Η πόρτα κλείνει.
Πάλι ο γλόμπος
σπυριασμένος και μονάχος να φτύνει το
φως του καταπρόσωπα
όπως σου φτύνουν
κάθε λίγο το όνομά σου
Κανείς,
κανείς!..
Μόνο για ένα
τέταρτο για είκοσι λεπτά μια παρτίδα
σκάκι με τον ήλιο
που αρχίζει με
κάτι αλλόκοτα ανοίγματα και ξαφνικά τα
παρατέι και φεύγει.
Όπως να κάνεις
δε γεμίζει τούτο το άνοιγμα
με γράμματα που
δεν έρχονται με γράμματα που δεν
στέλνονται,
όπως να το
κάνεις είναι μια απόσταση κολλημένη σα
γάζα στην πληγή
και κάθε τόσο
μια αδέξια αλλαγή και κάθε τόσο μετακίνηση
(σε τούτη την
πληγή που ίσως δεν τρέχει μα και δεν λέει να κλείσει)
Κρακ και ητοίμασαν τα βέλη αυτών επί την χορδήν
Κρακ – κρακ…
Τρία βήματα στο
μάκρος δύο στο πλάτος –
στους τοίχους
πίσω απ’ τα στριμωγμένα ονόματα άλλα
ονόματα σβησμένα.
Τρία βήματα – οι
χειροπέδες έχουν κι αυτές ένα χαρακτηριστικό κρακ
σαν τα
Μπρεν, σαν το βήμα του σκοπού που πάει
κι έρχεται
και καμιά φορά
κοιτάει ενώ δεν πρέπει,
σαν το βήμα σου.
«Δε θα βάλεις
μυαλό» Δε θα βάλεις μυαλό!.. ΚΡΑΠ
«Μη θες
τσιγάρο;» Δε θες τσιγάρο!.. Κρακ – κρακ
ΚΡΑΠ
Εκείνο το σαράκι
θα ροκανίζει τώρα στο καλύβι –
επί την χορδήν,
επί την χορδήν…
«Κι εγώ απ’ την
Αθήνα… είμαι αρρεβωνιασμένος».
Δε θες
τσιγάρο - τους ευθείς την καρδίαν
αφού δε θες
τσιγάρο –
κι αυτά τα
σίδερα αυτά τα σίδερα
ως πότε πια αυτά
τα σίδερά ανάμεσα στα πρόσωπά μας…
Κρακ – κρακ –
κρακ. Σαν το βήμα του σκοπού
που καμιά φορά
κοιτάει ενώ δεν πρέπει.
Τ’ άλλα
προβλήματα οι άλλες σκέψεις θα
υπάρχουν.
(Κάτι σαν μέρες
του 1903 κάτι σαν άμμος
που όλο αλλάζει
σχήματα και πάντα μένει άμμος…)
Μα τώρα είναι
μια νύχτα που σκυφτή περνάει τα κάγκελα και πέφτει
μια μωλωπισμένη
νύχτα που σέρνεται στις πλάκες
βρώμικη σαν
αποχωρητήρια κέντρου νεοσυλλέκτων.
Είναι μια πείνα
λίγο αστεία,
μια νύστα που
πρέπει να περάσει,
μια αγωνία που
δεν είναι θάνατος.
Ένας θάνατος που
φέρνει στη ζωή.
Ο καινούργιος
σκοπός σβήνει τις στιγμές σαν
αποτσίγαρα
στα κατακάθια
του ύπνου του.
(Τώρα… κάπως
παράξενα για τώρα…)
Α, η αγάπη που
μας κρατάει και ζούμε δεν είναι μόνο
αγάπη.
Αυτός, γεμάτος
κούραση που πίνει τον καφέ του
κι έπειτα
κρύβεται πίσω απ’ το βλέμμα του και συλλογιέται και δε σε συλλογιέται –
αυτός πονάει. Μα
τον ξεχνάει τον πόνο του.
Αυτός που κλαίει
ο πόνος του με σάλια κι αναφιλητά
και ζητιανεύει
ένα δικαίωμα στο κλάμα του –
αυτός πονάει.
Και το ξεχνάει.
Αυτός που ο
πόνος του σφίγγει τα σαγόνια κι αδάκρυτος
περνάει
χωρίς να
ομολογεί τον εαυτό του στον ίδιο του
τον εαυτό –
αυτός πονάει.
Και το ξεχνάει.
Αυτοί που
συλλογιέσαι και δε σε συλλογιούνται,
πονάνε.
Να ’σαι
σίγουρος. Πονάνε. Μα τον ξεχνάν τον πόνο τους.
Όχι, καμιά
έχθρα, κανένα παράπονο,
ένεκα των εχθρών
του δια να καταλύση τον εχθρόν και τον εκδικητήν
ούτε καν ένα
κουτό, πεισματικό, αδικαιολόγητο παράπονο.
Μονάχα θυμηθείτε σαν έρθει ο καιρός τον πόνο σας.
Άντικρυ στις
σάλπιγγες του σιωπητηρίου,
άντικρυ στον
αγέρα που χώνει τη γροθιά βαθιά στα στόματα και τα βουβαίνει,
οι σειρήνες των
ορυχείων χωρίζουν τις βάρδιες
ξανασυνδέουν το χρόνο
ξυπνάν τα
βαγόνια με το κάρβουνο –
βαθιά μες τις
στοές οι εργάτες τρυπάν τα σπλάχνα της
ερημιάς.
Τα χέρια τους
μέσα στα χώματα μες στο μετάλλευμα
αγγίζουνε το μέταλλο.
Δε ρίχνουνε
ατέλειωτες πασιέντζες τ’ όνομά τους.
Το ’χουν στην
έξω τσέπη της φόρμας σαν τανάλια
και το πετάνε
αμέσως σ’ όποιον το γυρέψει.
Μα τι θα γίνει
αυτός ο χώρος,
αυτά τα λίγα τετραγωνικά
που σφυροκοπάν το βλέμμα μας;
Πώς θα
λευτερωθεί αυτός ο χώρος;
Αυτοί οι τόποι
που επιτέλους το ’ξεραν πως μας σέρνουν πάνω τους παρά τη θέλησή μας;
Αυτές οι ώρες κι
ώρες που τις στριμώχνουν στ’ άδεια τσουβάλια του ψωμιού
και τις πετάν
στη ρεματιά πίσω απ’ τα μαγειρεία;
Τρία βήματα στο
μάκρος δύο στο πλάτος
δίχως ρούχα
δίχως χτες
περιμένοντας όλο
περιμένοντας να σε ξαναφωνάξουν –
κι όμως
υπάρχεις. Και τώρα ακόμα υπάρχεις.
Και πέρα από την
ύπαρξη που συντηρεί την ύπαρξή της
νιώθεις ζεστό
στις φλέβες ένα κύμα
νιώθεις μα
πάλλει μια ζωή που δέχεται κι αλλάζει
και μες στους ίσκιους και το κρύο ν’ ανασαίνει τα
ξέφτια της φωτιάς
που χώνονται απ’
τις χαραμάδες.
Μια ζωή που
ξαναφτιάχνει τη ζωή.
Να ζεις. Καλά να
ζεις και τώρα ακόμα.
Όμως πονάει. Δε λέγεται το πώς πονάει.
Θυμηθείτε σαν
έρθει ο καιρός τον πόνο σας.
Βουίζουν οι
σειρήνες βουίζουν οι φούρνοι
μες στο
μετάλλευμα τα δάχτυλα αγγίζουνε το μέταλλο
οι σωροί το
κάρβουνο όλο και μεγαλώνουν
στις πλάκες τα
βήματα ενός άλλου σκοπού
το κλάμα ενός
παιδιού ταξιδεύει στον αγέρα –
(Θυμηθείτε,
θυμηθείτε).
Στα
καμίνια, καίνε τις μεγάλες στοίβες της
ερημιάς.
Της ερημιάς μας!..
(ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ
1952-1954 – συγκεντρωτική έκδοση ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943 -1959]
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΓΕΜΙΣΑΝ ΕΝΑΝ ΒΟΥΒΟ ΚΑΙ ΒΡΩΜΙΚΟΝ ΑΓΕΡΑ ΣΑΝ
ΑΠΟ ΣΤΟΜΑ ΠΕΙΝΑΣΜΕΝΟΥ…
(… πάλι ένας ξένος ήρθε στον τόπο μας με πολλά
παράσημα,
πολλούς χαρτοφύλακες, πολύ αίμα πηγμένο στα νύχια
να μελετήσει τον πόλεμο…):
Σαν
αγάλματα που χρόνια ξεχαστήκαν
στην πιο
υγρή γωνιά των πάρκων
πράσινοι,
κίτρινοι,
με γύψο
στις ρωγμές που άνοιξαν οι καιροί,
συσκέπτονται
στα γραφεία τους.
Κάτω απ’
τα πολυτελή τραπέζια
κάτω απ’
τις οικονομικές στατιστικές και τα σχεδιαγράμματα
παραμονεύει μια στοίβα νεκροκεφαλές.
Οι
ομιλίες τους είναι μετάλλινες
οι ανάσες
είναι μετάλλινες
σε κάθε
τσέπη στις μολυβένιες τους στολές
ή τα
νικέλινα γυαλιστερά κουστούμια τους
υπάρχει
κι ένα έγγραφο πιτσιλισμένο θάνατο.
Γδέρνουν σιγά
– σιγά το χώμα της πατρίδας
ξεριζώνουν
το γρασίδι
κι
απομένει ο γρανιτένιος σκελετός της γης
γυμνός χωρίς ούτε ένα λουλούδι
να το
φοράν οι κοπέλες στα μαλλιά τους
κι
απομένουν τα εγκαταλειμμένα λατομεία
γεμάτα
πυρομαχικά.
Σ’ όποιο
σημείο του χάρτη ακουμπάν
εκεί τα
σπαρτά πεθαίνουν.
Όμως τα
παιδιά παίζουν τους βόλους τους
στα
ρείθρα των πεζοδρομίων,
τα πλοία
ταξιδεύουν και μεταφέρουν
εμπορεύματα
και χρηματαποστολές
την ίδια
ώρα που ετοιμάζεται
με
παγερούς και στίλβοντες υπολογισμούς
η μεγάλη
κλεψύδρα της ανθρωπότητας
που θέλει
το αίμα όλων μας για να γεμίσει
και μεις
γιμόμαστε από μια μονάδα
στους
πολυψήφιους αριθμούς του φόνου και της αρπαγής.
Ε!..
αδέλφια, ακούστε!..
Ο αγέρας
αυτός που αγγίζει τα πρόσωπά μας
που
πτυχώνει τα πουκαμισάκια των παιδιών
που
κουνάει τα πλοία στο λιμάνι
δεν είναι
θαλασσινός μπάτης.
Είναι οι
εξατμίσεις των βομβαρδιστικών αεροπλάνων
τ’ αέρια
των μυδράλιων
οι φωτιές
και οι καπνοί των ναπάλμ
που όπου
κι αν πάμε θα μας φτάνουν.
Αδέλφια,
η γη μας είναι όμορφη και μας την κλέβουνε
η θάλασσα
μας καθαρή και τη λερώνουν
εμείς
είμαστε για ν’ αγαπάμε και μας ποτίζουν
μίσος
κι αυτός
ο λόφος ο συρματοπλεγμένος,
μ’ αυτά
τ’ αλλόκοτα ικριώματα,
με τ’
αντιαεροπορικά κανόνια,
είναι για
να φυτέψουμε αμπέλια,
για να
περπατάν ερωτευμένα ζευγάρια.
Αχ, η
καλημέρα του γείτονα χαμένη,
το πιάτο
χωρίς φαϊ, ο ύπνος χωρίς γαλήνη
και τα
παιδιά να κλαίνε, να πεινάνε,
να
παίρνουν στο σχολειό κακούς βαθμούς…
Ε,
αδέλφια, αδέλφια, κίνδυνος!
Αυτός ο
ξένος
μες στις
μαρμάρινες κλειδώσεις του κρύβει το θάνατο
και στ’
άδεια μάτια του, πάλι το θάνατο.
Αδέλφια,
κίνδυνος!
Το
ξέρουμε πως είναι άγρια η φωνή μας
πως είναι
βραχνή μα πρέπει ν’ ακουστεί.
Στ’
αργαλειά της πείνας και του φόβου
υφαίνουν
το κακό ολωνών.
Είναι
άγρια η φωνή μας
μα πιο
άγρια είναι η νύχτα που έρχεται.
Χτυπήστε
λοιπόν τις καμπάνες του κινδύνου
σημάνετε
συναγερμό παντού.
Έτσι
λοιπόν, χτυπήστε τις καμπάνες
να μάθουν
όλοι οι άνθρωποι
όλες οι
μητέρες όλα τα καμένα χωριά
η φωνή
της Ελλάδας ν’ ακουστεί
πάνω απ’
τις πολύχρωμες ρεκλάμες
πάνω απ’
τα πολύχρωμα πουκάμισα
πάνω απ’
τα πολύχρωμα περιοδικά
που παν
να κρύψουν το σκοτάδι της σφαγής.
Η φωνή
μας είναι άγρια
όπως
άγρια είναι και η απόφασή μας,
να
θέλουμε σοδειές για τα χωράφια μας,
ν’
αγαπάμε τα φράγματα που δεν μπορεί
θα
γίνουνε μια μέρα στα ποτάμια μας,
ν’
αγαπάμε τ’ αρχαία μάρμαρα,
ν’
αγαπάμε την ειρήνη.
[ΚΡΑΥΓΗ ΚΙΝΔΥΝΟΥ
από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954 που περιλαμβάνεται
στη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]
ΔΥΟ
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
(από τη συλλογή του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ
1953)
Αν είδες
ποτέ στη μέση του δρόμου
δυο
ανθρώπους να τους πηγαίνουν με χειροπέδες
δεν
αποκλείεται ο ένας να ήμουν εγώ
που με
ξανάστελναν εξορία.
Κι εκείνο
το πρωί είχα σαν κι εσένα τόσα όνειρα
για τη
δουλειά που θα ’βρισκα,
για έναν
περίπατο στα φώτα και την άσφαλτο,
για λίγο
ήλιο…
Κι
εκείνος
που
ξαφνικά τα σίδερα τον δέσαν στο κορμί μου
είχε κι
εκείνος χαραγμένα τα όνειρά του
στο
αυστηρό του πρόσωπο.
(Τον
πήρανε χαράματα στις έξι από τη γυναίκα του)
Όταν
βλέπεις στο δρόμο δυο ανθρώπους με
χειροπέδες
μη
νομίσεις τίποτε περισσότερο
μη
νομίσεις τίποτε λιγότερο.
Δυο
άνθρωποι. Σαν και σένα.
ΚΑΤΑΦΑΤΣΑ ΣΤΟΝ
ΟΥΡΑΝΟ
-Ι-
Από πέτρα
σε πέτρα από ρίζα σε ρίζα από λάμπα
σε λάμπα,
η νύχτα τρέμοντας, σαν ένα στάχυ από γυαλί,
φέρνει
ξανά στην άλλη βλάστηση
που τώρα
κάτω π’ τα κορμιά μας, είναι το κάρβουνο,
ως τα
πυκνά, τ’ ανάποδα πηγάδια των άστρων
όπως
ανεβοκατεβάζουν τους κουβάδες της μακρινής φωτιάς τους.
Μια λέξη,
κι άλλη λέξη, μια χειρονομία, χίλια στόματα
σε κάθε
στάση σε κάθε κίνηση, τα κοριτσίστικα γέλια
που μόνο
είχες προβλέψει, βαθιά σιωπή βιολιού,
ένας
κύκλος που κλείνει η αλυσίδα που συνεχίζεται
κι οι
ανοιγμένες φλέβες του χρόνου δίχως αρχές δίχως τέλος.
Τέσσερα
πρόσωπα ψηλαφούν τον ουρανό.
Βέγας – ο
εφορμών αετός
Αλταϊρ –
ο ανυψούμενος αετός
(πάνω απ’
τις στενές κοιλάδες που πρωτοξεκινήσαμε).
Και η
Κασσιόπη, η πολύ όμορφη Κασσιόπη,
στο
πείσμα της αυστηρής Αθηνάς, στο πείσμα της άμμου που τα σκέπαζε.
Μόνη –
θυμάσαι; - η Ανδρομέδα και φοβισμένη στην ακρογιαλιά
μην
ξέροντας για τον Περσέα
κι όμως
ελπίζοντας.
Των
αστεριών οι δρόμοι, οι δρόμοι των ανθρώπων,
οι
πεδιάδες του διαστήματος αυλακωμένες σε λοξές διασταυρώσεις
αυτά τα’
ατέλειωτα εκατομμύρια έτη φωτός…
Ε, και
λοιπόν;
-ΙΙ-
Α ουρανέ,
μήπως νομίζεις πως μας αρκεί να σε κοιτάμε;
Σα να μου
φαίνεται πως δεν μας ξέρεις.
Όσο κι αν
επαναλαμβάνεις τις πιο καλόπιστες ρομάντσες σου
όσο κι αν
παρεμβάλλεις τις λασπωμένες κοιλιές των σύννεφων
όσο κι αν
εξωθείς καμιά φορά ως ένα αλεύρι
απογυμνωμένο
κι απ’ το τελευταίο μέλλον,
εμείς το
’χουμε ανάγκη να σε βρίσκουμε, αυθεντικό,
μέσα απ’
τις ερειπωμένες φυσιογνωμίες σου,
εμείς
μπορούμε να σε βρούμε μπορούμε να σου μάθουμε
αυτό που
είσαι και δεν το ξέρεις ή το ξεχνάς.
Μη
σφίγγεις τα σαγόνια σου ουρανέ
μη
θυμώνεις κι ούτε να μας φοβάσαι
δε θα σου
κάνουμε περισσότερο κακό απ’ ό,τι χρειάζεσαι.
Μπορούμε
να σε σώσουμε.
Τα βήματα
των άστρων που πάτησαν τόσα γερά κορμιά
και τόσα
πτώματα
καλοδεχούμενα
είναι στην καρδιά μας.
Οι
ακτίνες τους που πριονίζουν το φλοιό της γης
καλοδεχούμενες
κι αυτές.
Μα να το
ξέρουν. Εμείς προχωρούμε
ανατινάζουμε
τις γωνίες κάθε ήλιους που μας φράζει το δρόμο
πατάμε
στο λαρύγγι τον κάθε αστερισμό που μας μποδάει.
Κι αυτά
τα σαπισμένα αστέρια
με τ’
άδεια και παγωμένα τους κουφάρια
αυτά τα
προσωπεία που υποκρίνονται το φως
χρειάζονται
ένα γερό καθάρισμα.
-ΙΙΙ-
Μέσα στην
τραχιά μοναξιά της άρμης, μέσα
στις
μυώδεις κινήσεις των ωκεανών
κατοικημένες
μόνο από σιωπή,
η ζωή
ετοιμαζόταν
όπως σε κάθε θραύσμα φως ετοιμάζονται τα χρώματα.
Ζωή στα
σπλάχνα του γρανίτη και της ατμόσφαιρας
ζωή στα
πληγιασμένα εσώρουχα του ύπνου
ζωή πάνω
απ’ την τέφρα, ζωή κάτω απ’ το χιόνι
κι εκεί
στη μέση, ορθός, αρσενικός,
με το
αξούριστο βυζαντινό του πρόσωπο, ο
θάνατος –
μια παύση
που ανασυνδέει την κίνηση
ένα
γεροφτιαγμένο άρβυλο που εξαντλεί τα όρια της θαλπωρής
ένα ρούχο
που τυλίγει την παγωμένη σκιά του φεγγαριού
ένα
τραπέζι που η ζωή στρώνει για το φαϊ της
ένα
μέταλλο στο τέλος ενός φύλλου στις αρχές ενός δάσους
Σε πηγές
και πηγές, σ’ αγρίμια κι αγρίμια, σε σμιξίματα
και
σμιξίματα, σε τάφους και τάφους, σε τσουκάλια και τσουκάλια
περνάει
ένα κύμα.
Ένα κύμα
φωνάζει, ένα κύμα ψάχνει, ξεγυμνώνει τη σάρκα σου
ξεγυμνώνει
το κύμα, ξεθάβει κόκαλα από πετρωμένο φως,
αναποδογυρίζει
το θάνατο, φαρδαίνει τη ζωή, τη σακατεύει
τη
δυναμώνει - μα τι γυρεύει;
Πού πάει
το κύμα; πού πάμε; πού πάμε;
Προχωρούμε.
Και συ
ουρανέ που είδες μέσα στο ατέλειωτο ανακύκλισμα ζωής και θανάτου
να
μεγαλώνει ο κόσμος να ψηλώνει ο άνθρωπος
εσύ που
είδες όλους τους πεινασμένους
όλους
τους βασανισμένους όλους τους
κυνηγημένους
μην το
ξεχνάς:
Πέρα απ’
το βόγγο υπάρχει η νίκη.
Και τούτη
η ζωή μας η μικρή δε δέχεται το θάνατο.
-ΙV-
Δεν
δέχεται το θάνατο δε δέχεται το θάνατο
δε
δέχεται το θάνατο όμως εσύ δεν είσαι ένα κύτταρο
που δεν
το ξέρει πως τελειώνει, δεν είσαι ένα ελάφι
που μόνο
τρέμει και βουβαίνεται – εσύ το ξέρεις
και το
διαλέγεις και δεν το θέλεις και δεν το θέλεις.
Κι όμως
απ’ την κούραση και τον έρωτα, απ’ το ξύλινο αλέτρι
του
χαμένου χρόνου, απ’ τα φθαρμένα χαρτονομίσματα των λέξεων
απ’ τα
πόδια μας καρέκλας που ακινητούν μες τους κρατήρες της φτώχειας
απ’ τον
άνθρωπο με τη ρεπούμπλικα, απ’ το ξυπόλυτο στάρι της βροχής
απ’ τις
τρύπες του ήλιου, απ’ την πέτρα και το σαπούνι
απ’ τα
βήματα που παρακολουθούν το βήμα σου
ο θάνατος
φτάνει
όπως το
χέρι φτάνει το ψωμί, όπως τα τρένα
φτάνουν
τα παραπετάσματα της νύχτας.
Ο θάνατος
φτάνει – Γιώργη, Γιώργη.
Μια
θάλασσα από αίμα μας σκεπάζει μες τη νύχτα –
Γιώργη…
Πάνω στα
πρόσωπά μας, μέσα στα στόματα, μες τα ρουθούνια μια θάλασσα από αίμα.
Γιώργη μ’
ακούς;
Εμείς που
πριν μια ώρα δε γνωριζόμαστε –
φέρτε
κοντύτερα τα πρόσωπά σας φωτίστε,
φωτίστε
φέρτε τα
πρόσωπά σας, φέρτε τη φωτιά, φέρτε τη φωνή σας.
Μ’ ακούς;
Μ’ ακούτε;
δε μας
πνίγει, δεν μας εξαντλεί - εμπρός…
εμπρός… μ’ ακούτε;
Όχι δεν είμαι
αυτός ο ασύρματος που επανορθώνει τη σιωπή,
μόνο που
φτύνω το τελευταίο καρβουνίδι της νύχτας
μόνο να
προλάβουμε να προλάβουμε
Μιλήστε,
μιλήστε.
Είμαι
καλά σου λέω, είμαι καλά, είμαστε
δίπλα.
Φέρτε τα
χέρια σας, φέρτε τη φωτιά.
Δε
δέχεται το θάνατο, δε δέχεται…
-V-
Δε θα
μπορέσω πια να ξαναγίνω
ένας
θρόμβος σιωπηλού χαλκού.
Δε θα
μπορέσω να ξεχάσω
τα τόσα
πρόσωπα που ξέχασαν τον εαυτό τους.
Δε θα
μπορέσω ν’ ανασαίνω πια σ’ ένα αγέρα
που να
μην τον φαρδαίνουν χιλιάδες και χιλιάδες ζωές.
Κι αυτός ο
βράχος είναι τόπος μου,
κι
ετούτες οι αγριοσυκιές είναι πατρίδα
μου
όμως ένα
μονάχα χρώμα πάνω απ’ τα μάτια μου
μια μόνο
φλέβα άνοιξης κάτω απ’ το χώμα μου
μια
μοναδική ηλικία του χρόνου μέσα μου
δε
φτάνουν.
Θέλω τη
γη μου ολόκληρη, θέλω τον άνθρωπο
τον
κουρασμένο να σηκώνει τόσο θάνατο και τόσον ήλιο
θέλω τις χιλιάδες
τα σπίτια με το αναμμένο τζάκι
ή με το
γκρεμισμένο τζάκι, θέλω τ’ αξίνι
και το
φτυάρι και τα δίχτυα,
το
πληγωμένο μέτωπο του ιδρώτα,
ω
βασανισμένη μου ελπίδα,
ω γη μου γη μου, πατρίδα μου
κράτα με
σφιχτά στην αγκαλιά σου
κι άσε με
να κλάψω να κλάψω να κλάψω
για κάθε
σκοτωμένο σου φαράγγι, για κάθε ορφανό νησί σου,
για κάθε
πεινασμένο σου χωράφι,
άσε να
κλάψω πιο βαθιά κι απ’ τις ρίζες σου
πιο πικρά
απ’ το πένθος σου
πιο
σίγουρα κι απ’ το φως σου –
ώσπου να
ξαναγεννηθώ μαζί σου.
Θέλω το
θόρυβο των μηχανών
τη ζεστή
μυρουδιά του κορμιού
θέλω τη
φωνή μας.
Μιλήστε,
μιλήστε!
Σ’ αφήνω
Γιώργη, σ’ αφήνω κάθε φίλε,
για την
Αγάπη, θα θυσιάζουμε ως την αγάπη.
Τώρα που
γνωριστήκαμε, χωρίζουμε.
Πρέπει να
πάω εκεί που δεν μ’ έχουν φίλο,
εκεί που
δε θέλουνε να μ’ έχουν.
-VΙΙ-
Απ’ τους
κακοσοβαντισμένους τοίχους του δειλινού,
απ’ το
πετράλαιο, απ’ τις κουζίνες των φτωχόσπιτων,
απ’ την
ορφάνια, απ’ τα κουρεμένα χωριατόπουλα των άστρων,
δεν παύει
να ’ρχεται η ζωή, σα μια νεροποντή
από
σημαίες κι από στάρι.
(Ένα ψάρι
με την πιο τρομερή μνήμη η ματιά μας
κολυμπάει
στις σφιγμένες φλέβες τ’ ουρανού)
Αγαπάς το
μάρμαρο, αγαπάς τον πηλό, τη γερασμένη
ελευθερία
των δένδρων, τα στοιχεία και τις ενώσεις τους
όλες τις
γεωμετρίες των άστρων –
αγαπάς
όχι για ν’ αγαπάς
μα για να
πας πιο πέρα την αγάπη σου.
Αγαπάς τη
ζωή,
Αγαπάς
την κίνηση, ένα τυφλό έντομο, ένα ζώο
που σ’
έχει χάσει απ’ την άλλη άκρη του χρόνου,
αγαπάς
όλο το χωματένιο δρόμο που περάσαμε.
Αγαπάς
τον άνθρωπο.
Μια λύπη,
μια πηγή που φαρδαίνει τις καμπύλες των χειλιών
δυο
ροζιασμένα χέρια, λησμονημένα,
γνωρίζεις
κι αγαπάς τον άνθρωπο
για να
μαζέψεις στάλα τη στάλα
σπόρο το
σπόρο πέτρα την πέτρα
πράξη την
πράξη το αληθινό σου πρόσωπο
το
σκορπισμένο ανάμεσα στη γύρη και τα ποτάμια
το χαμένο
μέσα στα έπιπλα και τους κινηματογράφους.
Τρέχουν,
τρέχουν, μ’ ένα τσαμπί λυγμούς στην αγκαλιά
με τ’
αποφάγια του ανέμου για να χορτάσουν
με τα
κουρέλια της αλήθειας να ξεγελάσουνε το κρύο –
όχι, δε
θα μπορέσω πια να δω σε κάθε άνθρωπο
το ρευστό
μέταλλο των κλεισμένων του χεριών,
μια ζωή
καταπονημένη απ’ τη ζωή.
Πρέπει να
προχωρήσομε.
ΤΑ ΕΙΚΟΣΙΠΕΝΤΕ ΜΟΥ
ΧΡΟΝΙΑ ΣΥΝΩΣΤΙΣΜΕΝΑ ΣΕ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ ΔΙΩΓΜΩΝ
ΚΑΙ ΣΤΕΡΗΣΕΩΝ
(… ΚΑΤΑΦΑΤΣΑ ΣΤΟΝ
ΟΥΡΑΝΟ, απόσπασμα από το 8ο μέρος ποιήματος του Τίτου Πατρίκιου αφιερωμένου στο
Γιάννη Ρϊτσο…)
Συρματοπλέγματα των άστρων, νησιά δεμένα χειροπόδαρα,
λάσπη, εξορία, πέτρα απ’ τις ρωγμές των νυχιών
που πλημμυράει ως την καρδιά, κρύο, εξορία,
πάλι βροχή από το σηκωμένο γιακά της σκηνής,
ένα άλλο χαρτί που δεν χρησιμεύει πια σε τίποτα,
βιβλία σκαμμένα ως το κόκκαλο, μοιρασμένη ζωή,
άνθρωποι τόσο βασανισμένοι, τόσο να ξέρουν ν’ αγαπάνε,
ο έρωτας, υπάρχει δεν υπάρχει, πικρό αγκάθι
ορθό μέσα στο στόμα,
γράμμα που δεν έρχεται, γράμμα που έρχεται όταν
κανείς άλλος δεν παίρνει, καιρός κερδισμένος,
άνεργος καιρός, λύσσα του άνεργου καιρού, λύσσα της γνώσης,
λύσσα να προχωράς έστω και μες τη μάντρα των όμοιων
χειμώνων,
κι άλλοι άνθρωποι, κι άλλη χαρά τυραγνισμένη.
Τα εικοσιπέντε μου χρόνια συνωστισμένα σε
δεκαετίες διωγμών και στερήσεων -
όχι, δε θα σας κάνω τη χάρη να σας συνηθίσω, να
βολευτώ μαζί σας.
Δεν προσαρμόζομαι στο θάνατο.
Και συ σταμάτα το χαμόγελο αυτής της ηλίθιας
αισιοδοξίας
Δε μας κάνει.
Έτσι να σούρεις τα κομμάτια των χειλιών σου πάνω στο
αίμα,
σ’ όλο το αίμα, αίμα από πληγές, από αιμοπτύσεις,
από χυμένα σπλάχνα, από εκτρώσεις,
από καθυστερημένες φιάλες προσεγγίσεων,
από δολοφονημένες αλήθειες,
από ακρωτηριασμένα παιδιά –
βάψε το μες στην πέτρα και την εμπιστοσύνη
βάψε το σε μια καινούργια αισιοδοξία σφυρηλατημένη από
το σήμερα
-ΙΧ-
Με την
υγεία μιας διαρκώς κατανικημένης
αρρώστιας
ξεριζώνοντας,
ξεριζώνοντας κάθε θρύλο
και μεσ’
απ’ τους ξεσκισμένους μύθους
ανασαίνει
η καινούργια ιστορία,
πέρα απ’ τις
μικρές ατομικές αγάπες
κατεβαίνει
ο καταρράχτης της παγκόσμιας αδελφοσύνης.
Αυτή η
μεγάλη σκαλωσιά της γνώσης
όλο σε
πλησιάζει ουρανέ.
Με μια
κλοτσιά φεύγουν τα ποιητικά κομοδίνα
που βάλαν
δίπλα στο κρεβάτι της αρρώστιας σου.
Α, θα σε
κάνουμε καλά
θα σε
καθαρίσουμε σα μια πελώρια βιτρίνα
από τις σκόνες
των αιώνων.
Έλα
λοιπόν μαζί μας σύντροφε Ουρανέ
ξανανιωμένος
έλα όπως έρχεται
το μέλλον
μέσα απ’ τις
γκρεμισμένες όχθες
του φόβου
και του θανάτου.
Ελάτε,
ελάτε.
Ελάτε.
Μια
τέτοια νύχτα
τέσσερα
πρόσωπα χαράζονται πιο καθαρά.
Ο
Γιώργης, ο Βασίλης, ο Κάρολος κι εγώ.
Μια
τέτοια νύχτα κάτι καινούργιο υπάρχει.
Ένας καινούργιος
φίλος
ένας καινούργιος
χτύπος στην καρδιά του αύριο
ένα
διάπλατο παράθυρο στην ευτυχία.
Αλκόρ,
Αλκόρ, διπλό αστέρι…
Α, σε
τούτη τη ζωή μας
χωράς κι
συ, χωράει ολόκληρη η αχιβάδα τ’ ουρανού.
Ελπίζοντας,
ελπίζοντας.
Μια τέτοια
νύχτα ακούς τα βήματα του κόσμου που προχωράει!..
[από τη συλλογή
του Τίτου Πατρίκιου ΧΩΜΑΤΟΔΡΟΜΟΣ 1952-1954 που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική
έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α 1943-1959, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ 2017]
ΛΕΞΕΙΣ ΓΥΜΝΕΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΛΛΟΓΕΣ
ΤΟΥ ΤΙΤΟΥ ΠΑΤΡΙΚΙΟΥ,
που
δείχνουν τα κόκαλά τους σε μιαν αλλιώτικη διάταξη,
ανατομία
καθημερινών πραγμάτων το πολύ για μια λύτρωση ατομική.
«Γι αυτό κι εγώ δεν γράφω πια για να προσφέρω
χάρτινα ντουφέκια, όπλα από λόγια φλύαρα και κούφια! Μόνο μιαν άκρη της
αλήθειας να σηκώσω, να ρίξω λίγο φως στην πλαστογραφημένη μας ζωή – όσο μπορώ
κι όσο κρατήσω» (Τίτος Πατρίκιος, Μαθητεία 1963]
Παρασκευή, 7
Ιανουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου