Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

ΚΙ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΧΩΡΙΖΕΙ…

 

(μα είναι χαρτιά, συρτάρια, κλειδαριές,

είναι το σύρσιμο των ριγηλών κιγκλιδωμάτων,

των συρματοπλεγμάτων η παρέλαση!..

Είναι η τρέλα που χτυπάει τις παλάμες κι αντηχούν σα να χτυπά η μια έρημος πάνω στην άλλη)

Γυρνάμε και στριφογυρνάμε, φωνάζουμε, χειρονομούμε, γυρευόμαστε, βαδίζουμε, βαδίζουμε για να συναντηθούμε,

μα, να , κόβονται πάλι οι δρόμοι,

πάλι περνούν οι φάλαγγες γυαλιστερές μες στο καψαλισμένο φως,

πάλι περνούν οι φάλαγγες, που μας χωρίζουν.

Κι είναι ξανά τα μάτια σου ναυαγισμένες θάλασσες  κι η κόμη σου αναχώρηση πρωινή μες στους καπνούς

κι είναι οι πτυχές στο φόρεμά σου κάγκελα, που σφίγγεις νευρικά στα δάχτυλά σου…

 

Κι όμως δεν μας χωρίζει το άπειρο

κι όμως μετριούνται αυτά που μας χωρίζουν.

Μετριούνται οι ώρες της σκληρής δουλειάς, μετριούνται του ψωμιού τα ψίχουλα, τα δέκατα, οι αρρώστιες –

και μετριούνται τα λυσσασμένα κέρδη της πλεονεξίας.

Γυρνάμε και στριφογυρνάμε, βαδίζουμε, βαδίζουμε για να συναντηθούμε,

ψάχνεις για μένα, με φωνάζεις, μπλέκεται ανάμεσα σε πέλματα και ρόδες η φωνή σου,

τα χέρια σου συστρέφονται, όπως στον ουρανό οι καπνοί χωριών πυρπολημένων,

το πρόσωπό σου ναυαγεί πίσω απ’ τις σημαίες

κι η σκόνη σα λευκός χαλκάς σφίγγει τ’ άγια σου πόδια.

 

Όμως δεν είναι το άπειρο, που μας χωρίζει, μα είναι χαρτιά, συρτάρια, κλειδαριές,

είναι το σύρσιμο των ριγηλών κιγκλιδωμάτων, των συρματοπλεγμάτων η παρέλαση.

Μες στις πλατείες δεσπόζουν βαλτωμένα βλέμματα γεμάτα κύμβαλα και λόγχες

και τα μεταξωτά κορμιά των σημαιών κυλιούνται αγκαλιά με βρομερά χαμόγελα στις σκάλες των μνημείων.

 

Όχι, δεν είναι καθόλου το άπειρο, που μας χωρίζει

 μον’ είναι η τρέλα, που χειροκροτεί στα πεζοδρόμια,

η τρέλα που χτυπάει τις παλάμες κι αντηχούν σα να χτυπά η μια έρημος πάνω στην άλλη.

Είναι ένα φως, που πάνω του σκοντάφτουμε, είναι ένα μούδιασμα του ανέμου κι ύστερα μια μικρή αναφορά:

τόσοι νεκροί και τόσοι τραυματίαι.

 

Γυρνάμε και στριφογυρνάμε

είναι οι ζωές μας δύσκολες, παράτολμες κι υπέροχες,

είναι οι ζωές μας ίχνη αγριμιών πάνω στην άμμο –

βαδίζουμε, βαδίζουμε και θα συναντηθούμε, γιατί δεν μας χωρίζει το άπειρο,

γιατί μετριούνται αυτά που μας χωρίζουν

[το πρώτο μέρος από το ποίημα του Βύρωνα Λεοντάρη που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή του  ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957 – από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017 – ακολουθούν το δεύτερο και το τρίτο μέρος από το ίδιο ποίημα

«Αυτός είναι ο αιώνας ο τρελός, των εξευτελισμών ο αιώνας… Μα εσείς, λουλούδια των καταστροφών, πληγές που λαμπαδιάζετε μες στο απέραντο ρίγος, σεις πέστε, πόσο δύσκολα μεταμορφώνονται τα βάσανα σε ελπίδες…]

 


ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΤΟΜΑΤΑ ΣΤΗΘΗΚΑΝΕ ΠΑΓΙΔΕΣ, ΓΙΑ ΟΛΑ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΘΗΛΙΕΣ

(ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ δεύτερο μέρος από ομότιτλη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη)

Δεν είναι τώρα η εποχή των ξάστερων αγώνων,

δεν έχει τώρα αλώνια μαρμαρένια η γη,

για να παλεύουνε τα παλικάρια εκεί μ’ ένα λεβέντη χάρο.

Τώρα η ζωή τσακίζεται σε σκοτεινές κακοτοπιές

και πνέει τριγύρω η παγερή ανάσα της ενέδρας.

Αυτός είναι ο αιώνας ο κακός, ο αιώνας της παγάνας.

Ποτέ δεν είδαν οι άνθρωποι πιο επίβουλο, πιο γλιστερό και πιο μπαμπέση θάνατο.

Για όλα τα μάτια και τα στόματα στηθήκανε παγίδες,

για όλα τα όνειρα θηλιές,

-τα πόδια και τα νιάτα μας φυραίνουν κάθε βράδυ δαγκωμένα απ’ τα ρολά των μαγαζιών.

 

Αυτός είναι ο αιώνας ο κακός, ο αιώνας της ορθοστασίας.

Ανεβοκατεβαίνω σκάλες όλη μέρα,

χτυπούν της προσβολής οι πόρτες πάνω μου καθώς φτερούγες όρνιων,

ένα χορτάτο φως μου κλοτσάει τα μάτια,

με τσούζει ο ιδρώτας και με τρελαίνει

ο θόρυβος της τρομερής λεηλασίας του Ανθρώπου.

 

Αυτός είναι ο αιώνας με τα κόκκινα τα μάτια,

αυτός είναι ο αιώνας ο φονιάς, των προγραφών ο αιώνας.

Σαν αετοί περήφανοι που στης ελευθερίας

το κάλεσμα, τανύζουν τα φτερά

κι εκεί στον πιο πλατύ κυματισμό της τόλμης

τα βόλια της κακίας τους βρίσκουν

και τυφλώνεται από ματωμένα φτερά ο άνεμος

και ζαλίζεται γύρω το στερέωμα,

έτσι, στην πιο γενναία τους ορμή,

χάνονται  οι άξιοι.

Αυτός είν’ ο αιώνας ο τρελός, των εξευτελισμών ο αιώνας

Στα παιδάκια μοιράσαν σημαιούλες,

τα σχολεία δοθήκανε στους λόχους,

τα πάρκα στις μασέλες του ιππικού.

Οι κοπέλες του δειλινού γυρνάνε και ξαναγυρνάν πίσω το πρόσωπο.

Ποιος είναι αυτός που ακολουθεί;

Ποια βήματα είναι αυτά, που θα προλάβουνε το καρδιοχτύπι τους,

ποια δάχτυλα θα κυνηγήσουν τους σφυγμούς τους στις γαλάζιες φυλλωσιές,

ποια χείλη θ’ ανταμώσουνε τα χείλη τους στις ζαλισμένες τους ροδιές;

Οι κοπέλες του δειλινού γυρνάνε και ξαναγυρνάν πίσω το πρόσωπο.

Ποιος είναι αυτός που ακολουθεί; - Κανείς δεν είναι

Φυλλορροούν τα βήματα της ευτυχίας στη σκόνη,

η έρημος κι η νύχτα γδέρνουνε τα μάτια τους.

 

Ω διαμελισμένες πολιτείες, ως πότε

θα τρέμετε μέσα στους λερωμένους επιδέσμους των δρόμων σας,

ως πότε θα περνούν φορεία μούσκεμα απ’ τον πόνο,

ως πότε τ’ άγρια πένθη κι οι κηδείες,

ως πότε θα βουλιάζουνε τα πρόσωπά μας

στη σκοτεινή γυαλάδα των φερέτρων,

ως πότε οι νεκρικές πομπές και τα βαριά, τρομαχτικά στεφάνια,

απ’ όπου πέφτει πότε-πότε ένα γαρύφαλλο,

που το πατάνε - που είναι

σπασμένο πρόσωπο παιδιού πάνω στην άσφαλτο;

Αυτός είναι ο αιώνας των κατατρεγμών, ο αιώνας της δοκιμασίας.

Αιχμαλωσίες, ξεριζωμοί, μετακινήσεις πληθυσμών…

Μα εσείς λουλούδια των καταστροφών,

πληγές που λαμπαδιάζετε μες το απέραντο ρίγος,

πρόσωπα ανασκαμμένα απ’ της φοβέρας την κραυγή,

σεις πέστε, πόσο δύσκολα μεταμορφώνονται  τα βάσανα σε ελπίδες

και πόσο δύσκολα χαράζει το χαμόγελο στο πρόσωπο  της γης,

σεις, ματωμένες δαχτυλιές της λαβωμένης νιότης

στους κλονισμένους τοίχους των πολιτειών,

εσείς μιλήστε στις γενιές, σεις πέστε,

πώς άντεξε η αγάπη μας σε τέτοια θύελλα μίσους.

 

 

ΑΥΤΟΥΣ, ΠΟΥ ΣΤΕΙΛΑΝ ΣΤΟ ΧΑΜΟ, ΤΟΥ ΦΕΡΝΕΙ ΠΙΣΩ Η ΑΝΟΙΞΗ…

(δεν είναι οι άνθρωποι πέτρες, να βουλιάξουνε βαθιά στο χωρισμό)

γυρνάνε με τον άνεμο τη νύχτα στις αυλές,

χτυπιούνται μ’ αναφιλητά οι πόρτες και τα παράθυρα

κι οι τρομαγμένες στέγες μας τρίζουνε σαν καράβια.

Ποιος έρχεται κι οι στράτες μας πικρομοσχοβολάνε;

Αν είναι ο γιος, σκιρτά η καρδιά, τα γόνατα στυλώνουν

αν ο πατέρας, λύνονται τα χέρια της ορφάνιας

κι αν ο καλός μου,,,, - σ’ ένιωσε η  χλωμάδα της αγάπης.

 

Αυτούς που στείλαν στο χαμό, τους φέρνει πίσω η άνοιξη.

Αυτοί δεν ήταν τρόχαλα να σκορπιστούνε, να χαθούν στης αρνησιάς τη στράτα

-δεν είναι οι άνθρωποι πέτρες, να βουλιάξουνε βαθιά στο χωρισμό

δεν είναι η νιότη δάκρυ να στεγνώσει, να σβηστεί στου πένθους το μαντήλι –

αυτοί δεν ήταν σκόνη στα μαλλιά, πάχνη στα δάχτυλά μας,

να μας τους πάρει ο άνεμος.

 

Μουγκρίζει τώρα και βογκάει της λησμονιάς το σύννεφο,

δεν τους χωράει ο θάνατος,

γιατί είναι όλοι νέα παιδιά,

οι λατρευτοί της θάλασσας, της ποτισμένης γης και των σταχυών.

 

Στων κοριτσιών το καρδιοχτύπι πάντα θα γυρνούν

και μες στα μάτια των παιδιών – φεγγάρια κι άστρα.

Μα τώρα, αλήθεια, πια όλες οι στρατιές κουράστηκαν πολύ,

βαδίζοντας και κλαίγοντας,

σκοτώνοντας και κλαίγοντας,

τώρα όλες οι στρατιές κουράστηκαν πολύ

κι αυτοί, που ήταν σημαδεμένοι για χαμό, ταμένοι του θανάτου, δεν προχωρούνε πια,

γιατί είναι όλοι νέα παιδιά,

το μακελειό δεν τους μεθάει και φόνο δεν διψούν.

Μια δύναμη περίλυπη αγρυπνεί στο πρόσωπό τους.

Δεν σκύβουν και δε πίνουνε απ’ τη γούρνα του θανάτου.

 

Γιατί τους καίει η λαχτάρα της ζωής,

τους κυβερνά η τρεμούλα του κορμιού, που θα γδυθεί το θάνατο,

ο πυρετός, που θα ραγίσει τα κράνη,

η ζεστασιά της ανθρωπιάς, πιο δυνατή απ’ το σίδερο.

Δε σκύβουνε, δεν πίνουνε απ’ τη γούρνα του θανάτου.

Η άνοιξη κατηφορίζει με πανέρια λουλουδιών, στις λεωφόρους,

κατηφορίζει με τα δάκρυα των παιδιών στα μάγουλα

κι αυτοί, που ήταν σημαδεμένοι για χαμό, ταμένοι του θανάτου,

πίσω γυρνούν με τρικυμίας προμήνυμα στην όψη και τα δάχτυλα,

πίσω γυρνούν με τις αποστασίες των εξοχών στα μάτια τους,

θροούν οι πολιτείες παράθυρα και τα χωριά ονειρεύονται

κάτω απ’ της βροχής τα γαλανά ματόκλαδα

και της χαράς η αστραπή καλπάζει στα βουνά – τα πέταλά της

πάνω στα μυρωμένα βράχια χρακακίζουν.

Αυτοί, που ήταν σημαδεμένοι για χαμό, γυρνούν αυτή την άνοιξη.

Ξυπνάνε στις κοιλάδες βήματα, βήματα, που γυρεύονται,

βήματα, που μεθάν το χώμα,

χώμα, που ανάβει από καημό κι απ’ τη φωνή σου…

 

Από βοριά και από νοτιά τρέχεις φωνάζοντάς με,

είναι η φωνή σου άχνα στα βουνά

και των μαλλιών σου οι χείμαρροι μοσχοβολούν ελπίδα,

τρέχεις και κάτω απ’ τα γλυκά σου πόδια λιώνει η νύχτα.

Από βοριά κι από νοτιά τρέχεις γυρεύοντάς με,

τρέχεις σε μια φτωχή πλαγιά, που η χλόη είναι λυγμός,

τα βήματά σου αντηχούν όλα τ’ αρώματα των ουρανών, της θάλασσας και των περιβολιών,

τα βήματά σου, αγάπη μου – ω αγάπη, μονάχα

τ’ αλαφιασμένα βήματά σου

κυριαρχούν το στερέωμα.

[τρίτο και τελευταίο  μέρος από το ποίημα ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ από την ομότιτλη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη – συγκεντρωτική έκδοση ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949-2006, Ύψιλον/ βιβλία 2017]

 

Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΧΑΘΕΙ

(κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή» που παρατείνεται και γιγαντώνεται μες στις καρδιές μες τους αιώνες): 

Όχι μόνο τ’ αθώα παράπονα,

που αναποδογυρίζουνε με μια κλοτσιά στο στήθος,

όχι μόνο οι φωνές, που τις ξαπλώνουν στις πλατείες,

όχι μόνο οι ανύποπτοι ενθουσιασμοί.

 

Πιο δυνατή είναι, πιότερο βαραίνει   η σιωπή που ακολουθεί,

η σιωπή των πεισμωμένων δρόμων, των κλειστών παραθυριών,

η σιωπή των παιδιών μπροστά στον πρώτο σκοτωμένο,

η σιωπή μπροστά στην ξαφνική ατιμία,

η σιωπή του δάσους,

η σιωπή του αλόγου δίπλα στο ποτάμι,

η σιωπή ανάμεσα σε δυο στόματα, που δεν μπορούν να φιληθούν,

κι εκείνη η «ενός λεπτού σιγή»,

που παρατείνεται και γιγαντώνεται

μες στις καρδιές μες τους αιώνες,

η σιωπή που αποφασίζει   τι είναι να μείνει, τι είναι να χαθεί.

 [Η ΣΙΩΠΗ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]

 

ΜΟΝΑΧΑ ΑΝΤΙΟ

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957)

Μη λες: «Αντίο, μας χωρίζει ένα χάος»,

γιατί εγώ δεν βλέπω κανένα χάος.

Όμορφη η νύχτα, με πουλιά, με ολάνθιστους θορύβους,

όμορφη η νύχτα και σπιθίζουν τ’ άστρα και γελούν

μακριά οι χαρούμενες επιγραφές της ευτυχίας…

 

Μη λες: «αντίο, μας χωρίζει το άπειρο»,

γιατί μετριούνται αυτά που μας χωρίζουν,

γιατί δεν είναι καθόλου το «άπειρο» που μας χωρίζει,

μα είναι το ανήλεο σφυροκόπημα της δυστυχίας, που θρυμματίζει καρδιές.

ξηλώνει σιδεροδεσιές και συνειδήσεις,

ξεριζώνει τα δένδρα,

κόβει τις άγκυρες και ρίχνει τα καράβια στη στεριά,

ισοπεδώνει τις κραυγές της άνοιξης, τους ουρανούς, τα όνειρα και τ’ αρώματα,

είναι τα δαγκωμένα χέρια μου,

το πρόσωπό μου, που το ανάσκαψαν τα σκάγια της κακίας,

είναι τα πληγωμένα χελιδόνια των ματιών μου

-κι οι αποδημητικές επιθυμίες του σώματός σου…

Ποιος σκέφτηκε ποτέ να τις σκλαβώσει;

 

Γι’ αυτό, μη λες «αντίο, μας χωρίζει μια άβυσσος»

Κοίταξε τι απλός, τι καθαρός, που είναι τούτος ο δρομάκος

με τις νεραντζιές και πες μονάχα «αντίο».

 

«ΚΑΡΛΟ»

Μαζεύτηκαν και τον κοίταζαν

-αυτοί που φάγανε το πρωί, αυτοί που θα φαν το μεσημέρι και θα φαν και το βράδυ,

αυτοί που θα τρώνε πάντοτε,

προσκεκλημένοι στις γιορτές της νόμιμης χαράς,

ντόπιοι και ξένοι,

εκδρομείς στον τόπο μας,

εκδορείς στον τόπο τους, εκδορείς ψυχών,

 

κάποιοι  απ’ τη Μύκονο,

κάποιοι  απ’ το Κάπρι,   κάπροι απ’ το Κάπρι,  κοπριά απ’ το Κάπρι,

 

μαζεύτηκαν και τον πειράζαν

έχοντας πλάι τους τι γυναίκες τους,

που αλλάζουν κάθε τόσο επωνυμίες,

κρατώντας απ’ το χέρι τα παιδιά τους,

παιδιά θαύματα, παιδιά μεγαλοφυΐες,

που κάνουν καροτσάκι τη γιαγιά τους,

που ζωγραφίσαν χτες «την πρώτη τους ακουαρέλα»,

 

παιδιά κουρέλια

σαν τα κουρέλια του κορμιού ενός έρωτα, που διαμελίστηκε

σε μάτια, που δεν ήταν μάτια,

και σε κρεβάτια, που δεν ήτανε κρεβάτια,

σε μάτια και κρεβάτια που ήταν ζυγαριές.

 

Τον πείραζαν, τους έφτυσε

τον έφτυσαν, τους έφτυσε,

τον χτύπησαν, τους έφτυσε,

-μαζεύτηκαν πολλοί και κοίταζαν

ένα άλλου είδους πίθηκο.

[από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957]

 

ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟ «ΤΕΤΕΛΕΣΤΑΙ»

(από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957)

Τι φοβερό, όσοι πρώτα μ’ άξια στέρνα

του κόσμου, την τιμή και την τιμή τους

εδιαφεντεύαν, τώρα σε «μοντέρνα

διασκευή» να παίζουν την ψυχή τους

 

στης δυσωδίας τους πάγκους και για πλήχτρα

να τρεμοψηλαφούν τρύπιες δεκάρες…

Πήχτρα τριγύρω η δυστυχία και πήχτρα

τα βογγητά, το πένθος κι οι κατάρες.

 

Λαχνοί στις μαύρες χούφτες του θανάτου

σειούμαστε κι όλη τρέμει η ανθρωπότης.

-Κι οι νεκροί ακόμα γίναν άνω κάτου·

ποιος είναι ο ήρωας τώρα; ποιος προδότης;

 

Ο άνθρωπος φτήνυνε κι όσο φτηναίνει,

τόσο και μεγαλώνουν τα παζάρια.

Ούτε οι ουρανοί δεν είναι πια ανοιγμένοι·

καταστροφής τους κλείνουν μανιτάρια.

 

Πολιτισμοί και κόσμοι ολόγυρά μας

σαν κόκαλα νεκρών έχουν σκορπίσει

-κι ο Παρθενώνας μες στα βάσανά μας

σα θώρακας σκελέθρου έχει ξασπρίσει.

 

Τρίζει – πώς τρίζει! – ετούτος μας ο αιώνας,

σταυρός που έχουν επάνω του σταυρώσει

ένα παιδί γιγάντιο – και κυκλώνας

έχει το μέτωπό του στεφανώσει.

 

Με λόγχες και σπαθιά, τι καρτερείτε,

με σφουγγάρια στο ξίδι βουτηγμένα,

λεγεωνάριοι; Μάταια καρτερείτε·

δε θ’ ακουστεί «Τετέλεσται» κανένα.

 

-Σήκω, της δικαιοσύνης άγριο αγέρι,

τα δεσμά, που μας σφίγγουν, τώρα σπάσ’ τα!

Όχι ως το κόκαλο να φτάσει το μαχαίρι.

Πριν από το «Τετέλεσται» - ανάστα!

 

ΑΛΙΜΟΝΟ ΣΟΥ, ΟΤΑΝ ΑΡΧΙΣΕΙΣ ΝΑ ΞΕΚΟΒΕΙΣ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΟΝΟ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΣΟΥ

(κι απογυρνάς το βλέμμα από πληγές, που σε φωνάζουν…)

… κι εξοικειώνεσαι με τη ζωή που ζουν τα τέρατα.    κι αρχίζει το ασυμβίβαστο να συμβιβάζεται και το απαράδεκτο να μοιάζει βολικό    κι αρχίζει η αλήθεια μέσα σου να σώνεται και να ’ρχεται το ψέμα σιγά-σιγά    όπως η μέρα γίνεται σκοτάδι, όπως το καλοκαίρι γίνεται χειμώνας.    Αλίμονό σου, όταν το δύσκολο σου γίνει βαρετό κι αβέρτα ρίχνεις δίκιο στους άδικους    κι αρχινάς ν’ ανακαλύπτεις σοφίες κι ομορφιές στα ξεράσματα της πλήξης,    ιδανικά μες στο βυθό της αηδίας και λες, και λες και λες…   Όταν πια δεν σου φαίνονται τόσο δύσκολα πράγματα η ζωή, ο έρωτας, ο ύπνος,    όταν τριγύρω μαχαιρώνουνε τη Νύχτα κι οι λόφοι στηθοδέρνονται,    όταν παχύνουνε τα χείλια σου τόσο πολύ, που να μπορούν να πουν:    «Κατέστην ευτυχής», αλίμονό σου.    Γιατί όλοι αυτοί, που σε τριγύριζαν,   γιατί όλοι αυτοί που πριν σε χάιδευαν, άλλα γυρεύουν τώρα, άλλα απαιτούν·    - τώρα σε θέλουν τέλεια δικό τους.    Γιατί αυτοί, που απ’ την αρχή καλά τους ήξερες, τώρα περνούν τα σύνορα,    γιατί η λεηλασία σου άρχισε – και τώρα τι θα κάνεις;  τι θα κάνεις τώρα, που πια δεν μένει παρά ένα βήμα μοναχά, για να συρθείς και να συνάψεις τη «συμμαχία» που σου ζητούν,    την τρομερή κι επαίσχυντη και μάταιη συμμαχία με το θάνατο;   [ΛΕΗΛΑΣΙΑ από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΟΡΘΟΣΤΑΣΙΑ 1957 – από το συγκεντρωτικό τόμο ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον/ βιβλία 2017]

Παρασκευή, 10 Δεκεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ