(… στα
νησιά μας αργοπεθαίνουν οι τελευταίοι των τελευταίων…)
Η εποχή
ζητούσε μιαν απάντηση από τα χέρια μας.
Ο θάνατος
μας είχε αρνηθεί
Ήταν αψηλό
το τίμημα,
απ’ το
παράθυρο Οι υπεύθυνοι πήδηξαν
Οι άλλοι
μπήκαν στο μαγκανοπήγαδο
Στον τροχό, θέλοντας μη θέλοντας
Τα παιδιά
μας ανυποψίαστα στα χέρια του Προκρούστη
Στα νησιά
αργοπεθαίνουν οι τελευταίοι των τελευταίων.
Ενώ κάθε
μέρα
Από το
σάπιο κρέας του καρφωμένου τομαριού
Πληθαίνουν τα σκουλήκια
Τρώγοντας
μάτια χέρια καρδιές Σύννεφο τα έντομα
σκεπάζουν τον ήλιο
Με τον
αηδιαστικό τους θόρυβο,
Κι αυτοί
που μίλησαν ήτανε βουτηγμένοι στην ιδιοτέλεια
Κι οι άλλοι
που σώπαιναν στην ιδιοτέλεια
Οι άντρες
στα λατομεία
Όσοι
τόλμησαν στη φυλακή Στο χώμα
παραδομένοι
[ΗΤΑΝ Η ΕΠΟΧΗ από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ
1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ
ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016 ]
ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Οι σκοτεινές τους ψυχές
Χέρια ασκημένα κι ανεύθυνα
υπάκουα
Η Ελλάς του Απρίλη στις πίσσες
των οδοστρωτήρων
Πρέπει η τρομερή όψη πάλι να
βγει
Απ’ τα κόκαλα αίμα ποτισμένη
Βράχια των λόφων, τείχη των
προγόνων
Βαριά πέσανε πάνω στα ράφια
σύντροφοι
Σε πασσάλους οι ψυχές και
σύρμα
Τα κύματα με δάκρυα χαιρετάμε
της θάλασσας
Ηλιοτρόπια πώς να
καρποφορήσουν απ’ τα στήθη σου
Βραδινές βροχές τέλος του
καλοκαιριού
Συμπίπτουν με τις νικηφόρες
γιορτές των αστών
Και πληροφορίες για συμβούλια
παζαρέματα
Μαζί με βεγγαλικά που ανθίζουν
νυχτερινές ηδονές
Περιμένουν οι ανίδεοι τις
αλλαγές.
Η μέρα σκοτεινή βουρκωμένο
ποτάμι κατέβαινε
Σκουπίδια κουβαλώντας κι
ήλιους.
ΠΡΩΙΝΟ ΤΟΥ ΧΕΙΜΩΝΑ
Κι ήταν η μέρα χαμηλή
Η ομίχλη να κατεβαίνει από
τους λόφους στη θάλασσα
Από τις δύο πόρτες της πόλης
περνούσαν αγκομαχώντας
Αυτοκίνητα με κίτρινα φώτα
Η έκτη αρμάδα της συμμαχίας
έξω απ’ το λιμάνι
Μούγκριζαν τα πλοία
περιμένοντας,
Στάθηκα στο δρόμο
Που δυο στροφές τον κατεβάζουν
στη θάλασσα
Όλοι οι φίλοι φευγάτοι
σκέφτηκα
Ενώ με πνίγανε καυσαέρια
φορτηγού
Οχτώ η ώρα το πρωί
Άνθρωποι ξεχύνονταν από
σκοτεινές πόρτες
Έντρομοι απ’ τα όνειρα της
ημέρας
Ποιον σκότωναν όλη νύχτα,
ρωτούσε μια γυναίκα
Κάμνοντας το σταυρό της
σφουγγίζοντας τις σκάλες,
Καμιόνια λαδοπράσινα
κουβαλούσαν
Ανθρώπους στο λιμάνι
Κι ο ήλιος κρεμασμένος από την
άλλη μεριά του τοίχου
Κι οι φίλοι πέρα από θάλασσα
πέρα από βουνά
Μες στο χιονόνερο δένδρα γυμνά
Κατέβαινα μαζί με τους
σπουργίτες το λιθόστρωτο.
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΦΥΣΟΥΣΕ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Μετράνε την πραμάτεια τους
Και στενεύουν την ψυχή τους
Καθώς τη βρίσκουν λειψή.
Αντιπρόσωποι με φίρμες
Ρουφιάνοι κατάλληλοι για κάθε
συναλλαγή
Παλιοί ιδεαλιστές μέχρι
Που το κέρδος έλαμψε βαρύ στην
παλάμη
Γραφειοκράτες πράκτορες
πορνοτρόφοι
Σκύβοντας βαθιά εργάζονται την
άνοδό τους.
Τους ερεθίζει η δύναμη, το
κέρδος τους οπλίζει.
Φύσηξε ένας άνεμος
Νοτιάς σάρωνε την πόλη
Στην παραλία περπατώντας
Καπνίζοντας τα τελευταία μου
τσιγάρα
Παρακολουθώ Τα μεγάλα κύματα:
Μ’ ορμή περνάνε πάνω απ’ τον
κυματοθραύστη!..
ΗΞΕΡΕ
Περιφέρονταν στην πόλη
Φωταγωγημένα τα κάστρα το
παλιό υδραγωγείο
Η πλατεία με τους πίδακες
πολύχρωμες σημαίες
Απ’ τα μεγάφωνα οι μουσικές
Περιώνυμοι αστοί και ανώνυμοι
Επαινούσαν με θορυβώδεις
εκδηλώσεις
Τις τελευταίες επίσημες
δηλώσεις:
Ειδεχθείς όπως πάντα!..
Ήξερε βέβαια
Σε τίποτε δεν πιστεύουν οι
αστοί
Στο σφύριγμα μόνο του κέρδους πρώτοι,
Κι αυτός κατέβαινε στην
παραλία
Να ξεκουράσει τα μάτια στη
θάλασσα
Περιμένοντας
Νεροποντή να ξεπλύνει την πόλη
Απ’ το βαθύ σκοτάδι των
ηλεκτρικών λαμπτήρων
Να ροδίσει Η αυγή της ημέρας
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΖΕ
(τη συλλογή του Πρόδρομου
Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Περιδιάβαζε Κομψά επιτήδειος
Συζητώντας
για τη μελλοντική Επανάσταση
Τι
ωραίες γυναίκες
Εξαργυρώνοντας
παλιές νεανικές επιδόσεις,
Ενθουσιασμούς
που γρήγορα κατέπνιξε,
Αναλύοντας
την παρακμή των Αστών την άνοδο
Της
Εργατικής Τάξης
Καλά
βολεμένος
Εύκολα
να ελίσσεται μέσα στους ανίδεους.
Βέβαια
όταν περνούσε
Απ’
τις παλιές συνοικίες τα εργατικά σπίτια
Μέσα
απ’ τα νεανικά του χρόνια
Μια
φλέβα ενοχής ξεκινούσε
Ρήμαζε
την όψη έθαβε τα μάτια στο χώμα,
Τα
αισθήματα διαδικασία παρακμής,
Γρήγορα
έβρισκε τον έλεγχο
Ξαναγύριζε
η όψη του
Γυμνασμένο
σκυλί χασάπικου.
Πρώτος
στο γάβγισμα
Πρώτος
να γλείφει το αίμα στους δρόμους!..
Ο ΗΛΙΟΣ ΕΦΕΥΓΕ
Ο ήλιος έφευγε σαν ψάρι
Κι η θάλασσα κομμάτια πάγος
Αμφιβολίες και ταλαντεύσεις
Πολυτέλειες άλλων καιρών
Έμπειροι τώρα θανάτων και
μαχαιριών.
Θάλασσα
Θάλασσα που δεν είναι ποτάμι
να στρέψ’ οπίσω
Και σώματα συντριμμένα
Στις πέτρες τροχίζει το
φεγγάρι
Σκοτεινό νερό
Κλαίει μάνα, μάνα ξεμυαλισμένη
Πήρανε το φως και πάνε σε μαύρη γη κατακλειδωμένη.
Ιδρώνω κατ’ απ’ το κορμί μου
Στον τετράγωνο κύκλο πέσαμεε
μυστικών σχεδίων
Λέξεις καταπίνοντας δαγκώνω το μυαλό μου
Ένοχος ενοχής πικρά διψασμένος
Στους δρόμους Χωρίς συντρόφους
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΕΔΩ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Κυκλοφορούμε
Οργιές κάτω απ’ την άσφαλτο
Ένοχα στη σιωπή αθώοι.
Σκοτεινός φως, τσακισμένος
καθρέφτης ουρανός
Οργώνουν ιπτάμενες της
συμμαχίας μηχανές
Σεισμικά βαρύς βυθίζεται ο
ίσκιος
Αλλιώτικα υπνωτίζουν αφίσες
πολυδαίδαλες
Και φύλακες ανώνυμοι ανάμεσά
μας
Λιγοστεύουν το αίμα και τη
ρίζα μας
Στρατοδικεία σαν τις
μυλόπετρες
Ακόμη βογκάνε λαγκάδια και
ρεματιές και δρόμοι.
Όσοι είναι να δουν ξανά τον
ήλιο
Πρέπει να εξαντλήσουν την
έρημο.
ΜΟΥΓΚΡΙΖΟΥΝ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ
Μουγκρίζουν τα μεσάνυχτα μες
το μυαλό μου
Άγριες φωνές αδικημένων
Κράτησαν μέχρι που άντεξαν οι
αρμοί τους
Ενώ ο χρόνος έσκαβε σχήματα
θανάτου
Σφηνώθηκαν στη σάρκα του
βράχου
Και πιο βαθιά στο αίμα των
προγόνων,
Γυρίζω ανταριασμένος
Έρημο σπίτι από φίλους, γεμάτο
φονιάδες
Εξόριστοι μες στον τόπο μας
μασάμε ελπίδες
Προγραμμένοι σε σκοτεινά
κατάστιχα μηχανικών εγκεφάλων
Χαλινάρι σκληρό οι συμφορές
στο στόμα
Σύντροφοι Ποια άνοιξη ακόμα καρτεράμε
Ποιο βόλεμα μπήκε πάνω απ’ τ’
άγριο χρέος
Το άγριο χρέος που μουγκρίζει
μες στο μυαλό μου
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΠΡΩΤΗ ΤΟΥ ΜΑΗ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Φωνή φτεροκοπούσε δίκαιη σε
στόματα πικραμένα
και θυμόμουνα τους φίλους
Μοιάζουν οι σταθμοί στρατόπεδα
Και σχίζεται η μέρα σα σεντόνι
σκοτεινή
Σύρματα και συρματόσχοινα
Παίρνουνε πολλές στροφές
Και χέρια στο σίδερο κι άλλα
στο κέρδος
Δάσος γυμνό χωρίς πνοή πάνω
απ’ τις οικοδομές
Καταπίνοντας εικόνες
Σώματα παραδομένα στα χέρια
του καιρού
Φωνή κάποτε φτεροκοπούσε
δίκαιη σε στόματα πικραμένα
Όμως χρόνια το πελέκι δούλευε
Πάγωσε το αίμα στην
αστροφεγγιά
Μες στο γρανίτη της εποχής
κυλάει,
Ματώνει το φως δρεπανηφόρο
στον ουρανό.
ΒΟΥΛΙΑΖΕ
Τον χτύπησαν
Μέχρι που το μυαλό του έγινε
καταρράκτης
Άγριος
Οι φυλλωσιές των δένδρων
χαμήλωναν
Κι ο ουρανός
Βούλιαζε στους ασβεστωμένους
τοίχους
Καθώς έπεσε με το πρόσωπο στο
τσιμέντο
Άνοιξε η θάλασσα πράσινη και
βούλιαζε
Η μέρα άχνιζε πάνω στα βράχια
Κατέβαινε η Ελένη τις σκάλες
του κάστρου
Κόκκινο φόρεμα σηκώνονταν πάνω
απ’ τις πέτρες
Το τίμιο αίμα του στο πάτωμα
Άνοιγε τα μάτια του, Εγώ,
φώναζε
Ενώ οι άλλοι Του δέναν το σώμα με ηλεκτρικά καλώδια.
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Η μέρα αναίμακτη, σφαγμένο
μοσχάρι
Κι ο ήλιος μαύρη πλεκτάνη στον
ουρανό
Πάνω απ’ τις οικοδομές
Και τα κύματα της θάλασσας
χρόνια πίσω στη μνήμη
Βογκούν ήχοι στεγνοί και
συγκεκριμένοι
Στους τοίχους των ημερών μας
Και ραδιόφωνο στη διαπασών
Κάποιοι σκέφτεσαι, κάτι πάνε
να πνίξουν
Ξενευρώνει η θηριώδης αμάθεια της
εξουσίας
Μόνη παρηγοριά το τραγούδι
μωρομάνας
σίδερο βάλτε στην καρδιά και
χάλκουμα στα στήθια
Και κρατούσε το γιο της
Βολβό γεμάτο δίψα, πλούσιο απ’
τις μέρες του μέλλοντος
Σφυρίζει ο αγέρας στις μεταλλικές
κεραίες
Εδώ Μες στο μπετόν φυτρώνει
Η καινούργια ρίζα μας
Σκληρή και προορισμένη.
ΕΓΡΑΦΕ
Εκμηδενίζει ο χρόνος τη χαρά
Αυτή διαρρέει από τους φύλακες
της ημέρας
Μας προλαβαίνει καλοκαιρινή
βροχή
Πόσα χέρια ψάχνουν
Μες στο λαρύγγι μας έμπειρα
επίμονα
Ξεριζώνουν ό,τι προλάβουν
Ακόμη και τη χορδή της πιο
πικρής χαράς
Και ματωμένες οι λέξεις
διαθλάνε το φως
Κι οι σιωπές σα βρόγχοι
Καθένας έχει μερίδιο στη σιωπή
Στη σιωπή που είναι ενοχή
Ενοχή για όλα αυτά που
χάνονται
Χάνονται εφιαλτικά
Και πάνε με τους δήμους
Και πάνε με τα ηλιακά
συστήματα σκουπίδια.
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΟΡΜΑΕΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Ορμάει η θάλασσα το απόγευμα
Ανεβαίνει από τοίχους κι
άσφαλτο
Αεράκι παρήγορο
Μέσα στην κιμωλία του ήλιου
Κυριακή το άεργο μυαλό μου
ταξιδεύει σε ανθισμένο πέλαγο
Κι όμως τα μαλλιά σου
φυλλώματα ελιάς, παίρνουν φωτιά
Τα μάτια σου κοχλάζοντας
ασβέστης
Λευκό το χρώμα του θανάτου
Πάλι ορμάει η θάλασσα με άσπρα
βήματα χορευτικά
Στιγμή δεν μπορείς να
αφεθείς Καταραμένες μέρες
Μαύρος Μινώταυρος έρχεται απ’
τη θάλασσα!..
ΥΠΝΟΒΑΤΗΣ
Κάθομαι εδώ μες στους τοίχους
Και δεν ακούω
Στο μυαλό μου ορμάει η θάλασσα
Και πιο πολύ δε βλέπω
Χάθηκαν στα μαλλιά της
Κασσάνδρας οι ουρανοί
Εφημερίδες, σκουπίδια,
τηλεόραση
Και τραβάει το ποτάμι θολό
φαρμακωμένο
Και δεν ακούω
Μονάχα κάποιες φωνές φτάνουν
Ωχ μάνα μου κι όχι άλλες
κουβέντες
Τις νύχτες που περνάει το
αεράκι στις κεραίες
Κομμάτια φεύγουν σάρκες μου
Βγαίνουν στους δρόμους
Χάνονται Και δεν ξαναγυρνούν
[από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων
Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
ΜΕΡΙΚΗ ΕΚΛΕΙΨΗ
(από τη συλλογή του
Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975)
Γεμάτη φως η θάλασσα και πέρα
Σειρά τα λιόδενδρα ανηφορίζουν
με το μπάτη
Στο μυαλό μου καίγονται δένδρα
και κρεμασμένοι
Κι ένας καπνός πετάγεται
φτεροκοπώντας
Κάργες τότε που ράντισαν το
θάνατο
Στάχτη κι αποκαΐδια στα μάτια
που βλέπουν
Το απρόβλεπτο
Μεσ’ από καμένο γυαλί πάλι ο
ήλιος χαμογελούσε.
ΝΑ ΥΨΩΘΕΙ ΣΤΟΝ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΟΥΡΑΝΟ Ο ΡΟΔΑΚΑΣ ΤΟΥ ΠΙΟ
ΚΟΚΚΙΝΟΥ ΗΛΙΟΤΡΟΠΙΟΥ
Το αίμα τους Καθώς σπάζουν τα φράγματα
Χύθηκε Προορισμένο κιόλας ν’ αρδέψει τη γη
Σα ρόδι θρυμματισμένο ιρίδισε
Σκορπίζοντας απαστράπτοντα
σπέρματα
Για μιαν ανθοφορία Σε μιαν άλλη άνοιξη που θα ’ρθει –
[ΣΥΜΒΑΝ από τη συλλογή ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση
ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
(έτσι…) ΠΕΡΑΣΑΝ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ
ΣΥΝΤΡΟΦΟΙ
ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΒΟΥΛΙΑΞΑΝ ΣΤΗΝ
ΠΕΤΡΑ
(… φάνηκαν φτηνός πλούτος οι
λέξεις, η γλώσσα, τα αισθήματα…)
… Υπερίσχυσε
εγκέφαλος ερπετού που πήρε τρεις στροφές ακόμη
Τα μυστικά σχέδια στάθηκαν πιο δυνατά απ’ το σώμα της πατρίδας Νύχτα μαζεύτηκαν τα κουφάρια των
καταδικασμένων Απόγόρεψαν το θρήνο για
το δημόσιο συμφέρον. Μετά την έξαψη των
πρώτων ημερών Τους όρκους και τις
επικλήσεις Με τα μούτρα πέσανε στα
παχιά κρέατα Στα πλούσια κι εύθυμα
τραπέζια Ωραία κρασιά, τρυφερές οι
γυναίκες Στην αγορά λίφο πολύ καλά
πήγαν οι δουλειές Του ποδοσφαίρου η
κουβ[εντα σίγουρη Λαχνοί εξαγοράζουνε
το μέλλον Πού τώρα διεκδικήσεις κι
αγώνες, Λοιπόν, ας βγάλουν άλλοι το
φίδι από την τρύπα!..[ΕΛΕΕΙΝΟΝ
ΘΕΑΤΡΟΝ από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΟ ΔΟΝΤΙ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ 1975 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου
Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]
Δευτέρα, 13 Δεκεμβρίου
2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου