Ποιος θα μ’ ακολουθήσει στο Σεπτεμβριανό φως;
Ήρθε η Πρώτη εφώναξε γύρνα και πάρε με από τη σιωπή. ΄
Στον ίσκιο των ματιών χανόταν το άπειρο.
Κράταγε ανεξιχνίαστη τα μαλλιά που σκόρπιζαν ολοένα
ύστερα σκάλιζε τη φωτιά βυθισμένη σ’ οράματα.
Τάχα θα σ’ ανταμώσω τώρα που πονώ;
Ώρες για σένα γύριζα από θάνατο σε θάνατο.
Όλα σταματούσαν στα τείχη.
Το σώμα μου γυμνό μονάχα τα μαλλιά
μαυρίζανε πάνω στο στήθος.
Μ’ αρπάξανε κοίτα με γέμισαν
αίματα
κοίταξε τα χέρια μου καίνε τι να τα κάμω;
Άσε με ν’ απιθώσω στο πρόσωπό σου τα χέρια μου.
Πού είναι ποιο είναι τώρα το πρόσωπό σου;
Θ’ ανταμωθούμε κάποτε στη δροσιά της γης;
Μια ξέρα η γη στο Σεπτεμβριανό φως .
Ήρθε η Δεύτερη μαύρος αστερισμός.
Έπαιξε κάποτε στο σινεμά σκηνές ηδονής.
Πόσον καιρό θα υπάρχουμε θα υπάρχω ακόμα;
Η σκόνη ανακατεύει τη φωνή της.
Φοβάται κρύβεται πίσω απ’ το γυμνό χαμόγελο
τα λευκά πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού
το ένα στήθος μισοφωτισμένο στο προσκέφαλο μονάχα αφρός.
Τάχα θα σ’ ανταμώσω;
Είσαι η νύχτα ψιθύριζα είσαι η νύχτα.
Δέξου με στο βασίλειο των αινιγμάτων σου.
Τα δάκρυα με βρέχανε.
Ακολουθούσα τον ίσκιο της ως τα ψηλά τα σπίτια
εκεί που ανοίγουν πόρτες και χάνονται τα σώματα
ύστερα πέφτουν από τα μπαλκόνια.
Φωνή καμία.
Ήρθε η Τρίτη. Ήταν ωραία με τους γοφούς.
Δε γύρευε μήτε άνθη μήτε θάνατο.
Προστάτεψέ εσύ μια ξέρα η γη –
προστάτεψέ με.
Η σκηνή τώρα δείχνει σκάλα που γυρίζει επάνω.
Μια αρχαία οικοδομή καταπίνει σκοτάδι.
Ένα χαρτί στροβιλίζεται.
Φωτίζεται το ακίνητο πρόσωπο.
Ακούγονται βήματα σβήνουν.
Η σκηνή τώρα δείχνει θάλασσα λουομένους
τραπεζάκια με ρούχα στην παραλία
μια παλιά φωτογραφική συσκευή με τρία πόδια
ο ίσκιος της ένα μέτρο πιο πέρα
στον άμμο η βάρκα γυρισμένη
ανάποδα μια ξέρα.
Η σκηνή είναι με Σεπτεμβριανό φως.
Και τώρα αποκαλύπτονται αντιθέσεις αποτσίγαρα και μάσκες
ανοιχτά βιβλία επιστολές έπιπλα και κουφώματα για πέταμα
σανίδωμα παλιό.
Έχει ανάψει το φως στο μέσα δωμάτιο
ακούγεται η φωνή «επιστρέφουμε»
Μια μοναξιά μπροστά σε μια άλλη μοναξιά.
Τώρα το γύρισμα δείχνει έρημη την κάμαρη
κανείς δεν μπαίνει η πόρτα εντούτοις ανοιχτή.
Τα δυο καθίσματα κι ανάμεσα ο λεκές στον τοίχο
ενώ το πλήθος φωνάζει απέξω ή αγωνίζεται
με τον αέρα.
Στο Σεπτεμβριανό φως ποιος θα μ’ ακολουθήσει;
Ο ξυλουργός αφήνει το πριόνι και συλλογίζεται.
Το σφυρί κοιμάται πάνω στο τραπέζι.
Η φρέσκια σανίδα ρίχνει στην παλιά σανίδα τον ίσκιο της.
Ο κύριος Στέφανος ξυρίζεται στο απέναντι παράθυρο.
Είναι πρωί.
Η σκηνή τώρα δείχνει ένα ευχάριστο πρωί
ένα γυμνό δένδρο ένα πουλί
όπως όλα τα πουλιά συννεφιάζουν το άπειρο
ένα εκκρεμές μια πετσέτα την άβυσσο.
Δεν τελειώνει το Σεπτεμβριανό φως.
Έφυγε η Πρώτη έφυγε η Δεύτερη έφυγε
η Τρίτη.
Καθαρίσανε τα νύχια τους και φύγανε.
Ακολούθησαν τον άλλο δρόμο που έστριβε
κάπου σε κάποιαν αμμουδιά πάνω
στα χαλίκια.
Η σκηνή θα δείξει τώρα θάλασσα
ξανά γιαλό κουβέρτα
η άκρη της αναδιπλωμένη πρόχειρα
εκεί που ήταν το σώμα.
Βάθυνε η νύχτα.
Όλα θα μείνουν μόνα τώρα στη δική τους σιωπή.
Όλοι θα κοιτάζουν τα χέρια τους αφού η σκηνή άδειασε.
Θα τα σηκώσουν στο φως θα μετρήσουν τα δάχτυλα ένα προς ένα.
Κι εσύ θα μείνεις έρημη
φεύγοντας χωρίς φωνή από γωνία σε γωνία
αφήνοντας ένα ανεπαίσθητο παράπονο
στα μάτια
που κοιτάζουν.
Μια ξέρα η γη.
Αλλά το φως του Σεπτεμβρίου ακόμα συνεχίζεται.
Η εφήμερη όψη
καληνύχτα - παντοτινή
(ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΟ ΦΩΣ, πρώτο ποίημα στη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και
Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959 - συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1959 εκδόσεις ΕΡΜΗΣ)
Από την ίδια συλλογή ακολουθούν τα
Ποιήματα:
Η ΜΑΡΙΑ ΚΑΙ Ο ΗΛΙΟΣ, Ήλιε ήσουν
πάντα τόσο ζεστός…
ΜΕΘΗ , Μια καμινάδα χάνεται πίσω απ’ αυτό το σπίτι
ΑΓΡΥΠΝΙΑ, Ο χρόνος τώρα κι εγώ σε
μια κάμαρα με τέσσερεις τοίχους…. και κατακλείδα…
ΧΩΡΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ, Εδώ δεν είναι τόπος για περηφάνια
Η ΜΑΝΑ
και ο ΗΛΙΟΣ
(από τη
συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959)
Ήλιε
ήσουν
πάντα τόσο ζεστός τόσο σίγουρος
Ωραία
μέρα θριαμβευτική
γέφυρα
του διαστήματος
νύχτα
που έρχεσαι
πόρτες
κλειστές παράθυρα κλειστά
πού
να χτυπήσεις;
Μου
έλεγε τα νύχια μου χάλασαν.
Μου
έλεγε άσπρισε το πρόσωπό μου.
Φεύγω
μα θα γυρίσω κάποτε
πάντα
γυρίζουμε είμαστε τόσο γυμνοί.
Καθαρίζει
τα χέρια της
καθαρίζει
τα νύχια της
και
σκοτεινιάζει.
Πού
θα κρυφτούμε μου έλεγε.
Παντού
κοιτάζουν όλοι κοιτάζουν.
Είσαι
σκοτάδι μου έλεγε
όλη
τη νύχτα είσαι η νύχτα.
Εγώ
φοβάμαι μου έλεγε
είμαι
γυμνή και παγωμένη.
Σε
παγωμένη φωτιά περιφέρομαι.
Ο
ήλιος μου έλεγε
είναι
ένας άνδρας όμορφος
η
μέρα είναι μου έλεγε
μια
γλυκιά γυναίκα
το
φως ένα αγαθό παιδί.
Τώρα
παντού είναι η νύχτα.
Κάθε
μέρα θα φύγω μου έλεγε
Θα
πάω στα ξένα θα πάω στην έρημο
και
θα ’μια στους άμμους.
Ένας
ίσκιος θα ’μια πάνω στους άμμους.
Ο
άμμος η θάλασσα
ο
αέρας μου έλεγε
η
αγάπη μου έλεγε
ταξιδεύει
παντού γυρίζει όλο το σώμα.
Η
αγάπη είναι η νύχτα που ταξιδεύει.
Τα
φτερά τα φτερά
τα
ωραία τ’ ακίνητα φτερά
κοίτα
λάμπουν στον ήλιο
τα
φτερά που λάμπουν στον ήλιο
τα
γαλάζια φτερά.
Ήλιε
– η νύχτα παγώνει παντού –
ήσουν
τόσο ζεστός.
ΤΑ
ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΣΩΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΓΥΜΝΑ ΠΟΥ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΘΕΣΗ ΟΤΑΝ ΑΝΑΒΟΥΜΕ ΤΟ ΦΩΣ
ΚΑΙ ΤΑ ΚΟΙΤΑΜΕ (έτσι προχωρώ μέσα στη νύχτα κι
ανεβαίνω συνεχώς προς το άπειρο):
Μια
καμινάδα χάνεται πίσω απ’ αυτό το σπίτι.
Μια
καμινάδα χάνεται πίσω απ’ το άλλο σπίτι.
Ένα
αυτοκίνητο περνάει με θόρυβο μεσ’ απ’ τ’ άστρα.
Ένα
σκουπίδι ένα αντικείμενο παλιό
φωτίζεται
άξαφνα από ανάλγητες ημέρες μοναξιάς.
Μια
γυναίκα τραγουδάει στη μια γωνία
στην
άλλη γωνία πίσω απ’ τις γυμνές
οικοδομές.
Είναι
το αίμα της
είναι
το άπειρο που τραγουδάει
έναν
πικρό ακατοίκητο ένα χαμένο κόσμο.
Ένας
δρόμος δυο δρόμοι τρεις δρόμοι
Απόψε
μια αυτοκρατορία νεκρών πουλιών μετακινεί
τη νύχτα.
Ένας
διαβάτης ονειρεύεται εκτελεστικά αποσπάσματα.
Ένα
φανάρι ξύνεται χαμογελώντας.
Η
ώρα καθαρίζει τη γύμνια της
σφίγγει
τα στήθια της σα δολοφονημένα παιδιά.
Κατεβαίνει
ολοένα
το
σκοτάδι χλωμό
τυφλό ασφυκτικό
αδιαπέραστο.
Το
τελευταίο φως επί της γης είναι το δένδρο.
Όπως
η μελανιά στο δάχτυλο
το
ψαροκόκαλο στον ουρανίσκο
η
βροχή στην κάμαρα
το
γυαλί στη φτέρνα.
Όπως
η μύγα για τον άρρωστο
το
πουκάμισο για το σακάτη
η
γομολάστιχα για το χαρτί
η παγίδα
για το αγρίμι.
Όπως
τα χώματα για το νεκρό
είναι
για μένα η νύχτα.
Αλλά
τα μάτια τα καλύτερα
είναι
τα μάτια που προσμένουμε
σε
τούτη τη στροφή του κόσμου
όπου
λάμπει ο ουρανός
σα
λίθος μέσα στη στέρνα.
Τα
χέρια τα καλύτερα
είναι
τα χέρια που φεγγοβολούν
και
σβήνουν σα φτερά.
Τα
καλύτερα λαγόνια τα καλύτερα νεφρά
για
κείνον που ονειρεύεται και φεύγει
χωρίς
ν’ αγγίξει κι ύστερα
μονάχος
συλλογιέται και πονά.
Τα
καλύτερα σώματα είναι εκείνα τα γυμνά
που
αλλάζουν θέση όταν ανάβουμε το φως
και
τα κοιτάμε.
Το
πρώτο φως επί της γης είναι το δένδρο.
Ένας
δρόμος δυο δρόμοι τρεις δρόμοι.
Ο
ουρανός είναι ξερό μελάνι.
Τα
σπίτια πεθαμένα μυστικά.
Χαμένες
απροσάρμοστες ώρες
σπασμένες
σ’ άπειρα μόρια
άπειρες
στιγμές θρυμματισμένες
σ’
άπειρες μικρές αιωνιότητες.
Ο
ένας δρόμος ο άλλος δρόμος
μια
γυναίκα τραγουδάει μέσα απ’ τον κόσμο
είναι
το αίμα της που τραγουδάει
χίλιες
φωνές χίλιες σκιές.
Ο
δρόμος καταπίνει την απόσταση
χάνεται
φανερώνεται ξανά
ανοίγει
τα χέρια του ανοίγει τα πόδια του και πέφτει
ανάσκελα
η
νύχτα μαζεύει τα ρούχα της που σκορπίζονται
η
νύχτα κρατάει τα στήθια της που στάζουν σκοτάδι
η
νύχτα γεμάτη εγκαύματα γεμάτη
φρικαλεότητες
προχωρώ
μες στη νύχτα καταπίνω τη νύχτα
κι
ανεβαίνω συνεχώς προς το άπειρο.
[ΜΕΘΗ από τη συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ
και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959 – συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗ ΣΘΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1951 -1964, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ]
ΑΓΡΥΠΝΙΑ
(από τη
συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959)
Ο
χρόνος τώρα κι εγώ σε μια κάμαρα με τέσσερεις
τοίχους
Εδώ
δεν έχεις τόπο ν’ αφήσεις μήτε τον ίσκιο σου
η
μνήμη και η φωνή μια σκόνη
το
ζωντανό ψέμα η νεκρή αλήθεια
τα
ζωντανά χείλη τα νεκρά λόγια
εκείνο
που πίστεψες πως ήταν και δεν ήταν
εκείνο
που ωστόσο ήταν
ένα
κλειδί στην πόρτα ένας κήπος φωτισμένος
απέξω
μια
μάντρα που ξεφτίζει
ένα
αυτοκίνητο με προβολείς
ένα
παράθυρο σκοτάδι
η
ώρα χαμένη - χαμένη
ο
χρόνος χαμένος σε φανταστικές περιπτύξεις
φέρνοντας
τώρα στο παγωμένο μυαλό
συνομιλίες
πράξεις φανταστικές
φανταστικές
οδύνες παραίσθηση
μονάχα
μια παντοτινή.
Τι
θα κερδίσουμε αν γυρίσουμε το κλειδί στην κλειδαριά;
Άκουσα
τα σιωπηλά λόγια που ύφαιναν το δίχτυ τους
άκουσα
τα φανταστικά φιλιά
άκουσα
την κυρία Μιχαηλίδου να κατεβαίνει
ένα
προς ένα τα σκαλιά του σπιτιού της
άκουσα
ένα σφύριγμα στα δένδρα
άκουσα
δεν άκουσα είδα δεν είδα
τώρα
πηγαίνω σαν ένα αγρίμι λαβωμένο μέσα
στη νύχτα
η
νύχτα συνεχίζεται δεν υποκύπτει
η
νύχτα καταπίνει συμπαγή βουνά
η
νύχτα σκαρφαλώνει πάνω στο χάλασμα
όλα
τα χαλάσματα τραγουδάνε το παλιό αίμα
κι
όλα είναι τώρα κι υπάρχουν
τίποτα
δεν σκοτώνεται μια και καλή.
Άκουσα
το γείτονα που κάρφωνε το κάθισμα
άκουσα
το πουλί που πηδούσε από κλαδί σε κλαδί
αν
δεν ήταν η σκιά μου θα πήγαινα
σε
τούτο το σπίτι ή σε κείνο το σπίτι
θα
γύριζα σε τούτο το δρόμο ή σε κείνο το
δρόμο
αυτά
ή εκείνα τα χέρια θ’ ακουμπούσαν επάνω
μου
αυτά
ή εκείνα τα μάτια θα με κοίταζαν
κι
ευθύς θ’ αποκρινόμουν στο κοίταγμα
το
άδειο θα ’ρχοταν
ένας
καθρέφτης ένα τζάμι όπου εξετάζεις το
πρόσωπό σου
το
πρόσωπο του άλλου που περνάει άγνωστος
τ’
αντικείμενα πίσω σου ιδωμένα από την ανάποδη
θα
περίμενα σε τούτη τη γωνία κοιτάζοντας
την άλλη γωνία
κι
ύστερα αντίστροφα
χωρίς
θόρυβο χωρίς βιασύνη
σε
μιαν ώρα που όλα θα ’ταν κλειστά
που
όλοι θα ’φευγαν για να μην ξαναγυρίσουν
που
όλοι θα γύριζαν αποφασισμένοι να φύγουν
ξανά
φεύγοντας
και γυρίζοντας ολοένα
φωτισμένοι
τώρα από έγνοιες ατομικές
κινούμενοι
συνεχώς στη συνεχή κίνηση
γράφοντας
συνεχώς τα σύνορά τους.
Τίποτα
δεν σκοτώνεται μια και καλή
Το
κάθισμα χρησιμεύει για να καθίσεις
το
ποτήρι χρησιμεύει για να πιες νερό
το
πουκάμισο για να το φορέσεις
ο
διακόπτης για να σβήσεις ή ν’ ανάψεις
το φως
το
μελάνι το χαρτί η γομολάστιχα
το
κατάστιχο των λογαριασμών
το
καρνέ με τα τηλέφωνα των φίλων
όλα
χρησιμεύουν σε κάτι
κάποτε
σε κάτι θα χρησιμέψουν.
Ίσως
κατέβεις στην αποθήκη για να βρεις ένα
αντικείμενο
ίσως
κατέβεις πιο κάτω
εκεί
που τώρα κατεβαίνει η κυρία Μιχαηλίδου
και
το πόδια της φωτίζονται ως τα γόνατα
εκεί
που ο κήπος φωτίζεται
γυαλίζουν
άξαφνα τα δένδρα
εκεί
που ακούγονται βήματα νέα
και
τα παλιά βήματα σβήνουν
εκεί
που ακούγεται η μια φωνή
κι
ύστερα η άλλη φωνή
εκεί
που χάνονται φανταστικά φιλιά
εκεί
που η μάντρα ξεφτίζει
στη
χαμένη ώρα στο χαμένο χρόνο
όπου
το παρόν δεν είναι παρόν
όπου
το παρελθόν ξεκαρφώνεται
μετατοπίζεται
σε απότομες κινήσεις
εκεί
που πληρώνεις και πληρώνεσαι
με
το παλιό νόμισμα ή με το νέο νόμισμα
για
την επανάληψη άχρηστων εμπορικών πράξεων
κινήσεων άχρηστων
σ’
έναν κόσμο που δεν χρησιμεύει σε τίποτα
εκεί
που βλέπεις τον εαυτό σου
σαν
ένα πεθαμένο που σηκώνει το φέρετρό του
εκεί
που βλέπεις τον άλλο
να
μαζεύει το φως από τα ρούχα του
να
ρημάζει μονάχος σ’ έναν άχρηστο κόσμο
όπου
τίποτα δε σκοτώνεται μια και καλή.
Τι
θα κερδίσεις;
Εκείνο
που πίστεψες πως ήταν και δεν ήταν
εκείνο
που ωστόσο ήταν
η
ώρα χαμένη - χαμένη
ο
χρόνος χαμένος - χαμένος σε συμπλέγματα φανταστικά
σε
πράξεις φανταστικές
επάνω παράθυρο ανοιχτό σκοτάδι
ο
χώρος πίσω απ’ το παράθυρο πίσω απ’ το σκοτάδι
ο
χώρος που ονειρεύεσαι κοιτάζοντας – τι κοιτάζοντας;
και
κοιτάζοντας χάνεσαι
βουλιάζεις
ολοένα βουλιάζεις
ενώ
το πρόσωπό σου τώρα φωτίζεται
κι
υπάρχουν εδώ
ένα
τραπέζι ένα κάθισμα
ακίνητα
ο
πρωινός σου καφές οι πρώτες ειδήσεις
[από τη συλλογή
του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959 – συγκεντρωτική έκδοση: ΤΑΚΗ
ΣΘΝΟΠΟΥΛΟΣ ΣΥΛΛΟΓΗ Ι 1951 -1964,
εκδόσεις ΕΡΜΗΣ]
ΕΔΩ ΔΕΝ
ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ, ΕΔΩ ΕΙΝΑΙ ΤΟΠΟΣ ΓΙΑ ΕΚΣΤΑΣΗ…
Ένα μακρύ ποτάμι
ημέρες αργοκίνητες. Η νύχτα ο φόβος
και το κάθισμα. Εσύ γυρεύοντας τη
σκάλα για τον ουρανό. Εγώ ψάχνοντας με
τα νύχια το πρόσωπο ανάμεσα στα σιωπηλά ερείπια της πείνας στον τόπο τούτο με την παγωμένη φωτιά τι περιμένω; Τι περιμένω εδώ που ο πυρετός
παροξύνεται; Αν κάποιος φωνάζει
βοήθεια απ’ το δρόμο αν κάποιος
χτυπήσει τον τοίχο αν έρθουν απέναντι
και καθίσουν όλα τα παιχνίδια που
κερδίζονται χωρίς το Θεό η συνέχεια
του σκοταδιού η λάμπα που έφαγε το
πετρέλαιο τ’ αποτσίγαρα χάμου στο
πάτωμα τα ξένα ρούχα ακόμη ζεστά αν έρθει το θαύμα με τα γέρικα χέρια η πράξη
που γυρίζει ξάφνου σε φόνο;
Γιατί να επικαλούμαι την άσπιλη γυναίκα
που καθάριζε ολημέρα το βασίλειο της;
Γιατί να θυμηθώ την περηφάνια που την έφθειρε ο καιρός την ησυχία στην κάμαρη τη ζέστα και την
άρνηση; Το στόμα ήταν ακόμα
ζωντανό η αλήθεια καρφωνόταν στο ψέμα
και σφάδαζε η λευτεριά πηδούσε από
πόλη σε πόλη έσταζε το αίμα η γύμνια ντυνόταν με προσχήματα κι εγώ κρύωνα όπως τώρα κρυώνεις εσύ και τρομάζεις και
κρύβεσαι μες στο σπίτι όπου τρίζει η
σιωπή κι ανασαίνει βαθιά στο σκοτάδι. Σε τούτοι την κάμαρα έγιναν οι φανταστικοί
βιασμοί η επινόηση του έρωτα και της
απόγνωσης εδώ εφευρέθηκε το ψέμα κι ο
ουρανός υπάρχει μια τρύπα στο
κάθισμα υπάρχει η σιωπή και ο
χρόνος υπάρχουν κι άλλες επινοήσεις
ομοιώματα σχέσεων ομοιώματα επαφών
συναρτήσεων πίσω απ’ τον τοίχο η νύχτα
υφαίνει έναν κόσμο σκιές εξόριστα
διαστήματα μετατοπίζονται οι
πιθανότητες κοιμούνται μες το δίχτυ τους
η ώρα ενεδρεύει στο εκκρεμές μ’
ένα κρύο χαμόγελο τα φαντάσματα σαλεύουν ακίνητα πλησιάζουν κι είναι ακίνητα στην κάμαρα τούτη που είμαι ακίνητος και
περιμένω τι περιμένω; Ίσως κατέβεις παραπαίοντας εκεί που τα
σπίτια χάνονται εκεί που η αυγή ανάβει
ένα εκατομμύριο χαλίκια ίσως κατέβεις
πιο χαμηλά εκεί που το σκοτάδι σκάβει
το χώμα ακατάπαυστα εκεί που
στροβιλίζονται μισοφώτιστα πρόσωπα
εκεί που η μοναξιά σχεδιάζει
ατελείωτα συμπλέγματα ατελείωτα έργα
στον ατέλειωτο χώρο που υπάρχει πίσω από τα πράγματα όπου το σχήμα χάνεται κι η κίνηση
χάνεται εκεί που είσαι ωστόσο σκοτεινά τα μάτια τσακισμένα τα χέρια το καμπύλο κορμί μες στο χρόνο μες στη νύχτα που καίει εκεί που είμαι ακίνητος και κοιτάζω και
περιμένω τι περιμένω; (ΧΩΡΟΣ ΑΝΑΜΟΝΗΣ από τη
συλλογή του Τάκη Σινόπουλου Η ΝΥΧΤΑ και Η ΑΝΤΙΣΤΙΞΗ 1959 – συγκεντρωτική έκδοση ΤΑΚΗΣ ΣΙΝΟΠΟΥΛΟΣ
ΣΥΛΛΟΓΗ 1 1951 – 1964, εκδόσεις ΕΡΜΗΣ)
Δευτέρα, 17 Ιανουαρίου 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου