Πέμπτη 10 Φεβρουαρίου 2022

ΙΚΕΤΗΣ ΣΟΥ, λοιπόν, ΤΙ ΣΟΥ ΖΗΤΩ: ΜΙΑ ΣΥΜΠΤΩΣΗ ΑΝΑΠΟΤΡΕΠΤΗ ΜΙΑ ΕΥΠΡΟΣΩΠΗ ΗΤΤΑ…

 

(… ένα βράδυ αργά κατά τις τρεις μια κουρασμένη από ηδονές ακολουθία χαρίζοντας μου μια πλαστή πρωτοπορία τουλάχιστον δήθεν τυχαία…)

 

 «Μπεν Χουρ   τώρα που πια η πληβεία στου ρώμη

σηκώθηκε να μετρηθεί μαζί μας

κι απόψε έχουν για μας τους δυο

κάτω στο Δέλτα όλα τα φώτα ανάψει

εμένα μ’ εμψυχώνει εκεί στο πάντοκ

μια κουρασμένη από ηδονές ακολουθία

μ’ αρώματα με ραίνει και μ’ ευχές

εκ των προτέρων βέβαιη για τη νίκη.

Μπεν Χουρ   οι μύες του αλόγου σου και οι φλέβες

που τώρα μου ραγίζουνε το νου

μου αρκούν για τιμωρία.

Τώρα που εσύ με τους λαϊκούς μέσα στους στάβλους

χτενίζετε τις δροσερές σας χαίτες

πώς θα ’θελα κι εγώ οπαδός σου να ’μαι

μαζί να μοιραστούμε τη δική σου νίκη

κι αν ίσως μας χρειαζόταν ραδιουργία

εγώ πρώτος εγώ   βαρύ νερό τ’ άλογα του Μεσσάλα να ποτίσω

εγώ και να δωροδοκήσω το σταβλίτη

εγώ να εξαγοράσω τους ελλανοδίκες.

Όμως Μπεν Χουρ   οι δυο μας πριν βρεθούμε στην εκκίνηση

ισότιμοι για το ηλίθιο πλήθος που αλαλάζει

μόνον αυτός ο λίγος χρόνος μένει που σου γράφω

για να σου πω για τη γενναία ψυχή σου

για να σου πω πως ίσως θα μπορούσες

αν όχι να νικήσεις μ’ ένα φίνις   βιτσίζοντας τρελά μπρος από το νήμα

αν όχι να βραδύνεις στην αρχή   χαρίζοντας μου μιαν πλαστή πρωτοπορία

τουλάχιστον δήθεν τυχαία   να τρίψεις μια στιγμή

επάνω στον τροχό μου   τον τροχό σου

το άρμα να κουτσαθεί ν’ ανατραπώ   να τσακιστώ στο χώμα.

Ικέτης σου λοιπόν τι σου ζητώ

μια σύμπτωση αναπότρεπτη μια ευπρόσωπη ήττα

μέσα στη δόξα που ήδη πια σε στεφανώνει

λυπήσου Μπεν ένα πατρίκιο, εσύ

εσύ που μόνο το μπορείς

σ’ ευχαριστώ   πιστός στη βέβαιη νίκη σου, Μεσσάλας»

[ΓΡΑΜΜΑ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΥΡΣΑ από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, Ύψιλον/ βιβλία 1986, αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση των συλλογών του: ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]

 


ΟΜΟΝΟΙΑ ΝΥΧΤΑ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Το βράδυ αργά κατά τις τρεις

φρέσκο το αύριο απ’ την Ομόνοια προμηθεύομαι

σ’ εφημερίδες και τσιγάρα. Η νύχτα η ποίηση

κλεμμένες  βιαστικά μέσα στις κόγχες.

«Πιάστε τον, πιάστε τον» από παντού

ψίθυροι που θεριεύουνε καθώς

βάζω μπροστά μια κίτρινη παλιά Κορτίνα

ενώ στο χέρι

κλαίει τα σουσάμια του ο σπασμένος αρραβώνας –

ένα μου μισοφέγγαρο κουλούρι

 

ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ

Μετά το έγκλημα

έχουν οι δολοφόνοι

τα πιο αθώα μάτια

 

Έκπληκτοι μπρος απ’ τα πολύχρωμα γλυκά

εκστατικοί στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν

στα λαϊκά μελό 4-6   δακρυσμένοι.

Ντρέπονται για το ύψος τους στους δρόμους

βυθίζουν με μανία τα χέρια

στις ρηχές τσέπες του πέτσινου

πάνε γωνιά - γωνιά μη και μας σπρώξουν.

 

Αν ήταν δυνατό από μια μεριά

να δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:

με λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό

σαν πιπίλα που γλίστρησε αργά.

 

Αλίμονο σε μας   με τη σκανδάλη στα μάτια.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΒΑΦΗΣ ΕΝ ΑΘΗΝΑΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Εν σωτηρίω έτει 1932.

Εις το αυτό ξενοδοχείον   - θαρρώ «Κοσμοπολίτ» -

και εις την αυτήν οδόν   - Ίωνος τότε 

είχον, θυμούμαι, καταλύσει.

Πώς να μην προσέξω…

Αλλ’ ήσαν τόσοι της Ποιήσεως μου φίλοι

ερχόμενοι να με συνδράμουν ασθενούντα.

Και ιατροί, και διαγνώσεις, κι εξετάσεις,

τοιαύτα θλιβερά.

Πού καιρός…

Να με βιάζουν δε από κάτω τα παιδιά

Ρίκα κι Αλέκος πια να με τηλεγραφούν:

«Τάχυνε Κωνσταντίνε επιστροφήν σου».

Επεβιβάσθην εν σπουδή.

Το άλλον έτος εν Αλεξανδρεία

ήλθεν    η απαισία λήξις…

 

Εν τούτοις τότε   πώς να μην προσέξω…

 

Τέλος. Πλην μ’ εδόθη φέτος   - 1983 -

μετά πενήντα έτη

μιας νυκτός διορία.

Δι’ αυτό σε λέγω, Τίμο,

με είπαν που ζεις

έλα δια τελευταία φορά εις την πρωτεύουσα

να σβήσωμε τα παλαιά

ν’ ανηφορίσωμε μεσάνυχτα

ο ένας του άλλου αρωγός

την νυν οδόν Μαρίκας Κοτοπούλη

έως Ομονοίας φθάνοντες.

 

Και να με πεις   και να με δείξεις   και να διω

άγνωστος μεταξύ εξαισίων αγνώστων

την περιλάλητον πλατείαν·

θέλω καημένε Τίμο   να χορηγήσω εις αυτήν

την τότε αρνηθείσαν εύνοιαν

και το πρωί   να φύγω πάλι

ως άλλος ηθοποιός   που αλλάζει φορεσιά

κι απέρχεται.

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΑΓΟΡΑ

Νύχτα κι ένα ψαράδικο δεν κλείνει μάτι εδώ

και κροταλίζουν τα μαχαιροπίρουνα σαν φίδια.

Δεν ξέρω βέβαια τι σας λένε για φαλτσέτες

που όλο λαγοκοιμούνται μεσ’ από την κάλτσα

ή για λυγμό του τακουνιού της σαν ραγίζει

σε κλάμα κρακ η ζωή της στα πλακάκια

για τα φερμουάρ γυαλίζοντας στο μάτι προσκυνήματα

ή όταν μπουκάρει ξαφνικά ραγδαίο μαλλί και λάμπει

η λίγδα σαν στιλέτο που βαριανασαίνει

 

όμως στο βάθος σ’ ένα τραπεζάκι

πριν να φέξει

τους ευλογεί ο Ιησούς και μυστικά

πετούν πάνω απ’ τα κύματα

φουρτουνιασμένης θάλασσας πατσάδων

 

αθώοι ψαράδες στης Οδού Αθηνάς το χάραμα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

 

ΜΕ ΤΟ ΤΑΞΙ ΚΑΛΠΑΖΟΝΤΑΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, 1986)

Ρομαντικό ταξί μέσα στη νύχτα

σαν άμαξα δαιμονισμένη.

Μαστίγωσε τους μαύρους σου αμαξά

ρίξε στην Πανεπιστημίου τα άλογα σου

με μια ελαφρά μου κλίση χαιρετώντας

τις φευγαλέες δενδροστοιχίες των περιπτέρων

καθώς μεθάω μέσα στη νύστα τόσων φώτων

που με καλούν από τον πύργο των πιδάκων.

Βίτσισε  λέω και στρίψε την Ομόνοια

ο Κόμης μες στα τόσα μύχια δώματα

εδώ τα εξαίσια σώματά του βασανίζει

μια βοή που κάθεται  στα κόκαλά μου ομίχλη·

χύσου λοιπόν στην ασφαλή μας άσφαλτο

κει που κοπάζουν τα ουρλιαχτά, στην κατηφόρα.

Μάρνη κι εγώ βουλιάζω πιο βαθιά στο κάθισμά μου

με τον καπνό μου σαν Ζορό να με τυλίγει

να με προδίνει μόλις φτάσει μπρος στο τζάμι

κι ο αγέρας τον αρπάζει από την μπέρτα.

Θα μείνεις τέλος μόνο εσύ κι εγώ αμαξά

εγώ που έχω από πριν σοφά μετρήσει

τις πιθανές γωνίες των καθρεφτών σου

για να μη δεις ποτέ το πρόσωπό μου

και μες την άπνοια της πλατείας που χλιμιντρίζει

να μην με δεις τώρα σαν κατεβαίνω

που θα φυσήξω λίγο την κορφάδα των μαλλιών σου

γα να μου πουν   χωρίς να νιώσεις

Καληνύχτα.

 

ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΟΥΖΟ ΜΑΛΛΟΝ ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ

Σκασμένος απ’ το ποίημα που δεν έβγανε, πήρα τους δρόμους μέρα Επιταφίου. Έρημη Αθήνα κι όσοι μείναν αφουγκράζονταν σ’ όλες τις ενορίες το ίδιο θάμα. Εγώ πάλι στο νου μου είχα το θαύμα μου, εκείνο που δεν έλεγε ν’ ανάψει, όταν

μου ζήτησαν φωτιά.

 

Βρήκε τη μέρα ο τύπος, συλλογίστηκα. Αμίλητος, με την ανάσα χαμηλή. Σταθμός Λαρίσης καφενείο δυο ούζα, κι όλο τσούγκριζε δειλά.

Μόνο σαν μας λιγόστεψαν τα φώτα κι άρχισαν δίπλα να μαζεύουν τις καρέκλες:

-Να μην αργήσω στην περιφορά. Καλή σου νύχτα.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

 

ΑΓΡΙΑ ΝΤΙΣΚΟΤΕΚ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Τα νέα παιδιά στα χέρια είχαν λοστάρια

και τον καθρέφτη σπάσανε να δούνε τι έχει μέσα.

Καλά μου κάνανε και τώρα έχω ένα πρόσωπο

γκριμάτσα γρουσουζιάς που ξεβιδώνεται στο ημίφως

γυαλιά καρφιά ραντίζοντας την πίστα.

Είμαι ένα τίποτα στα χέρια του ντισκ-τζόκεϊ

κι ούτε μιλιά μην προδοθώ μονάχα δώσ’ του

σειέμαι ποντάροντας για λίγη σάρκα.

Κόμπους στο μέτωπο σκουπίζω κι άλλοι κι άλλοι

με νιώσαν στρίβω στα κρυφά να οι αλυσίδες

αιμόφυρτο με χύνουν στη λεωφόρο.

 

Κι εγώ που ήθελα τόσο να σε σώσω

βυζί από πέτσινο και ροκ μου ζαρκαδάκι

γυμνές να κάψω αλήθειες όσες ξέρει

μπρος στα εύπιστα κουμπιά σου ο άθλιος νους μου

μια θολή ψύχρα τα κουρέλια μου ριπίζει

καθώς μου φεύγεις σελωμένη στη Γιαμάχα

σφιχτά στον έτσι σου χυμένη προς το μέλλον

ενώ μου γνέφει την αλήθεια τ’ άγριο τζιν σου

γελώντας μου απ’ της νύχτας το τσιγκέλι.

 

Δε σάλεψα ώσπου μούγκρισαν οι μίζες.

Μείναμε μόνοι   εγώ κι η Πέτρου Ράλλη.

 

Η ΣΑΛΩΜΗ ΣΤΑ ΝΥΧΙΑ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥΛΑ

Πλατεία του αίματος.

Σε τοστάδικο κίτρινο   δίχως μπέρτα και μ’ άσπαστο πρόσωπο

σε καμάκωσα. Τώρα τρώμε·

εγώ το λαιμό σου

με τα μάτια σαν έλκηθρα   στου χιονιού τα χιλιόμετρα.

Είμαι ωραίος. Το ξέρω. Και παίζεις:

δυο μικρά ρολογάκια τα στήθια σου

να χτυπούν τακ τις στάλες του ιδρώτα μου

αργά, πουκαμίσα ενός κόσμου που μίσησα

όλο λίμνες και δίνες και ρεύματα

σπάζουν πάνω στα βράχια του μπλου-τζην.

Να βουτήξω τα νύχια στις φλέβες τους

κα να γδάρω   της αλαζόνος Τρανσυλβανίας το χάρτη

στα αιμοφόρα σου.

Αλλά τι να σου λέω για προγόνους

εργαστήρια χειρόγραφα πύργους

που δαγκώνεις το τοστ σαν κορμί

κι η λιωμένη γραβιέρα του στάζοντας όλα    τα υπόσχεται.

 

Μα έχω γίνει σαν τσίχλα που ξέχασες

κολλημένη στο αυτί σου με πας

πού με πας δεν ακούς ξεριζώνονται

κάτι σπλάχνα καθώς   σπάει το χάραμα

σαν το πρώτο το αχ κλειδαρότρυπας

όπου ανοίγεις κι ο Μέγας Καρπάθιος

προσφυγιά γκαρσονιέρας

στην καρδούλα μου αιώνων ταφόπλακα

ακουμπάω καντηλάκια

τα δυο σου πάλλευκα μάρμαρα τα μαλακά.

 

Με τρυπάει απ’ τις γρίλιες

γιαταγάνι φωτός

προσκυνώντας σου τώρα

το χρυσό σταυρουδάκι.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

 

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΣΑΛΩΜΗΣ  ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ 1986)

Δεν έμεινε από τη Σαλώμη    παρά τ’ όνομά της.

Με το βαμμένο νύχι της   στη ζώνη μου τρύπες ανοίγει·

έτσι παχαίνω έτσι αδυνατίζω

έτσι μια μέρα παίρνει ένα ταξί

σκύβει τα χείλη της στον ταξιτζή

και προσκυνάει το γκάζι του με λύσσα.

Κάποτε με θυμάται. Κατεβαίνει.

Στην πίσω λαμαρίνα αιμόφυρτο Έκτορα

μου δίνει απ’ το βυζί της μια γουλιά

ν’ αντέξω. Ύστερα:

Πάμε   τον προστάζει ξανασκύβοντας.

Έκλαιγε τρύπες δάκρυα   η χλαίνη μου

σαν φτάσαμε στο σπίτι.

Με το κεφάλι μόνο    στην κρεβατοκάμαρα.

Απ’ το λαιμό και πάνω ξεπροβάλλω

βυζαίνοντας λίγη δροσιά στο κρύο σεντόνι.

Ω τι θεσπέσιο σώμα κι εγώ ασώματος

Να τη σκοτώσω   με τι χέρια

να την τρυπήσω μες τον ύπνο της

με τι με τι   αργά κι αθόρυβα

γλιστρώντας κάτω απ’ τα σεντόνια

τι Γιάννης Βαπτιστής   τι Γιάννης Βαπτιζόμενος

ούρλιαξε τώρα, ουρλιάζω

πιες τον αρχαίο χορό σου   τον τελευταίο φαλλό μου

 

το κεφάλι μου.

 

Γιάννης Βαρβέρης, ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΞΑΙΣΙΩΝ ΑΓΝΩΣΤΩΝ

(…να φύγω πάλι ως άλλος ηθοποιός που αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται…)

Έχουμε πολύ ταξιδέψει το σώμα σου κι εγώ   έχουμε φανταστεί   όσα ένα σώμα κι ένα εγώ    μπορούν να φανταστούν.    Το σώμα μου κι εγώ    έχουμε ονειρευτεί    το σώμα σου σε στάσεις    που ποτέ σου δεν φαντάστηκες.    Δεν έχεις θέση τώρα   τι ζητάς    ανάμεσα σε μένα και στο σώμα σου…   Ω το φριχτό μαρτύριο του άλλου σώματος   παρείσακτου μες το σκοτάδι ανάμεσα μας    και τα κλειστά σου μάτια δήθεν ηδονής   που δραπετεύουν ψάχνοντάς το    και τα κλειστά μου μάτια να φαντάζονται   σώματα ρυμουλκά   που θέλησα στους δρόμους·   τι ανυποψίαστα σπλαχνικοί για τα κορμιά μας   οι ξένοι που ποθήσαμε   δε σου μιλάω λοιπόν πέτα μαζί του   μη μου μιλάς θα σκιάξεις το ίνδαλμά μου·   μέχρι ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας κι οι δυο   τώρα που σωριαστήκαμε   και φύγαν    κι εσύ αγαπάς   αυτό το πέος χτυπημένο ορτύκι    όπως το χέρι μου   τα ποιήματά μου   τα γυαλιά μου [ΤΟ ΣΩΜΑ ΣΟΥ ΚΙ ΕΓΩ   με   ΤΑ ΚΛΕΙΣΤΑ ΜΑΤΙΑ, δυο ποιήματα από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟ ΣΤΡΩΝΕΙ, ΥΨΙΛΟΝ/ βιβλία 1986]

Παρασκευή, 11 Φεβρουαρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ