Φυτρώσαμε πάλι
άγρια λουλούδια αυτή την άνοιξη
άγρια βυσσινιά
κι άγρια γαλάζια
άλλα πεθαίνουν
εμείς
μεγαλώνουμε σαν τα αγάλματα
άγρια ζεστά
λουλούδια αυτή την άνοιξη
απλώνουμε τα
χέρια και φωνάζουμε
όμως η απάντηση έρχεται ύστερα από χρόνια
και από μακριά σαν αλυσοδεμένο φάντασμα
και σα βαρύ
άδειο καράβι
Γλίστρησε μέσα
στα δάχτυλά σου ο έρωτας
κι έπεσε σ’ ένα ποτήρι με αίμα
σ’ έναν καθρέφτη
κύλησε σκοτεινιασμένο
πάνω του έβρεχε μια φοβερή βροχή
χάθηκε σ’ ένα
δάσος μέσα
γεμάτο ίσκιους
τραγούδια πουλιά
[ΦΥΤΡΩΣΑΜΕ… από
τη συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956 – συγκεντρωτικός τόμος ΜΙΛΤΟΥ
ΣΑΧΤΟΥΡΗ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 – 1971, εκδόσεις Κέδρος]
Ακολουθούν από την ίδια συλλογή τα ποιήματα:
Η ΠΗΓΗ, Φεγγάρι πεθαμένο μου για ξαναβγές και πάλι…
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ, Τι θλιβερός χειμώνας, Θε μου!,,
Ο ΔΡΟΜΟΣ, Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο…
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΣΤΡΟ, Όταν η νύχτα έμπαινε στην κάμαρά σου
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ, Από δω θα περνούσε το περιστέρι… και
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ, Σταθείτε!.. φώναξε ο φωτογράφος
Η ΠΗΓΗ
(από
την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956)
Φεγγάρι πεθαμένο μου
για ξαναβγές και πάλι
θέλω να δω το αίμα σου
δεν έκαιγες λυχνάρι
φώτιζες το φοβισμένο πρόσωπο
θέλω να δω το φοβισμένο πρόσωπο
τώρα
πάλι και πάλι
τότε
όλο το σώμα μου ήταν μια πληγή
φεγγάρι
μια πηγή
και φώτιζε
της νύχτας το σκοτάδι
Φεγγάρι πεθαμένο μου
θέλω να δω το αίμα σου
τώρα
πάλι και πάλι
ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ
Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου! Τι
θλιβερός χειμώνας!
Ένα πορτοκαλί μεσοφόρι κρέμεται, ένα
ροζ ξεσκονόπανο και βρέχει.
Ένας γέρος κοιτάζει μέσα από το τζάμι.
Ένα ξερό δένδρο, ένα φως αναμμένο
χρώμα πορτοκαλιού.
Ένα δένδρο με πορτοκάλια πιο πέρα.
Και το κορίτσι αναποδογυρισμένο και το
φλιτζάνι σπασμένο κι όλοι, Θε μου,
να κλαίνε να κλαίνε
να κλαίνε
Κι ύστερα χρήματα χρήματα
χρήματα πολλά
Τι θλιβερός χειμώνας Θε μου! Τι
θλιβερός χειμώνας Θε μου!
Τι θλιβερός χειμώνας!
Βρέχει όπως και στο προηγούμενο ποίημα
την Πορτοκαλιά
Μια γυναίκα μ’ έναν καθρέφτη και κάτι
σύρματα προσπαθεί να κρατήσει τα
χρόνια.
Όμως τα χρόνια φεύγουν τα σύρματα μπαίνουν βαθιά μέσα στα μάγουλά
της
τα ξεσκίζουν τρέχουν αίματα
ενώ ένα άγριο χέρι με μια κιμωλία
πηγαινοέρχεται
και βάφει τα μαλλιά της άσπρα
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956]
Ο ΔΡΟΜΟΣ
(από
την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956)
Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
ετούτος κρύβει το φεγγάρι
για χάρη της είχαν κρεμάσει
τριαντάφυλλα στον ουρανό
Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
γεμίσανε σπυριά τα χέρια
γέμισαν λάσπη κι οι καρδιές
είν’ ένας δρόμος πληγωμένος
Είν’ ένας δρόμος φλογισμένος
είν’ ένας δρόμος λυπημένος
μπρος στο παιδί με την ουρά
κι ο δαίμονας με την παρθένα
Να πάρω έπρεπε άλλο δρόμο
άναψαν πράσινα κεριά
πρόβαλε ο σκύλος με τα πέπλα
βόγκηξε αργά και προχωρούσε
ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΑΣΤΡΟ
Όταν η νύχτα έμπαινε στην κάμαρά σου
άναβε το μαύρο άστρο
άναβε ο ήλιος
πέφτανε τα λέπια του όλα
λαμπερά
κι άναβε η ρόδα η μαύρη
είχε δυο πικραμένα μαύρα χείλια
όλη τη νύχτα άναβε ο ήλιος
όλη τη νύχτα έκαιγε το μαύρο άστρο
έκαιγε
και σε φιλούσε
γύριζε γύρω - γύρω στο κρεβάτι
κι έκλαιγε
γύριζε γύρω - γύρω στο κρεβάτι
και σε φιλούσε
η μαύρη ρόδα γύριζε
η μαύρη ρόδα έτριζε
γύριζε γύρω - γύρω τ’ άστρο το παλιό
το μαύρο τ’ άστρο το απελπισμένο
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956]
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
(από
την ποιητική συλλογή του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956)
Από δω θα περνούσε το περιστέρι
είχαν ανάψει δαδιά γύρω στους δρόμους
άλλοι άνθρωποι φυλάγαν στις
δενδροστοιχίες
παιδιά κρατούσαν στα χέρια σημαιούλες
περνούσαν οι ώρες κι άρχισε να βρέχει
έπειτα σκοτείνιασε όλος ο ουρανός
μια αστραπή ψιθύρισε κάτι φοβισμένα
και άνοιξε η κραυγή στο στόμα του
ανθρώπου
τότε
το άσπρο περιστέρι μ’ άγρια δόντια
σα σκύλος ούρλιαξε μέσα στη νύχτα
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Σταθείτε! φώναξε ο φωτογράφος
όμως το πλοίο είχε πια τώρα ξεκινήσει
ένα μεγάλο άσπρο πλοίο γεμάτο άρρωστα
πουλιά
κι ο πτηνοτρόφος σε μια ταράτσα με
κιάλι τα κοιτούσε
να φεύγουνε μαζί με τα μεγάλα σύννεφα
που φεύγανε κι αυτά
Αν μπαίναμε στο αντικρινό ξενοδοχείο
θα μας βλέπαν
θα λέγαν: Μπήκαν στο ξενοδοχείο «Η
Ελπίς»
«Φεύγετε για ταξίδι;» ρώτησε ο
συνταγματάρχης
«Όχι» απάντησα «Είμαι γιατρός
μόλις εξέτασα τ’ άρρωστα αυτά πουλιά
που φύγαν
να, ένα που μου ξέφυγε κιόλας!»
Είχε περάσει στο απέναντι μαγαζί
«Είναι τα τελευταία πράγματα που
ψωνίζω
μ’ ελληνικά χρήματα» είπε τ’ άρρωστο
πουλί
Έπειτα άνοιξε τα φτερά του και πέταξε
στον ουρανό
Δεν είμαι δένδρο
δεν είμαι πουλί
δεν είμαι σύννεφο
τ’ όνειρο σάπισε μέσα στο αίμα μου
τ’ όνειρο σάπισε μέσα στα κόκαλά μου
πλάι σ’ ένα κυπαρίσσι
τώρα τεντώνω ένα σκοινί
κι αποκάτω ξαπλώνομαι
Είχα έρωτες
είχα μάχες
και παραφύλαξα στις γωνιές
τα νύχια μου μεγάλωσαν
τα χείλια μου πρήστηκαν
το πρόσωπό μου μαύρισε
δεν είμαι δένδρο
δεν είμαι πουλί
δεν είμαι σύννεφο
[από τη συλλογή
του Μίλτου Σαχτούρη ΟΤΑΝ ΣΑΣ ΜΙΛΩ 1956]
κι άλλα ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΤΟΥ ΜΙΛΤΟΥ ΣΑΧΤΟΥΡΗ…
… για να κριθεί
κάθε Άνοιξη από τη χαρά της, από το
χρώμα του το κάθε λουλούδι, απ’ το ανατρίχιασμά του το κάθε φιλί και η Ποίηση απ’ τον πρωτογενή της
λυρισμό καθώς είναι ο μαγικός εκείνος
χώρος στον οποίο αποτυπώνεται η λανθάνουσα έστω, κοινή όμως ανθρώπινη ανάγκη για
ουρανό…
Δευτέρα,
10 Ιανουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου