Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2021

ΠΟΙΟΣ ΕΧΕΙ ΤΩΡΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΝΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΕΙ, ΧΕΙΛΙΑ ΝΑ ΤΡΑΥΛΙΣΕΙ, ΤΙ ΧΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΤΙ ΚΕΡΔΙΣΑΜΕ;

 

(όρθιοι, με την ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,

αλύγιστοι καταμεσής στη θύελλα καταχτήσαμε την αστραπή της δύσκολης ελπίδας): 

Ετούτη η άνοιξη έχασε πολύ αίμα
άνοιξη όλο καρδιά,   άνοιξη όλο ξεκίνημα·
ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας, έχασες πολύ αίμα.

Τρικυμισμένα ανέμισες τριγύρω σου
τα ριγηλά ηλιοβασιλέματα, χιμώντας
πάνω στους ύπουλους καπνούς και τις πικρές εκρήξεις.
έπειτα γέρνοντας μ’ όλα μαζί τα ουράνια,
κύλησες στις πλαγιές με πράσινους σπασμούς
κι η ρεματιά του ξεγδαρμένου μας χαμόγελου   έπηζε πικροδάφνες.

Άνοιξη όλο ξαστεριά,   άνοιξη όλο στήθος,
γενναία μας άνοιξη, πληγώθηκες βαριά
-νιότη μας, έχασες πολύ αίμα.
Μάτωσαν όλες οι αυγές, βαρύνανε τ’ αρώματα,
τρομάζει ο άνεμος, τινάζεται – αίμα μπρος και πίσω του, αίμα παντού-
δεν ξέρει πια πού να καλπάσει…
Ξέφρενα τρέχουν τα νερά στα περιβόλια,
τα δένδρα δεν διψούν, οι ρίζες μες το πείσμα τους καρφώνονται: «Δε θέλω»,
ξέφρενα τρέχουν τα νερά, δεν πίνουν τα παιδιά·
περνούν οι μέρες μες τα μάτια τους
σαν τα μαντίλια, που περνούν μπροστά απ’ τα πρόσωπα των μελλοθανάτων: «Δε θέλω»

Ετούτη η άνοιξη πληγώθηκε βαριά
-νιότη μας, έχασες πολύ αίμα.
Είδαμε ουρανούς θολούς από χειρονομίες απελπισίας,
ημέρες πιο σπαραχτικές κι από πρόσωπο τρελού παιδιού,
βαδίσαμε στην άμμο, που βουλιάζει,
ήρθαν πειρατικά στη χώρα της καρδιάς
-πολλά χέρια χαθήκαν μέσα απ’ τα δικά μας,
πολλά γράμματα μείνανε χωρίς απάντηση,
γράμματα που, άσπρες πυρκαγιές εξόριστες, περιδινούνται   στο πέλαγος της πίκρας.

Όμως παλέψαμε σκληρά,
για να μη γίνουμε του πόνου παίγνια,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
αρκετά βασανίστηκε ο άνθρωπος στη γη.
Τώρα ας χαθούμε. Ας παραδώσουμε την ελπίδα στον όλεθρο
κι ας συντριφτεί το μέτωπό της
στα παγωμένα σκαλοπάτια των μνημείων
κι ας σαλπίσει υποχώρηση το θάρρος».

Για να μην πούμε: «Φτάνει πια,
τώρα ας χαθούμε, ας μην γεννάνε άλλα παιδιά»,
για να μην πούμε: «Φτάνει πια»
και μείνουν οι οχιές να γεννούν οχιές,
τα τέλματα να ξερνούν τέλματα,
και δεν είναι πια στόματα να φιλιούνται
και δεν είναι πια δάχτυλα να παρηγορούν,
βήματα να θροΐζουν την άνοιξη,

μα μονάχα τα σύννεφα να βήχουν,
μα μόνο τα παράλυτα βουνά
κι οι φρικαλέες χειρονομίες των κεραυνών
και σαν κουφοί ακατάληπτα,
νεκροταφεία να μιλούν με τα νεκροταφεία…
Γι αυτό παλέψαμε σκληρά.
Ποιος έχει τώρα δάχτυλα να λογαριάσει,
χείλια να τραυλίσει,
τι χάσαμε και τι κερδίσαμε;
Όρθιοι, με την ακόπαστη μανία της ομορφιάς στο πρόσωπο,
αλύγιστοι καταμεσί στη θύελλα καταχτήσαμε 
την αστραπή της δύσκολης ελπίδας.

[ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, πρώτο μέρος από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957  – από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017 – ακολουθούν το δεύτερο και το τρίτο μέρος κι άλλα ποιήματα από την ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ:

«Πότε θα δω το τελευταίο μαχαίρι να τσακίζεται στο βράχο του μετανιωμού…

Τα μάτια μου δεν παραδέχονται την ερημιά…»]

 


ΠΟΤΕ ΘΑ ΔΩ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΜΑΧΑΙΡΙ ΝΑ ΤΣΑΚΙΖΕΤΑΙ ΣΤΟ ΒΡΑΧΟ ΤΟΥ ΜΕΤΑΝΙΩΜΟΥ…

(δεύτερο μέρος από το ποίημα ΤΟ ΑΙΜΑΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ)

… να κόβει πια η χαρά την άγκυρα του μίσους,

για πάντα να σαλπάρουν οι καπνοί,

ν’ ανοίξει η νύχτα με θριάμβους λουλουδιών,

ν’ ανοίξει η μέρα – στεναγμός ειρήνης

και να ξυπνήσει η χλόη των φιλημάτων μας η αγάπη και ο αιώνας μας;

 

Πότε  θα βρει ένα αποφασισμένο πρόσωπο ο καημός;

Κι αυτόν τον πόνο που ζητάει λύτρα και λύτρα,

ποια περηφάνια θα βρεθεί να του κλονίσει την καρδιά,

τα μάτια του να καταλύσει,

ποιος πλούτος θα ’ναι αυτός, που πια θα τον εκμηδενίσει,

ποιος πλούτος θα ’ναι αυτός – πλούτος αγάπης;

Πότε θα στυλωθεί  μες στη ζωή μια ανένδοτη συγγνώμη,

να μη λυγάει μπροστά σε τίποτα   τη γαλανή κορμοστασιά της;

 

Πόσες φορές θ’ ανοίξουν και θα κλείσουν τούτες οι πληγές

για να ’ρθουν μέρες πιο γλυκές, μ’ αγέρηδες γαλάζιους στα μαλλιά τους,

για να ’ρθει μια άλλη κούραση, που θεμελιώνει στερεώματα,

για ν’ απαλύνει το σκληρό μας μεγαλείο σε φίλες αγκαλιές;

Πότε θα ξαποστάσει η γη απ’ τους τάφους,

πόσες φορές θ’ ανοίξουν και θα κλείσουν τούτες οι πληγές,

για να ξυπνήσει η χλόη των φιλημάτων μας, η αγάπη, κι ο αιώνας μας;

 

Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ (τρίτο μέρος από το ΑΙΜΑΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ)

-Πριν να ξυπνήσει το άρωμα των λεμονιών

πριν να ξυπνήσουν τ’ άστρα

έλα, γύρισε, αγάπη μου, στα περιβόλια.

Τα μάτια μου παλεύουν με φουρτουνιασμένους ουρανούς – για σένα ψάχνουν,

τα μάτια μου δεν παραδέχονται την ερημιά.

Τα δάχτυλά μου ψηλαφούν το χώμα,

σφίγγουν τα δένδρα από τις ρίζες ως τα φύλλα – σε ποθούν,

τα χέρια μου δεν παραδέχονται τη μοναξιά,

μπήγω τα νύχια μου στο δέρμα μου, στις μυρωμένες φλούδες,

το καρδιοχτύπι μου τα μακρινά βουνά κλονίζει.

Τρέχα, με βήματα, που ανθίσανε θυμάρι σαστισμένο,

τρέχα ντυμένος με άνεμο,

κορμί από δάσους ευωδιά,

τρέχα, με τις αποστασίες των εξοχών στα μάτια σου,

τρέχα πριν σε προλάβουν οι σκιές,

προτού το φως του φεγγαριού βρέξει το πρόσωπό μου

και σε τρομάξει, ως να με δεις,

και σε τρομάξει, αγάπη μου, η χλωμάδα της αγάπης…

-Μήτε οι θρυμματισμένες πολιτείες,

μήτε τ’ απέραντα πεδία της στάχτης,

μήτε τα δάση, που απομείναν

στρώμα καυτής καπνιάς, όπου κολλάν τα βήματα,

τίποτα δεν τρομάζει αυτόν τον ερχομό.

Του γυρισμού τα μονοπάτια με καλούν

σα χέρια πληγωμένων φίλων, και θροούν

πέρα τα περιβόλια – στεναγμός ειρήνης.

Κανένα σύννεφο καπνού, καμιά ομίχλη πόνου,

τίποτα δε θαμπώνει το λαμπρό σινιάλο των μαλλιών σου μες τον κόσμο,

τίποτα δεν χωρίζει τις καρδιές,

που η άνοιξη παντοτινά τις κυβερνάει.

 

-Ξανά τα μάτια σου,   ξανά τα δάχτυλά σου,

ξανά και ξανά τα χείλια σου.

Ο ερχομός σου είναι ένα ξάφνιασμα στο χώμα και στα φύλλα

ο ερχομός σου είναι μια τρικυμία χαράς,

πλήθος δεμένα χέρια είναι ως να λυούνται ολόγυρά μου.

 

-Θα σε τυλίξω δάκρυα   σα δένδρο, που τινάζει τη δροσιά του,

στο ξαφνικό σου αγκάλιασμα,   θα σε τυλίξω δάκρυα,

θα σε μουσκέψω ψιθυρίσματα καημών,

αγαπημένο σώμα,

σώμα των λουλουδιών, σώμα των τραγουδιών,

σώμα με τις χλωμάδες των κρυφών σου χαραυγών,

σώμα με την τρεμούλα της αστροφεγγιάς.

Θα σε τυλίξω δάκρυα, λόγια, φιλιά κι άλλα φιλιά,

θα κρύψω στα μαλλιά σου

τα δάχτυλά μου, που πονάνε σα σπασμένα κλαράκια μυγδαλιάς,

τα πόδια μου θα κρύψω στο ήρεμο χορτάρι,

για να μη δεις τις τσεκουριές

απ’ τον κακό υλοτόμο πόλεμο,

τα μάτια δε θα χαμηλώσω, θα κοιτάω μακριά στο μέλλον,

για να μην καταλάβεις πως μου κόψανε τα βλέφαρα,

όμως το στήθος μου, που σπαρταράει σα δάσος κρεμασμένων,

πώς να κρύψω;

 

Είναι ένα κλάμα το κορμί μου μες την αγκαλιά σου κι ένα αναφιλητό,

γιατί πολύ σε γύρεψα και δε σε βρήκα

-πόνος πολύς πίσω από τις κλεισμένες πόρτες,

δάκρυα πολλά πίσω από κάθε κλειδωμένο πρόσωπο,

στους όρμους έσφιγγαν οι βράχοι τα μελίγγια της θάλασσας,

και πάνω ο γαλαξίας περνούσε σα στρατιά,

που θρυμματίζει εκατομμύρια μάτια και καρδιές το ποδοβολητό της.

 

Γιατί δεν είχα παράθυρο να σε θυμάμαι,

γιατί μπροστά μου ορθώνονταν ένας ατέλειωτος τοίχος άσπρος, άσπρος

(όλων των μαρτυρίων το χρώμα είναι άσπρο)

γιατί δεν μ’ άφηναν να σκύψω να θρηνήσω σαν άνθρωπος

κι έκλαιγα όρθιος, και τα δάκρυα

στράγγιζαν μέσα μου σε χέρια μολυβένια και μου’στριβαν τα σπλάχνα.

 

Γιατί παντού ήταν ξενιτιά χωρίς εσένα. Στις πλατείες οι άνθρωποι αγοράζανε λουλούδια,

άλλοι για τους νεκρούς τους, άλλοι για τη φίλη τους,

αγόραζα κι εγώ λουλούδια – πώς να σου τα δώσω;

 

είναι ένα κλάμα το βαθύ το αγκάλιασμά μας,

κλάμα που μας κυκλώνει από παντού,   κλάμα του κόσμου όλου.

Σ’ όλους τους δρόμους πλημμυράει, γυρίζει από τα μέτωπα,

σα θάλασσα πρωινή ανεβαίνει στα κατώφλια των σπιτιών,

ανοίγει ανήσυχα πόρτες χαράς και πόρτες λύπης,

μα καμιά λύπη δεν αναγνωρίζει πια τη λύπη της

και καμιά χαρά δεν αναγνωρίζει τώρα τη χαρά της.

Κανένα εχθρό δεν ξέρουνε τα δάκρυα της ειρήνης,

στ’ απέραντα μάτια των νεκρών πεσμένα όλα τα μέτωπα,

πεσμένα όλα τα σύνορα

κι οι μάχες όλες κερδισμένες και χαμένες.

 

Το κλάμα αυτό μας ζώνει από παντού,

σφιχταγκαλιάζει ακρωτηριασμένες γέφυρες,

στα περιβόλια τριγυρνάει με τις λυτές πλεξούδες του νερού

ανακουφίζει όλη την έρημο του χθες,

το κλάμα αυτό αδελφώνει τις καρδιές

το κλάμα της ειρήνης είν’ αυτό και της καρποφορίας.

 

Όμορφα που είναι τα μάτια σου κάτω απ’ τις φυλλωσιές των αστεριών,

γλυκά που είναι τα χέρια σου,

λάμπουνε γάργαρα τα πόδια σου στο πράσινο γρασίδι,

η ανθισμένη αναπνοή μας κυβερνάει γη κι ουρανό,

σφυγμό, σφυγμό λυτρώνεται η ζωή,

ρίγος στο ρίγος εξιχνιάζεται η νύχτα

σιγά-σιγά κι ανάλαφρα,

στα μάτια μας κατέβηκαν του πόθου οι φυλλωσιές…

Α!.. πού είναι τώρα η έπαρση των χθεσινών τεράτων,

πού οι δυναστείες του σίδερου,

πού είν’ αυτοί που λέγανε πως η ζωή λάφυρο του ενός από τον άλλον,

αυτοί που λέγαν πως θα μας μεθούσαν μ’ ατσαλένια χάδια,

αυτοί, που θέλανε να σαβανώσουν με σημαίες τον ουρανό;

Όταν σφιχτήκαμε βαθιά-βαθιά μες στην αγάπη,

δεν υπήρχες, δεν υπήρχα,

δεν υπήρχανε πια σημαίες να τρομάζουν τον κόσμο.

Ξαναγεννιόμασταν μέσα στην πλάση

και μέσα μας ξαναγεννιόταν όλη η πλάση και ψηλά

κόμπιαζε από χαρά η καρδιά του αυγερινού

πάνω από την ειρήνη, που άχνιζε

από τα περιβόλια…
[ΤΟ ΑΙΜΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ Τρίτη ενότητα στην ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957, συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με το γενικό τίτλο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ ποιήματα 1949-2006, Ύψιλον/ βιβλία 2017]

 

ΑΠΟ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ…

Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψυχές των νυχιών πονώ από αγάπη,

αγκάθια μες το ζαλισμένο αίμα μου κυλούν,

μια φλόγα μου τρυπάει τον ουρανίσκο,

ο άνεμος μου σπρώχνει επάνω το πηγούνι,

ο άνεμος μου αναποδογυρίζει τα μάτια,

είμαι ένα απελπισμένο κύμα μες στη μέση του πελάγου

που υψώνεται, λάμπει και πέφτει

ως τρέχω μες στη νύχτα και φωνάζω.

 

Από κραυγή μουδιάσανε τα δόντια μου – Μα εσύ,

αμίλητη περνάς μακριά, στις όχθες του ουρανού,

μέσα σε πέπλα λουλουδιών που πέφτουν απ’ τα δένδρα,

έτσι όπως επέρασες μέσα μου

με τα γλυκά σου πόδια αναστατώνοντας τα ρυάκια των φλεβών μου…

 

Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψυχές των νυχιών πονώ από αγάπη.

Τι τρέλα, αλήθεια, τώρα πια να σε φωνάζω!..

Μα θα φωνάζω ωσότου από κραυγή ν’ ασπρίσει η νύχτα,

να φέξει ο δρόμος – για να μη σκοντάψεις –

να φέξει ο δρόμος που σε παίρνει μακριά μου,

ο δρόμος που σε αντλεί απ’ την καρδιά μου

[από τη συλλογή του Βύρωνα λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]

 

ΕΞΙ ΧΡΟΝΙΑ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957)

Μες σ’ έξι χρόνια πώς ανδρώθηκαν οι κήποι,

πώς φούντωσε η μικρή πορτοκαλιά,

πώς μεγάλωσαν το όνειρα στων κοριτσιών τα μάτια…

 

Κι εγώ

πάλεψα έξι χρόνια σα θηρίο για να ξεχάσω,

πάλεψα έξι χρόνια για ν’ αλλάξω – τίποτε δεν άλλαξε.

Η ίδια γεύση στο στόμα μου,

η ίδια βουή στα μάτια μου

η ίδια πληγή μες την καρδιά μου και σε κάθε πόρο του κορμιού μου

πάντοτε ένα μικρό παιδί πονάει και κλαίει…

 

Μ’ ΕΝΑ ΠΡΟΜΗΝΥΜΑ ΣΕΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΟΨΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΠΟΣΟ ΕΥΚΟΛΑ ΧΑΘΗΚΑΜΕ ΜΕΣ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΩΝ ΛΟΥΛΟΥΔΙΩΝ

Δεν μπορώ να υποφέρω τις γιορτές, που πνίγουν την ανάσα

δε θέλω αυτή τη βλάστηση, που τα βλαστάρια της πνίγουνε το ένα το άλλο,

δε θέλω αυτή τη βλάστηση,

τόσο πυκνή – και δεν μπορώ να βρω τα μάτια σου·

τόσο πυκνη – και δεν μπορώ να βρω τα χέρια σου.

Όλη η ζωή μας ρουφηγμένη απ’ τις δειλές ύπουλες ρίζες

για να παχαίνουν οι ατσαλένιες φυλλωσιές

για να θροούν τα κύμβαλα στην άδεια οικουμένη.

 

Δεν τις αντέχω τις γιορτές που πνίγουν τις ανάσες,

γιορτές, και γύρω-γύρω φυλακές,

χαμόγελα που οι φυλακές βαθαίνουν πίσω τους,

απλώνοντας βαθιές και κούφιες ρίζες μες στους βράχους

-οι φυλακές είναι κακά φυτά,

έχουν πλατιά και σκονισμένα φύλλα όλο τρύπες,

είναι φυτά που μεγαλώνουν μόνο προς τα κάτω,

απλώνοντας βαθιές και κούφιες ρίζες μες στους βράχους,

όχι δεν είναι τα γρι-γρι, που μπαίνουνε με χορωδίες παιδιών στον όρμο,

καλόγεροι με τις κουκούλες και τα φαναράκια τους σιμώνουν

το «μιζερέρε» ψέλνοντας.

Ο ουρανός πονάει από τις γρατζουνιές των πυροτεχνημάτων,

-στις πέτρινες οροφές των κελιών

χαράζουν ριγηλές νυχιές οι ανυπότακτες αγρύπνιες…

Ποιο θάρρος είν’ αυτό, λοιπόν, που δεν πάει πιο πέρα απ’ τη φωνή του,

ποια ευτυχία, που δεν τολμάει να λύσει τα δεμένα χέρια,

ποιο γέλιο είν’ αυτό, που χορεύει γύρω απ’ τα κλουβιά

και τυραννάει τα σκλαβωμένα αηδόνια;

 

Μ’ ένα προμήνυμα σεισμού στην όψη και στα δάχτυλα, ελάτε,

πάμε να σμίξουμε με τις αποστασίες των εξοχών,

πάμε να λύσουμε πολιορκίες ομίχλης!

Θα ελευθερώσουμε ανάσες λουλουδιών

θα παραβγούμε τα όνειρα,

θα ζαλίσουμε ιλίγγους!

 

Γιατί δεν είναι άνοιξη η άνοιξη, που εξορίζει τα λουλούδια της,

δεν είναι μάνα η μάνα, που προγράφει τα παιδιά της,

δεν είναι θάλασσα η θάλασσα, που αρνιέται και δολοφονεί

τις ανταρσίες των κυμάτων της,

γιατί δεν είναι ζωή η ζωή, που μας χωρίζει και μας λέει άλλους παιδιά κι άλλους προγόνια της

[ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]

 

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΧΑΡΕΣ ΣΑΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΒΑΣΑΝΑ ΣΑΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΣΑΣ, ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΑΣ… (σκουπίδια πολυτελείας;)

 

Οι πολιτείες της αδικίας είναι κυκλωμένες· τις κυκλώνουν συνοικισμοί, νεκροταφεία και φυλακές,

βλέφαρα που έχουν λιώσει από όνειρο και κλάμα,

δάχτυλα πεινασμένα που παλεύουν με τη νύχτα

για ένα φεγγάρι δαγκωμένο,

οι πολιτείες της αδικίας είναι κυκλωμένες,

μα εσείς το σύνθημα το ξέρετε,

το ξέρετε το παρασύνθημα…

 

Όμως κανείς δεν ξέρει πότε γίνονται ηφαίστεια οι πληγές

πότε οι ανατριχίλες γίνονται σεισμοί

κι ο πόνος ο ανθρώπινος δεν είναι μια εύκολη στιγμή για να ξελογιαστεί

δεν είναι ούτε καρδιά ούτε συνείδηση για να την αγοράσετε.

 

Οι πολιτείες της κρυπτείας είναι κυκλωμένες· τις κυκλώνουν στήθη με ομοβροντίες μπλεγμένα

-μια ματωμένη σκόνη παιδικών ψυχών…

Η δύναμή σας πού ’ναι, πού ’ναι η «ράτσα» σας

που επιδεικνύατε στα γυμναστήρια και τις πλάζες σας;

Γιατί φοβάστε τα λουλούδια, που φυτρώνουν στα συρματοπλέγματα,

τα βρέφη που γεννιούνται στο σκληρό χαμόγελο γιατί φοβάστε;

Οι πολιτείες της αδικίας είναι κυκλωμένες.

Η προσευχή σας πού ’ναι – όσοι πιστεύετε

σε θεούς, που μονάχα σε σας χαμογελούν;

Η προσευχή σας πού ’ναι, πού ’ναι η πίστη σας;

 

Ο πόνος ο ανθρώπινος δεν είναι ούτε καρδιά ούτε συνείδηση,

δεν είναι θεός να σας ακούσει…

Αλίμονο σας, όσοι λέτε: Εμείς τα ’χουμε όλα. – Τίποτε δεν έχετε.

Αλίμονό σας, όσοι λέτε: Εμείς είμαστε τέλειοι – Τα τέρατα μονάχα είναι τέλεια.

Η γη «δική σας»,

η θάλασσα «δική σας»

και «δικός σας» ο ουρανός.

Μα τι θα μείνει από σας, τι θα μείνει;

Με τι παλέψατε σ’ αυτή τη γη,

με ποιες στρίγγλες μοίρες τα βάλατε;

Ξεδιπλώστε, λοιπόν, τη φωνή σας στον άνεμο.

Πού είναι οι χαρές σας,

πού είναι τα βάσανά σας,

πού είναι οι έρωτές σας,

πού είναι τα τραγούδια σας,

σκουπίδια πολυτελείας;

 

ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΙΙ  Οι Έτοιμοι

Γενναίοι αυτοί που πάντοτε ήταν έτοιμοι

για τη ζωή και για το θάνατο,

μη δειλιάζοντας μπροστά στη δυστυχία,

μη κομπιάζοντας μπροστά στην ευτυχία,

έτοιμοι να πανηγυρίσουν με τα πλήθη

ή να διαβούνε τη φριχτή υγρασία της μοναξιάς.

 

Αυτή δε χώριζαν τη ζωή τους σε περιόδους,

δε θυμούνταν μονάχα μια φορά το χρόνο πως γεννηθήκαν άνθρωποι,

κερνώντας σοκολάτες

κι ανάβοντας βεγγαλικά με τους καλούς τους φίλους.

Αυτοί κάθε μέρα είχαν γενέθλια,

κάθε μέρα ήταν άνθρωποι.

 

Αδιάκοπα έτοιμοι

για τη χαρά ή το μαρτύριο,

δε συναλλάχθηκαν ποτέ με προθεσμίες,

δε δίπλωσαν τα ιδανικά τους μες στο πορτοφόλι,

δεν κάθισαν να λογαριάσουν τη ζωή τους,

μα όταν έδιναν τη ζωή τους, ήξεραν τι έδιναν.

 

Όταν κόμπαζε ο θάνατος

τσαλαπατώντας πολιτείες και σπαρτά,

όταν όλες οι πόρτες είχαν κουφαθεί και βουβαθεί,

αυτοί βγήκαν στους ναρκωμένους δρόμους,

βγήκανε να τον αντιμετωπίσουν,

ξέροντας πολύ καλά πως δεν ήταν ένα λουλούδι

να σκύψουν, να το κόψουν και να το καρφώσουν στο στήθος τους.

Έτοιμοι για το μέγα ρίγος,

όρμησαν μέσα σε γρανάζια και τροχούς

να σταματήσουνε το μακελειό,

να στομώσουν την έκρηξη.

 

Τώρα μας ψηλαφούν με βραδινούς ανέμους

χαράζοντας χαρακτηριστικά καινούρια στη μορφή μας,

άλλοι φωνάζουν πως ξεκρέμαστοι κρυώνουν,

άλλοι μέσα σε ξεροπήγαδα είναι πετρωμένοι

όρθιοι – ένα σκελετωμένο χέρι μόνο ’ξέχει πάνω απ’ τις κοτρόνες

στηρίζοντας τον ουρανό,

στηρίζοντας τον κόσμο αυτόν, που τρίζει ετοιμόρροπος…

Γενναίοι, αυτοί, που πάντοτε ήταν έτοιμοι,

γενναίοι, αυτοί, που πέσανε,

χαρίζοντας τη σιγουριά και την ειρήνη

στη γη,

στη θάλασσα,

χαρίζοντας τη σιγουριά

στη σαστισμένη, στην αβέβαιη ανθρωπότητα.

 

ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ ΙΙΙ 

Εδώ, που μεσ’ από την ανυπόταχτη στερνή κραυγή

οι ανατολές ανάβλυζαν,

ξεπλέκοντας τα στήθια από τις κάννες,

χωρίζοντας το φως απ’ το σκοτάδι,

εδώ, που ο πόνος τρόμαξε τον πόνο μας

κι ο θάνατος αγριεύτηκε απ’ το πλήθος των νεκρών κι έκανε πίσω ουρλιάζοντας,

τι θέλουν τώρα, τι ήρθανε να κάνουν

γέλια, που δεν καταλαβαίνουν τι θα πει «φύγε»

επιθυμίες με τροχισμένα δόντια,

ξετσίπωτα ξενύχτια,

που δεν προσέχουνε και πέφτουν με τ’ αμάξι τους πάνω σε κάτι ξύλινους σταυρούς;

 

Ποιοι περπατούν μέσα στον αναμμένο αγέρα,

με σιδερένια βήματα και μάτια ηλεκτρικά;

-Το χώμα αυτό δεν είναι απ’ το δικό σας,

όχι για σας ετούτη η ομορφιά,

όχι για σας ο ψίθυρος

απ’ τα γλυκά τα πόδια της βροχής πάνω στο χώμα…

 

Ποιοι περπατούν μέσα στο σάπιο αγέρα,

με τις παχιές φωνές των κρεβατιών και του πιοτού;

-Η ζωή αυτή δεν είναι απ’ τη δική σας,

όχι για σας οι αυλές με τα γαρίφαλα,

όχι για σας η νέα κοπέλα, που χτενίζει τα μαλλιά της

κάτω απ’ την πανσέληνο, κάτω απ’ τους γαλάζιους

καπνούς των άγρυπνων φουγάρων.

Κοιτάχτε ετούτα τα παράθυρα, που καίνε μες τη νύχτα,

κοιτάχτε αυτές τις φωτισμένες γρίλιες, που σα δόντια

δαγκώνουν το σκοτάδι.

Δε θα ξεφύγει απ’ αυτού ικεσία,

δε θα γλιστρήσει ανάμεσά τους νόμισμα,

ανάμεσά τους, μαστροπέ, δε θα περάσει το τραγούδι σου:

«Φεύγει το πλοίο για τη Νιου Γιορκ…»

 

Αδάκρυτο παιδί, που πελεκάς όρκους στην πόρτα του σπιτιού κι αναστενάζεις

σα δάσος, αντικρίζοντας

φρεσκοβαμμένα μαύρα ρούχα στην αυλή,

κλάψε και συ, κλάψε και συ,

μη μαραθεί η αγάπη μες στους κήπους της καρδιάς σου,

μη και τρομάξει η άνοιξη απ’ την ξέρα των ματιών σου

και σωριαστεί μεσοστρατίς.

 

Εδώ το μέτωπο της λευτεριάς δε δύει ποτέ,

σπιθίζει το αίμα της ατίθασο στων τραγουδιών τις φλέβες,

εδώ τι θέλουν, τι ήρθανε να κάνουν;

Τα δένδρα μας είναι χοντρά και δεν μπορούν να τ’ αγκαλιάσουν,

το χώμα μας κουνιέται και θα πέσουν,

το χώμα μας είναι σεισμός,

στον ουρανό μια ακόπαστη αστροφεγγιά οι καρδιές των σκοτωμένων.

 

Ποιοι περπατούν μέσα στο φλογισμένο αγέρα;

Το πρόσωπό τους δεν το ξέρω – αυτοί δεν έχουν πρόσωπο

και τ’ όνομά τους δεν το ξέρω – αυτοί δεν έχουν όνομα.

Αυτούς η φρίκη μοναχά τους μελετάει

και τους μετρά η οργή στα δάχτυλά της,

ενώ μιλιούνια παραθύρια ανοίγουν τα φτερά κάθε πρωί στον κόσμο,

πλήθη ματιών χαμογελάνε πίσω απ’ τη βροχή,

πλήθη βασανισμένα, όμορφα χέρια

σφίγγουνε το ένα το άλλο κάθε μέρα

μ’ εμπιστοσύνη στη ζωή,

μ’ εμπιστοσύνη στο αύριο.

Πόσον καιρό, λοιπόν, ακόμα θα υπάρχουνε στον κόσμο

τέρατα, που νομίζουν πως κρατούν

τις ζωές των ανθρώπων μες στα νύχια τους;
[ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ Ι ΙΙ και ΙΙΙ,  Τρίτη ενότητα στην ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957, συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη που περιλαμβάνεται στη συγκεντρωτική έκδοση των ποιημάτων του με το γενικό τίτλο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ ποιήματα 1949-2006, Ύψιλον/ βιβλία 2017]

 

ΠΩΣ ΚΑΤΑΦΕΡΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΚΑΝΟΥΝ ΝΑ ΞΕΧΑΣΟΥΜΕ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ Ο ΚΟΣΜΟΣ (κι η ζωή μας πάντα ένα ατέλειωτο φιλί;)

Από πού αρχινάν και πού τελειώνουν αυτές οι ανταύγειες της θάλασσας το πρωί    που αρπάζοντάς μας απ’ τον πόνο μας σηκώνουν στη χαρά κι ως το δρομάκι με τις κυδωνιές,    που  πάλλει στην ανάσα μας σα στήθος κοριτσιού,    από πού αρχινάν και πού τελειώνουν αυτές οι ανταύγειες της θάλασσας,    που ανοίγουν σαν τριαντάφυλλα μέσα στα μάτια μας και μας ζαλίζουν    σαν ένα ατέλειωτο φιλί;    Ποια γεύση δυνατής χαράς μας καίει και μας μεθάει όταν ανοίγουν τις αυγές τα μάτια τους οι πόλεις,   όταν ξυπνάτε φυλλωσιές παραθυριών κι αρχίζει ο ιδιαίτερος χορός των ήμερων ανθρώπων πάνω στη μυρωμένη γη,    ποια γεύση απέραντης χαράς μας καίει και μας μεθάει   σαν ένα ατέλειωτο φιλί;    Όταν τα νέα βλαστάρια σπαρταράν στο φως  σα χέρια βρεφικά,    όταν ξαναγυρνάν τα σμήνη των πουλιών γράφοντας σχήματα χαράς στον ουρανό    κι είναι σαν ν’ ανεμίζει από παντού τρελά μαντίλια η άνοιξη,    από πού αρχινά και πού τελειώνει ετούτη η ομορφιά που μας μαγεύει    σαν ένα ατέλειωτο φιλί;    Σφιχτά κρατάμε ό,τι αγαπάμε μα έρχεται αυτός με τ’ άσπρα μάτια,    στον ώμο μας χτυπάει με το ψυχρό του δάχτυλο:    «Πέρασε η ώρα, φτάνει πια».    Σφιχτά κρατάμε όσα αγαπάμε, μα έρχεται αυτό με τ’ άσπρα μάτια,    «τέλειωσε η ώρα, φτάνει πια»,    έρχεται αυτός με τ’ άσπρα μάτια και μας κόβει    από ένα ατέλειωτο φιλί.    Σφιχτά κρατάμε όσα αγαπάμε, μα αύριο χωριζόμαστε,   αύριο θ’ αντιμετωπίσουμε το βρυχηθμό του απείρου…    Κι έχουμε αμέτρητες νυχιές στα πρόσωπά μας    κι έχουμε φράξει την καρδιά μας σα στρατόπεδο εξορίας με συρματόπλεγμα    και πατηθήκαμε τόσες φορές σαν τα σταφύλια στα πεδία των μαχών…    -Πώς καταφέραν να μας κάνουν να ξεχάσουμε πως είναι αγάπη ο κόσμος –    κι αύριο χωριζόμαστε, αγάπη ο κόσμος –    κι η ζωή μας πάντα ένα ατέλειωτο φιλί;    [ΣΑΝ ΕΝΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΦΙΛΙ  από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957 – από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

Παρασκευή, 31 Δεκεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ