(…
πέφτω στα γόνατα και παρακαλάω τον πρώτο τυχόντα να μου πει την αλήθεια…)
Ονειρώξεις,
ενδοφλέβια ταξίδια, σκάνδαλα κοινωνικά, διατρήσεις εντέρων,
Καταστάσεις
καταληψίας, αφασία, μια περιοχή όπου τριγυρνάει το φάντασμα
Της φωνής του
Χίτλερ, λεξίροια ξαφνική με το διπλανό, και το δεν ξέρω
Πάλι που
βρίσκομαι. πού πάω, πούθε έρχομαι. όταν ξύπνησα τ’ άλλο πρωί
Προσπαθώντας να
θυμηθώ τα όνειρά μου, κι είμαι σαν το ξεπλουμισμένο κοτόπουλο
Κάτω απ’ τον
αμείλικτο καταρράκτη του ντους, με καταδιώκουν τα πλοκάμια της
Νύχτας με μάτια
γκάγκστερ, όταν η Κοινωνία με φανερή αηδία προφέρει τ’ όνομά μου
Κι η τεμπελιά
απλώνεται όπως η θάλασσα των Σαργασσών στα προάστια και πέφτω
Στα γόνατα και
παρακαλάω τον πρώτο τυχόντα να μου πει την αλήθεια.
[ΑΝΤΙ-ΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ
από το βιβλίο του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ - ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη
1984 κι άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή]
ΔΥΟ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ
(από τη συλλογή του Νάνου
Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ - ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)
-1-
Μια συνέχεια με καρφώνει στην ωμοπλάτη
Χαλίκια αριθμημένα στη τσέπη της
ακρογιαλιάς
Το κλεφτοφάναρο της περιέργειας
Πάντοτε αναμμένο μέσα από το πέος
Χασομέρικο πουλί της μοναξιάς
Πέταξες με τις καστανιέτες
Όταν έπεφτε το σούρουπο σε μια σπηλιά
Όπου θα πάνε να γλεντήσουνε οι
εργένηδες
Στα γόνατα της καθισμένης εποχής
Κι από τον τάφο των μαλλιών μιας ηλιαχτίδας
Ζαλίστηκε το σεληνόφωτο με τα χαράματα
Γαμήσι πρωινό χωρίς ενθουσιασμό
Νυσταγμένο αυτοκίνητο που δυσκολεύεται
ν’ αρχίσει
Αύριο θα βγούνε ποιήματα έτοιμα
Σουφρωμένα φρύδια ρεύματος ηλεκτρικού
Που θα καταλήξει καβάλα σε μιαν
ωκεανίδα.
-2-
Ο ωκεανός μεταμορφωμένος γυναίκα
γλύφει το πόμολο της εξώπορτας.
Αγαπητό μου σάρκινο περίβλημα
τράβηξες πολλά κατά τα μέρη της
Ανατολής
δένδρα κουρεμένα απ’ το φωτεινό ψαλίδι
της αυγής
ένας κύριος με τσεμπέρι αλωνίζει στα
χωράφια
σπέρνοντας ξερολιθιές μέσα στα δάχτυλα
του ανέμου
το Ζώδιο φιδωτό πλοκάμι
στον ώμο του περαματάρη δρόμου
φουσκώνουν τ’ αυτοκίνητα από βατράχια
το ξανακουρδισμένο πιάνο ηχεί
σαν οργανάκι ανάμεσα στους
ουρανοξύστες
που ρίχνουν ανήσυχες ματιές στα τραίνα
τα στοιβαγμένα το δειλινό στο σταθμό
ερωτηματικά που συμβολίζουνε το
σεβαστό φεγγάρι.
Η ΜΕΘΟΔΟΣ ΜΠΡΑΪΓ
Γεννήθηκα ανάμεσα σε πολλούς λόφους, κάτω από τη μιμόζα μιας ακακίας κι ένα
δενδρολίβανο. Γι’ αυτό το όνομά μου το πήραν οι δεκάξι αέρηδες και το σκόρπισαν
στις δενδροφυτευμένες μεριές της οικουμένης…
Σα να μην έφτανε μια τέτοια μοίρα, ο ίδιος αυτός άνεμος έστειλε
τηλεγραφήματα σ’ όλες τις δημαρχίες του κόσμου για ν’ αναγγείλει τη γέννησή
μου…
Γεννήθηκε το μπαστάρδικο, έλεγε το τηλεγράφημα, σα να μην έφταναν τ’ άλλα
μας βάσανα, τώρα έχουμε και τούτο…
Τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής μου την υπόγραψαν ένας αετός, μια αλεπού
κι ένας λύκος, καλεσμένοι από το ύψιστο φίδι να παραστούνε…
Μια νόστιμη δασκάλα τους έμαθε γράμματα σ’ ένα εικοσιτετράωρο με τη μέθοδο
Μπράιγ, που τη χρησιμοποιούνε για να μαθαίνουνε τυφλούς.
Ο πατέρας μου με πήρε στα χέρια του και μ’ έδειξε στον ήλιο που σκοτείνιασε
αμέσως για δέκα λεπτά, και στη σελήνη που χαμογέλασε μ’ ένα χλωμό χαμόγελο…
Στο μεταξύ διαδόθηκε στα ερημοτόπια, γεμάτα βράχια και χαλασμένα κάστρα, η
είδηση πως είχε γεννηθεί αυτός που μια μέρα θα χώριζε τον ουρανό από τη θάλασσα
και θα ’φερνε τη γη καπάκι…
Πως θα ’μουνα το χαμένο κορμί της οικογένειάς μου κανένας δεν το
υποψιάστηκε τότε, παρόλο που τα σημάδια λέγαν πολλά και διάφορα φανερά και
κρυφά…
Το μέγεθος της αμετροέπειας μου θα γινόταν γνωστό σε ανύποπτο χρόνο, κι
έτσι κανένας δεν βιαζόταν να παραστεί στα βαφτίσια, στο γάμο ή στην κηδεία μου…
Μια ολόκληρη ζωή φτάνει λέγανε ανάμεσά τους οι θεοί, γιατί να του δώσουμε
κι άλλο τράτο για να μας καταστρέψει;
Έτσι κι αλλιώς το χαντάκωμα που θα μας κάνει θα ’ναι ΑΝΕΠΑΝΟΡΘΩΤΟ…
Και χαμογελούσαν πατρικά κι ας με σιχαινόντουσαν μ’ όλη την καρδιά τους οι
υποκριτές, οι μεγαλόσωμοι κυρίαρχοι του κόσμου…
Στο μεταξύ στις Ινδίες μαζευότανε ο απέραντος στρατός των Ιντιάνων
πολεμιστών μάγων και ιερέων…
Δώστου και φτιάχναν ύμνους, ποιήματα και λιτανείες για να με κατονομάσουν
και να με ξεγράψουν, δηλαδή να με εξουδετερώσουν, ώστε να μην τους κάνω τη
ζημιά που ’ταν γραμμένη στα τεφτέρια της μοίρας του κόσμου…
Τόση δύναμη είχαν τα παρακάλια τους, που κουνιόντουσαν ολόκληρα βουνά από
τη βάση τους και πήγαιναν αλλού, μα για μένα δεν κατάφερναν ν’ αλλάξουν ούτε
ένα από της μοίρας τα γραμμένα, κι επειδής ήμουνα πολύ μικρούτσικος με βγάλανε
Νάνο…
Όταν ήμουνα τριω χρονών παρουσιάστηκε μπρος μου η θεά που μ’ είχε γεννήσει,
έχοντας πηδηχτεί μ’ ένα βραχμάνο, και μου δήλωσε πως γυναίκα μου θα ’ταν εκείνη
η ίδια, σε μια νέα σάρκωση…
Τη συνέχεια τη ξέρετε όλοι. Το παιδί μας γεννήθηκε μ’ αλογίσιο κεφάλι,
τυφλό και τ’ ονομάσαμε το ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ…
[από τη συλλογή
του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]
Ο ΦΑΥΝΟΣ ΚΥΚΝΟΣ
(από τη συλλογή του Νάνου
Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ - ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)
Το τάβλι μιας ξέγνοιαστης ζωής
στα νούφαρα των καφενείων
κεφάλια χτενισμένα από την ίδια
σήραγγα
μ’ επιτραπέζια χαρακτηριστικά
μ’ εμπόδια προς το κάθε τι
κυνηγημένος από τα βέλη της αύριο
μάχομαι με δυο ρυτίδες συγχρόνως.
(άλλοτε θα τα λέγαμε πουλιά)
μεσοκαλόκαιρα
για το φθινόπωρο
μια
τεράστια εσωτερική επεξεργασία
κι ο
καθένας υποπτεύεται τον άλλον
πως
είναι άνδρας πως είναι γυναίκα
για
τη γυναίκα το πρόβλημα δεν είναι το φύλο
είναι
τι κάνεις με το φίλο
κι
έτσι ιδρύθηκε στις παρυφές του σεξ
μια
φιλική εταιρεία
που
θα περιλαμβάνει όλα τα όργανα κρούσεως
και
τα πνευστά και τ’ ανόργανα
τα πολλά λόγια μας οδήγησαν
-πού αλλού -
απ’ την άλλη μεριά του τοίχου
γράψιμο μες στο νερό
δεν φταίει ο καλός μας άγγελος
μια ανάποδη προετοιμασία
χωρίς καμιά αισθητική
γυμνά λεφτά κάνουν έρωτα
ξύνω τα νεύρα μου με δενδρολίβανο
Το βουνό βγάζει μια κραυγή που με
αγγίζει στο μέτωπο.
Περνάω μια νύχτα δύσκολη χωρίς ρεύμα.
Και τα ελαστικότερα ρήματα σπάνε στον
ενικό
η σημασία οραματίζεται χάδια
στα πόδια της προσωπικότητας
στους πρόποδες του γυμνού
και πιο πέρα τ’ αυτί – μ’ ακούς;
Ελατήρια υπάρχουν άφθονα
αλλά πού οδηγούνε
ξετεντώνοντας ένα τόξο από πλοία
σκεπασμένο με νερά
που καθρεπτίζουν θύελλες
έλα τώρα μη χάνεις μια τέτοια ευκαιρία
δεν τέμνομαι πουθενά
άθελά μας θα συναντηθούμε κάποτε
με το να υπάρχεις
Δύσκολο πρόβλημα η αλληλεγγύη.
Ποιος είναι αυτός για τον οποίο μιλάω;
Εδώ η ανάγνωση πέφτει σα χαρτοτράπουλα
χτισμένη πύργος
μερικά αποσιωπητικά
φυτρώνουν φοβισμένα χωρίς επιφάνεια
σε άγονο περιβάλλον
οι έξυπνοι δεν λένε τίποτε εναντίον
τους
και τα λόγια πλέουνε έτσι ασυμμάζευτα
όπου τα πάνε οι περιστάσεις
εκεί όπου κοιμάται χωρίς ίχνος
προτροπής
ένα απλό χαρτονόμισμα.
Για ν’ ακουστεί το βιβλίο σου
πρέπει να ’χει εκτόπισμα και ουρά
ο πρώτος και δεύτερος τόμος των
Απάντων
Επίλογος απ’ το αόρατο
μια θηλυκιά συνέχεια υπέροχη γαλάζια
(ας είναι καλά οι παρά φύσιν τάσεις)
κίτρινος πάντα ο ουρανός
θα σε περιτυλίγει.
Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ (στο Μιχάλη Κατσαρό)
Χωρίζομαι στα δυο κι από τη μια μεριά
μου είμαι
Μια ταινία του Γκοντάρ. Από την άλλη
του Μπουνουέλ.
Μένουμε φίλοι, αλλά με κάποια
μονοτονία στις σχέσεις μας
Συναντιόμαστε στο δρόμο. Καμιά φορά.
Χαιρετιόμαστε. Άλλοτε όχι.
Τα ποιήματα που γράψαμε μαζί
Φυσικά κανείς δεν ξέρει αν τα ’γραψε
Εκείνος που ψιθυρίζει στο αυτί
Ή εκείνος που οδηγάει την πένα
Στις συνεντεύξεις αφήνω να πέσει
Ένας υπαινιγμός που τρομάζει τους
δημοσιογράφους
Και ξαφνικά το μυαλό μου σταματάει
Δεν ξέρω αν πρέπει να πάω μπροστά ή
πίσω
Ξεχνάω σε ποια εποχή γεννήθηκα
Νομίζω πως είμαι οδηγός αυτοκινήτου
Παίζω επικίνδυνα παιχνίδια με το
πιστόλι μου
Τη γνωστή ρουλέτα της σφαίρας
Και μαθαίνω από κάποιον πως έπεσα θύμα
Σε δυστύχημα κι ότι βρίσκομαι στο
Νοσοκομείο
Τρέχω να δω. Είμαι σε αφασία μου λένε
Θα ζήσω ή θα πεθάνω γιατρέ μου, ρωτάω
με αγωνία…
Δεν ξέρουμε ακόμα μου απαντάνε
Και με κοιτάνε με υποψία… Ποιος είστε
Κύριε
Μόνο συγγενείς επιτρέπεται να ρωτάνε…
Πέφτω στα γόνατά μου κλαίγοντας:
«Σώστε με…»
Παρακαλάω, αλλά κανείς δεν μου δίνει
σημασία
Κι ακούω μια φωνή: δεν είσαι πια εδώ
Είσαι μέσα σου, βρε κουτέ. Από τώρα
και μπρος
Θα μιλάτε οι δυο σας παντοτινά, δίχως
ανάπαυλα…
Τι κόλαση, σκέφτομαι, τι αφόρητη
κατάσταση
Και πιάνω πάλι το περίστροφο και
στριφογυρίζω
Τη σφαίρα… Κι ίσως μια μέρα να γλιτώσω
Από τον εαυτό μου.
[από τη συλλογή
του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]
ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗ ΛΙΤΑΝΕΙΑ
(από τη συλλογή του Νάνου
Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ - ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ 1984)
Κατάσταση πολιορκίας σημαίνει στο
μυαλό μου – ντιγκ ντογκ
Κλείνω βιαστικά παράθυρα και πόρτες - Ντιγκαλίγκ
Και στους δρόμους όλους μπλόκα – Ντιγκ
ντογκ
Κι όποιος μπαίνει τον ελέγχουν αυστηρά
- Ντιγκαλίγκ
Και τον φωτογραφίζουνε κρυφά –Ντιγκ
Ντογκ
Κι όποιος βγαίνει τον ρωτάνε – Ντιγκ
Μ’ υποψία για το κάθε τι –Ντιγκαλίγκ
Και του βγάζουνε το παντελόνι – Ντιγκ
Ντογκ
Να δούνε αν κρύβει τίποτα – Ντιγκαλίγκ
Που ν’ απειλεί το καθεστώς – Ντιγκ
ντιγκ Ντιγκαλίγκ ντιγκ Ντογκ
ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΟΡΚΙΑΣ
Πολιορκούμεθα λοιπόν
Πολιορκούμεθα από ποιον
Από σένα κι από μένα, απ’ τον τάδε,
απ’ τον δείνα
Πολιορκούμεθα στενά
Από σύνορα, τελωνεία, ελέγχους
διαβατηρίων, την Ιντερπόλ, τη στρατιωτική
αστυνομία, τα τανκς, τη ρητορεία, τη
βλακεία,
Απ’ τα παράσημα, τις στολές, τους
εκφωνηθέντας λόγους,
Τις υποσχέσεις, τις ψευτιές, την
κουτοπονηριά,
Τη δήθεν αγανάκτηση των ιθυνόντων, την
υποκρισία,
Την τηλεόραση, τη ραδιοφωνία, τα
σαπούνια, τ’ απορρυπαντικά,
Τις διαφημίσεις, τον τουρισμό, τα
οργανωμένα ταξίδια, τις κρουαζιέρες,
Τις γκαζιέρες, τα ψυγεία, τις
κατασκηνώσεις, τους προσκόπους,
Τ’ άρθρα για την Εκπαίδευση, την
πολυκοσμία, τη σκόνη, τις ποιητικές συλλογές,
Την έλλειψη ύδατος, τα λιπάσματα, τα
νεύρα, την κακή χώνεψη, τη φαλάκρα,
Τους εφοπλιστές, το ποδόσφαιρο, τα
λεωφορεία, την ακρίβεια, τις παθήσεις
Της σπονδυλικής στήλης, τη
γραφειοκρατία, την καθυστέρηση, τις διαβεβαιώσεις,
Τις κριτικές, την εκκλησία, τα
βασανιστήρια, τους καιροσκόπους,
την υποψία, τους κατατρεγμούς, το
φόβο, τη θρασύτητα, τους
διαγωνισμούς
Καλλονής,
την έλλειψη χρημάτων, την έλλειψη δικαιωμάτων, πολιορκούμεθα από τους
βάναυσους,
Τους
άναρθρους, από τις μαύρες σκέψεις μας, από τον εαυτό μας,
Κι
από ό,τι άλλο βάλλει ο νους σας, πολιορκούμεθα στενά.
[από τη συλλογή
του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]
ΚΑΘΕ ΛΕΞΗ ΠΟΥ ΓΕΝΝΑΩ –
ΜΠΑΜ-ΜΠΑΜ ΚΑΤΑΒΡΟΧΘΙΖΕΤΑΙ ΔΙΑΜΙΑΣ…
(…από μια καταπαχτή – στο πάτωμα
ενός σπιτιού…)
… Που το χτίσαμε
χωρίς καμιά – Χειρωνακτική δουλειά
- Δυο νοματαίοι με γυαλιά - Ένας ψηλός κι ένας κοντός - Με μπλουζάκι και με γραβατίτσα - Παίζοντας δυο μπαγλαμάδες - Και νάσου κι έρχονται από ψηλά - Δυο άγγελοι με φλογέρα - Σπαθιά που κυματίζουνε - Και χωρίς καμιά χειρονομία - Βάζουνε φωτιά στο σπίτι - Που το ’χτισαν τα δυο παιδιά - Κι έμεινε μες το χωράφι μόνη - Μια κρυφή καταπαχτή - Που άμα την ανοίξεις βγαίνει - Το σκοτάδι του μυαλού - Που αχόρταγο καταβροχθίζει - Κάθε λέξη που γεννάω – ντουγρού [από τη
συλλογή του Νάνου Βαλαωρίτη ΣΤΟ ΚΑΤΩ-ΚΑΤΩ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ, εκδόσεις Νεφέλη 1984]
Δευτέρα, 7 Φεβρουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου