Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2021

ΜΕΣΑ ΣΕ ΔΑΚΡΥΑ ΚΑΙ ΦΙΛΙΑ ΚΑΙ ΜΠΑΙΝΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΩΡΑ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ…

 

Είδα όνειρο ήμουν ξυλοκόπος απόστασα

και βγαίνοντας από το δάσος ένα δένδρο μοναχό στο φως

το κόβεις με τη σειρά του το λησμονάς

εκεί που έγειρα στη ρίζα του με πήρε ο ύπνος

βλέπω πάλι όνειρο το τσεκούρι μου   γινόταν φίδι τύλιγε το δένδρο απ’ το κορμό του χώθηκε στα φύλλα

τότε κείνο άνθισε με σκέπαζαν τ’ άνθη του

ο ίσκιος του δροσιά   γυναίκας που ν’ αγκάλιαζε με ξαναγύριζε στην πρώτη μου ζωή

πρόσωπο δεν έβλεπα μόνο το γιασεμί στα σκοτεινά μαλλιά της βάθαινα

μέσα σε δάκρυα και φιλιά και μπαίνοντας στη νύχτα τώρα του ονείρου

ήταν  καράβι το δένδρο κι άλμπουρο το τσεκούρι

κι επάνω του δεμένοι με το φίδι για σκοινί

εγώ με τη γυναίκα να μας κόβει ο άνεμος γυμνούς

καθώς η πελώρια πλώρη   έστριβε αργά προς το μεγάλο σκοτάδι.

 (Ο ΕΡΩΤΑΣ   από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 2008, Κίχλη 2017)  

Αν ότι λέμε ποίηση δεν είναι μόνο και τόσο το άθροισμα των εκατομμυρίων ποιημάτων που γράφτηκαν πάνω στη γη, αλλά προπάντων ο ρυθμός που συνέχει τον μέσα και τον έξω κόσμο, τότε η τύχη του ποιήματος εξαρτάται από το κατά πόσον αναπολεί και ανακαλεί αυτόν τον κρυφό ρυθμό, που κάποτε γίνεται και ονειρικός εφιάλτης.

Ας πούμε λοιπόν πως κάθε ποίημα είναι ένα βέλος μοναχικό

που σκοπεύει το ρυθμικό κέντρο του κόσμου και φαντάζεται πως είναι και το μοναδικό, σημάδι και σύμβολο, εκείνης της κρυμμένης ποίησης. Αν καθ’ οδόν πολλαπλασιάζεται, τούτο συμβαίνει γιατί ο ποιητής αισθάνεται πως η βολή κάπως και κάπου αστόχησε, και ξαναδοκιμάζει...

«Τα Αντικλείδια» του Παυλόπουλου πρέπει πρώτα να ακουστούν ως δοκιμές για να οριστεί το άπιαστο είδωλο της ποίησης και το φάντασμα του ενός ποιήματος. Είναι η εικόνα ενός δίδυμου κυκλικού δρόμου: του κυνηγημένου και του κυνηγού, όπου όμως από ένα σημείο και πέρα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος είναι ποιος. Όπως ακριβώς στο όνειρο, δεν ξέρεις ποιος κυνηγάει ποιον: ο ποιητής το ποίημα ή το ποίημα τον ποιητή

Αυτό είναι το σχόλιο του Δ.Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗ για ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΛΕΙΔΙΑ της ποίησης του Γιώργη  Παυλόπουλου, που είναι ένα μύθος για την Ποίηση και αφηγείται αριστοτεχνικά μία επαναλαμβανόμενη ανά τους αιώνες απόπειρα να παραβιαστεί η ανοιχτή έτσι κι αλλιώς πόρτα της. Το τελικό αποτέλεσμα είναι που μετράει: με αυτό τον τρόπο, από τότε που υπάρχει ο κόσμος, γράφτηκε ένας ατέλειωτος αριθμός ποιημάτων, δηλαδή μια ολόκληρη αρμαθιά αντικλείδια που κάνουν για λίγο να φαίνεται εφικτή η είσοδος στο μαγικό κόσμο της Ποίησης:    

 


Και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

1.   Ο ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ, Είχαν περάσει τα χρόνια…

2.    ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ, Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους

3.   Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και το ΦΕΓΓΑΡΙ, Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει

4.   Η ΔΟΚΙΜΗ, Απάνω ετοίμαζαν το τραπέζι του γάμου…

5.   Η ΣΚΟΝΗ, Αν σταθείς για λίγο και γυρίσεις να κοιτάξεις…

6.   ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΟΝΕΙΡΟΥ, Ήταν βράδυ την Άνοιξη…

7.   ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ και ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ, Σαν έκλεινε το μουσείο αργά τη νύχτα…

8.   Η ΜΥΓΑ, Η θάλασσα είχε κρεμαστεί απ’ τον ουρανό… και

9.   Η ΔΑΜΑΛΑ, Μια νύχτα την άνοιξε ξέκοβε απ’ το κοπάδι

 

 

 

Ο ΣΠΑΣΜΕΝΟΣ ΚΑΘΡΑΦΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Είχαν περάσει τα χρόνια.

Καθόταν ακόμη μονάχος μέσα στο σπίτι

κοιτάζοντας κατά τον τοίχο, εκεί που κρεμόταν μια εικόνα.

Κάτι σαν καράβι, δεν μπορούσε πια να θυμηθεί

μήτε να ξεχωρίσει τι παράσταινε.

Ήταν σκοτεινά στην κάμαρα και δεν υπάρχει καμιά εικόνα

είπε.

Αυτή που βλέπεις ίσως την φτιάχνεις χρόνια με το μυαλό σου

στο μόνιμο γκρίζο που προετοιμάζει τα όνειρα.

 

Έπειτα σηκώθηκε ήσυχα κι άναψε το φως.

Είδε τότε στο ίδιο μέρος του τοίχου

να κρέμεται ο σπασμένος καθρέφτης της νιότης του.

Μέσα από τη χρυσή παγωμένη φωτιά έβγαινε μια γυναίκα

γυμνή με το σκοτάδι της κι αυτός χαμήλωσε τα μάτια

μήπως φανερωθεί ο πόθος του.

Μα εκείνη τον ένιωσε  κι άρχισε να γελάει ξεδιάντροπα

γυρεύοντας πρόστυχες αφορμές για να τον διεγείρει.

Ώσπου οργίστηκε και χώνοντας τα δάχτυλά του στα μαλλιά της

της έβγαλε τις φουρκέτες κι εκείνα χύθηκαν λυμένα.

 

Έτρεμε τώρα σύγκορμη κι από τη φοβισμένη όψη της

πέρασε γρήγορα και χάθηκε ένα μικρό ιστιοφόρο με τ’ όνομα του μαγαζιού

εκεί που σμίγανε κάποτε με τόση αγάπη.

Με τόση αγάπη.  Κι ήταν η εικόνα που πάλευε να θυμηθεί…

Και ξαφνικά τη γνώρισε.

Και της είπε: «γιατί».

Και του ψιθύρισε πικρά «το ξέρεις, μη ρωτάς».

Και σήκωσε για τελευταία φορά το χέρι της να του δείξει

τον σπασμένο καθρέφτη της νιότης του

 

ΟΙ ΜΑΣΤΟΡΟΙ

Ξυπνήσαμε ακούγοντας χτύπους απόμακρους βαθιά στο θόλο
σαν κάτι να μαστόρευαν πολύ ψηλά στον Ουρανό.
Κάποιος έδειξε κατά τον ήλιο. Βλέπω είπε χρυσές σκαλωσιές
τους βλέπω είπε ν’ αλφαδιάζουν και να καρφώνουν εκεί πάνω.
Εμείς ψάχναμε ολοένα μες στο φως μα τίποτε δεν φαινόταν
τους χτύπους ακούγαμε μονάχα.
Ύστερα ένας Άγγελος ήρθε στο πηγάδι μας, άρχισε να βγάζει νερό.
Τα φτερά του γεμάτα γαλάζια λάσπη.
Χανότανε στα ύψη και πάλι ξαναγύριζε αμίλητος και σοβαρός
κι όλη μέρα ανέβαζε νερό να ξεδιψάν εκεί πάνω.
Δουλεύουν και διψάνε είπαμε όπως κι εμείς εδώ κάτω.
Σαν βράδιασε ρίξανε το σκοινί. Κανένας δεν κατέβηκε.
Από την άκρη του έσταζε στο χώμα λίγο αίμα.
Και ποτέ δεν μάθαμε μήτε ρωτήσαμε ποτέ
τι απογίναν οι μαστόροι.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ και το ΦΕΓΓΑΡΙ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Κοιμάται και το φεγγάρι τον κατέχει

 

Είναι ο δρόμος μέσα στο φεγγάρι

ένα σακούλι κόκαλα και τ’ άλογο.

Είναι το τούλι της αγάπης του

η σάρκα της ο άμμος και η ερημιά.

Είναι το λασπωμένο πρόσωπο της Άρτεμης

κι ο Αλφειός κατεβαίνοντας ανάμεσα στ’ αηδόνια.

Είναι το φοβερό φαράγγι που κανείς δεν το πέρασε.

Είναι το άχερο του Χρόνου που πέφτει αιώνια

στη θάλασσα της λησμονιάς. Είναι το αναπότρεπτο:

η τελευταία φορά που θα ιδείς το φεγγάρι χωρίς να το ξέρεις.

 

Και βέβαια δεν είναι τίποτα απ’ όλα αυτά.

Είναι μονάχα το Ποίημα που πέρασε στον ύπνο του

και μάταια θα παλεύει να το θυμηθεί μετά 

κι όταν ακόμη θα έχει φτάσει στη γραφή αυτή.

 

Η ΔΟΚΙΜΗ

Απάνω ετοίμαζα το τραπέζι του γάμου

κι εγώ με τη μικρή αδελφή της νύφης

κατεβήκαμε στο κατώγι να φέρουμε τυρί.

Άνοιξε το βαρέλι κι έχωσα το δάχτυλο

στη μυρωδάτη φέτα.

Κι όπως το έβγαλα βουτηγμένο στην άρμη

εκείνη μου το πήρε και το ’βαλε στο στόμα της

να δοκιμάσει πρώτη

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

Η ΣΚΟΝΗ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Αν κοιτάξεις

αν σταθείς για λίγο

και γυρίσεις και κοιτάξεις

θα ιδείς τον άνθρωπο που έρχεται

μέσα στη σκόνη.

Χαμένος ο δρόμος μέσα στη σκόνη

κι ο άνθρωπος να έρχεται ολοένα

άσπρος απ’ τη σκόνη

άσπρα τα μαλλιά

άσπρο το πρόσωπο

άσπρα τα ρούχα.

 

Αν μπορέσεις να σταθείς

και γυρίσεις πίσω να κοιτάξεις

και κοιτάξεις καλά

θα ιδείς έναν ίσκιο από σκόνη

που βαδίζει και δεν βαδίζει

που έρχεται και δεν έρχεται

Θα ιδείς τη σκόνη να χορεύει

γύρω από έναν ίσκιο

σκόνη που γίνεται ίσκιος

και ίσκιος που γίνεται σκόνη

και δεν μπορεί να πάρει

το σχήμα του ανθρώπου

γιατί ο άνθρωπος είναι σκόνη

σκόνη τα μαλλιά

σκόνη το πρόσωπο

σκόνη τα ρούχα.

 

Αν έχεις μάτια να κοιτάξεις

και γυρίσεις

και μπορέσεις να ιδείς

τίποτα δεν θα ιδείς.

Δεν υπάρχει δρόμος

μήτε άνθρωπος

μήτε ίσκιος κανένας.

Μονάχα σκόνη

σκόνη

σκόνη

και τίποτ’ άλλο.

 

ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΟΝΕΙΡΟΥ

Ήταν βράδυ την Άνοιξη. Μπήκε από την πόρτα του κήπου,

στο πίσω μέρος του σπιτιού και στάθηκε κοντά στη στέρνα.

 

Καθόμουν στο παράθυρό μου που του φώτιζε τώρα το πρόσωπο.

Εκείνος γύριζε τα μάτια του όπως οι τυφλοί κατά το μέρος μου.

Αμίλητος.

 

Παράξενο, είπα, πώς βρέθηκε ο Πρίγκιπας εδώ, πεθαμένος τόσον καιρό.

Και μου ήρθαν δάκρυα στα μάτια.

Όμως κατάλαβα πως ασυναίσθητα, καθώς τον παρακολουθούσα,

άρχισα να προσέχω τις λεπτομέρειες του ονείρου μου.

 

Πρόσεχα λ.χ. το φωτισμό, τους ίσκιους πάνω στα άνθη,

το μαύρο ακίνητο νερό της στέρνας ή το πρόσωπο του νεκρού που επαράσταινε το θάνατό του,

εκφράζοντας κατά βάθος ένα και μόνο, το δικό μου πρόσωπο.

 

Είχα τάχα κάποια προσωπική ευθύνη για την ποιότητα των σκηνών

που είναι ανεπανάληπτες, κλειστές, χωρίς ν’ αφήνουν περιθώρια για επεξεργασία.

 

Στο διάβολο είπα.

Ο Πρίγκιπας ήρθε να σε δει περνώντας τόσα χώματα, τόσα σκοτάδια

κι εσύ χάνεσαι όπως πάντα με τα αισθητικά και τα παρόμοια.

 

Ίσως πάλι είπα – κι άσε τους συναισθηματισμούς –

ίσως μια τέτοια αγρύπνια  να υποδηλώνει κάτι απ’ τις χαμένες δυνατότητες ενός ανθρώπου προσηλωμένου στην τέχνη,

που μόνο μέσα στον ύπνο βρίσκει χρόνο και ψυχή να δουλέψει τ’ ανύπαρχτα έργα του!..

 [από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ και ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ

(από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989)

Σαν έκλεινε το μουσείο

αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια

κατέβαινε απ’ το αέτωμα.

Κουρασμένη απ’ τους τουρίστες

έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά

ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη

χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.

Η ομορφιά της ήταν για πάντα

σταματημένη  μες στο χρόνο.

 

Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί

σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.

Ερχόταν πίσω της αθόρυβα

της άρπαζε τη μέση και το στήθος

και μαγκώνοντας τα λαγόνια της

με το ένα του πόδι

έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα

στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.

 

Καθόλου δεν την ξάφνιαζε

κάθε φορά που της ριχνόταν.

Άλλωστε το περίμενε το είχε συνηθίσει πια.

Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας

με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του

και καθώς χανόταν όλη

μες στην αρπάγη του κορμιού του

τον ένιωθε να μεταμορφώνεται

σιγά – σιγά σε κένταυρο.

 

Τώρα η αλογίσια οπλή του

την πόναγε  κάπου εκεί

γλυκά στο κόκαλο

και τον ονειρευότανε παραδομένη

ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του

να τη λαξεύει ακόμη.

 

Η ΜΥΓΑ

Η θάλασσα είχε κρεμαστεί από τον ουρανό

ξεκόλλαγαν τα σπλάχνα της

δάση νερού κατέβαιναν

φανήκανε από μέσα οι πνιγμένοι

πανάρχαια ναυάγια σκελετοί και ψάρια.

Της έφευγαν τα σάλια

κι από τα πεθαμένα σπάραχνα

βγαίνανε βόθροι και πετρέλαια.

Ήταν όλη μια μαύρη πελώρια μύξα.

Μονάχα στο βάραθρο του χυμένου ματιού της

σα να κυμάτιζαν ακόμη κήποι σκοτεινοί.

 

Ο άνθρωπος που πάλευε στο σπίτι του

να θυμηθεί ποιος είναι

είδε τότε να κάθεται μια μύγα

πάνω στο πτώμα της θάλασσας

«Μια μύγα» είπε και θυμήθηκε

 

μια μύγα μια μύγα μια ΜΥΓΑ

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΕΙΔΙΑ 1989]

 

 

ΛΕΝΕ ΠΩΣ Ο ΠΟΘΟΣ ΤΗΣ ΑΝΟΙΓΕ ΑΥΛΑΚΙ ΣΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ…

(κι ο ταύρος έβλεπε γυμνή τη γυναίκα μέσα στο χάλκωμα του φεγγαριού…)

… Μια νύχτα την άνοιξη ξέκοβε απ’ το κοπάδι   και με λουλούδια στα κέρατα έπεφτε στη θάλασσα.   Όλη τη νύχτα κολύμπαγε   και τα χαράματα τρέμοντας   έβγαινε πέρα στους άμμους και στα πεύκα   κι έσμιγε μ’ έναν ταύρο!..  Λένε πως ο πόθος της άνοιγε αυλάκι στο φεγγάρι   κι ο ταύρος έβλεπε γυμνή τη γυναίκα μέσα στο χάλκωμα του φεγγαριού   και την περίμενε πλάι στο κύμα   με τα ρουθούνια του να στάζουν.   Λένε ακόμη πως ήταν μια συνεπαρμένη   μια καλόγρια από το μοναστήρι στα Στροφάδια!..  που μεταμορφώνονταν σε δαμάλα.    Αν περάσεις από κείνα τα μέρη   στους άμμους ανάμεσα και στα πεύκα   υπάρχει ένα σκίσιμο   κι ο τόπος πάντα εκεί νοτίζει   κι αυτό είναι θα σου ειπούν    της Καλόγριας το Αυλάκι!..    [Η ΔΑΜΑΛΑ από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ 1989]  

Παρασκευή, 31 Δεκεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ