Ξυπνάει και κοιτάζει το σπίτι του.
Τα τετραγωνικά του λίγα, τα έπιπλα
με την αξιοπρέπεια ρυθμισμένα, της ανάγκης.
Τα ρούχα του, τα σακάκια του μετρημένα το ίδιο.
Το παντελόνι μεταξύ ατημελησίας και διαφαινόμενης φθοράς.
Τα παπούτσια επίσης, γεμάτα γαζιά, που η τέχνη του μάστορα επιμελώς έχει
«κρύψει»,
ενώ τα πόδια του ανυπεράσπιστα, μαλακά
καθώς φοράει τις κάλτσες του θυμίζουν πως δεν ήταν
και για πολύ μεγάλα, εν τέλει, στη ζωή πράγματα.
Ύστερα φτιάχνει τον καφέ του.
Φέρνει δυο μαραμένα φρούτα, λίγο μέλι και θυμάται,
ώσπου έτσι φτάνει πια σιγά – σιγά μεσημέρι,
τρώει, πλαγιάζει και σηκώνεται κατά τις επτά.
Συνήθως – και ύπουλα – τον διαβρώνει την ώρα εκείνη ένα υφέρπον παράπονο
και ένα τζάμι θαμπό, το δάκρυ στα μάτια, του κόβει τον κόσμο στα δυο.
Κάπως έτσι λοιπόν το βράδυ
το αίμα μπουκάρει μέσα στο σκάφος – στο κρανίο του
θα τα βρέξει όλα, θα τα γεμίσει και θα πεθάνει!..
ΙΙ
Πελεκάει τα συναισθήματα μέσα του σαν τον ξυλοκόπο
που βγάζει κόβοντας κούτσουρα το ψωμί του.
Κλείνει τα μάτια και ακούει φωνές, περίεργες φωνές.
Πρόσωπα παίρνει, στη θύμησή του, η λαίλαπα και τα κάνει αγέρα.
Δύσκολα μιλάει, αλλά δεν
στεναχωριέται
γιατί ξέρει ότι η σιωπή είναι η
αδικημένη αδελφή της ομιλίας
που κάποτε θα βρει το δίκιο της.
Είναι το ρολόι το χρόνια χαλασμένο, δημόσιου χώρου,
που χτυπά μόνο όταν βλέπει ανθρώπους δικούς του.
Η μνήμη του είναι επίμονη όπως μια
γάτα που ψάχνει ασταμάτητα τα μωρά της
μέσα στη σβησμένη από μέρες φωτιά.
Η ψυχή του ζώο που βόσκει σε τάφο.
Κάποτε ήταν μαζί με τους άλλους, τους πολλούς,
πλην όμως χωρίς ποτέ να το καταλάβει κανείς
πήγε απέναντι και από τότε παραμένει απών·
όσο απών όμως παραμένει αυτός που
τρέχει σε στιγμές χαράς
για να μας βγάλει μια φωτογραφία.
Πότε η πίκρα τον κυριεύει και πότε ο πόνος
σαν δυο παιδάκια ορφανά που αλλάζουν χέρι
στο καλάθι με τα φρούτα όταν κουράζονται
και ακατάπαυστα συνεχίζουν.
Λυπηθείτε αυτό τον άνθρωπο που τα μάτια του είναι
παλαιά πολυβολεία και η καρδιά του ταριχευτήριο πουλιών!..
[ΑΚΑΛΥΠΤΟΣ ΧΩΡΟΣ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ,
εκδόσεις Κέδρος 2010 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]
Σκύλε
που πας πίσω από το άλογο
και
σκύλε που φυλάς το καπέλο του αφέντη.
Οδηγείς
μέσα από την πάχνη νομάδες
που
αθόρυβα σε εμπιστεύονται.
Ιδού,
μαζί περπατάτε,
σας
βλέπω στα βάθη της πεδιάδας, ατμώδεις,
έτσι
πως πάτε να χτυπήσετε την πόρτα της μοίρας και πάλι.
Σκύλε,
είσαι αμέριμνος,
πλην
όμως οσμίζεσαι το θάνατο και κλαις στα πηγάδια.
Σκύλε,
κεφάλι κρουστό και κρανίο σε φεγγάρια σεληνιασμένο.
Είσαι
αδελφός, πλην όμως ασθμαίνεις σαν πατέρας.
Το
σούρουπο απ’ το ρύγχος σου κατεβαίνει
κι απ’
τα μάτια σου σπίθες ξεφεύγουν, παλιάς πυρκαγιάς.
Στέλνεις
τη φωνή σου στο υπερπέραν
και ύστερα
έκθαμβος σαν ξένη κάθεσαι και την ακούς.
Σκύλε
που τρως, σκύλε που τρως σύννεφα.
ΜΙΛΑΕΙ ΕΝΑΣ ΛΗΣΤΗΣ
Κουράστηκα πια στα
υψίπεδα
και θέλω χαμηλά να
κατέβω,
το χέρι μιας γήινης να
φιλήσω Μαρίας
που ισιώνει στον κήπο
τον κισσό
και φτιάχνει, στη
μάντρα δίπλα, τη μαρμελάδα.
Κουράστηκα, σας λέω,
κουράστηκα,
η νύχτα όλο και πιο
πολύ με πληγώνει
και ο πυρετός
ακάθεκτος,
όπως ο εχθρός τα
διαλυμένα φυλάκια, με καταλαμβάνει.
Πήρε απόγευμα κιόλας
και τα χωριά, τα
πράσινα ολόδροσα χωράφια
πέρα μακριά στον κάμπο
κοιτάζω.
Πήρε απόγευμα και πάει
ήδη προς το βράδυ.
Ο θάνατος στους
σκουριασμένους νερόμυλους πλέκεται,
τα πουλιά φεύγουν,
χάνονται,
και τους τρελούς μέσα
βαθιά στ’ αυτιά τους
σκυλιά τους κυνηγούν,
σκυλιά τους κυνηγούν
και καμπάνες.
[από τη
συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]
ΑΕΝΑΗ ΕΝΑΛΛΑΓΗ
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)
-Ι-
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Ίσκιος το μαβί μας τύλιγε στους δρόμους το Μάρτη
ενώ λαούτο έπαιζε ο μικρός καθολικός στις γωνίες το Πάσχα
και τα μάτια του ήσαν πιο κόκκινα
και από τη θρησκεία, τα μάτια του ήσαν.
Οστά στο νεκροταφείο που τα ’βγαλε η πλημμύρα
κι ο ανθοπώλης «τον νεκρό δεν γνωρίζω,
πλην όμως σέβομαι το πένθος»,
στον περίβολο συνέχιζε τον Απρίλη μονάχος να λέει.
«Ένα χρώμα έχετε στο δέρμα
που πάνω του σκοντάφτει το βράδυ, ω γέροι,
και στο πρόσωπο ένα τέλος πολέμου
φωνούλες ακούγονται στα στήθια σας
παιδιών ονείρων πνιγμένων
και στο σύθαμπο του ορίζοντα πέρα μακριά
νοσταλγικές φέγγουν αχνά
φωτογραφίες μέσα στα μάτια σας, παλαιών νεόνυμφων»,
έπαιζε το ξεχασμένο, το Μάη, στο πιάνο κοριτσάκι,
ενώ μυτερά της νεαρής τσιγγάνας τα στήθη
σαν τσαντίρια υψώνονταν τον Ιούλιο
και στα χείλη του αιδοίου της ένα λαϊκό,
χορεύοντας, στηνότανε πανηγύρι.
Οράματα αιωρούμενα τον Αύγουστο στον αέρα,
είτε «πενήντα χρόνια γιατί είμαι μόνος πίνω,
και γυρίζω τα βράδια στα μπαρ και βγαίνω απ’ τις ταβέρνες
και τραγουδάω σε όσες μου φαίνεται πως αγαπάω κοπέλες,
και φέγγε μου για τούτο, συκώτι, σε παρακαλώ,
στον ουρανό το μαύρο φέγγε μου,
της πυρκαγιάς μου εσύ γαλακτερό,
της πυρκαγιάς μου εσύ γαλακτερό φεγγάρι»,
έψαλλε στο δρόμο ο τρελός, το Νοέμβρη, ο πότης.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Καράβια μες στην ομίχλη το φθινόπωρο πνιγμένα,
άχυρο κίτρινο καλοκαιριού βλέμμα,
ακινησία σκιερή Απριλίου
και γυάλινη, γυάλινη θλίψη Μαΐου
που μόνο εγώ λιαζόμουν στου κήπου τη μάντρα το απόγευμα,
μόνο εγώ και τα φίδια
-ΙΙ-
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Δεν είχαν τέλος, θυμάμαι,
εκείνα τα Χριστούγεννα το Δεκέμβρη·
έλαμπε η κοκάλα της γίδας στο πιάτο μου,
έκλαιγα κι εγώ, δάκρυζε και το πεθαμένο,
μου φαινόταν, το ζώο.
Ολοφώτεινο ταξίδευε το μανάβικο
με τα ωραία του κόκκινα φρούτα
και ο πωλητής εραστής επίδοξος των γυναικών
μιαν απειλή ενικού σαν τις έβλεπε τον Ιούλιο,
μιαν απειλή ενικού πίσω απ’ τα χείλη κρατούσε.
Το μεγάλο έπεφτε του χειρουργείου το φως
για την αφαίρεση γεννητικών οργάνων από κορίτσι μικρό
και τρόμαζαν οι κρυφοί σπασμοί
των οργασμών που δεν έγιναν
ενώ όλα μέσα στη μήτρα καθαρά και επιπλέοντα ήσαν,
σαν τη λεκάνη με το νερό και την πετσέτα
που μπροστά έφεραν κάποτε στον Πιλάτο
και τα χέρια του έπλυνε λίγο πριν το φόνο,
τα χέρια του έπλυνε, τη μέρα εκείνη του Απρίλη, τη Μεγάλη.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Άγγελοι προπονούσαν τα φτερά τους
με ασκήσεις ελαφρές στων νησιών τον ύπνο το Μάρτη,
ενώ πέρα, απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, μακριά,
με σχήματα ευμετάβλητα
των εφήβων απλωνόταν το σπέρμα στη νάιλον σακούλα
όπως παλιά νομοί στη γεωγραφία, το Μάη.
Ναυαγός ο λαγός σε ωκεανούς φτέρης,
εκρήξεις υπόκωφες νταμαριών
και στη σκεπή τ’ ουρανού από πάνω
μαδέρια καρφώναν τον Αύγουστο μαστόροι.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Ομίχλη νεκροταφείου, Νοέμβρη, ήλιε, Δεκέμβρη, ασύλου,
ασήμι, Μάρτη, πανέρημου τρούλου ασήμι
και άσπρο νεόκοπου, Ιούλιε, άσπρο
νεόκοπου πάγου
και μυαλό του τρελού ρολόι αλάνθαστο πόλεως,
ρολόι αλάνθαστο πόλεως εξαερουμένης.
-ΙΙΙ-
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Του ψύχους την άγρια είδα τη σκοτεινιά το Γενάρη
και του υνιού την ορμή
με βία το πρωί ξεσπιτώνοντας το σκουλήκι
ενώ ιδού, ο άνεμος ακόμη παντού βασιλεύει,
ο πανικός ο μεγάλος του κεραυνού
μέσα στη νύχτα
καθώς τινάζει ο πετεινός το λαιμό στο σκοτάδι
εκσφενδονίζοντας λίρες
κι η αλεπού φοβισμένη το δαγκωμένο πουλάκι
απ’ το στόμα πετά.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Χρώμα καφέ του Φλεβάρη,
βροχή στα παράθυρα που επιστρέφει
και μελανί σκοτάδι του δάσους,
κάμπος πνιγμένος στην ομίχλη
εκεί που η καμπάνα το απόγευμα την πλημμύρα σημαίνει.
Οποία στιλπνότης κατόπτρου
και σύννεφα ποια στον ουρανό ως γενειάδες Αλή, του Μαρτίου.
Μαδριγάλια του ανέμου ακούγονται στα χειμαδιά
σαν παίρνει το απόγευμα, το βράδυ
και το υδραγωγείο στα φουσάτα πάνω
έτοιμο είναι και πάλι να λάμψει.
Σαν καπνός ο λυρικός της χαρμολύπης ο λόγος
την Πέμπτη αναθρώσκει τη Μεγάλη,
ο μακρινός Ισησούς της ελαιογραφίας είναι
και ο Ιωάννης τη μάνα παρέκει στηρίζει
ενώ κόρη τραγουδώντας το γέροντα λούζει πατέρα της
και η φωνή της, αναιδής ως μέλλουσας πόρνης,
μέχρι εμάς απ’ τα πέρατα φτάνει.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο.
Αριθμοδείκτης μαθητού ξύλινος,
που απ’ τα χρώματα θαμπώνομαι,
προτού τα γράμματα μάθω ο Σεπτέμβρης
ενώ την τρέλα, τον Οκτώβρη, έζησα κάποτε
του κινδύνου την υποσχετική
καθώς η ψυχή μας παρά το οξύμωρο τότε αγκαλιά
και ο μικρός που τη σπίθα μέσα του έχει
από κοχλιωτά γύρω φαράγγια μαγεμένος περνά
της λύκαινας είτε του τσακαλιού
την άγρια νικώντας τη μοναξιά.
Ω αέναη εναλλαγή των μηνών μέσα στο χρόνο,
στήθος που πάνω του προσέκρουσε κάποτε η αστραπή,
χέρι που τον άνεμο συνέτριψες
και ω θάνατε, αρκούδα, αρκούδα, θηλυκιά,
πράσινε, πράσινε γαλατά.
ΠΕΡΙΦΟΡΑ
Ένα νεκρό παιδάκι
περιέφεραν στο φέρετρό του.
Το γύριζαν από δρομάκια
με κλειστές καπναποθήκες,
με μαγαζιά «γύφτικα»,
κουρεία και παλιά παντοπωλεία.
Ένα νεκρό παιδάκι
περιέφεραν
και κανένας στον άλλονε
δεν απαντούσε,
στον διπλανό του δεν
μιλούσε.
Τα σπίτια λυπημένα
έγερναν, σιωπηρά έγερναν,
ο άνεμος χαμηλά σαν
κλέφτης, παράνομος,
στους δρόμους απέναντι,
απέναντι περνούσε,
και η θάλασσα ανήσυχη,
ανήσυχη μάζευε τα μικρά
της, τα κύματά της.
[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]
ΣΥΛΒΙΑ ΠΛΑΘ
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)
Με το χέρι στιβαρό και γενναία καρδιά
αποκαλύπτει τη φθορά απ’ τις φόδρες της.
Ο λόγος της πουλί μαύρο που χέρι απρόβλεπτο
ψάχνοντας για κάτι άλλο το ξεβόλεψε απ’ τη φωλιά του
αψύς και θερμός λόγος, νήπιο κλάμα μωρού
και πρώτο δόντι βγαλμένο παιδιού
σε πετσέτα λευκή βαπτίσεως, κόκκινο ματωμένο.
Φωνή λέαινας αλλά και παράπονο γυναίκας
που ξεντύνεται στο άλλο δωμάτιο
ύστερα από ματαίωση πολυπόθητης εξόδου.
ήχοι βημάτων ακαθόριστων, ομιλίες σιωπών, χάσματα κενών
και μπαρούτη λαχανιασμένη σε κοιλώματα βροχής.
Προαίσθημα φόβου ακόμη και φθινόπωρο, θάλασσα,
εξοχή, δάκρυα, παρελθόν, ενάργεια, μοναξιά
και στο βάθος της λίμνης
το δαχτυλίδι της μνήμης να λάμπει.
ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ: ΔΑΚΡΥ ΚΡΥΦΟ ΑΠΟ ΠΡΟΣΒΟΛΗ
(… Ανεμόπτερο σε όνειρο γυναίκας… Οι ηττημένοι λύκοι
που γυρίζουν στη φωλιά τους…)
Το παιδί που σου αναγγέλλει τη ζημιά τραγουδώντας, για
να απαλύνει έτσι το μέγεθος και τη σημασία της. Το κορίτσι που κάθε βράδυ, γυρνώντας κάπως
αργοπορημένο από τον εραστή του, τους έβρισκε όλους να κοιμούνται στο σπίτι,
επίτηδες, για να επιτείνουν τις ενοχές του.
Το φεγγάρι που ακολουθεί κατά πόδας το αεροπλάνο ζητώντας, σπαρακτικά,
να μπει κι αυτό μέσα. Το παιδάκι που
είναι ταγμένο όταν θα μεγαλώσει κάποτε να σκοτώσει, ενώ κοιμάται αμέριμνο τώρα,
πάνω στα καρπούζια. Τα αμάλλιαγα
πουλάκι που πέφτουν από τη φωλιά και, καθώς τα πιάνεις στα χέρια, σου αφήνουν
μια αίσθηση σαν να κλείνεις μάτια νεκρού.
Τα παιδιά που τα βλέπεις λυπημένα και ξάφνου λίγο πιο πέρα στήνουν
παιχνίδι στη στιγμή, πάνω στη νεκρώσιμη ακολουθία της ίδιας της θείας τους, στο
νεκροταφείο. Ο ληστής που σκοτώνει τη
γριά μετανιώνει και αφήνει ως εκ τούτου τα λεφτά στην ψωμιέρα, ώστε έτσι για
άλλη μια φορά σε όλο της το μεγαλείο η ματαιότητα αυτού του κόσμου να
λάμψει. Η πυροσβεστική που βλέποντάς
την τα παιδιά θαυμάζουν τα νίκελ, το καμπανάκι, το υπέροχο κόκκινο και το μυαλό
τους μάλλον ποτέ δεν πάει στη μαυρίλα της πυρκαγιάς. Το πρώτο φιλί παιδιού στον πατέρα που δεν
το θυμάται και ο τελευταίος ασπασμός που θα τον θυμάται για πάντα. Το κοριτσάκι στην τηλεόραση που, ενώ βομβαρδίστηκαν,
συνετρίβησαν όλα, αυτό ασταμάτητα έκλαιγε ζητώντας την κούκλα του. Τα μάτια των κατάδικων, μεσ’ απ’ τα πλέγματα
των παραθύρων, στις κλούβες, έτσι καθώς τους μεταφέρουν από τις φυλακές στα
δικαστήρια. Το παιδί που το αγαπάει
κρυφά ο πατέρας του γιατί το έκανε με γυναίκα άλλη. Το χελιδόνι που κι αυτό δεν ήξερε τι ξέχασε
και ανήσυχο πηγαινοερχόταν στη φωλιά, ενώ όλα τ’ άλλα πάνω στα σύρματα έτοιμα
ήσαν για πιο θερμά ήδη ν’ αναχωρήσουν μέρη.
Μάτια γυναίκας που κλείνουν, για να σου δείξουν ότι ήρθε η ω΄ρα να τα
φιλήσεις. ΕΠΙΣΗΣ η μουσική που ακούμε
μέσα μας ύστερα από δυνατό πένθος και καταλαβαίνουμε έτσι ότι σιγά – σιγά
ξαναβγαίνουμε στα ξέφωτα. Η μακρινή
τρυφερότητα του αποχαιρετηστήριου φιλιού γονιών, που περίμεναν να μεγαλώσουν τα
παιδιά τους για να χωρίσουν. Οι δύο
εκείνοι άγνωστοι, όπου κάτω απ’ τη μαρκίζα, συνειδητοποιώντας ότι η ξαφνική
μπόρα δεν πρόκειται σύντομα να σταματήσει, άρχισαν δειλά – δειλά να πιάνουν την
κουβέντα. Και η στερνή στιγμή της ζωής
μας, τέλος, που καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά
φίλους και συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που
όμωως δεν θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι!.. [από τη
συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, εκδόσεις Κέδρος 2010]
Παρασκευή, 17 Δεκεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου