Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2022

ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΠΑΛΗΑ ΤΑ ΠΑΛΗΑ ΤΑ ΠΑΛΗΑ ΖΟΥΣΕ Η ΝΕΡΑΪΔΑ Η Μηλιά Η Μη Λια:

 

Ίσως η αιτία είναι όχι που δεν έρχονται εκδρομή.

Που εγώ δεν έχω το κουράγιο να πάω σε κανενός την εκδρομή κι εγώ δεν είμαι περισσότερο από όποιον άλλο δεν είμαι προετοιμασμένος να πάω σε κανενός.

Γι’ αυτό με απελπισία σας προσκαλώ που από μένα αρχίζει η αιτία που κάθε εκδρομή είναι καταδικασμένη.

Στέκεται όλη την ώρα στο πλάι της ασφάλτου.

Τις παρακολουθούσε που έκαναν βόλτες και η Άννα τραγουδά στην αδελφή της και μιλάει στην Άννα σιγά ας μη τον άκουγε.

Ένα αυτοκίνητο φαίνεται από μακριά οι φανοί του φώτισαν τις αγκαλιασμένες αδελφές που κάνουν περίπατο στη μέση του δρόμου.

Κατεβαίνουν δυο άνδρες και κάνουν υπόκλιση και ρωτάν με υπερβολική ευγένεια ρωτάν θέλετε τίποτα; με ευθύνη.

Η Άννα λέει σας παρακαλούμε μπορείτε να μας πάτε στην Αθήνα.

 Ευχαρίστως φωνάζει πρόθυμα ο ένας ευχαρίστως και τρέχει ν’ ανοίξει την πόρτα κι ο άλλος δεν κουνιέται και κοιτάζει την Άννα με χαμόγελο και δεν μιλάει.

 Η αδελφή της Άννας ξεφεύγει κι ορμά πάνω του. Τον αρπάζει από το λαιμό.

Εκείνος δεν πρόλαβε να φυλαχθεί στο σκοτάδι.

Από το αυτοκίνητο πετάγονται γυναικεία ξεφωνητά κι ένας μέσα από το αυτοκίνητο φωνάζει παγίδα κάποιος παραμονεύει εκεί.

Αυτός που είπε ευχαρίστως τρέχει και ξεκολλά την αδελφή της Άννας από τον άλλο.

Την αρχινά στο ξύλο. Η Άννα ρίχνεται ανάμεσά τους.

Φωνάει μη μη είναι άρρωστη μη την χτυπάτε λυπηθείτε μας είναι άρρωστη σας λέω.

Ο άλλος άνδρας πιάνει την Άννα και τη δέρνει.

Ελάτε να φύγουμε φωνάζουν από το αυτοκίνητο.

Η Άννα φωνάζει αυτόν να τις βοηθήσει και να εξηγήσει.

Ρίχνουν τις αδελφές στην άσφαλτο τρομαγμένοι κλωτσάν στα τυφλά.

Η Άννα προστατεύει με το σώμα της την αδελφή της.

Η αδελφή της Άννας βογγά σα να κάνει εμετό.

Η Άννα κλαίει και λέει μη την χτυπάτε είναι τρελή λυπηθείτε μας τρελή.

Εκείνος αποκεί που στέκεται βγάζει μια φωνή φωνάζει από μακριά με λύσσα. Σκοτώστε τες!...

(κι άλλα αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά «Η ΕΚΔΡΟΜΗ», Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1982 – ART by Alexander Sigon)

 

 


ΔΕΝ ΓΥΡΕΥΕΙΣ ΑΛΛΟ ΠΑΡΑ ΕΜΑΣ ΣΕ ΠΟΙΑΝ ΕΚΔΡΟΜΗ ΣΕ ΠΟΙΑΝΟΥ ΤΗΝ ΕΚΔΡΟΜΗ

(αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

ΤΟ ΧΩΡΙΟ: Λόφος στρογγυλός με βράχους κοντούς και κοφτερούς κι ανάμεσά τους φυτρώνει πράσινο ξύλινο αγκάθι. Το χωριό κι ο ουρανός άσπρος και σκοτεινός την ώρα που χαράζει. Τα σπίτια έχουν δυο πατώματα και τα παράθυρα αντί για παντζούρια έχουν άσπρες κόλλες μέσα από τα τζάμια κι ανάμεσα στα παράθυρα του πάνω πατώματος είναι πόρτες και μπαλκόνια που δεν χτίστηκαν. Μπαίνει στο σπίτι και δεν βρίσκει κανέναν. Μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο. Τον βρίσκει που καθόταν και φορούσε άσπρη φανέλα με μανίκι και δεν έδειξε τίποτε που τον είδε να μπαίνει κι ούτε είπε τίποτε λες και γύριζε στο δωμάτιο ύστερα από λιγόλεπτη απουσία. Θα μείνω να περάσω εδώ την νύχτα λέει κι εκείνος δεν μιλούσε. Δεν έχει άλλο κρεβάτι; θα βγω να συνεννοηθώ με την νοικοκυρά. Έρχομαι. Βγαίνει έξω κανένας και στο δρόμο κανένας και πίσω από τους τοίχους. Ψάχνει να βρει την νοικοκυρά. και περπατάει στους πέτρινους άδειους δρόμους να βρει

στη μέση του δρόμου ήταν ένα χαντάκι. Σαν όρυγμα βαθύ και χτισμένο  με μπετόν. Για τα νερά της βροχής

Το χαντάκι ήταν γεμάτο ανθρώπους. Γελούσαν. Έπεφτε μέσα στο χαντάκι και ξανάβγαινε και ξανάπεφτε. Οι άνθρωποι εκείνοι κυμάτιζαν κι άπλωναν επίτηδες τους αγκώνες τους να μεγαλώσουν το συνωστισμό και διασκέδαζαν. Σ’ όλη τη διαδρομή δεν κατάφερνε να ξεφύγει από το χαντάκι κι όλο κυλούσε μέσα. Κάτω από τα χείλη του το χαντάκι κι όλο κυλούσε μέσα. Κάτω από τα χείλη του το χαντάκι φάρδαινε και χωρούσε πολλούς ανθρώπους. Ενώ μόλις χωρούσε να περάσει βγαίνοντας. Τους έβλεπε κάτω από τα πόδια του καθώς πηδούσε σταυρωτά το χαντάκι. Τον έβλεπαν από χαμηλά και γελούν και περιμένουν να ξαναπέσει. Όλοι είχαν κρυφτεί στο χαντάκι και τον παρακολουθούσαν σαν από χαραμάδα καταπακτής. Έτρεχε να φύγει να μη βρει τη νοικοκυρά κι έφευγε να μη δει

Γυμνή περπατούσε με τα τέσσερα και κρέμεται η παχιά κοιλιά της τα στήθη της κι ανάμεσα στα σκέλη της κρέμεται ένα γεμάτο μαστάρι αγελάδας. Έτσι περπατά στην όχθη ενός πλατιού αλλά ρηχού ποταμού. Ποτάμι καθαρό πάνω σε γαλάζια και πράσινα χνουδωτά λιθάρια στρογγυλά. Κι ένα παιδί. Ξυπόλητο κρατούσε ένα σάπιο λουρί από ρολόι κι έψαχνε κάτι να βρει αναποδογύριζε τα λιθάρια κι έψαχνε. Το δένδρο.

 

Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΛΕΕΙ Ο ΓΙΑΤΡΟΣ. ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕΙ Ο ΝΟΜΟΣ…

… λέει ένας γέρος που φαίνεται προεστός. Βάζει μπροστά στο πρόσωπό του μια πλάκα από ψημένο πηλό και το κρύβει. Παράδοξη διατύπωση νόμου σαν σιβυλλική διατύπωση. Κρύψτε το φόνο μη κεντράτε το μέγα φόνο που παραμονεύει μακριά κι όχι πολύ μακριά. Οι τρεις φόνοι κι όταν σας ρωτάν. Να που ζει και συνεχίζει. Ώστε τον σκότωσαν και κοιτάζει με ελαφρή περιέργεια τον άγνωστο νεκρό που είναι ξαπλωμένος στο χώμα και στο κέντρο της ομήγυρης των κατοίκων. Αφού ήταν φυσικός θάνατος φωνάζει η νοσοκόμα. Ο γέρος λέει δεν υπάρχει θάνατος που να μην ήταν φόνος κι όλοι οι θάνατοι. Ένας βράχος πέφτει πάνω στους ανθρώπους και σκοτώνει έναν στην τύχη κι ένας άλλος βράχος πέφτει. Τώρα με τον κλήρο θα βρούμε εκείνον που θα τον συνεχίσει και θα πάρει την θέση του στον κόσμο και θα γίνει αυτό που ήταν αυτός.

στα πόδια της στριμωγμένα τα δυο της ολόγυμνα μικρά παιδιά. Μια γυναίκα! φωνάζει η νοσοκόμα. Είναι ζωντανή απαντά ο γέρος. Και ποιος παρακαλώ φωνάζει η νοσοκόμα ποιος θα γίνει αυτό που ήταν αυτή και ποιος θα πάρει τη θέση αυτηνής στον κόσμο. Αυτή δεν πέθανε λέει ο γέρος. Παίρνουν τη γυναίκα και την πηγαίνουν σ’ ένα σπίτι. Η γυναίκα δεν αντιστάθηκε. Κοιτάν έξω τα δυο παιδιά που τσιρίζουν. Είναι απάνθρωπο φωνάζει η νοσοκόμα και σωπαίνει όχι στον γέρο αλλά σ’ αυτόν σαν να ήξερε τι θα απαντούσε ο γέρος και χωρίς έκπληξη και ταραχή κοίταζε συνέχεια σ’ αυτόν. Φέρνουν τη γυναίκα και την έχουν ντύσει με τα ρούχα του πεθαμένου. Φοράει χοντρό μαύρο παντελόνι και το σακάκι στην πλάτη έχει λάσπες ξεραμένες και της έχουν κόψει τα μαλλιά κι είναι κλαμένη. Αυτός γυρνάει μ’ αποστροφή να δει τον πεθαμένο γυμνό και στη θέση του πεθαμένου είναι κάποιος που του κάνει έναν μορφασμό για να τον τρομάξει. Κι εγώ που πίστεψα φωνάζει ο νεκροθάφτης κι εγώ που χάρηκα πως έχουμε περίπου τον ίδιο θεό κι αντιλήφθηκα κάποια τριαδική έστω κι αν εσείς εδώ τον ονομάζετε μέγας φόνος. Ο γέρος λέει δεν είναι θεός. Η μεγάλη ανάγκη να υπάρχει σημαίνει πως δεν υπάρχει. Αρρώστια πόλεμος.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, Κέδρος 1964]

 

ΑΔΥΝΑΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ ΝΟΜΟΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΓΙ’ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ

(αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνά 1964)

Μα υπάρχει νόμος γραμμένος γι’ ανθρώπους; απαντά ο γέρος. Ο καρνάβαλος. Φωνάζει η νοσοκόμα χτυπώντας τα χέρια ο καρνάβαλος. Ήρθαν οι γύφτοι πρόβαλε το φεγγάρι λυπημένο μάτι της νύχτας. Ορίστε λέει ο προεστός σας καλούμε. Η δυστυχία έχει περισσότερο ανάγκη από θεατές. Εμείς οι Έλληνες είναι στο αίμα μας να μεγαλοποιούμε και να επιδείχνουμε τον πόνο μας. Γεννημένοι δραματοποιοί κι ηθοποιοί κι όμως αυτός δεν είναι λόγος να μη μας πιστεύετε. Εμείς οι Έλληνες εμείς λέει αυτός εκστατικά εμείς. Έρχεται με τα ζωγραφιστά φρύδια αρχίζει να διηγείται ξαφνικά κι όλοι γυρνάν και τον βλέπουν. Με έξαψη διηγείται μπαίνει στο δωμάτιο. Βγαίνει και λέει τα χείλια του φουσκώνουν. Και πετάν σα να θέλει να κάνει εμετό σαν εμετός. Βγαίνει και λέει να δείτε. Να δείτε πώς φροντίζει για την αναπνοή του και δεν προσέχει τίποτ’ άλλο κι ενώ του χαϊδεύω το μέτωπο για ν’ ανακουφιστεί όμως δεν με νιώθει. Εγώ λέω μα η αναπνοή. Η αναπνοή. Η αναπνοή είναι το κύριο, Κύριο βγαίνει και λέει ανοίγει τα μάτια και κοιτά σα να ξυπνά από ύπνο βαρύ και κοιτά γύρω την μικρή εκείνη έκπληξη του ξυπνήματος. Βγαίνει και λέει τέλειωσε ειδοποιείστε τους. Γέρνω να δω κι αυτή μου φωνάζει. Φύγε, φύγε, φύγε. Μπαίνει μπροστά να μη δω. Έχω κι άλλα να σας πω λέει αναστατωμένος σαν ενθουσιασμός. Οι άλλοι σωπαίνουν. Ύστερα ένας λέει θυμήθηκα μ’ έναν φίλο μου. Χτυπάει η πόρτα τι να δει. Μια γυναίκα πραγματική καλλονή. Να κάνουν έρωτα. Φοβόταν κι όμως ερεθιζόταν. Μια μεγάλη ελιά. Την ελιά σου την ελιά σου δεν ξέρω τι με έχει πιάσει. Με απάθεια τελεία του λέει. Δεν είναι ελιά είναι καρκίνος. Κάποιος λέει ήρθε η ώρα. Μια γυναίκα τον αγκαλιάζει και δείχνει πόσο της κοστίζει αυτός ο χωρισμός. Είναι όλα έτοιμα; ρωτάει εκείνος που θα φύγει κι όλοι τον τριγύρισαν και φεύγουν μαζί του. Φωνάζουν αστεία και γελάν. Για να παρηγορήσουν την γυναίκα γιατί και οι ίδιοι είναι συγκινημένοι. Οι φωνές του μακραίνουν κι έφυγαν και μένει μόνος στον ξένο αυτό τόπο. Η νοσοκόμα φώναζε στον γέρο κι επισύρει την προσοχή του διαρκώς προς το μέρος τους. Μη φωνάζετε λέει αυτός φοβισμένος στη νοσοκόμα κι εκείνη εξακολουθεί και πιο δυνατά. Πέστε της λέει στον εργολάβο που είναι πιο κοντά του. Σκύβει και μετακινείται αθόρυβα πίσω από τις πλάτες. Ν’ απομακρυνθεί. Τώρα με τον κλήρο λέει ο γέρος κι αυτός καταλαβαίνει πως είναι πια αργά και πάγωσε περιμένοντας. Εσείς λέει ο γέρος. Τον ανακαλύπτει μέσα στον κόσμο. και τον δείχνει εσείς. Τον οδηγούν σ’ ένα σπίτι. Μπαίνει μέσα και κάθεται σε μια γωνιά. Δεν ξέρει πώς να φερθεί κι είναι τέσσερα-πέντε άτομα. Η γυναίκα έχει κλαμένα μάτια κι ένας άνδρας κάθεται στο κρεβάτι και τα πόδια του κρέμονται είναι γυμνά και κρέμονται με νύχια χοντρά κι ανώμαλα σαν μικρά κέρατα. Ένας άλλος άνδρας πιο νέος κάθεται στο τραπέζι κι έχει μπροστά του μιαν εφημερίδα. Ένα παιδί κάθεται στο πάτωμα και κυλάει ένα ξύλινο αυτοκίνητο και γυρνάει και τον βλέπει κι ύστερα θυμάται το παιχνίδι και το κυλάει κάνοντας βου - βου κι ύστερα πάλι τον κοιτάζει κι απομένει να τον κοιτάζει σαν αφηρημένο. Μπαίνει μέσα μια γυναίκα και αφού του έριξε μια ματιά πηγαίνει στη γυναίκα του σπιτιού κι αρχίζουν να μιλάν ψιθυριστά σαν να συνεννοούνται σε κάτι. Ένας άνδρας την περιμένει έξω από την πόρτα έλα μέσα του λέει ο νέος με την εφημερίδα. Όχι θα περάσω αύριο λέει ο ξένος και κοιτάζει για μιαν στιγμή αυτόν κι ύστερα φωνάζει με προσποιητή ευθυμία στον άνθρωπο που κάθεται στο κρεβάτι ε Δαφνομήλη πώς πάμε. Το στέρνο του κάτω απ’ το λαιμό φουσκώνει σα να φοράει πολλά ρούχα από μέσα και μοιάζει με ζωντανή προτομή με το κεφάλι πολύ πίσω κι όλο γυρνάει και κοιτάζει προς μια κατεύθυνση έξω και πάντα την ίδια λες και παρακολουθεί κάτι που γίνεται εκεί μακριά. Αυτός που τον είπε Δαφνομήλη μουρμούρισε χωρίς να σηκώσει το κεφάλι σα να ξύπνησε από ύπνο μεθυσιού και ξύνει το ένα του πόδι με το άλλο. Στον τοίχο κρέμεται μια γκαζόλαμπα. Δυο φωτογραφίες η μια θαμπή και τονισμένη με μολύβι ζωγραφικής ένα νυφικό ζευγάρι και μονάχα οι δυο φιγούρες μια μαύρη και μια άσπρη. Η άλλη φωτογραφία ένας στρατιώτης μπροστά σε άγαλμα. Κάνει κρύο κι από το παράθυρο ο καιρός δείχνει βροχερός. Από ένα καφενείο ακούγονται λαϊκά και δημοτικά τραγούδια. Το παιδί ξαναπιάνει το παιχνίδι και φωνάζει βου - βου. Εκείνη η γυναίκα λέει πρόθυμα στην άλλη καλά και φεύγει με τον άνδρα που στεκόταν στην πόρτα. Ο νέος σηκώνεται και βγαίνει χωρίς να πει τίποτε κι ο άνθρωπος του κρεβατιού φωνάζει στην κλαμένη γυναίκα θυμωμένα και δείχνει προς την πόρτα απ’ όπου βγήκε ο άλλος τα λόγια του μπερδεμένα και κατάλαβε μοναχά τη λέξη μηχανή. Η γυναίκα δεν απαντά κι εκείνος μουρμουρίζει με σκυφτό κεφάλι κι ύστερα σωπαίνει. Η γυναίκα ανοίγει ένα ντουλάπι και βγάζει ένα μπουκάλι. Το μπουκάλι έχει πώμα από κομμάτι διπλωμένη εφημερίδα λαδωμένη. Ανάβει την γκαζιέρα και βάζει πάνω μια χύτρα πήλινη με νερό. Παίρνει από ένα τσουβάλι πατάτες και ξερά κρεμμύδια και κάθεται να τα καθαρίσει. Το παιδί παράτησε πάλι το παιχνίδι και τον κοιτάζει…

 

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΦΩΝΑΖΕΙ ΓΑΜΜΑ ΒΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΚΕΔΑΖΕΙ ΚΙ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ ΦΩΝΑΖΑΝ ΤΟ ΓΑΜΜΑ ΑΠΟ ΑΠΛΟΪΚΗ ΧΥΔΑΙΟΤΗΤΑ:

Έπνιγαν το γέλιο τους και δεν γυρνάν να τους δει κατάλαβε πως ετοίμαζαν κάτι. Πετάν λόγια να τον κάνουν να γυρίσει κι απογοητεύτηκαν που δεν τους δίνει προσοχή. Δεν κρατιέται και γυρνά απότομα και προετοιμασμένος. Έχουν αλλάξει τα ρούχα μεταξύ τους και διέκρινε πως ο γιατρός έχει ντυθεί παπάς και νεκροθάφτης. Ο κόσμος τους βλέπει και γελά κι εκείνοι που κάθονται μακρύτερα σηκώνονται να δουν καλλίτερα αλλά κι αυτοί οι ίδιοι γελάν. Στο πλάτωμα με τις γλάστρες ανεβαίνει ένας κι αναγγέλλει. Σβήνουν τα φώτα και μένει ένα πράσινο φως. Παρουσιάζεται ο υπνωτιστής. Είναι ένας μελαχρινός κοντόχοντρος άνθρωπος το πρόσωπό του αλειμμένο σμήγμα και το βλέμμα του θα το έλεγες κι αυτό λιπαρό.. Η νοσοκόμα λέει νευρικά αυτός ο άνθρωπος. Δεν μπορεί να είναι υπνωτιστής. Ο υπνωτιστής μιλάει με ένρινη σιγανή φωνή. Και μερικές ταχυδακτυλουργίες και μετά λέει. Θα σας διατάξω να μπλέξετε τα δάχτυλα των χεριών και δεν θα μπορέσετε να τα λύσετε αν δεν σας διατάξω πάλι εγώ και προσηλωθείτε σε μένα. Οι σύντροφοί του κουνιούνται με ταραχή κι ο γιατρός γέρνει μπροστά και χουφτώνει τα χέρια της πολυθρόνας ώσπου πετάχθηκαν οι τένοντές του κι άσπρισαν και γέρνει μπροστά λες και θέλει να παρεμβάλει το σώμα του εμπόδιο ανάμεσα στα χέρια του κι οι άλλου χώρισαν με βιασύνη τα δυο τους χέρια κι ο κόσμος γελάει και κοροϊδεύει κι ο γιατρός λέει με αστάθεια να φύγουμε. Βλέπει με ευχαρίστηση την αναστάτωσή τους. Σηκώνεται με δεμένα χέρια και φωνάζει εγώ. Δεν μπορώ κόλλησαν. Εκείνοι τρομάζουν ο κόσμος φωνάζει. Ο υπνωτιστής λέει κατέχω την ινδική δύναμη. Ο υπνωτιστής στήνει ένα μικρό μαυροπίνακα που έχει εφτά άσπρες κουκίδες βαλμένες ασύμμετρα. Γυρνά στους θεατές και λέει παρακαλώ κάποιος κύριος ή κυρία να μου πει εφτά γράμματα κι όποια θέλει και του έρχονται ασυναίσθητα. Ένα για κάθε από αυτά τα αστρικά σημεία κι ύστερα να μου πει πάλι αυτά τα γράμματα αλλά ανά δυο για να ενώσω με ευθείες κι από το τελικό σχήμα. Εσείς; Ο κόσμος φωνάζει γάμμα ψι βήτα και διασκεδάζει κι οι περισσότεροι φώναζαν το γάμμα από απλοϊκή χυδαιότητα. Όχι λέει αυτός και δείχνει με κακία εκείνος - εκείνος. Εκείνοι σηκώθηκαν και τρέχουν στους διαδρόμους και ψάχνουν στον τοίχο να βρουν την έξοδο κι η νοσοκόμα χτυπάει τον τοίχο και φωνάζει ανοίξτε. Τους παρακολουθεί με χαιρεκακία και λέει στον υπνωτιστή είστε σαν το οινόπνευμα. Όταν ήταν παιδί έκλεινε αράχνες μέσα σ’ ένα γυάλινο κουτί κι έβαζε ένα μπαμπάκι οινόπνευμα αποδώ τους φωνάζει. Τρέχει σε μια κλεισμένη πόρτα του τοίχου αποδώ. Μη φωνάζει ο υπνωτιστής αφού ξέρετε τι είναι αποκεί. Μη φωνάζουν όλοι μη αυτή την πόρτα. Αποδώ φωνάζει κι ανοίγει την πόρτα. Μη φωνάζουν όλοι και σηκώνονται όρθιοι.

[αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Η ΕΚΔΡΟΜΗ, Κέδρος 1964]

 

Η ΕΚΔΡΟΜΗ: ΣΩΠΑΣΑΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΜΕΝΑΝ ΣΗΚΩΣΑΝ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΟΣΚΕΦΑΛΟ Ν’ ΑΚΟΥΣΟΥΝ…

(αποσπάσματα από την ΕΚΔΡΟΜΗ του Γιώργου Χειμωνα 1964)

Ήρθαν πέντε άνθρωποι έτρεχαν στο δρόμο. Πέντε παλληκάρια έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άναψαν τα παράθυρα κι οι πόρτες και οι αυλές. Βγήκαν έξω ρωτώντας. Ο πόλεμος. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους. Πού. Που. Στην πλατεία. Φώναξαν κι έτρεξαν. Στην πλατεία όλα σβηστά και μια φωτεινή επιγραφή και μια μπάντα παίζει μουσική. Τι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους πού. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους ποιοι. Ρωτάν και τρέχουν στους δρόμους έρχονται! Φωνάζουν και τρέχουν στους δρόμους. Μάνα Ανδρέα φωνάζουν και τρέχουν. Στους δρόμους. Φωνάζει σωπάστε μη κάνετε θόρυβο. Για τ’ όνομα του Θεού. Μη κάνετε θόρυβο θα σπάσει ο κόσμος. Φωνάζει οι Πέρσες. Οι Πέρσες. Οι Πέρσες η φωνή δυνατή σαν γυναικεία και πέφτει από τη στέγη κάτω στην άσφαλτο χύθηκε σαν σταγόνα. Έμεινε εκεί σαν αχινός τα αγκάθια του πέταξαν στην αρχή άγρια και τσακισμένα. Μετά χαμήλωσαν και μπερδεύτηκαν τρέμοντας. Έρχεται και φώναξαν να έρχεται. Ήρθε που έστειλαν να δει και μια γυναίκα τον καλεί από μακριά. Τον φωνάζουν ρωτάν η γυναίκα. Τον καλεί σπαραχτικά άνδρας της ή γιος και πατέρας. Έτρεξα. Κι εγώ μη ξέροντας για πού το πλήθος βοά λέγε. Βοά με μίσος. Εκείνη η γυναίκα τον φωνάζει ασταμάτητα. Είναι δικός της και την χτυπάν να σωπάσει η γυναίκα τον επικαλείται δαγκώνει τις παλάμες της. Η γη. Δεν ακούμε. Η γη. Τι λέει. Ρουφιάνε μίλα. Η γη. Βουλώστε το γαμηθείτε. Σκίζεται κι έρχεται. Κέρεται κέρεται αντηχεί το πλήθος με πανικό. Η γη ανοίγεται και σκίζεται. Αδέλφια το ρήγμα και η καταστροφή. Ο άγγελος πέφτει καταγής. Η γυναίκα έχει σωπάσει και δεν τον φωνάζει άλλο της πάτησαν το κεφάλι. Φωνάζουν και τρέχουν στο βυθό των δρόμων. Αυτοί είναι. Είχες χάσει την ελπίδα κι έλεγες και σε λίγο θα σε φτάσουν που πας μονάχος εκδρομή οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα στα βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άστρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωσή σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα κι ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά ο ουρανός οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου. Θ’ αναπαυθείς πάνω στις γροθιές τους μ’ εμπιστοσύνη με φωνές.

Οπότε κι αν ερχόταν πάντα υπάρχει αυτός κι αν ερχόταν πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος εκδρομή.

 

ΑΚΟΥΣΤΗΚΕ ΜΙΑ ΒΡΟΝΤΗ ΚΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΩΝ ΤΟΙΧΩΝ ΒΟΓΚΗΣΑΝ ΚΙ ΑΣΠΡΕΣ ΦΛΟΓΕΣ ΕΚΑΨΑΝ ΤΟ ΧΡΥΣΟ ΤΕΜΠΛΟ…

(… πάντα θα έβρισκε αυτόν που πάει μονάχος ΕΚΔΡΟΜΗ…)

ο ίλιγγος χύθηκε μέσα με μυρωδιά βρεμένης γης κι από το κατώφλι ξεκολλάν κομμάτια και κυλάν στον γκρεμό και μέσα του βόγκησε ένας γδούπος κι ηλεκτρισμένος τραβιέται κλείστε. Κλείστε. Εκείνοι εσταυρωμένοι στον τοίχο και τον κοιτάζουν χλωμοί κι ο άλλος κόσμος έτοιμος να φωνάξει. Σας ρωτώ για τελευταία φορά σας ρωτώ. Θα ’ρθείτε; Περιμένει κι ύστερα φωνάζει στην εκδρομή. Στέκεται και κοιτάζει με μανία το πρόσωπο του καθενός κι εκείνοι βουβοί. Τους αναμετρά με μανία και περιμένει κι ύστερα φωνάζει, Για τελευταία φορά. Ακούστηκε μια βροντή κι οι άγιοι των τειχών βόγκησαν κι άσπρες φλόγες έκαψαν το χρυσό τέμπλο. Ένας σίφουνας μπαίνει από την πόρτα και ξεφύλλισε με πάταγο τα μεγάλα βιβλία των αναλογίων κι ανατάραξε με ορμή τα κρυστάλλινα κρόσσια των πολυελαίων. Τους αναμετρά μέσα στη βροντή και μέσα στον αέρα κι ύστερα τους αναμετρά με δέος κι ύστερα προσέχει με δέος τα πρόσωπά τους σα να μη πιστεύει και να τα βλέπει πρώτη φορά. Όπως όταν έχεις ακουστά κάτι από θρύλο και ξαφνικά το αντικρίζεις ζωντανό. Όταν τελειώνουν πια τα σπίτια κι όταν τελειώνουν τα δένδρα κι όταν φτάνεις πια στην απότομη στροφή του δρόμου και λέει συνεπαρμένος. Τα πρόσωπα των ανθρώπων!...        Οι δρόμοι έξω από τις πόλεις είναι ερημικοί χάνονται μέσα σε βουνά και δεν υπάρχει γι’ αυτούς θάλασσα δεν υπάρχει να χυθούν νικημένα δένδρα χαίρεσαι λάμψη κι άσπρο πλατύ φτερουγίζει στον ίδιο δρόμο και ξέρεις πως δεν έρχονται για σένα και δεν έρχονται για κανέναν και ποτέ δεν ήρθαν έρχονται με φωνές πόσες φωνές στα τεντωμένα τους χέρια χαίρεσαι και χαίρεσαι και σφίγγεσαι ν’ αντέξεις στην ένωση σας γι’ αυτήν έχεις ώρα εκδρομής τα ψηλά χόρτα και ο ήλιος τα δένδρα τα βουνά οι κόκκοι του χώματος ευτυχισμένες πατημασιές ζώων ένα κλαδί κι ένα χαρτί ο στύλος κι ένα κρανίο αρνιού η ελιά τα σύρματα μητέρα μου!.. Ήρθαν πέντε άνθρωποι στους δρόμους, πέντε παλληκάρια, έτρεχαν φώναζαν με πανικό πέρασαν κι έφυγαν φώναζαν και χάθηκαν. Άνοιξαν τα παράθυρα κι οι πόρτες οι αυλές… Βγήκαν έξω ρωτώντας. Φώναξαν κι έτρεξαν στους δρόμους…  Γ. ΧΕΙΜΩΝΑΣ, Μονάχος πάντα έβρισκε αυτόν που πάει ΕΚΔΟΜΗ… (αποσπάσματα από το βιβλίο του Η ΕΚΔΡΟΜΗ, Κέδρος 1964)

Κυριακή, 16 Ιανουαρίου 2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ