Κανείς δεν ξέρει που κοιτούν
τα σπίτια
Μεσ’ από τ’ ανοιχτά παράθυρά τους
σαν προβολέα το βλέμμα περιφέρουν
φωτίζοντας ένα δικό τους κόσμο
Τα βράδια κλείνουν πια τα βλέφαρά
τους
βυθίζονται βαθιά στην ύπαρξή τους
νιώθουν κι αυτά το σώμα τους
ακούνε τις πέτρινές τους φλέβες να
φουσκώνουν
Μέσα στα κύτταρά τους ξαναζούν
ψίθυροι των νερών φωνές του ανέμου
Τα σπίτια μοιάζουν κάπως σαν τους τάφους
όπου νεκροί και ζώντες συνυπάρχουν
ο χρόνος τους ακινητεί
το παρελθόν τους και το μέλλον τους
χωρούν
μες στο πλατύ κι ασάλευτο παρόν τους
Όμως πεθαίνουν κάποτε κι εκείνα
σωρεύεται στο στήθος τους σκοτάδι
σπάζουν τα κόκαλά τους απ’ το βάρος
και ξαφνικά μια νύχτα καταρρέουν
μ’ ένα βαθύ λυγμό που συγκλονίζει
[ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ
ΓΙΑ ΣΠΙΤΙΑ ΠΟΥ ΠΑΛΙΩΝΟΥΝ από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989 - από το συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009
εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011
Ακολουθούν
επιλογές ποιημάτων από την ίδια συλλογή που με το εισαγωγικό μότο ο Ποιητής τα αφιερώνει:
Στους νεκρούς
που ασυγχώρητα σωπαίνουν
Στους φίλους που
και πάλι αργοπορούν
Στους μάταιους οδοιπόρους
που επιμένουν]
ΤΑ ΠΑΤΗΤΗΡΙΑ
(από τη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989)
Μπαίνω
δειλά στην έρημη αποθήκη
παλιά
βαρέλια και
μαδέρια
σκόρπια
Νιώθω
τη μυρωδιά του σάπιου ξύλου
και
του ξινού κρασιού
-και το κορίτσι
βγάζοντας
το κεφάλι απ’ το βαρέλι
δεν
έχουν τρύγο λέει στον κάτω κόσμο
δεν
έχουν πατητήρια δε γιορτάζουν
και
με κοιτάζει με θλιμμένα μάτια
ΜΑΡΙΑ ή ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ
μα δε θυμώνεις μόνο
με κοιτάζεις
και μου χαμογελάς φεγγοβολώντας
Κι εγώ
τινάζω με μανία το δένδρο
και θε μου σε φοβάμαι και
μ’ αρέσεις
κι όλο βυθίζεσαι στο φως
και μέσα στην εκτυφλωτική σου λάμψη
σβήνεις
Κι εγώ τινάζω κλαίγοντας
-γελώντας και κλαίγοντας –
το δένδρο
και
ξυπνώ
και πια
δεν είναι φως δεν είναι δένδρο
μόνο δωμάτιο γκρίζο βουρκωμένο
και βρέχει
βρέχει και
δεν είσαι
κανείς δεν είναι πια
και με σκεπάζουν άγρια θολά νερά
νερά
και χρόνια
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ
1989]
ΑΓΡΙΟ ΧΙΟΝΙ
(από τη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΡΑΧΟΣ 1989)
Κάποτε
μες στο σπίτι μου χιονίζει
γίνεται
τότε η κάμαρα λευκό τοπίο
σηκώνονται
απ’ το χώμα παγωμένοι
και
με πλησιάζουν οι νεκροί μου φίλοι
Τα
ραγισμένα χέρια τους απλώνουν
ζητούν τη θαλπωρή του σώματός μου
Δεν
έχω σώμα πια δεν έχω φλόγα
Τίποτα
δεν μπορώ να σας προσφέρω
Μόνο
να μοιραστώ την παγωνιά σας
στερνός
κι εγώ στην αλυσίδα κρίκος
Διασχίζοντας
αυτή την άγρια στέπα
Προς
το βαθύ κι ανεξιχνίαστο μέλλον
ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ
Πώς
βρέθηκα λοιπόν ανεβασμένος
πάνω
σε τούτο το κωδωνοστάσι;
Νύχτα
κι αγέρας σκοτεινός φυσάει
κι
όπως βαριά στενάζουν οι καμπάνες
με
διαπερνά το ρίγος της αβύσσου
Κατρακυλώ
στη σιδερένια σκάλα
Κι αν
όμως είναι η θύρα κλειδωμένη;
Κι αν
ίσως δεν μπορώ να ξεκλειδώσω;
Νιώθω
νερά στα πόδια μου
κοάζουν τριγύρω μου βατράχια
με
φωτίζει ξάφνου ο θαμπός φανός του
νεωκόρου
που
σκύβει από ψηλά και μου φωνάζει
Ανέβα
πάλι επάνω χριστιανέ μου
τι
θέλεις τέτοιαν ώρα στο πηγάδι
Θα σε
τραβήξουν κάτω τα τελώνια
Κι
απορημένος κάνει το σταυρό του
[από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο
ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]
Ο ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ
(από τη
συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989)
Βρίσκω
εκκωφαντικά τα γεγονότα
τις
διατυπώσεις πληκτικές
το
όλον έργο περιττό και χρονοβόρο
Κι αν
ίσως κάποτε συμπράττω
θύμα
κι εγώ μοιραίων συσχετισμών
όμως
κρατώ τις όποιες αποστάσεις
τεκμήρια
της αθωότητάς μου
Γι’
αυτό αποφεύγω τους συνωστισμούς
και
προτιμώ τις άδειες παραλίες
φίλος
και μνήμων των κυμάτων πάντα
πιστός
ακροατής των οριζόντων
Γι’
αυτό αποφεύγω να συνομιλώ
και
με τον ίδιο ακόμη τον εαυτό μου
θέλω
ν’ ακούω ψιθύρους ουρανών
θέλω
ν’ ακούω τριγμούς πέραν των τάφων
Σβήστε
λοιπόν αυτούς τους προβολείς
μη με
διαλύετε στους ορυμαγδούς σας
αφήστε
ν’ αφουγκράζομαι γκρεμούς
αφήστε
να θωπεύω τους νεκρούς μου
Ο ΘΛΙΒΕΡΟΣ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΤΩΝ ΑΠΟΜΑΧΩΝ
(μνήμη
Πέτρου Γλέζου και Διαλεχτής Ζευγωλή – Γλέζου)
Στις σκοτεινές
γωνιές των πανδοχείων ο απόμαχος
σκιαμαχεί κλείνει τα μάτια και ξυπνά
στο παρελθόν του σχεδόν πετά σχεδόν
υπνοβατεί στις στέγες μιας χαμένης
πολιτείας. Ρίχνει το βλέμμα στους
βυθούς της μνήμης θυμάται τους τριγμούς των ναυαγίων. Στο δρόμο συναντά τους τεθνεώτες γεια σας παιδιά πώς από δω ρωτάει
κι αυτοί χαμογελούν και προσπερνάνε
κι αυτοί κοιτούν μακριά στα
γκρίζα χιόνια Μην τους ξυπνάτε τους
απόμαχους πονούν μη τους ζητάτε να σας
πουν δεν ξέρουν θυμούνται μόνο κόκκινα στεφάνια θυμούνται μόνο το σπασμένο ρόδι και σιωπηλοί πορεύονται προς τα σύνορα γλιστρούν
πολλές φορές εκείθεν των συνόρων
Βρέχει διακρίνουν πένθιμες
ακτές διακρίνουν στην ομίχλη το
πορθμείο [από τη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη Ο
ΛΗΞΙΑΡΧΟΣ 1989]
Δευτέρα, 31
Ιανουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου