Το δένδρο
μπορεί να ’ναι ο άνδρας που ακόμα δεν
βρήκε
Πού πάει το
κορμί του.
Ή να ’ναι
το μέλλον που σάπισε ο σπόρος και
βγαίνουν μήλα στυφά.
Ή ο
διάβολος που έμεινε κάνοντας μάτι τις νύχτες
Κουνώντας
διπλά τα κλαδιά πάνω απ’ τ’ άγρια
σώματα.
ΜΙΛΑΕΙ Ο
ΔΙΑΒΟΛΟΣ:
«Ο άγγελος
δεν ξέρει τίποτα απ’ την ομορφιά του αγγέλου.
Εγώ, μονάχα
εγώ, που πρόδωσα τη φύση μου – την πρώτα αγγελική –
Τώρα μπορώ
σωστά να τη λατρέψω
Να εφαρμόσω
ολόκληρος επάνω της ρουφώντας με φιλιά
τη μεταμέλεια
Να
ονειρευτώ, να ερωτευτώ το απαρνημένο»
ΜΙΛΑΕΙ Ο
ΑΓΓΕΛΟΣ:
«Ο διάβολος
δεν ξέρει τίποτ’ απ’ τη σκοτεινή ομορφιά του.
Εγώ, μονάχα
εγώ, που σφράγισα α’ αυτιά στην επανάσταση
- τη μέσα μου φωνή –
Τώρα μπορώ
σωστά να την ακούω
Να δω μ’
αγάπη εκείνον που αδικήθηκε ξερνώντας
τη φωτιά της αγανάκτησης
Να
εξαγνιστώ, ν’ απαλλαγώ απ’ το κερδισμένο»
[ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ, ΜΙΛΑΕΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ και ΜΙΛΑΕΙ Ο
ΑΓΓΕΛΟΣ, τρία ποιήματα από τη συλλογή
του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981 με αντιγραφή και επικόλληση από τη
συγκεντρωτική έκδοση ΑΝΤΩΝΗΣ ΦΩΣΤΙΕΡΗΣ ΠΟΙΗΣΗ 1970 – 2005, εκδόσεις Καστανιώτη
2008]
Η ΑΠΑΤΗ ΤΗΣ ΤΑΠΕΙΝΟΤΗΤΑΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Ο
διάβολο διδάχτηκε
Ένα
παιχνίδι απατηλό - του ταπεινού –
Λέει
πως είν’ το τίποτα - μια τρύπα –
Μεταμορφώνεται
σε πύρινο Μηδέν
Μουνούχος
φύλακας στο στόμιο της γυναίκας
Ο
έρωτας περνάει από τη σήραγγα
Κάτι
φοβάται
Είναι
σκοτάδι πάει ψηλαφητά
Ο
διάβολος μετράει τα χτυπήματα
Γελάει
και βουίζουν τα τοιχώματα
Το
γέλιο μοιάζει μουγκρητό
Καθώς
φοράει πορφύρα από κραυγές
Μπαίνοντας
βγαίνοντας
Να
φέρει τα χρειώδη.
Στο
τέλος γίνεται Εγώ,
Πετάει
μικρά φτερά
Κουρνιάζει
κάπου χαμηλά
Και
κλαίει.
Στο
τέλος γίνεται Αυτός,
Σπάζει
τις μήτρες του ορατού
Θυμάται
τη χαρά της δύναμης
Φουσκώνει,
υψώνεται
Χειροκροτεί
με σιδερένια δάχτυλα
Ουρλιάζει
Ο ΣΑΤΑΝΑΣ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΦΥΛΟ
Ο σατανάς δεν έχει φύλο
Δανείζεται το κόκκινο της έκστασης
Γεμίζει το κρεβάτι μου φιλιά
Ρούχα κι αισθήματα ριγμένα πρόχειρα
Οι μύτες των μαστών να δείχνουνε
Ειρωνικά τα
ουράνια.
Δεν ξέρω ακόμα την ωραία του φύση
Όμως με θέλγουν οι εύστροφες κινήσεις της
Η ταπεινή ανάπλαση του πάθους –
Κάθε φορά που αλλάζει σάρκα και οστά
Με μάτια από αγνότητα
Ορκίζεται πως θα ’ναι η τελευταία.
«Ο μόνος πόθος του εγώ είναι το εγώ» μου εκμυστηρεύεται
«Χιλιάδες δρόμοι φεύγουνε γυρίζουν
Πάρε στην τύχη ένα:
Εδώ θα ’ρθεις Εδώ λοιπόν, να ξέρεις
Περιμένω…»
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο
ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
Ο ΕΞΟΡΚΙΣΜΟΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Τον
πιάνω κάποτε να με κοιτάει βαθιά
Με
μάτια υπνωτικά, της κουκουβάγιας.
Θυμάμαι
τον γνωστό συμβολισμό
Χαμογελάει
σκληρά
Ένα
δοντάκι ασημί αντανακλάει τη σκέψη μου.
Δε
θέλω πια να καταλάβω
Να
υποκύψω – τόλμησα –
Γιατί
σοφία είναι το ελάχιστα σοφό
Και η
σοφία για να σωθεί
Πρέπει
ν’ ανοίξει γρήγορα τις φλέβες της
Να
τρέξει γάργαρο το πεθαμένο αίμα
Ν’
αφήσει εκεί ν’ αδειάσει η μέσα πίεση
Να
ξεθυμάν’ η αρρωστημένη φύση.
Τίποτα
τίποτ’ από κείνη δε ζητώ
Μα
ερωτευμένος τώρα θα πλαγιάσω
Με μια
καρφίτσα ο εξορκιστής τρυπώντας με
Να
πεταχτούνε λέξη γνώση πράξη ανάμνηση
Σφυρίζοντας
να βγει ο δαίμονας του «Ξέρω»
Κι ας
μείνει ο «Θέλω» αστόλιστος
Ο
«Βλέπω», «Ακούω», «Πίνω και διψώ»
Κι ας
μείνει ο «Πόνεσα», ο «Μέλλον δεν γνωρίζω»
Ας
μείνει ο «Φίλε μου»
«Εσύ» «Ίσως εγώ»
ΠΕΤΑΕΙ Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Πετάει
ο διάβολος με τρυφερά φτερά
Πέφτει
από ’να κόσμον άλλο – γήινο κι αυτόν –
Τόσο
πολύ ορατό
Που
δεν μπορούν τα μάτια να τον
συγχωρέσουν.
Κάποτε
ανοίγει το κουτί του στήθους του:
Τα
αισθήματά του από χοντρό γυαλί
Μια
σφαίρα μέσα της ανάποδα το μέλλον:
Λίμνες
των πάγων και ποτάμια μέταλλο
Ποτίζοντας
αειθαλή εξαρτήματα
Δηλητηριώδη
μανιτάρια Έκρηξης.
Και
πεδιάδες κύτταρα νεκρά
Με
παπαρούνες τα πυκνά αποστήματα
Κρατήρες
στο πρησμένο δέρμα.
Δεν
έχω τίποτα για να προφυλαχτώ.
Δώσε
μας, ύπνε, τα σκοτάδια τζάμια σου
Κι
εσύ, των καθημερινών ωρών ζωή,
Λίγο
από κείνον τον σωστό αστιγματισμό
Λίγους
βαθμούς απ’ τη σωτήρια μυωπία σου.
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
ΜΕ ΤΡΥΦΕΡΑ ΦΤΕΡΑ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Πετάει
ο διάβολος με τρυφερά φτερά
Φοράει
το χνουδωτό της νυχτερίδας
Πυκνώνει
γύρω τον αέρα
Και
τον περπατάει.
«Πάλι
θα κάνει τα μικρά του θαύματα»
Πάω να
σκεφτώ
Αλλά
εκείνος σταματάει το χέρι μου
Ξαπλώνει
απάνω στα χαρτιά και χύνει
Όλο το
μαύρο του εαυτό
Αδειάζει
το μελάνι αίμα του
Με
πλούσιες κηλίδες.
Όταν
κοιτάζω Είναι μια τρύπα σκοτεινή
Στο
βάθος της βογκάει ο Παγκανίνι.
ΕΚΠΟΜΠΗ
Είσαι
στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς
(Έτσι
όπως κλαίνε με λεπτές φωνές, οι λύκοι)
Οι
μέρες άδειες κι οι βδομάδες της σειράς
Μες
στην καρδιά τους κατοικείς, κακό σκουλήκι.
Θόρυβοι,
γέλια, που μπερδεύονται σφιχτά
Με των
ανθρώπων τις κραυγές και των αγγέλων·
Τηλεοράσεις,
ραδιόφωνα ανοιχτά
Μ’
ανταποκρίσεις κι εκπομπές από το μέλλον.
Τι
θέλω εγώ σ’ αυτόν τον ψεύτικο ουρανό;
Κλείνω
τα μάτια μου, νυστάζω και φοβάμαι·
Βαθιά
στα φέρετρα, σε δρόμο αδειανό,
Βάζει
ο διάβολος μπροστά τη μηχανή και πάμε.
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο
ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
Η ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΜΝΗΣΗΣ
(από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981)
Ο
διάβολος δεν έχει παρελθόν Μονάχα
μέλλον
Να το
αλείβει στο ψωμί Της βέβαιης προσδοκίας
Να
γλυκαίνεται.
Δεν
ξέρει τι θα πει φθορά
Φθορά
του έρωτα και χαραγμένα μέλη
Απ’
τους λεπτούς τους δείχτες των ωρών·
Δεν
ξέρει τι ’ναι η έλλειψη
Με
πόσα στόματα βυζαίνει τον αέρα
Δεν
ξέρει, ο πανταχού απών,
Τον
εξευτελισμό τη λύση της ανάμνησης
Όταν
του χρόνου ξεφυλλίζεις το κρεμμύδι
Να
βρεις την τρυφερή καρδιά
Και
τρέχει ο καταρράκτης δάκρυα των αισθήσεων
-Τυφλός
– τυφλός να ψάχνεις τα χαμένα –
Εσύ
που πρώτα γέμιζες το σάκο με τα ευρήματα
Τίποτα
τώρα τίποτα: Ο πάτος όλο τρύπες
Ο ΚΑΚΟΣ ΣΠΟΡΕΑΣ
Ο
σατανάς Κρατάει το σακούλι τα δάκρυα
Οργώνει
βαθιά Και σπέρνει
Κοιτάω
με λύπη
Αυτό
που δεν θα ’μαι ποτέ
Αγγελικά
ξεχύνομαι Και συμπονώ τον Δόλιο
Που
είδε πως ήμουν ακόμα εκεί
Και
χτυπούσε.
Η
ανταμοιβή θα ’ρθει
Με τα
λεπτά μαχαίρια τα ψαλίδια της
Θα
κόβει θα νεκρώνει
Οριστικά
θα ράβει τις πληγές
Ο τραγικός
γιατρός με το ’να χέρι
Πυρετικά
δουλεύοντας ως το ξημέρωμα
Δε θα
πονάει δε θα πεινάει ο άρρωστος
Αδιάφορα
αντικρίζοντας Το σκοτωμένο αίμα
Ξεπνοημένο
ακίνητο στα πριν σεντόνια
Κι
αργότερα Σον ύπνο της ανάρρωσης
Με
δεκανίκια κυνηγώντας τις σκιές
Με
κίτρινους επίδεσμους
Ο
Λάζαρος
Ξεσκίζοντας
το παγωμένο δέρμα του
Πετροβολώντας
τους σκυφτούς
Ανώνυμους Διαβάτες
[από τη συλλογή του Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981]
Η ΜΟΝΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΟΝΟ ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟΙ…
(… Ποιος ξέρει αλήθεια αν
είμ εγώ εσύ αυτός ή ένα έρμαιο Ποίημα…)
«Είμαι»
μου λέει «ο Δίβουλος. Κι ενώ μιλάει,
γίνομαι ο άξονας Για το μικρό χορευτικό
του γύρισμα Που κουβαλάει το φόβο των
στροβίλων. «Κοίτα» μου λέει
«παντού: Η μόνη βεβαιότητα είν’ ο
θάνατος - Γι’ αυτό θριαμβεύω απάνω στο Θεό Που κόλλησαν οι άγγελοί του στο θαύμα Χαλκομανία κι ο ίδιος, απ’ το θόλο να
ευλογεί. Μόνο οι νεκροί είναι
σίγουροι - Με χέρια σταυρωμένα σε παραίτηση Χαμηλωμένα μάτια από την ήττα». (Ωραία ρητορεύει. Αλλ’ η ανάσα του Μου φέρνει κάτι σαν το λίβα των φιλιών Την κόλαση μιας νέας αμφιβολίας). «Κι ο έρωτας λοιπόν είναι μια κίνηση: Να μπω ή να μη μπω· Εκείνη η παλινδρόμηση Έρχομαι -
φεύγω Που σταματάει για λίγο με
σπασμούς Φωνές στη νύχτα ή
δάκρυα. Κοίτα παντού: Τα πράγματα γεννιούνται από τη λέξη
τους Κι η λέξη τρέμει αμφίρροπη Καθώς τον ήχο της τον παίρνει ο καιρός Καθώς δεν ξέρει πια κανείς Κι αν ο καιρός υπάρχει. Κοίτα παντού: Και κοίτα εμένα: Σου μιλώ
Μ’ ακαριαίες πράξεις Ποιος ξέρει
αλήθεια αν ειμ’ εγώ Εσύ αυτός ή ένα
έρμαιο ποίημα Που θέλει η μοίρα του να
ταξιδέψει μόνο - Κι αν ταξιδέψει
μόνο -
Κι αν θελήσει – Κι αν» [Η ΚΟΛΑΣΗ ΤΗΣ ΑΜΦΙΒΟΛΙΑΣ από τη συλλογή του
Αντώνη Φωστιέρη Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΣΩΣΤΑ 1981»
Παρασκευή,
21 Ιανουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου