(… κι αυτός ο σταλαγμίτης που έγινε ένα με το σταλακτίτη
είναι όπως λένε το αίτημα που ωρίμασε
το σπηλαιώδες του φιλί προς τους αγέννητους…)
1
Πόσα χρόνια εκεί κάτω…
Λέω να κάνω τη βουτιά και να φτάσω
όπως ο δύτης τη μάσκα του οξυγόνου
που την έκλεψε ο ζηλιάρης βυθός
Να σε φτάσω γλυκιά ασφυξία μου!..
2
Βγήκε ένας ήλιος ραψωδός μες στα
χαλάσματα
στάλαξε φως στα φυλλοκάρδια των
ονείρων μου
(φως εκ φωτός από την πρώτη μου
νεότητα)
και ύστερα χρίστηκε αργυραμοιβός στα
ημεροστάσια
ήλιος με ηλίαση – έκοβε νομίσματα κι
έρραινε τη θλιμμένη τσιμεντούπολη
Κι εγώ ανέβαινα να πιάσω στα
φυλλώματα των άστρων
τους υπερήχους τόσων και τόσων
εξαφανισθέντων.
3
Άστραφτε απ’ άκρη σ’ άκρη σ’ όλον τον
ορίζοντα
ως την ακάλυπτη ηλικία ενός απόμαχου
με τα κρυσταλλωμένα αισθήματα
τ’ απολιθώματα των στοχασμών στα
μάτια
σαν τους κρατήρες πλανητικού τοπίου
Άστραφτε κι έριχνε βροχή από
αερόλιθους
Κι αυτός ο σταλαγμίτης που έγινε ένα
με το σταλαχτίτη
είναι όπως λένε το αίτημα που ωρίμασε
το σπηλαιώδες του φιλί προς τους
αγέννητους
[ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ, στίχοι από τη δεύτερη
ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993.. Εδώ αντιγραφή και
επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013,
εκδόσεις Νεφέλη]
ΜΙΑ ΣΤΑ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΚΑΙ ΜΙΑ ΣΤΑ ΚΑΤΑΧΘΟΝΙΑ (4)
(… δυο δρομολόγια στο κενό –
δεν συμψηφίζονται
Να μένει ανάμεσα η γη διπλά
ορφανεμένη…)
5
Όταν ο άνεμος με ξεβιδώνει και
με κάνει ανεμοδείκτη
Όταν ο ουρανός συγκαταβαίνει
και με ραίνει με βροχή ουρανίου
Όταν ακούγονται τα ρόπτρα σαν
το κλάμα ζώου ή νηπίου
Όταν το πουλί Χ κούρνιασε στη στέγη σαν
πετρίτης από πέτρα
Όταν ο άγνωστος περνά σε κάθε
φαντασία αφήνοντας το φάντασμά του
Όταν κι εσύ γλιστράς απ’ τ’
όνομά σου και γυρεύεις την απόλυτη τιμή
σου
Όταν το αχ! κλειδώθηκε πολύ
βαθιά στο στήθος και σφαδάζει
Όταν τι μένει από μένα πάρεξ
μια φωνή που φωσφορίζει
όταν η ασώματη ψυχή μου έξω
από μένα φωσφορίζει…
6
Ω στόμα μου υποπόδι και
γκρεμός
ρήματα απόκρημνα
φωνήεντα χρησμοί εκρηκτικοί
στόμα συνείδηση σεισμού
και χείλη φαγωμένα από τις
λέξεις
Σκύβω στα φιλιατρά του
στόματος
βλέπω μια σκέψη που ρυάκισε
την τελευταία λέξη που δεν
πρόλαβε
στη μέση λάλον ύδωρ γύρω –
γύρω κίσηρη
σποδός ερήμου
Και φοινικιές στις όχθες των
χειλέων
[ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ στίχοι από τη
β ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993 - Art by The Elmeister]
ΜΕ ΒΡΙΣΚΕΙ Η ΝΥΧΤΑ ΝΑ ΒΥΘΙΣΚΟΠΩ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΩΣ ΤΗ ΡΙΖΑ
ΤΟΥ (7)
(… κι έτσι να βγαίνει τετραγωνισμένη η αλήθεια του…)
8
Ανάμεσα στην «Τρίτη» του Μάλερ
και στη σεληνιασμένη Αγαύη
κύλησε κι αυτό το καλοκαίρι
κατρακύλησε μες στις
κατηφοριές της μνήμης
σαν το κεφάλι του άμοιρου
Πενθέα
πριν καρφωθεί επάνω στο
κοντάρι
κι ένα τρομπόνι απ’ τη ρωμαϊκή
αρένα
ανηφόριζε και σπάραζε τη νύχτα
Ποια μουσική με τα ξυλόφωνα
των κούφιων κεραυνών του
μου σκευωρεί ο ερχόμενος
χειμώνας;
9
Ακούω να βαδίζει μ’ αναφιλητά
πίσω από κάθε σκέψη μου
πριν βάλει τα ουρλιαχτά η
Ποίηση
Κραυγή ενστίκτου κι αγριμιού
δεμένου στο κατώγι του κορμιού μου
να τιναχτεί να κόψει τα
σκοινιά του νευρικού συστήματος
και να συρθεί σαν φίδι μες στο
χαρτοφύλλωμα
10
Με την πιστή σκυλίσια σου ζωή
δειλέ πώς βγήκες σε κυνήγι
λιονταριών;
11
Άλλ’ είναι η ώρα του σπαρμού
και των ανέμων
κι άλλη του καρπωτή και του
αχυροσυλλέκτη
ώρα που έρχονται οι κανίβαλοι
χορεύοντας
χοροπηδώντας με τα τέσσερα στη
ζύμη
πάνω στο σώμα του ψωμιού
Έρχονται οι παραζυγιστές και
οι χαλκευτές της κρίσης
Γρηγορείτε!
12
Πίσω από την προκυμαία ο
παλιός σταθμός εγκαταλειμμένος
κι οι ράγες παράλληλες όπως
πάντα βαδίζοντας προς το μη περαιτέρω
Και εκεί μια εγκοπή απ’ το
δόντι του χρόνου αδιόρατη
η χειραψία μας πριν απ’ τη
σύγκλιση του απείρου
[ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ στίχοι από τη β ενότητα
στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993
ΕΧΩ ΤΗΝ ΑΙΣΘΗΣΗ ΣΥΧΝΑ ΠΩΣ ΠΕΡΠΑΤΩ ΠΙΑΣΜΕΝΟΣ ΧΕΡΙ-ΧΕΡΙ
ΜΕ ΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ (13)
(κρατώ μες την παλάμη την
αφή τους)
Έτσι βαδίζω μες τους
σιδερένιους δρόμους της πρωτεύουσας
Είμαι συρμός σκιών που δεν
εκτροχιάστηκε
σέρνοντας την σπονδυλωτή ζωή
μου
με τη φωνή μου από γρανάζι σε
γρανάζι να στενάζει και να τρίζει
Ώρα να μπεις σ’ ένα γκαράζ
ψυχή μου
14
Είσαι το ναι που ξεδοντιάστηκε
και σπαρταρά έξω από τα δόντια
το ναι μια σκουριασμένη κι άχρηστη λεπίδα
- ούτε χαρτοκόπτης! –
μια μεταχειρισμένη λάμα τους
ξυρίσματος
μια λάμα που ξυρίζει
κοσμικότητες
την καθημερινή σου φάτσα
15
Σκύβοντας είδα τη γενικά ανακαίνιση
είδα σ’ όλους τους διαδρόμους και τους θαλάμους
τα «Επισκευάζεται» «Ανασυναρμολογείται» «Εκτίθεται»
ένας οργασμός τέλος πάντων
στιγμές μικρές – μεγάλες
παρελθούσης χρήσεως
Το σώμα μου έγινε συντηρητής
αισθημάτων
16
Μπήκα ξανά στην πόλη των
ονείρων μου
στους ίδιους δρόμους ύστερα από χρόνια
βλέπω τα πρόσωπα της μακρινής
νεότητας
με μια κηλίδα από σκουριά στο
βλέμμα τους
με κάτι που λυγά και που
θολώνει
Βλέπω τους φίλους τόσων
εξορμήσεων
και στη φωνή τους η ραγισματιά
κι η κατολίσθηση
το πέρασμά τους ένα «φρρρστ…»
λευκοσιδήρου
κι οι χειραψίες τους πολύ
μεταλλικές
σαν από τα ορυχεία τ’ ουρανού
τα πρόσωπά τους ημισέληνος
και γύρω απ’ τα ιπτάμενα
όνειρά τους
ο κηρωμένος βρόχος
17
Ρινίσματα αστεροειδών σ’ όλα τα βλέμματα
κι αυτοί μεταλλωρύχοι του
διαστήματος
κάθε πρωί στα καταλύματά τους
επιστρέφοντας
πόρτα την πόρτα για να
εκτίσουν την ποινή της συμβιώσεως
(Σαν του ξενύχτηδες των
παιδικών μας αναμνήσεων
που τους τραβολογούσαν
ζαλισμένους μέχρι κλίνης
οι συμβίες)
18
Είδες και τα σβησμένα
ηφαίστεια σε φορεία στην παρέλαση;
οι χθεσινοί μας ποιητές με την
ποδήρη λάβα, είπες
[ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ στίχοι από τη
β ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΝΥΤΧΑ ΑΥΓΟΥΣΤΙΑΤΙΚΗ ΜΕ ΔΥΟ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΚΑΙ ΔΥΟ ΑΓΑΠΕΣ
(19)
(… με τη μισή ψυχή σου να
γλιστρά στο έρεβος…)
Τροβαδούρε της νύχτας τι φαντάστηκες;
το χάδι της σαν την ουρά ενός κομήτη
τραβάς εδώ κι εκεί σα σε παρέκκλιση
σαν μιαν αγάπη που την καταχράστηκες
Κλείσε τον διακόπτη του ήλιου Αποκοιμήθηκες
πάνω στην αλαξανδρινή σου αστρονομία
20
Να ’ ναι κι ο έρωτας μια
φλογερή ονειροβασία
ή τα περιπλεγμένα χέρια κάτω
από την επιφάνεια
του καθημερινού πνιγμού
21
Άλως του φεγγαριού στεφάνι του
μετώπου μου
ως την αυγή που με την πρώτη
ηλιαχτίδα
σταγόνα τη σταγόνα πέφτει ο
στίχος μου
κόμπος ιδρώτα σπέρμα του
μυαλού που πόνεσε
Το Ποίημα – Συνουσία από τους
ίδιους δίαυλους
διαρροή στα ίδια αιμοφόρα
αγγεία… Κι άξαφνα
νους και κορμί σμπαράλιασμα
ή ξαναγεννημός κι επέλαση
με δυο ποιήματα – μαστούς στ’
αρπαχτικά σου χέρια
22
Άνοιξε τη γροθιά να δω τι
κρύβεις
στήθος παιδίσκης ή
χειροβομβίδα;
23
Να μοιάζαμε τ’ αειθαλή και τα
αιωνόβια
και κάθε τέτοια εποχή ν’
αλλάζαμε φυλλώματα
μελαχρινοί κορμοί κι οι
κεφαλές αλεύσαντες
τα μέλη μας σε φοβερή
αιθεροβασία
(Ν’ άλλαζε δέρμα και η ψυχή
μας που μαράθηκε)
Και πάλι η Εποχή τροπαιοφόρα
με τα κόκκινα όπως η μάχη
24
Πώς ξαναβρέθηκα σ’ αυτή την
άφρακτη ερημιά
πίσω απ’ τις τυφλές
τοιχογραφίες
-είναι ναός ή περιτείχισμα
ουρανού; -
και κάτω η θάλασσα μυχός των
αφανών
και των ξυλάρμενων
Κατηφορώντας της αβύσσου ο
τελευταίος πειρατής
τρελάθηκε κι ο άγιος
αναλήφθηκε
πέρασε μέσα από τις τρυπημένες
κόχες κι έφτασε
σε χλοερές αυλές στα πίσω
κλίτη της ψυχής
Εκεί που ο άχραντος ρεμπέτης
της φυλής λάτρευε
τριόδια των φτωχών και βράχους
κανηφόρους
25
Με μια τρομπέτα περιπτέρου
γύριζε στις πόρτες και σάλπιζε ανάσταση συντρόφων
-Όποιος πατήσει σήμερα τα
κύματα θα βγει στην άλλη όχθη –
Πέρασε ανάμεσα σ’ ανήσυχα
βουνά σαν φίδι που φτερώθηκε
Ε!..Ψαροκεφαλή, κάνε τα λέπια
σου φτερά προσπάθησε
το κύμα περιμένει κι από σένα
μιαν ανάληψη
[ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ στίχοι από τη
β ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΤΟ ΑΙΜΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ ΠΟΥ ΕΚΛΥΕΤΑΙ ΣΕ ΧΡΩΜΑΤΑ Η ΕΣΧΑΤΗ ΕΞΑΡΓΥΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ… (32)
(… μπείτε ένας – ένας βυθιστείτε
μέσα μου και φεύγουμε…)
26
Ύστερα χώθηκε βαθιά μες στα
σκοτάδια
σαν λιμενοβραχίονας βορεινής πολίχνης
έτσι νεφελώδης
-Μπείτε ένας – ένας βυθιστείτε μέσα μου και φεύγουμε!
Μα αυτή δεν ήταν εκδρομή ήταν
κοχλίωση
με τα φουγάρα στην ομίχλη ήταν
ανάληψη
πνοές ψυχών από ένα σώμα που
βυθίζεται
27
Άφησες τη φωνή στη μαύρη πίσσα
κι είχες τα κοφτερά γυαλιά στη
γλώσσα
κι όπως ο χθεσινός σου λόγος
βγήκε αναίμακτος
σαν μια απόφαση που δεν
λογάριασε τη μοίρα
Πρώτα η φωνή σου κι ύστερα τα αίματα
Σαν ένα αυλάκι που για μια
στιγμή διχάστηκε
και φάνηκε ο κολυμβητής
ολόσωμος
κρατώντας το μαργαριτάρι του
βυθού
ενώ οι άλλοι με τα μεταλλίκια
μες τα δόντια τους
πορεύονταν με μαύρους κύκλους
στον Καιάδα.
28
Σαν όταν σταματήσει ξαφνικά ο
νερόμυλος
κι όμως δεν σταματά στ’ αυτιά
των ζωντανών ο ήχος της μυλόπετρας
μέρες και μέρες
(Παρόμοια κι όταν κόβεται το
νήμα της ζωής απότομα
δεν σταματά στη μνήμη των
νεκρών ο θόρυβος των ζώντων
χρόνια και χρόνια)
29
Είν’ ένας τόπος ανατολικά του
Βουθρωτού
κι εκεί τι νύχτες φονικές και
γλώσσες κόκκινες
και τα βεγγαλικά ουρανομήκη
τι ρίγη από τα δάση κι άλλα
φαλλικά
τ’ άλογα φεύγοντα στο βίτσισμα
του χρόνου
κι ο τόπος να φοβάται να
γεννήσει αγάλματα
μα κατεβαίνει στους μυχούς του
Αμβρακικού
περνά μεσ’ απ’ τους πύργους της
Νικόπολης
κι εκεί γυρεύει άλλα παλάτια
του βυθού
να τ’ απορίξει
Εδώ που ρίζωσε κι αγαλματώθηκε
η ζωή
με περιμένει ο τελευταίος μου
αποθέτης
30
Ήρθε πρωί – πρωί ο τοκιστής
και γύρευε
να εξαργυρώσω της νυκτός τα
χρεωλύσια
31
Είστε βλαστοί της σαρκός μου
είστ’ αγάλματα;
Ο ένας κούρος που μου ’γινε
φοίνικας
ο άλλος Φαγιούμ και χλωρή
πικροδάφνη
(Ξυπνήσαμε κι είπαμε δυο φορές
ζωντανοι)
κι η μικρή Νεφερτίτη μας βέργα
(είπαμε να! το κλωνάρι μας
να κρατηθούμε πριν από τη
στροφή)
και τώρα πού μου τα παίρνεις
και πού
μου τα μεταφυτεύεις Ζωή
(Σε ποια αειθαλή μουσεία σου
Χρόνε;)
32
Το αίμα μιας ζωής που εκλύεται
σε χρώματα
η έσχατη εξαργύρωση του κόσμου
Του χρυσαφιού που
κατακερματίστηκε
κι ύστερα τρίφτηκε στα χέρια
των εμπόρων
του βαθυκύανου και της σκουριάς
των αισθημάτων
του πράσινου και του φαιού ως
τη στάχτη και τους μύκητες
των σέπια των παλιών βιβλίων
και στα φύλλα τους
πατημασιές που φεύγουν
δαχτυλιές του χρόνου
χρώμα της μνήμης και του
σκοτωμένου αίματος του συγγραφέα
[ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ στίχοι από τη
β ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΜΕΡΑ ΤΗ ΜΕΡΑ ΠΙΟ ΠΟΛΥ ΕΓΚΑΤΟΙΚΟΣ ΤΟΥ ΜΩΒ ΠΟΥ
ΟΛΟΒΑΘΑΙΝΕΙ… είπα αναλώθηκα… (33)
(… με δυο ολάνοιχτους
καρπούς και μια βιολέτα που άρχισε δειλά να ηλιοτροπιζει… είπα ψυχή μου
δικαιώθηκα…)
Μα να ξανάνοιξε η
αυλαία κι άκουσα καινούργια αράγιστη
φωνή κι ανάμεσα απ’ τα πορτοκαλάνθια
και τα κύματα, τις δυο πατρίδες,
πρόλαβε η μορφή - κόμη της καστανιάς και πάτημα δορκάδος - γραμμές της Αττικής στο σκίρτημά της ένα κομμάτι Αιγαίου μες στο βλέμμα της το βλέμμα της γελά και πεισματώνει σοβαρή Χάρις Παιδί που τ’ όνομά σου λουλουδίζει τα γέλια σου φλωεντινά και τα λόγια σου φιλοδωρήματα μιας σκέψης που ωριμάζει 34
Είμαι ένας πίδακας νερού που έγινε στήλη και τ’ όνομά μου να το γράφει ο άνεμος ν’ ακούγεται η βουή του στο διάστημα ανάμεσα από τις κεραίες των
μεγαλουπόλεων ν’ αναγνωρίζεται από τους
κωφάλαλους του μέλλοντος (Μάνα από τ’
άφεγγα της γης είδες τι γέννησες; μια προτομή βροχής κι ανέμου γέννησες) 35 ΞΟΡΚΙ: Ε! ήλιε φύλαρχε αυτής της
τσιμεντούπολης κατέβασε τις
λεοντοκεφαλές από την πύλη φύγετε –
φύγετε ανθρωπόμορφα να ξαναγίνω
άναρθρος και δάσος (ΔΙΑΒΑΤΗΡΙΑ ή ΠΟΡΘΜΕΙΑ, δεύτερη ενότητα στη
συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου