετικές βροχούλες

 

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΕΡΥΘΡΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ

Τα χέρια σου τα κέρινα   η Παναγιά εκράτη.

Χιόνιζε στα σεντόνια σου   και σ’ όλο το κρεβάτι.

Χιόνιζε στα σεντόνια σου   και σ’ όλο το κτεβάτι.

 

Η κόκκινη λιανή γραμμή   του πλαστικού σωλήνα,

από τη φανερή πληγή   σαν ποταμάκι εκίνα.

 

Κι έφευγαν απ’ τα μάτια σου   σκιαγμένα τα τρυγόνια

και μ’ έφερναν σ’ άλλους καιρούς   και στα μικρά μου χρόνια.

 

Μικρά πολύ πικρά πολύ   χτισμένα γύρα – γύρα

και μόνο από τη φούχτα σου   σπυρί χαράς επήρα.

 [από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

 

ΤΩΝ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΩΝ

(από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,

καθώς αρμόζει στους κεκοιμημένους,

ενώ φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα

κι αυτοί περνούν σκυφτοί σηματοδότες

και βγαίνουν σε υπόγειες διαβάσεις.

Πάλι σκοτάδι, πάλι της ψυχής   τ’ απόκρημνα φαράγγια

κι ο ήλιος με παλάμες κάρβουνο   να τους πατάει,

ώσπου βουτάνε στα νερά και κρύβονται.

 

Κι όμως γελούσαν στα νοσοκομεία,

δε βρίσκανε το φαγητό του γούστου τους,

βλέπανε τηλεόραση, έκαναν σχέδια

για ένα μέλλον που κανείς δεν τους υπόσχονταν.

Ούτε οι γιατροί με το φθαρμένο κύρος

ούτε οι δικοί τους με την αναπόδεικτη αγάπη

και μόνο οι οροί τους ’λέγαν την αλήθεια

στάζοντας μέρα και νύχτα

τα χημικά του χαμού μες στο αίμα τους.

 

Ας πούμε ένα τραγούδι σιγανό,

καθώς φτερά πουλιών γεμίζουν τον αέρα

κι αυτοί βουτάνε στα νερά και κρύβονται,

ενώ το φως επάνω   τρέχει σε πλάτες και μαλλιά

και συντηρεί τα ζώα και τα χόρτα,

μα προπαντός τα λέπια του

 

ΑΜΝΗΣΙΑ

Η κάθε μέρα σαν τη γομολάστιχα

σβήνει την προηγούμενη και πάει.

Άλλοτε σβήνει την επόμενη,

καμιά φορά ολόκληρη εβδομάδα.

 

Βροχές θυμάμαι και πουλιά

και ιστορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

 

Τις νύχτες γράφεται το μέλλον μου,

τα φοβερά καθέκαστα της επομένης,

και πρέπει να ξυπνάω στις εφτά,

με την ψυχή στα δόντια να γυρίζω

για να προλάβω τις παραγγελίες.

 

Χιόνια θυμάμαι και βουνά

και εξορίες που δεν έζησα ποτέ μου.

Λησμόνησα τους ίδιους τους γονείς μου,

πώς ήτανε και ποιοι και πόσοι.

Κοιτάζω γράμματα, φωτογραφίες,

δεν ξεχωρίζω ζωντανούς και πεθαμένους.

Γριές και γέροι και παιδιά,   μεσήλικες θλιμμένοι.

 

Μάτια θυμάμαι και φωνές,

πρόσωπα που δεν γνώρισα ποτέ μου

[από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

 

ΤΟ ΚΟΤΣΥΦΙ

(στη συντροφιά εκείνης της Τετάρτης 18.5.88 -

από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989)

Λιγνό καλογεράκι το κοτσύφι

με τεριρέμ βραχνά και προσευχές

αδέξιες όλο το χρόνο, αλλά την άνοιξη

μες στα λαμπρά πλατάνια λειτουργεί

σε τόπους γνώριμους και δένδρα

ειπωμένα, τότε που έβρεχε,

που φύσαγε κι έκανε κρύο, τότε

που χιόνιζε κι αυτό κρεμότανε

στα μαύρα σπόρια του κισσού

για να ταΐσει λιγοστό κορμάκι

κι ύστερα σ’ ένα κλαδί αφηνόταν,

μια μαύρη φλόγα μες στο χιόνι

περιμένοντας,

ώσπου την άνοιξη

έρχεται κάτι και του λύνει

τον κόμπο που ’χει στο λαιμό

κι αναπηδάει φωνή που το ξαφνιάζει,

θρεμμένη από σιωπή και στέρηση,

και γίνεται εφημέριος μιας σκοτεινής

θρησκείας και μιας θεάς που όλο

το παιδεύει, βάζοντας κυνηγούς

και γάτες και νυφίτσες να το φοβερίζουν

για να τραγουδάει,   όσο προλάβει,

μέχρι να πέσει μπρούμυτα και πάλι

στη χειμερία νάρκη της φωνής του.

 

ΜΑΥΡΟ ΒΕΛΟΥΔΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΦΗΣ Τ’ ΑΓΡΙΜΙ ΔΙΨΑΣΜΕΝΟ…

Σώμα τυφλό  με το λευκό ραβδάκι των οστών   επάνω κάτω στην κλίμακα του σκελετού.   (Μαύρο βελούδο τα μάτια και της αφής τα’ αγρίμι διψασμένο   Σώμα τυφλό που κινδυνεύει  καθώς ακούγεται τικ – τακ   ωρολογιακός σφυγμός,   (Φέρε το βλέμμα σου,  το αίμα σου φέρε στη χούφτα)   Σώμα τυφλό που κινδυνεύει.   Από λαγούμια θα περάσει,   σε χρεμετίσματα βα βγει:   άλλων σωμάτων;   του θανάτου;   Ο καιρός θα δείξει,   αλλά βιάζομαι να βάλω τίτλο   ΠΡΟΦΗΤΙΚΟ   (κάτι συμβαίνει εδώ,   μα όχι στη ζωή μου. Ακόμη…0  [στίχοι από τη συλλογή του Μιχάλη Γκανά ΓΥΑΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ 1989]

Δευτέρα, 14 Φεβρουαρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ