Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2022

ΧΑΜΟΓΕΛΑΣ ΒΑΘΙΑ ΣΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΜΟΥ ΚΙ ΑΙΦΝΙΔΙΑ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΖΩΗΣ ΜΕ ΘΑΜΠΩΝΕΙ

 

Εσύ που το μάτι σου είναι χείλι

κομπολόι οι ροδοδάφνες φωτισμένες από τα ερευνητικά αυτοκίνητα

όλη νύχτα τις μετράνε μία - μία   το άλλο κομπολόι απλώνεται νωθρά

κοίτα τα γριγριά που η θάλασσα του Φαλήρου λικνίζει

 

αγαπώ τους καρπούς των χεριών σου κλωνάρια της λεύκας

 

μακριά έξω στον όρμο τα πολεμικά φωταγωγημένα με λαμπτήρες

ως τα πιο  ψηλά κατάρτια διαγράφουν μια τρελή γεωμετρία

 

τα χάδια σου μυρίζουνε γαρίφαλο

 

λόγχη της πιο περήφανης αγαύης πάνω σ’ ένα ξερό λόφο της Αττικής

 

ο μηρός σου έχει το χνούδι του ήλιου

 

φωνές των κυμάτων μες στη σπηλιά όπου σκαρφαλώνω πάνω σ’ ένα βράχο

αγαλλίαση η δροσερή παλάμη στήριγμα της πλάτης μου

 

πόσο κάθετος είσαι

 

τη νύχτα ένας φάρος μακρινός σάρωνε και ξανασάρωνε το κρεβάτι μας

από τότε ανοίγω την αγκαλιά μου στο βλέμμα των φάρων

 

μ’ έχεις γοργόνα ακρόπλωρη

 

πέρα απ’ τα γαλάζια λαγκάδια είναι το βουνό ανάμεσα

οι βελόνες των πεύκων μας σκιάζουν με κρόσσια κατά την πνοή της αύρας

 

χαμογελάς βαθιά στα σωθικά μου

 

Στο Παρίσι   φύλλα κισσού τρυφερά βλαστάρια

φώτα πάνω σε σκούρο πράσινο χαλί

σπαρμένο μ’ έξι δάχτυλα ζαρωμένα

που πέσανε απ’ την κοκκινισμένη καστανιά   πέρα στον τόπο μου

φωνές υπόκωφες απορημένες

ναι   να δρέψουμε τις μικροσκοπικές χελώνες

που διαβαίνουν μες στο μαλακό καυκί τους

αιφνίδια αποκάλυψη ζωής με θαμπώνει

 [κι άλλες επιλογές από την ποιητική συλλογή  ΕΚΕΙ-ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979  αντιγραφή και επικόλληση   από τη συγκεντρωτική έκδοση ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1944 – 1985 εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ]

 


ΑΚΟΜΑ ΚΙ ΑΝ Τ’ ΑΡΝΗΘΩ ΕΚΑΤΟ ΦΟΡΕΣ

 (Μάτση Χατζηλαζάρου  από την ποιητική συλλογή της ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ – ΕΔΩ 1979)

Ακόμα κι αν τ’ αρνηθώ εκατό φορές

η ραχοκοκαλιά της ζωής μου ακουμπάει στον τόπο μου

και σε κάθε έρωτα ήλιο   αμετάκλητα

όπως τούτη η ώρα όταν όλα με γράφουν

όπως τούτο το αγαπημένο πλάσμα που μ’ αρπάζει απ’ τη νύχτα

 

χώμα νησιού άγονο και σβολιασμένο

συντρίμμια αρχαίων αγγείων μαζεμένα στην επιφάνεια του χωραφιού

 

τσαμπιά από μικρά άσπρα σαλιγκάρια

κολλημένα στα στεγνά κοτσάνια των ασφόδελων

είναι αυτή μία άλλη μορφή αθανάτων

 

τα ξυρισμένα κεφάλια των παιδιών του χωριού

ξεπερνάνε τη ράχη ενός λόφου κατεβαίνουμε απ’ το μονοπάτι

εκείνα  κουτρουβαλάνε πίσω μας

απ’ τη μια μεριά στην άλλη του τοπίου

ξαναπροβάλλουνε για να μας πετάξουν γελαστά χωρατά ή μικρά λιθάρια

 έπειτα στη μέση του νησιού αυτά τα σύννεφα των γλάρων φτερουγίζουνε

πίσω απ’ το χωρικό και τ’ αλέτρι του

τ’ ανακατεμένο χώμα την άνοιξη προσφέρει τόσο έντονα απολαυστικά

 

Ναοί στάδια κρανία διαφανή

σαρκαστικοί μάρτυρες του διάβα μας

μες στον ήλιο πνοές μυρουδιάς

να μπεις στη σκιά είναι κάθαρση

βουητό της σφήκας

πετάει και ψάχνει τα χείλια σου

πάντα με κάποια διακοπή

και ξεκίνημα τριγμού τζιτζικιών

ν’ αγγίξουμε τα τρυφερά βλαστάρια της κληματαριάς

πιο μακριά

το βουνό ξαπλωμένος ελέφαντας

εδώ ο εχθρός ή ο πόλεμος κορόιδευαν

τα πτώματα που πέρασαν απ’ το απόσπασμα

και απ’ το λιμό

 

Σκαρφάλωμα κατηφόρα σκαρφάλωμα κι αφού

διαβείς την τελευταία πτυχή της γης

η παρουσία του ναού

που το τοπίο στις Βάσσες σηκώνει

ψηλά στα χέρια και συν να του δοθείς

 

το χώνεμα αυτό ανθρώπου και φύσης

δεν είναι διόλου πιο συνταρακτικό

απ’ τη βλάστηση του πλάτανου

ακόμα κι αν η δημιουργία είναι τυχερή σύνθεση

από μόρια πολύ-συναρμολογημένα

α να μπορούσα ν’ ανατρέψω λίγο το συνηθισμένο

ν’ ανακαλύψω μονάχα πώς να κάνω εγώ

μία αληθινή ανθισμένη περικοκλάδα

να φκιάσω χίλια μάτια πάντα διαφορετικά

να εφεύρω ένα βράχο με κατσίκια όλο σκιρτήματα

να ανεβάσω στον ορίζοντα έναν τεράστιο ήλιο

λουλακί σε σχήμα χεριού

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μάτση Χατζηλαζάρου ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979]

 

Στις οχτώ ο ήλιος φουσκώνει σα γάλος

μες στη θάλασσα είναι μεγάλο ματωμένο λαχούρι

εγώ ονειρεύομαι ακόμα προσηλωμένη

στη μικρή σελήνη της ημέρας

αυτή η τόσο ωχρή η δίχως λάμψη

μετά το τελευταίο πληθωρικό ξέσπασμα του ήλιου ακούω

μια γνήσια ελληνική μουσική που να σκίζει την καρδιά

που κρατάει το αίσθημα επί τόπου

έτσι απόλυτα αιωρούμενο σαν κολιμπρί

τέλος κάτι που μοιάζει με έρωτα

ή το να προσπαθείς να γράψεις

 

Ο άνεμος βάζει τις φωνές

ξυπνάει τα βότσαλα

είναι φορτωμένος με απειροελάχιστα μόρια φυκιών

με σκόνες αρμυρές

με ήχους παφλασμού και

αλαφριά αγγίζει ζώα τριχωτά ή φττερωτά

τρυπωμένα κάτω από πυκνά φυλλώματα

στο νησί μέσα στη νύχτα

τέτοιο ταξίδι του ακρογιαλιού είναι σπάνιο

 

Διαγράφουν περισσότερο από ένα σύμπλεγμα

φανερώνουν ακόμα περισσότερα χρώματα

κι από συμπλέγματα ανάλογα με τη λάμψη

των φτερών τους τόσο λεπτά

όσο και τα χόρτα τσίνορα πλάι στο ρυάκι

ζευγαρώνουν η μια σχηματίζοντας έλικα

κι η άλλη αγκίστρι

οι λιμπελούλες ή ντεμουαζέλες   αρσενικές και θηλυκές

 

Ναυτίλος μεγαλόπρεπος πάνω στο τραπέζι μου

κοχύλι άσπρο και πυρρό

παλιό κέλυφος ζώου με φροντίδα

αν και το περίβλημα είναι πάντα έρμα

εγώ όταν φύγω στο θάνατο

το κάλυμμα που θα ’χω εκκρίνει

δε θα ’ναι παρά λόγια λογιών

[αποσπάσματα από τη συλλογή της Μάτση Χατζηλαζάρου ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979]

 

ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΝΑΜΕΣΑ ΜΑΣ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΟΛΩΝ ΕΚΕΙΝΩΝ ΤΩΝ ΛΕΞΕΩΝ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΙΠΕΣ

Ξαναβρήκα το σπόρο απ’ τα λόγια σου

και απ’ τα χέρια   ως τα μάτια   τα χείλια   τα γόνατα   ξαναβρήκα τέλος

το σώμα σου  όπου ανέτειλε για μας το άστρο της αγάπης

μεγάλο σώμα δυνατό ξέχειλο

από τούτο τον κόσμο κινώντας με την ευφυΐα

έως και τη σάρκα έως την ελευθερία του δεσμού που

ανέλπιστα γιομίζει το δικό του τώρα

 

προβάλλουν ανάμεσά μας    διάφοροι κόσμοι ορμής ταυτόχρονα

το βλέμμα σου με σκεπάζει    με το βάρος του σώματός σου

 

υπάρχει ανάμεσά μας    η ιστορία όλων εκείνων των λέξεων

έτσι γαλαξίας    με χαϊδεύει ως την κοιλιά

 

υπάρχει ανάμεσά μας    ένα πλήθος κινήσεων τόσο έντονων

ώστε ποτέ να μην αγγίζουν μονάχα    τη σάρκα που τις ζητάει

υπάρχουν ανάμεσά μας χρόνοι τέτοιας πληρότητας

που μου είπες    οι αρμοί των στιγμών χάσκουνε

 

ερχομός δεσμός αναχώρηση

να τα κρατήσουμε σαν το χαρταετό

ναι ο καιρός είναι απ’ τους πιο αίθριους

[Μάτση Χατζηλαζάρου ΑΝΤΙ-ΑΦΙΕΡΩΣΗ από τη συλλογή της ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ ΕΔΩ 1979]

 

ΣΤΑΓΟΝΕΣ

(Μάτση Χατζηλαζάρου από την ποιητική συλλογή της ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ - ΕΔΩ)

Αδιάκοπα ως τον ουρανό

απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών   ως το αίμα

εισδύει μες το κόκαλο

το πεταμένο πίσω από μια μάντρα με τσουκνίδες

πολύ καιρό αφού λιώσουν οι σάρκες

η σταγόνα   κάθε νερού κάθε υγρού και χυμού

που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε

 

φτέρες πλαγκτόν ή ατόλλ

είναι σημάδια στις γλώσσες όπως   η σταγόνα

κάθε νερού κάθε υγρού και χυμού

που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε

αδιάκοπα ως τον ουρανό

απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών   ως το στόμα μου

δίχως τέλος φανερό

κάθε σταγόνα που κυλάει ξεχειλίζει

και πλημμυρίζει κι εξατμίζεται

ένας διάλογος παλάμη με παλάμη

και τα φύλλα αραιώνουνε

το φως εισδύει ως τους κρυφούς λοβούς

μες στη νωπή θαλπωρή

παλάμη με παλάμη

τα βλέμματα είναι χνούδι φυλλωσιάς

τα λόγια είναι οι φλέβες της

όταν δε σέρνεις πια τ’ αστέρια

σαν του κατάδικου τους χαλκάδες

τ’ αστέρια που σε κρατάνε καθηλωμένο   με το θάνατο

που μας περικλείνει προτού γεννηθούμε

σφουγγάρι της κάθε σταγόνας που κυλάει ξεχειλίζει

και πλημμυρίζει και εξατμίζεται

σταγόνες δάκρυα γάλα και σπέρμα

σταγόνες χυμό σταγόνες φαρμάκι

τόσες σταγόνες που πλανιούνται

μετρημένες για κάθε μοίρα

αδιάκοπα ως τον ουρανό

απ’ τα βάθη της γης και των ωκεανών   ως το αίμα

 

ΣΤΟΙΒΑΓΜΑ

Η νύχτα θα με χαντακώσει

με κείνες τις μεγάλες σκιές που τρεμοσβήνουνε

κι απλώνονται και γλείφουνε

τον τοίχο ψηλά στο παράθυρό μου

σε αντίθετη κατεύθυνση απ’ όσα διαβαίνουνε κάτω στο δρόμο

 

κοίτα τη θάλασσα τόσο άσπρη το μεσημέρι

κι αυτό το γυμνό αγόρι καβάλα στο άλογό του

το πλένει το ξυστρίζει και το κολυμπάει

σκορπώντας γέλια κι αφρούς

 

πού να σταματάει ο ουρανός στη γη

γλιστράει στον άκρη των κεραμιδιών και πέφτει νωχελικά μες στις αυλές και στα σοκάκια ξέρει να τρυπώνει μες στα σπίτια απ’ όλα τ’ ανοίγματα κι έχω δει ουρανό να σωριάζεται μέσα σ’ ένα τάφο πριν προλάβουνε να κατεβάσουν το νεκρό κι έχω δει νύχτες στ’ ακρογιάλια όπου ο ουρανός μ’ όλο του το φεγγάρι ψαχούλευε κάθε βαθούλωμα του κύματος και κάθε αυλάκι και λακκούβα που ματώνει ακόμα αφού τραβηχτεί η θάλασσα

 

στα τελευταία του έρωτα μας είχαμε γίνει

σάρκα και αίματα πάνω στο σεντόνι

μες στη φρίκη και τις μυστικές μηχανορραφίες

με βοηθούσες να σε σκοτώσω

πάνω στην κοιλιά μου

στην Αττική το γαλάζιο υπάρχει δίχως κανένα εμπόδιο

στη θάλασσα στον ουρανό

κι ο αέρας σε κάθε ματιά

ξεφλουδίζει  ένα λιθάρι του βουνού

«βγες στο παραθύρι σου τη νύχτα

θε ν’ αναγνωρίσω τη σκιά σου»

ένα πράσινο τραπέζι

δυστυχία μου

είχαμε ένα πράσινο τραπέζι και δίπλα η πόρτα

 

ξεκοιλιάζαμε τ’ άσπρα σελάχια στον ήλιο

τα εντόσθια τους χύνονται

στην κατηφοριά της προκυμαίας

οι σκιές των γλάρων που πετάνε

αυξάνουνε την ένταση του μακελειού

οι σκιές   αρπάζουνε το αίμα και την ασπρίλα

προτού ξανανέβει η άμπωτη

 

η ταβέρνα στην άκρη του γιαλού

έχει έναν φράχτη με τεράστιους ήλιους

κι ούτε άχνα πάνω στον κόλπο

στοιβαγμένες οι σκιές κι ό,τι φουντώσει   τώρα

 

είναι άξιο το μάτι σου να διασταλεί

τόσο που να καθρεφτίσει την εικόνα   του κόσμου

 

όργανα κρουστά και γλέντι τραχύ

δυο άνδρες χορεύουνε

κορώνουν μες τον ήλιο

και σαν τη ρετσίνα χύνεται η ζωή τους

 

τρία κοριτσάκια τραγουδάνε

«μπουφ άι ρούμπα βίρι βεν-τζε-τζε  

άντε κάλα μεν τζε-τζε   άι τσούμα τσου-μαρία»

μας πιτσιλίζουν με το κέφι τους

οι ψιλές φωνούλες απ’ το περιβόλι

όπου τρέμουνε οι φυλλωσιές

κι οι σκιές τους μπλέκουν μες τα τρελά τους γέλια

 

εκεί που σκοντάφτει ο ουρανός είναι πάνω στα φώτα όταν ξεπροβάλλουν το απόγευμα το χειμώνα όπως σκοντάφτει πάνω στα ολόλευκα αγάλματα και σ’ όλα τα γυαλισμένα μέταλλα και στα τζάμια τα θαμπά τα γαλακτώδη σκοντάφτει και στα γλαυκώματα των τυφλών και στα τουμπανιασμένα πτώματα που ’ναι πιο λεία κι από μια λίμνη δίχως ρυτίδες λίμνες και πτώματα σαν τις σπαρακτικότερες μουσικές

 

σταματάω εδώ   για να γράψω

αρχίζοντας απ’ την καρέκλα

κι ένα τηλέφωνο στημένο εκεί δα

αν κι άλλα πράματα φουντώνουν

που νωθρά ταλαντεύονται

πέρα δώθε από τα’ αντικείμενα

[στίχοι

 

ΦΥΛΛΑ ΜΕ ΕΙΚΟΝΕΣ

(Μάτση Χατζηλαζάρου από την ποιητική συλλογή ΕΚΕΙ – ΠΕΡΑ - ΕΔΩ)

Το φόντο σ’ αυτές τις εικόνες τείνει προς το γαλάζιο πολύ συχνά φωτίζει το μνημονικό ύστερα απ’ ένα αφηρημένο βλέμμα στις φλέβες του χεριού

 

το φόρεμα  τα μαλλιά  σαλεύουνε κοντά στα χείλια της γραμμής  και απλώνονται

 

γυναίκα που με μια κίνηση

ρίχνει πίσω τα μαλλιά της

όπως γυρνάνε τα φύλλα του βιβλίου σε διαστήματα κανονικά

έπειτα η στρώση των μαλλιών το φόρεμα   γίνουνται  ένα

καστανοκόκκινα και σκιές από χρυσαφιές αχτίδες   χρώματα φαύνου

ή μην είναι τα πόδια τα μακριά

όλο τσακίσματα όλο πηδήματα

που σκορπίζουν έναν κάμπο ρείκια καψαλισμένα

το χρώμα τους μοιάζει το καφετί εκείνο   με τις μικρές σπίθες

που ξαναβρίσκεται μονάχα όταν κλείνουμε τα βλέφαρα

μετά από το κάψιμο μιας εικόνας

 

εκεί που ξεπροβάλλουν τα χέρια και το πρόσωπο σα φεγγάρι μες τη νύχτα

 

ένα γέλιο ατλαζιού που σκίζεται

και στο νήμα των ματιών   σκάλωσε ένας χαρταετός

ο χαρταετός της λέξης έρωτας

μετά «στα χείλη κατεβαίνει

κι από τα χείλη στην καρδιά   ριζώνει και δεν βγαίνει»

αυτά αφού ο ήλιος   σηκώσει το δρεπάνι του και τεμαχίσει τον ορίζοντα

πώς να το ζυγώσουμε αυτό το πλάσμα

που χορεύει στα πλάγια εκεί μακριά

τα χέρια όλο τσακίσματα κρατάνε μια φλογέρα

 

Όταν σταματάει το κυνηγητό

η γυναίκα είναι δένδρο με πουλιά

και τσιρίζουνε μες τα κλαριά της

μετά από ξύπνημα αιφνίδιο

στον κορμό της γραπώνονται σκαραβαίοι

και στις ρίζες της σβήνουν πυγολαμπίδες

 

τα πόδια είναι η σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη

 

εδώ υπάρχει κάτι περισσότερο απ’ το χρώμα    μιας περπατησιάς

περισσότερο κι απ’ το μονοπάτι

δίπλα στους φράχτες

κι απ’ τις τρεχάλες του φαύνου

για να κορεστεί μ’ ένα σώμα   για να σπαράξει απ’ το φόβο

κάτι υπάρχει εδώ περισσότερο απ’ τις φαρδιές λουρίδες

ουρανού ή γης ή θάλασσας

γιατί υπάρχει επίσης το κενό

εδώ ακριβώς που παρεμβάλλεις αυτά τα σήματα

έτσι σαν ανάσα

 

το φόρεμα τα μαλλιά σαλεύουνε κοντά στα χείλια της γραμμής απλώνονται εκεί που ξεπροβάλλουν τα χέρια και το πρόσωπο σαν φεγγάρι μες στη νύχτα τα πόδια είναι η σφεντόνα του κορμιού πάνω στη γη το φόντο σ’ αυτές τις εικόνες τείνει προς το γαλάζιο πολύ συχνά φωτίζει το μνημονικό ύστερα απ’ να αφηρημένο βλέμμα στις φλέβες του χεριού

 

ΤΗΝ ΠΙΟ ΗΔΟΝΙΚΗ ΑΦΗ ΤΗΝ ΕΧΕΙ ΤΟ ΣΤΑΦΥΛΙ ΤΟ ΠΡΩΙ…

σαν είναι δροσερό και σκεπασμένο με κείνη την άχνη τη λεπτή.   Πιάνω την κοιλιά σου, με τα τρία μου δάχτυλα, και μου γεννιέται πάλι η εικόνα της δροσιάς του αμπελιού.   Δεν θέλω ανεμώνες κόκκινες, θέλω να χώσω τη μούρη μου μες στα μαλλιά σου,   που ’ναι σα χόρτα στην άκρη του ποταμού.   Ερχομός, δεσμός, αναχώρηση:   να τα κρατήσουμε σαν το χαρταετό…   κι άλλες ΕΠΙΛΟΓΕΣ  στίχων από τη συγκεντρωτική έκδοση Μάτση Χατζηλαζάρου ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1945 -1985, όπου τα λουλούδια των δένδρων είναι τα πουλιά,    το σιγανό κελάηδισμα της θάλασσας είναι η πτώση της βροχής στο τελευταίο τεμπέλικο κύμα του ακρογιαλιού.   Λες κι ήτανε χθες βράδυ ακρογιάλι το σώμα μου κι Ποίησή μας η Ζωή!.. ]

Κυριακή, 23 Ιανουαρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ