Πέμπτη 13 Ιανουαρίου 2022

ΟΠΟΥ ΚΑΙ ΝΑ ΤΑΞΙΔΕΨΩ Η ΕΛΛΑΔΑ ΜΕ ΠΛΗΓΩΝΕΙ

 (… το καράβι που ταξιδεύει το λένε  ΑΓ ΩΝΙΑ 937…)


Στο Πήλιο μέσα στις καστανιές το πουκάμισο του κενταύρου

γλιστρούσε μέσα στα φύλλα για να τυλιχθεί στο κορμί μου

καθώς ανέβαινα την ανηφόρα κι η θάλασσα μ’ ακολουθούσε

ανεβαίνοντας κι αυτή σαν τον υδράργυρο θερμομέτρου

 ώσπου να βρούμε τα νερά του βουνού.

Στη Σαντορίνη αγγίζοντας νησιά που βούλιαξαν

ακούγοντας να παίζει ένα σουραύλι κάπου στις αλαφρόπετρες 

μου κάρφωσε το χέρι στην κουπαστή

μια σαΐτα τιναγμένη ξαφνικά

από τα πέρατα μιας νιότης βασιλεμένης.

Στις Μυκήνες σήκωσα τις μεγάλες πέτρες και τους θησαυρούς των Ατρειδών

και πλάγιασα μαζί τους στο ξενοδοχείο της «Ωραίας Ελένη του Μενελάου»·

χάθηκαν μόνο την αυγή που λάλησε η Κασσάνδρα

μ’ έναν κόκορα κρεμασμένο στο μαύρο λαιμό της.

Στις Σπέτσες στον Πόρο και στη Μύκονο με χτίκιασαν οι βαρκαρόλες.

 

Τι θέλουν όλοι αυτοί που λένε πως βρίσκονται στην Αθήνα ή στον Πειραιά;

Ο ένας έρχεται από τη Σαλαμίνα και ρωτάει τον άλλο μήπως «έρχεται εξ Ομομοίας»

«Όχι έρχομαι εκ Συντάγματος» απαντά και είναι ευχαριστημένος

«βρήκα το Γιάννη και με κέρασε ένα παγωτό»

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει

δεν ξέρουμε τίποτε δεν ξέρουμε πως είμαστε ξέμπαρκοι όλοι εμείς

 δεν ξέρουμε την πίκρα του λιμανιού σαν ταξιδεύουν όλα τα καράβια·

πολεμάμε εκείνους που την νιώθουν.

 

Παράξενος κόσμος που λέει πως βρίσκεται στην Αττική και δε βρίσκεται πουθενά·

αγοράζουν κουφέτα για να πανδρευτούνε

κρατούν «σωσίτριχα» φωτογραφίζονται

ο άνθρωπος που είδα σήμερα καθισμένος σ’ ένα φόντο με πιτσούνια και με λουλούδια

δέχουνταν το χέρι του γερο-φωτογράφου να του στρώσει τις ρυτίδες

που είχαν αφήσει στο πρόσωπό του όλα τα πετεινά τ’ ουρανού.

 

Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει

 κι αν «ορωμεν ανθουν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς»

είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι

 εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν

την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ.

 Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά

σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης

καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει

ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άστρα και στα χρυσά.

 

Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει·

παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες… Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ  ΩΝΙΑ 937

[ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ  από τη συλλογή του Γιώργου Σεφέρη  ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1928-1937]

 


Από την ίδια συλλογή ανθολογούνται εδώ και τα ποιήματα:

Ο ΓΕΡΟΣ, Πέρασαν τόσα κοπάδια, τόσοι φτωχοί και τα

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ:

Α. Hampstead,   Β. Ψυχολογία,   Γ. Όλα περνούν,

Δ. Φωτιές του Αϊ-Γιάννη και   

Ε. ΝΙΖΙΣΚΙ… (… τον είδα, ολότελα πεσμένο χάμω, να βυθίζεται μέσα σε μια πράσινη παγόδα που είναι ζωγραφισμένη στο χαλί μου…)

 

 

Ο ΓΕΡΟΣ

(από το ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ του Γιώργου Σεφέρη)

Πέρασαν τόσο κοπάδια τόσοι φτωχοί

και πλούσιοι καβαλάρηδες, άλλοι

από τα μακρινά χωριά είχαν μείνει

τη νύχτα στα χαντάκια της δημοσιάς

άναψαν φωτιές για τους λύκους, βλέπεις

τη στάχτη; μαυριδεροί κύκλοι επουλωμένοι.

Είναι γεμάτος σημάδια σαν το δρόμο.

Στο ξεροπήγαδο πιο πάνω ρίχναν τα λυσσασμένα

σκυλιά, δεν έχει μάτια είναι γεμάτος

σημάδια κι αλαφρύς· φυσά ο αγέρας·

δεν ξεχωρίζει τίποτε ξέρει τα πάντα,

άδειο θηκάρι τζίτζικα σε κούφιο δένδρο

δεν έχει μάτια μήτε στα χέρια, ξέρει

την αυγή και το δείλι ξέρει τ’ αστέρια

το αίμα τους δεν τον θρέφει, μήτε νεκρός

δεν είναι, δεν έχει φυλή δε θα πεθάνει

θα τον ξεχάσουν έτσι, μήτε πρόγονος.

Τα κουρασμένα νύχια του στα δάχτυλά του

γράφουν σταυρούς πάνω σε σάπιες θύμησες

καθώς φυσά ο αγέρας θολός. Χιονίζει.

 

Είδα την πάχνη γύρω στα πρόσωπα

είδα τα χείλια υγρά τα δάκρυα παγωμένα

στην κόχη του ματιού, είδα τη γραμμή

του πόνου πλάι στα ρουθούνια και την προσπάθεια

στις ρίζες του χεριού, είδα το σώμα να τελειώνει.

Δεν είναι μόνος ο ίσκιος αυτός δεμένος

σ’ ένα στεγνό ραβδί που δε λυγίζει

δε σκύβει να πλαγιάσει, δεν μπορεί·

ο ύπνος θα σκόρπιζε τις κλείδωσές του

στα χέρια των παιδιών να παίξουν.

Προστάζει σαν τους πεθαμένους κλώνους

που σπάνε όταν νυχτώνει και ξυπνά

ο αγέρας μες τις λαγκαδιές

προστάζει τους ίσκιους των ανθρώπων

όχι τον άνθρωπο μέσα στον ίσκιο

και δεν ακούει παρά τη χαμηλή φωνή

της γης και του πελάγου εκεί που σμίγουν

της μοίρας τη φωνή. Στέκεται ολόρθος

στην όχθη, μέσα σε κουβάρια κόκαλα

μέσα σε στοίβες κίτρινα φύλλα:

άδειο κλουβί προσμένοντας

την ώρα της φωτιάς.

 

ΠΕΝΤΕ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ κ. ΣΤΡΑΤΗ ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΥ

(… «Και ετοιμαζότουνα να φωνάξει δυνατά για να δείξει πως δεν επέθανε…»  (Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΗΣ ΖΑΚΥΘΟΣ)

 

Α. HAMSTEAD

Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα

που θα ’χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδέψει

σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει

τον αγέρα και τη φουρτούνα

πέφτει το βράδυ.

Πάνω στο πράσινο χορτάρι

είχαν χορέψει όλη τη μέρα τρεις χιλιάδες άγγελοι

γυμνοί σαν ατσάλι,

πέφτει το βράδυ χλωμό·

οι τρεις χιλιάδες άγγελοι

μάζεψαν τα φτερά τους και γενήκαν

ένα σκυλί   ξεχασμένο

που γαβγίζει   μοναχό

και γυρεύει τον αφέντη του

ή τη δευτέρα παρουσία   ή ένα κόκαλο.

Τώρα γυρεύω λίγη ησυχία

θα μου ’φτανε μια καλύβα σ’ ένα λόφο

ή σε μια ακρογιαλιά

θα μου ’φτανε μπροστά στο παράθυρό μου

ένα σεντόνι βουτημένο στο λουλάκι

απλωμένο σαν τη θάλασσα

θα μου ’φτανε στη γλάστρα μου

έστω κι ένα ψεύτικο γαρύφαλλο

ένα κόκκινο χαρτί σ’ ένα τέλι

έτσι που να μπορεί ο αγέρας

ο αγέρας να το κυβερνά χωρίς προσπάθεια

όσο θέλει.

Θα ’πεφτε το βράδυ

τα κοπάδια θ’ αντιλαλούσαν κατεβαίνοντας στο μαντρί τους

σα μια πολύ απλή κι ευτυχισμένη σκέψη

και θα ’πεφτα  να κοιμηθώ

γιατί δεν θα ’χα

ούτε ένα κερί ν’ ανάψω,

φως,   να διαβάσω.

 

B. ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ο κύριος αυτός

κάθε πρωί κάνει το λουτρό του

μέσα στα νερά της νεκρής θάλασσας

έπειτα φορεί ένα πικρό χαμόγελο

για τη δουλειά και για τους πελάτες.

 

Γ. ΟΛΑ ΠΕΡΝΟΥΝ

Ξεχάσαμε τον ηρωικό μας αντίλογο με τις Ευμενίδες

μας πήρε ο Ύπνος μας πήραν για πεθαμένους κι έφυγαν φωνάζοντας

«Γιου!  Γιου! Πούουου… παξ!»

βρίζοντας τους θεούς που μας προστατεύουν.

 

Δ.  ΦΩΤΙΕΣ ΤΟΥ ΑΪ- ΓΙΑΝΝΗ

Η μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δεν μπορεί ν’ αλλάξει, δεν μπορεί να γίνει τίποτε.

Έχυσαν το μολύβι μέσα στο νερό κάτω απ’ τα αστέρια κι ας ανάβουν οι φωτιές

 

Αν μείνεις γυμνή μπροστά στον καθρέφτη τα μεσάνυχτα βλέπεις

βλέπεις τον άνθρωπο να περνά στο βάθος του καθρέφτη

τον άνθρωπο μέσα στη μοίρα σου που κυβερνά το κορμί σου,

μέσα στη μοναξιά και στη σιωπή τον άνθρωπο

της μοναξιάς και της σιωπής

κι ας ανάβουν οι φωτιές.

 

Την ώρα που τέλειωσε η μέρα και δεν άρχισε η άλλη

την ώρα που κόπηκε ο καιρός

εκείνον που από τώρα και πριν απ’ την αρχή κυβερνούσε το κορμί σου

πρέπει να τον εύρεις

πρέπει να τον ζητήσεις για να τον εύρει τουλάχιστο

κάποιος άλλος, όταν θα ’χεις πεθάνει.

 

Είναι τα παιδιά που ανάβουν τις φωτιές και φωνάζουν

μπροστά στις φλόγες μέσα στη ζεστή νύχτα

(Μήπως έγινε ποτές φωτιά που να μην την άναψε κάποιο παιδί, ω Ηρόστρατε)

και ρίχνουν αλάτι μέσα στις φλόγες για να πλαταγίζουν

(Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,

τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια ανταύγεια).

 

Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο

το βράδυ που έπεσε η γαλήνη

άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής

μέσα στο κορμί σου

τη νύχτα εκείνη του Άι-Γιάννη

όταν έσβησαν όλες οι φωτιές

και μελέτησες τη στάχτη κάτω απ’ τ’ αστέρια

 

Ε. Ο ΝΙΖΙΝΣΚΙ

Παρουσιάστηκε καθώς κοίταζα στο τζάκι μου τ’ αναμμένα κάρβουνα. Κρατούσε στα χέρια ένα μεγάλο κουτί κόκκινα σπίρτα. Μου το ’δειξε σαν τους ταχυδακτυλουργούς που βγάζουν από τη μύτη του διπλανού μας ένα αυγό. Τράβηξε ένα σπίρτο, έβαλε φωτιά στο κουτί, χύθηκε πίσω από μια πελώρια φλόγα, κι ύστερα στάθηκε μπροστά μου. Θυμάμαι το βυσσινί του χαμόγελο και τα γυαλένια του μάτια. Ένα οργανέτο στο δρόμο χτυπούσε ολοένα την ίδια νότα. Δεν ξέρω να πω τι φορούσε. Μ’ έκανε να συλλογίζομαι επίμονα ένα πορφυρό κυπαρίσσι. Σιγά - σιγά τα χέρια του άρχισαν να ξεχωρίζουν από το τεντωμένο του κορμό σε σταυρό. Από πού μαζεύτηκαν τόσα πουλιά; Θα ’λεγες πως τα είχε κρυμμένα κάτω απ’ τις φτερούγες του. Πετούσαν αδέξια, παλαβά, με ορμή· χτυπούσαν πάνω στους τοίχους της στενής κάμαρας, πάνω στα τζάμια και στρώνανε το πάτωμα σα χτυπημένα. Ένιωθα στα πόδια ένα ζεστό στρώμα από πούπουλα και σφυγμούς να φουσκώνει. Τον κοίταζα με μια με μια παράξενη θέρμη που κυρίευε το κορμί μου σαν κυκλοφορία. Όταν τελείωσε να υψώνει τα χέρια, όταν οι παλάμες του άγγιξαν η μία την άλλη, έκανε ένα ξαφνικό πήδημα, σαν να είχε σπάσει το ελατήριο του ρολογιού μπροστά μου. Χτύπησε στο ταβάνι που ήχησε μονοκόμματα μ’ ένα ήχο κυμβάλου, τέντωσε το δεξί του χέρι, έπιασε το σύρμα της λάμπας, κουνήθηκε λιγάκι, αφέθηκε, κι άρχισε να γράφει μέσα στο σκοτεινό φως, με το κορμί του, τον αριθμό 8. Το θέαμα αυτό με ζάλισε και σκέπασα με τα δυο μου χέρια το πρόσωπό μου. Έσφιγγα το σκοτάδι πάνω στα βλέφαρά μου, ακούγοντας το οργανέτο που εξακολουθούσε ακόμα στην ίδια νότα κι έπειτα σταμάτησε απότομα. Ένας ξαφνικός αέρας με χτύπησε, παγωμένος, Ένιωθα τα πόδια μου ξυλιασμένα. Άκουσα ακόμα ένα χαμηλό και βελουδένιο ήχο φλογέρας, κι αμέσως έπειτα, ένα στρωτό και παχύ πλατάγισμα. Άνοιξα τα μάτια. Τον είδα πάλι να πατά με τα νύχια σε μια κρυσταλλένια σφαίρα, στη μέση της κάμαρας, κρατώντας στο στόμα ένα αλλόκοτο πράσινο σουραύλι, που το κυβερνούσαν τα δάχτυλά του, σα να ήταν εφτά χιλιάδες. Τα πουλιά τώρα ξαναζωντάνευαν με μια εξωφρενική τάξη, υψωνόντουσαν, σμίγανε, σχηματίζανε μια χοντρή συνοδεία που θα μπορούσες να την αγκαλιάσεις, και βγαίναν προς τη νύχτα, από το παράθυρο, που δεν ξέρω πώς, βρέθηκε ανοιχτό. Όταν δεν απόμεινε πια ούτε μισή φτερούγα, εκτός από μια πνιγερή μυρωδιά κυνηγιού, αποφάσισα να τον κοιτάξω κατά πρόσωπο. Πρόσωπο δεν υπήρχε· πάνω από το πορφυρό κορμί, θα ’λεγες ακέφαλο, καμάρωνε μια μαλαματένια προσωπίδα, από κείνες που βρέθηκαν στους μυκηναϊκούς τάφους, μ’ ένα μυτερό γένι που άγγιζε την τραχηλιά. Προσπάθησα να σηκωθώ. Δεν είχα κάνει την πρώτη κίνηση, κι ένας κατακλυσμιαίος ήχος, σαν να είχαν σωριαστεί μια στοίβα τάσια σε νεκρώσιμο εμβατήριο, με κάρφωσε στη θέση μου. Ήταν η προσωπίδα. Το πρόσωπό του φανερώθηκε πάλι, όπως το είδα στην αρχή, τα μάτια, το χαμόγελο και κάτι που τώρα παρατηρούσα για πρώτη φορά: το λευκό δέρμα τεντωμένο από δυο κατάμαυρα τσουλούφια που το δάγκωναν μπροστά στ’ αυτιά. Δοκίμασε να πηδήξει, μα δεν είχε πια την ευκινησία του την πρώτη. Θαρρώ μάλιστα πως σκόνταψε σ’ ένα βιβλίο πεσμένο κατά τύχη και γονάτισε με το ένα γόνατο. Μπορούσα τώρα να τον κοιτάξω με προσοχή. Έβλεπα τους πόρους στο δέρμα του να βγάζουν ψιλές στάλες ιδρώτα. Κάτι σα λαχάνιασμα με βάραινε. Προσπάθησα να εξηγήσω γιατί τα μάτια του μου είχαν φανεί τόσο περίεργα. Τα ’κλεισε. Έκανε να σηκωθεί, μα ήταν τρομερά δύσκολο, γιατί φαινόταν ν’ αγωνίζεται να μαζέψει όλη του τη δύναμη, χωρίς να μπορεί να καταφέρει τίποτε. Απεναντίας γονάτισε και τ’ άλλο γόνατο. Έβλεπα το άσπρο δέρμα τρομερά χλωμό, προς ένα κίτρινο φιλντισί, και τα μαύρα μαλλιά σαν πεθαμένα. Μολονότι βρισκόμουνα μπροστά σε μιαν αγωνία, είχα το συναίσθημα πως ήμουνα καλύτερα, πως είχα κάτι νικήσει.

Δεν πρόφταξα να ανασάνω και τον είδα, ολότελα πεσμένο χάμω, να βυθίζεται σε μια πράσινη παγόδα που είναι ζωγραφισμένη στο χαλί μου.

[από τη συλλογή του Γιώργου Σεφάρη ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ 1937 - Βάτσλαβ Νιζίνσκι, από τη δόξα στη σχιζοφρένεια. Θεωρήθηκε ο μεγαλύτερος χορευτής όλων των εποχών πριν η σταδιοδρομία του λήξει, άδοξα, στα 29 του χρόνια… «ήταν ο τελειότερος χορευτής που έχω δει. Είχε σπάνια καθαρότητα προθέσεων: ήταν άνθρωπος και καλλιτέχνης ταυτόχρονα. Ακόμα και στις πιο δυστυχισμένες και τραγικές του στιγμές, πίστευε ότι ο Θεός θα του έλεγε τι να κάνει, θα του έδειχνε ποιος είναι ο σωστός δρόμος. Όσο για την κληρονομιά του είναι απλό: μετατόπισε την προοπτική για όλους… »]

 

 [επιλογές λέξεων από τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ του Γιώργου Σεφέρη, γιατί είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη, ριζώνουν θρέφονται με το αίμα. Όπως τα πεύκα, κρατούνε τη μορφή του αγέρα, ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί το ίδιο τα λόγια φυλάγουν τη μορφή του ανθρώπου κι ο άνθρωπος έφυγε, δεν είναι εκεί]

Παρασκευή, 14 Ιανουαρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ