Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα τελευταία κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα
σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία
ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις
πληγές τους
Μιλώ για τις ξιπόλητες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους
δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα
ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές
πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και το δάκρυ των μελλοθανάτων
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π’ αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π’ άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους
[ΜΙΛΩ… από τη συλλογή
του Μανόλη Αναγνωστάκη Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 2 εδώ
αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Μανόλη Αναγνωστάκη ΤΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ Εποχές – Εποχές 2, Παρενθέσεις,
Εποχές 3, Η Συνέχεια – Η Συνέχεια 2 – Η Συνέχεια 3, Ο Στόχος 1941-1971,
εκδόσεις Πλειάς]
ΗΤΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ…
(από τη συλλογή του Μανόλη
Αναγνωστάκη Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 2)
Ήταν
άνθρωποι
Πολλοί
- πολλοί άνθρωποι
Αγκαλιασμένοι
Με τα
δάχτυλα σφιχτά (Σα χειροπέδες)
Και
όταν σκοτείνιασε
Ύστερα
μείναν λίγοι άνθρωποι
Κι
ύστερα ακόμα πιο λίγοι
Όσο
σβήναν τα φώτα ένα - ένα
Όσο
βούλιαζε η νύχτα
Κι
ύστερα ακόμα πιο λίγοι
Κι
άλλοι πουλούσαν τα μάτια τους
Κι
άλλοι τους κλέβαν τα δόντια τους
Κι
αυτοί κλειδώναν τα μάτια τους
Κι
αυτοί καρφώναν τα δόντια τους
Γυρίζοντας
στους τοίχους τους καθρέφτες
(Όλο
και λίγοι πιο λίγοι)
Ώσπου
σε μια στιγμή
Άνοιξε
κάποιος το μαχαίρι
Κι
έσκισε το πουκάμισό του
Κι
είδανε τ’ όνομά του γραμμένο στο στήθος
Πάνω
ακριβώς στο μέρος της καρδιάς.
(Σ’
αυτούς που λέω τώρα αυτά τα λόγια)
Η
ΠΡΟΔΟΣΙΑ
Αν
επιζήσω της μάχης θ’ αφήσω τα γένια
Να
μου καλύψουν το πρόσωπο, θα κρύψω
Τα
φοβερά σημάδια του κορμιού, θα φράξω
Την
έξοδο με αλυσίδες, θα σπάσω
Τη
νύχτα της κρίσεως τους δίσκους του γραμμοφώνου
κι
ανάβοντας μια μεγάλη φωτιά στη μέση της κάμαρας
Θα
υποδέχομαι τους φίλους μου τρυφερά σαν πρώτα…
Έτσι
μονάχα θα γίνει…
Κι
ύστερα θα ’ρθει. Είναι, ας πούμε, μια νέα γυναίκα
Είναι
ντυμένη μ’ ένα πράσινο φόρεμα
Έχει
για στήθια δυο κούπες δυνατό κρασί
Ένα
ρολόι στο στέρνο με σταυρωμένους δείχτες
Όταν
σημάνει μεσάνυχτα γλιστρά από τους δώδεκα εραστές της
Έρχεται
έρποντας μες στο σκοτάδι απαλά
Ψάχνει
με σύνεση τ’ αχνάρια της επιστροφής
Αφήνει
το κοιμισμένο βρέφος στο κατώφλι
Κι
ύστερα σβήνει στη σκόνη του δρόμου
Κρατώντας
στο χέρι σφιχτά ένα σπαθί – ή ένα άνθος.
[από τη συλλογή του
Μανόλη Αναγνωστάκη Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 2]
ΑΝΤΙ ΝΑ ΦΩΝΑΣΚΩ…
(από τη συλλογή του Μανόλη
Αναγνωστάκη Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 2)
Αντί
να φωνασκώ και να συμφύρομαι
Με
τους υπαίθριους ρήτορες και τους αγύρτες
-Μάντεις
κακών και οραματιστές -
Όταν
γκρεμίστηκε το σπίτι μου
Και σκάφτηκε
βαθιά με τα υπάρχοντα
(Και
δε μιλώ εδώ για χρήματα και τέτοια)
Πήρα
τους δρόμους μοναχός σφυρίζοντας.
Ήτανε
βέβαια μεγάλη η περιπέτεια
Όμως
η πόλις φλέγονταν τόσο όμορφα
Ασύλληπτα
πυροτεχνήματα ανεβαίνανε
Στον
πράο ουρανό με διαφημίσεις
Αιφνίδιων
θανάτων κι αλλαξοπιστήσεων.
Σε
λίγο φτάσανε και τα μαντάτα πως
Κάηκαν
όλα τα επίσημα αρχεία και οι βιβλιοθήκες
Οι
βιτρίνες των νεωτερισμών και τα μουσεία
Όλες
οι ληξιαρχικές πράξεις γεννήσεων
Και
θανάτων – έτσι που πια δεν ήξερε
Κανείς
αν πέθανε ή αν ζούσε ακόμα –
Όλα
τα δούναι και λαβείν των μεσιτών
Από
τους οίκους ανοχής τα βιβλιάρια των κοριτσιών
Τα
πιεστήρια και τα γραφεία των εφημερίδων
Εξαίσια
νύχτα τελεσίδικη και μόνη
Οριστική
(όχι καθόλου όπως οι λύσεις
Στα
περιπετειώδη φιλμ).
Τίποτα
δεν πουλιόταν πια.
Έτσι
λαφρύς και περιττός πήρα τους δρόμους
Βρήκα
την Κλαίρη βγαίνοντας
Απ’
τη Συναγωγή κι αγκαλιασμένοι
Κάτω
απ’ τις αψίδες των κραυγών
Περάσαμε
στην άλλη όχθη με τις τσέπες
Χωρίς
πια χρώματα φωτογραφίες και τα παρόμοια.
Τίποτα
δεν πουλιόταν πια.
ΟΤΑΝ ΑΠΟΧΑΙΡΕΤΗΣΑ…
Όταν αποχαιρέτησα τους φίλους
Σ’ αυτή τη γη ξεχάστηκεν η μέρα
Και οι νύχτες εναλλάσσονταν με νύχτες
Πώς να μιλήσω; Το πλήθος δάμαζε
Τους δημεγέρτες και τους πλάνους. Με στιλέτα
Καρφώναν τα δικά μου λόγια. Πώς να μιλήσω
Όταν στηνόνταν μυστικές αγχόνες
Σε κάθε πόρτα ενεδρεύοντας τον ύπνο
Και τόσα πού να στοιβαχθούνε γεγονότα
Τόσες μορφές να ξαναγίνουν αριθμοί
Πώς να εξηγήσω πιο απλά τι ήταν ο Ηλίας
Η Κλαίρη, ο Ραούλ, η οδός Αιγύπτου
η 3η Μαϊου, το τραμ 8, η «Αλκινόη»
Το σπίτι του Γιώργου, το αναρρωτήριο.
Θα σου μιλήσω πάλι ακόμα με σημάδια
Με σκοτεινές παραβολές με παραμύθια
Γιατί τα σύμβολα είναι πιο πολλά απ’ τις λέξεις
Ξεχείλισαν οι περιπέτειες οι ιδιωτικές
Το άψογο άλογο της Ιστορίας θολώνει
Αρχίζει μια καινούρια μέρα που κανείς δεν την
βλέπει
Και δεν την υποψιάζεται ακόμα
Όμως έχει τρυπώσει μες τις ραφές της καρδιάς
Στα καφενεία και στα χρηματιστήρια
Στις βροχερές ώρες, στ’ άδεια πάρκα, στα μουσεία
Μέσα στα σπουδαστήρια και στα μαγαζιά
Αλλάζει τη σύνθεση της ατμοσφαίρας
Τη γεύση το φιλιού, την πολυτέλεια της αμαρτίας
Το χυμισμό του κυττάρου, την ορμή της μπόρας.
Έχει στηθεί η σκηνή μα δε φωτίζουν οι προβολείς
Κι όλα τα πρόσωπα είν’ εδώ – αντάξια του δράματος -
Γενεές γενεών υποκριτές: η θλιβερά ερωμένη
Ο άνθρωπος με το χαμόγελο, ο επίορκος
Τα κουδουνάκια του τρελού, κάθε κατώτερη ράτσα
Άρχοντες και πληβείοι κι αυτοτιμωρούμενοι.
Πώς τόσα πρόσωπα να γίνουν αριθμοί
Και τόσα γεγονότα απλά βιβλία
Χωρίς την επινόηση νέας διάταξης στοιχείων
Χωρίς μια νέα μύηση που θα σαρώσει την αυλαία
Σκίζοντας βίαια στα δύο το σάπιο μήλο
Να επιστρέψουν τα’ άγια στους σκύλους, τα βρέφη
στις μήτρες
Κι όρθια η Πράξη σαν αλεξικέραυνο.
[από
τη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ 2]
(η συνέχεια 3) ΤΩΡΑ ΜΙΛΩ ΠΑΛΙ ΣΑΝ
ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΛΙΤΩΣΕ ΑΠ’ ΤΟ ΛΟΙΜΟ…
(για να
δεις την άλλη πλευρά των πραγμάτων, να μάθεις να σιωπάς…)
Επισκέπτομαι τους
φίλους μου, ξέρω πολλούς που σώθηκαν
(«Υπάρχει πάντα μια αναχώρηση», έτσι είχα κάποτε πει… Άλλοτε πάλι μίλησα για μιαν άγνωστη αρρώστια
– ποιος τα θυμάται;) Πέρασαν πια οι
καταδικασμένες μέρες ανοίξαν τα παράθυρα
Χαρούμενοι οι οδοκαθαριστές σαρώνουνε στους δρόμους τα σκουπίδια Άρχισε πάλι η ζωή, οι εγγραφές στους
συλλόγους και τα ινστιτούτα Οι
αγκαλιασμένοι έφηβοι στις πλατείες, τα ακατάλληλα έργα στους
κινηματογράφους Οι αγγελίες στις
εφημερίδες· πέρασε πια η κακή αποκριά Οι προσωπίδες κάηκαν τα παλιά ονόματα
λησμονήθηκαν Και το δημοτικό συμβούλιο
συνεδριάζει για τη μετονομασία των οδών
Ραούλ, εσένα πάλι σκέφτομαι που δεν πρόλαβες να γίνεις σοφός, να
συζητήσεις Να δεις την άλλη πλευρά των
πραγμάτων, να μάθεις να σιωπάς· Δε σου
’μελλε να πιθανολογείς, να βγάζεις συμπεράσματα Δε σου ’μελλε να διδαχθείς κι εσύ την αριθμητική
των ιδεών. [ΤΩΡΑ ΜΙΛΩ ΠΑΛΙ, πρώτο ποίημα στη συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη Η
ΣΥΝΕΧΕΙΑ 3]
Παρασκευή, 4
Φεβρουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου