Με τα’ όνομά σου να σε φωνάξω πια δεν μπορώ.
Πλην όμως ένα κάποιο στείλε μου σήμα:
Διότι είμαι μόνος σαν τον καπνό μετά το φονικό στην κάννη του πιστολιού
και σαν την αγριοσυκιά που φύτρωσε
ξάφνου μες στη μαυρίλα της πυρκαγιάς.
Όπως το κουταλάκι της μετάληψης
αποβραδίς στο στόμα του πρωινού μελλοθάνατου
και όπως μια βελανιδιά σε χώρο εκτέλεσης,
είμαι μόνος και σε περιμένω.
Με τις αισθήσεις μου τεντωμένες
όπως οι γάτες στο προσκλητήριο του ταβερνιάρη.
Με ένα μάτι που το οπτικό του νεύρο
είναι ο ουρανός ο ίδιος σε μικροσκόπιο
και με ένα αυτί που το τύμπανό του
δεν είναι παρά τσιγγάνων αντίσκηνο.
Με λέξεις που σκορπίζονται πανικόβλητες
όπως τα κατσίκια στην ξαφνική θέα του τραίνου,
καθώς και μια ψυχή σκοτεινή που όμως βλέπει πολλά
όπως το ένα, κλεισμένο στο φακό, μάτι των ρολογάδων, είμαι μόνος.
Είμαι μόνος και σε περιμένω!..
[ΕΝΑ ΚΑΠΟΙΟ ΣΤΕΙΛΕ ΜΟΥ ΣΗΜΑ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΣ, εκδόσεις Κέδρος 2010 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]
Πού
πήγαν όλοι, πού χάθηκαν;
Αυτός που κάποτε ήθελε να αλλάξει τον κόσμο,
το παιδί που μικρό ήσυχο δεν καθόταν,
ο άλλος μετά, του έρωτα ο έφηβος ο πληγωμένος,
ο ατίθασος του στρατού ο σκληρός ο ατρόμητος,
των δρόμων ο φλογερός οδοιπόρος ακόμη,
πού πήγαν, πού χάθηκαν;
Ένας
άνεμος τους φύσηξε, τους τύλιξε.
Κι
εκείνος που φοβήθηκε, μένοντας μόνος, την αϋπνία,
ορίστε, να τος, γυρνά τώρα στους δρόμους
κρατώντας στα χέρια μήλα και σόμπες.
ΠΕΡΑ ΜΑΚΡΙΑ ΣΤΑ ΣΥΝΝΕΦΑ
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς
περνούσαν, κηδείας.
Δεν είχανε πρόσωπο,
ήτανε φαγωμένο
και κάπως σαν να
βιάζονταν
λεωφορείο ή τραίνο να
προφτάσουν
να πάνε σ’ άλλη πόλη.
Πέρα μακριά στα σύννεφα
κάποιοι συγγενείς
περνούσαν, κηδείας.
Τους έβλεπα από την
ταράτσα μου, χρόνια τους έβλεπα
ώσπου με τον καιρό
χάθηκαν, έφυγαν,
βράδιασε στη ζωή κι απ’
τη σελήνη τώρα πια
ένας τους μονάχα απ’
όλους που ξέμεινε
τους ψάχνει, αλυχτάει
με το φαναράκι του κάθε βράδυ,
και ο πανικός του
βγάζει,
μια τρομερή φωνή
θυέλλης του βγάζει.
[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)
-Ι-
Έρχονται, τους παίρνουν
το πρωί
φωνάζοντας σαν σε
εκτέλεση δυνατά το όνομά τους.
Έχουν πιει χάπι από
νωρίς ηρεμιστικό όμως
κι έτσι ανεβαίνουν στο
φορείο
φρόνιμα και με τη
θέλησή τους.
Ύστερα τους κατεβάζουν
στο υπόγειο, εικοστούς,
αφού άλλοι δεκαεννέα
τους περιμένουν εκεί ήδη.
Είναι άβουλοι,
αμίλητοι,
και τα γεννητικά τους
όργανα ξυρισμένα.
Ο χειρουργός δεν έχει
φτάσει,
οδηγίες δίνοντας απ’ το
τηλέφωνο,
οπότε και τους
μετακινούν οι βοηθοί,
έτσι που με ένα τακ
στο τραπέζι τους μεταφέρουν, το σιδερένιο.
Αν και κοιμισμένοι,
ακούνε τότε φράσεις
στο βάθος του μυαλού
τους περίεργες
όπως: «δάσος»,
«βρέχει», «θα βρέξει», «βροχή»
ή επιθυμίες θυμούνται
της ζωής τους αμυδρά,
επιθυμίες που κράτησαν
όσο το άναμμα ενός
σπίρτου στο σκοτάδι.
Τα βλέπει, όμως, ο επί
της αναισθησίας επιτετραμμένος,
όλα αυτά τα βλέπει στην
οθόνη
και τα μέτρα του
αθόρυβα λαμβάνοντας,
σαν παλαιός αφιερωμένος
σε εκκλησία μεγάλη,
τα μέσα τους
σκοτεινιάζει, τα φώτα σβήνοντας σαν καντήλια,
τα φώτα ένα-ένα του
αίματος,
ώστε χαμογελούν τότε
κάπως αυτοί,
ενώ το σώμα τους
ανεβαίνοντας προς τα πάνω
και πάλι ανεβαίνοντας
προς τα πάνω,
χρόνια, βάρος και
αναμνήσεις πετά.
-ΙΙ-
Γλώσσα μοσχαρίσια,
κρεμασμένη σε τσιγκέλι χασάπη.
Γλώσσα αρνιού σε σούπα
μωρού.
Γλώσσα χοιρινή σε
τραπέζι μπεκρήδων.
Γλώσσα ανθρώπινη σε
μικρή λεκανίτσα,
ύστερα από επέμβαση, σε
μικρή επέμβαση χειρουργείου
-ΙΙΙ-
Τον έμπασαν στον μεγάλο
σκοτεινό θάλαμο και τον ξάπλωσαν
στον στενό κυλιόμενο
διάδρομο-κρεβάτι, γυμνό.
Δυο τρεις έπαιρναν
μέτρα και πάλι μέτρα, γύρω τριγύρω του,
ενώ του έριξαν ύστερα
στο πρόσωπο
ένα ζεστό πλέγμα,
αηδιαστικό πλέγμα,
σαν αυτό περίπου που
πρόχειρα χωρίζουν χωράφια,
μέχρι που πάγωσε και σίδερο
έγινε σκληρό.
«Μελισσουργό σε έκανα»,
του είπε χαμογελώντας
τότε ο γιατρός
κι εκείνος μέσα από τη
μάσκα συγκατένευσε πικρά,
σκεπτόμενος ή θέλοντας
μάλλον να του πει
πως «η μέλισσα έχει
μπει μέσα μου όμως
και γυρίζει εκεί, από
παιδί,
γυρίζει, χρόνια μονάχη
της γυρίζει».
Έφυγαν κατόπιν όλοι και
πίσω από μια κονσόλα κρυφτήκαν
ενώ το κόκκινο φωτάκι
του μηχανήματος
που σαν αεροπλάνο σε
βλάβη έψαχνε εναγωνίως
σε μη κατοικημένη
περιοχή να κατέβει
στο λαιμό του έπεσε
τέλος
και συντρίμμια τα έκανε
όλα, έτσι που «φωτιά, φωτιά»,
άκουσε αργότερα στον
ύπνο του, στο δωμάτιο, να φωνάζουν,
και άνθρωποι έφευγαν
τρέχοντας
με τιμαλφή στα χέρια,
πολλοί, και μαζί τους κι αυτός
ώσπου τρομαγμένος το
βλέμμα του έστρεψε ξάφνου,
ξυπνώντας, και κοίταξε
έξω.
Αέρας φυσούσε παντού και στα βουνά πέρα μακριά
ήσυχα-ήσυχα μέρες καίγονταν παλιές.
-ΙV-
Χέρια στο χρώμα
κίτρινης πέτρας
και όνειρα που χάνονται
σαν το πουλί που
κανένας δεν ξέρει
όταν πετάξει απ’ το
σύρμα που πάει.
Δεν μιλούν, πλην όμως
συνεννοούνται,
γιατί όλοι ξέρουν αυτό
που κανένας τους δεν λέει.
Σωληνάκια βάφουν
κόκκινο το απόγευμα,
εργαλεία του νίκελ και
ρολόγια πολλά με δείκτες τρελούς,
ενώ δεν γυρίζει πια σε
κανένα χωριό η μνήμη τους,
σε καμιά πολιτεία
όπως επίσης και ηλικία
δεν θυμούνται παιδική,
αλλά ούτε κι άλλη,
ώσπου το βράδυ πέφτει
έτσι, και κοιμούνται.
Ξυπνούν όμως απότομα
και με στόμα πικρό
το πότε, το πού και το
αν ποτέ, παλαιότερα,
όσα στον ύπνο τους
είδαν ψάχνουν να βρουν,
αλλά τίποτα στο νου
τους δεν έρχεται,
γι’ αυτό και στα σκότη
τους βυθίζονται και πάλι.
Ω καρκίνε. άνθρωπε
ύπουλε, σκληρέ.
Φαροφύλακα, που έχεις
το φάρο στο χιόνι.
-V-
Μεσάνυχτα τους
κατεβάζαν,
χωρίς κανένας άλλος να
πάρει είδηση.
Τους έγδυναν, τους
έπλεναν, τους έντυναν με τα καλά τους
που οι συγγενείς είχαν
από μέρες τρεις φέρει,
τους έκλαιγαν με κλάμα
πνιχτό
στο ξένο, τους
έκλαιγαν, στο κοιμισμένο παρεκκλήσι ,
και ύστερα τίποτα,
σιωπή ύστερα.
Σαν τα επαρχιακά
λεωφορεία του ΚΤΕΛ
έφευγαν, έφευγαν το
πρωί οι νεκροφόρες.
-VI-
Όχι κουρεμένοι, αλλά
χωρίς μαλλιά.
Μαθητές ενός παλιού
σχολείου ασπρόμαυρου
που αντί ποδιές,
πιτζάμες.
Χαριεντίζονται και αντί
για κολόνια, κοβάλτιο.
Δεν με γνωρίζεις;
ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΑΣΠΑΣΜΟΥ (στον
Γιάννη Βαρβέρη)
Αλλά κάπως έτσι λοιπόν
όλα τελειώνουν, πατέρα.
Σε κοιτάζω με τα
βλέφαρά σου κλειστά, την ανάσα κομμένη
και δεν μπορώ πια να
δακρύσω,
γιατί μια ζωή δεν έκανα
άλλο
από το να σε πενθώ,
κρυφά να σε πενθώ.
Πήγαινες να φέρεις ένα
χαρτάκι
και έτσι πως έστρεφες
την πλάτη
σε φανταζόμουν σε
αποχώρηση
χαρούμενος ήσουν κι εγώ
στα μάτια σου έβλεπα
ένα φως πόλεως –να μ’
αποχαιρετά- μακρινής
σε βόλτα έλειπες κι εγώ
στο σπίτι σαν έφτανα μόνος
την παντοτινή, την
παντοτινή ζούσα απουσία σου.
Ω νύχτα δύσκολη.
Θύμησες, που
κουρνιάσατε στα πράγματα κιόλας,
πιάτα, φλιτζάνια,
ποτήρια
που άθικτα και
ταιριασμένα όπως σας αγοράζαμε
στην ντουλάπα το πρωί
θα σας βρω,
φωτογραφίες σε
εκδρομές, παλιές,
προορισμένες για πάντα
καλά να φυλάτε
μια τόσο χαρωπή
απουσία,
ρούχα, παλτό, σακάκια,
κασκόλ, ομπρέλες
μιας μόδας άχρηστης,
πικρής,
που εντούτοις
αποκτήθηκαν κάποτε με αίμα,
γραβάτες, θηλιές χρόνων
ταπεινά στολισμένων,
κομοδίνα και καρέκλες
στο πατάρι
πτυσσόμενες,
αχρησιμοποίητες,
που κατά βάθος ήξερα,
ήξερα πολύ καλά τι σας θέλουμε.
Ω νύχτα δύσκολη,
και ω πατέρα, πιστολιά
που από παιδί σε περίμενα
και ύστερα από πενήντα τέσσερα
ολόκληρα έπεσες,
ύστερα από πενήντα
τέσσερα ολόκληρα έπεσες χρόνια.
[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]
ΟΝΕΙΡΟ
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)
-Το βουνό ολόκληρο,
αποβραδίς ήδη, στον αέρα βολόδερνε,
έτσι που τα δένδρα
ησυχία δε βρίσκαν,
ώσπου η νύχτα σιγά –
σιγά στην αγκαλιά της τα συνεπήρε.
Τίποτα πια δεν
ακουγόταν μα ούτε και φαινόταν.
Την άλλη μέρα μονάχα
προς το μεσημέρι
νέκρα απλωνόταν παντού
και αίμα από
τραυματισμένο αγρίμι που πάει στη φωλιά του
πάνω στο χιόνι.
-Ναι, τους είδα κι
έπαιζαν στον άλλο κόσμο τάβλι,
όλους εκείνους της
τάξεων των αγροφυλάκων
που μας έπαιρναν τις
σφενδόνες τότε και τα σταφύλια
και ήσαν χαρούμενοι,
ναι, τους είδα σας λέω,
με τις στολές τους, και
έπαιζαν τάβλι με ζάρια τα δόντια τους.
-Έβαλαν ένα κερί πάνω
σ’ ένα τραπέζι
-μνημόσυνο ποιητού-
και μαζεύτηκαν πέντ’
έξι εφτά –ποιητές κι αυτοί-
και διάβαζαν, διάβαζαν,
ποιήματα του χαμένου,
και ολόλυζαν και
χειροκροτούσαν και δάκρυζαν
και φώναζαν και
αλάλαζαν και έκλαιγαν και πάλι,
και χειροκροτούσαν και
φώναζαν και αλάλαζαν
ξανά, ξανά, ξανά και
ξανά.
Σκύλοι που έκλαιγαν
σκύλο.
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ
Εδώ τα μυριάδες
θροΐσματα του αέρα,
η ανεξίτηλη οσμή της
πίσσας και της βενζίνης.
Εδώ, εδώ όλα, γερασμένα
ποδήλατα, μηχανάκια,
καθρεφτάκια των πούλμαν
και κεφάλες νταλικών.
Εδώ, εδώ όλα, τρίκυκλα
κουτσά, ταξί πεταμένα
και της βασίλισσας
κότας θρόνος
το πίσω κάθισμα της
σαπισμένης Μερτσέντες.
Εδώ, εδώ όλα, τρακτέρ
βουλιαγμένα,
κύλινδροι οδοστρωτήρες,
εκσκαφείς της
Κατερπίλαρ, της Ντόιτς, εδώ, εδώ όλα,
και μαζί τους χιλιάδες
αιώνια «σ’ αγαπώ»
που ειπώθηκαν ανάμεσα
σε παλιοσίδερα,
γαϊδουράγκαθα και
κουράδες.
[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]
Ο ΦΟΒΕΡΟΣ ΦΟΝΙΑΣ ΤΖΩΝ ΜΠΟΛ
(από τη συλλογή του Γιώργου
Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ 2010)
Αλλά κι αν έπρεπε, σας
έλεγα, να με προσέχετε
είναι γιατί το βλέμμα
ήμουν
που μετατόπιζε φωνές
πνιγμένων.
Κι αν πικρός μονίμως
γυρνούσα
είναι γιατί μια καρδιά
είχα σαν το θήραμα τρομαγμένη
που, ενώ το περίμενες
πρηνής,
αυτό από την πίσω ήδη
μεριά του θάμνου
αναγκασμένο ήταν να
φεύγει.
Όσο γι’ αυτά που έκανα
τα πλήρωσα όλα,
πίστεψέ με, ακριβά, μια
ζωή μένοντας μόνος.
Σαν το κερί που το
ξέχασε ο καντηλανάφτης στο μανουάλι
και σαν το κρασί που δεν
ήπιε, στο τραπέζι,
ο αλκοολικός γιατί τον
προσέβαλαν.
Σαν τη ζυγαριά
σε αποβάθρα σταθμού
χρόνια καταγρημένου
και σαν το κλειδί που
μήνες το βλέπαμε στην άκρη του δρόμου,
πλην όμως κανείς δεν το
έπαιρνε
γιατί κανένας δεν
ήξερε,
γιατί κανένας δεν ήξερε
την πόρτα του.
Γι’ αυτό και έπρεπε,
σας έλεγα, να με προσέχετε.
Διότι το λαδί μπορεί να
ήμουν
που γιάτρευε την πληγή
σας, αλλά και ο καρπός
που τον πάτησε το ζώο
ήμουν, και την τελευταία στιγμή
σωριάστηκαν,
τσακίστηκαν στον γκρεμό,
το φορτίο μαζί και το κάρο.
Ο άνεμος ακόμη που
έδενε το στάρι σας,
αλλά κι αυτός που
ρίξατε
όταν κάνατε την πιο
μεγάλη στον κόσμο
της ευτυχίας τη
μοιρασιά ήμουν,
δεν είπα τίποτα σε
κανέναν σας τότε,
πλην όμως αιώνια
ορκίστηκα, σαν το κατάλαβα, εκδίκηση
και άκτιστη έμεινε η
ψυχή μου σαν ένα σπίτι, μισή έμεινε
και σαν την εκκλησία
που τη γκρέμισε ο σεισμός
και στάθηκε το
καμπαναριό άθικτο,
η φωλιά του πελαργού
στάθηκε,
η φωλιά του πελαργού
και η καμπάνα.
ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ, ΕΝ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΩ
-Πάλεψαν και νικήθηκαν.
Γιατί εγώ θα νικήσω;
-Ένα πράγμα, απ’ το
κρύσταλλο της πόρτας,
φαίνεται στο βάθος να
διαβαίνει.
Σκιά νοσηλευτών να
είναι ή κάτι που μόνο εγώ βλέπω;
-Δεν ήταν αποκριά αυτή.
δεν ήταν γλέντι.
«Το χάρο τον
αντάμωσαν», έπαιζε το cd στο μηχάνημα
και κλοτσούσαν τα πόδια
και διαβεβαίωναν με
αποφασιστικότητα
της παντόφλας οι
φτέρνες στο πάτωμα
και διαδήλωναν τα χέρια
στον αέρα, και απειλούσαν
και απειλούσαν μαζί
τους μερακλωμένοι και οι οροί.
-Περνούν επιμελητές και
βοηθοί όλοι μαζί
και σε ένα λεπτό
φεύγουν
Τι να σημαίνει άραγε
αυτό;
Είμαι απολύτως καλά ή
δεν έχω καμιά μα καμιά ελπίδα;
-Τα δάχτυλα του γιατρού
στο λαιμό μου
Σκύλοι της Ασφάλειας
που ψάχνουνε φονιά.
-Θύμησες με κατακλύζουν
συνεχώς
και πρόσωπα, δεκάδες
πρόσωπα
που βουβά, αμίλητα, με
κατοικούν.
Χαμηλώστε, χαμηλώστε
αυτά τα φώτα.
Πατρίδα μου είναι πλέον
η μνήμη
και περιουσία μου όσοι
αγάπησα κι όσοι μ’ αγαπήσαν.
-Κλείνω τα μάτια και με
πλημμυρίζουν
άηχες ουράνιες
μελωδίες.
Χιόνι.
Και στη χαράδρα της
ψυχής μου μια υπέρλαμπρη πτώση.
[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ
ΚΥΝΗΓΟΣ, Κέδρος 2010]
ΑΥΤΗ
ΕΙΝΑΙ ΛΟΙΠΟΝ Η ΠΟΙΗΣΗ:
ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΝΑΓΓΕΛΛΕΙ ΤΗ ΖΗΜΙΑ ΤΡΑΓΟΥΔΩΝΤΑΣ, ΓΙΑ
Ν’ ΑΠΑΛΥΝΕΙ ΕΤΣΙ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ
Μάτια γυναίκας που κλείνουν, για να σου δείξουν ότι ήρθε
η ώρα να τα φιλήσεις… Να την φιλήσεις εκείνη που περνάει στον ορίζοντα με το
στήθος γυμνό και τα μαλλιά λυμένα, ώσπου να γίνεις ποτάμι κι αυτή πηγή, ο
σκοτεινός Αλφειός και η μακρινή Αρεθούσα, ώσπου
να σμίγουν τα νερά σας στα βάθη της θάλασσας!.. Επίσης: Η μουσική που
ακούμε μέσα μας ύστερα από δυνατό πένθος και καταλαβαίνουμε έτσι ότι σιγά –
σιγά ξαναβγαίνουμε στα ξέφωτα!.. Και η στερνή στιγμή της ζωής μας, τέλος, που
καθώς θα φεύγουμε έχοντας αφήσει, αν και δίπλα μας, πολύ μακριά φίλους και
συγγενείς, από τα βουνά ή τη θάλασσα πέρα, κάποιος θα προβάλλει, που όμως δεν
θα προφτάσουμε, δεν θα προφτάσουμε να δούμε ποιος είναι!.. [ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ αποσπάσματα από τη συλλογή
του Γιώργου Μαρκόπουλου ΚΡΥΦΟΣ ΚΥΝΗΓΟΣ, εκδόσεις Κέδρος 2010]
Παρασκευή, 17 Δεκεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου