Μικρό πουλί –συσσωρευτής των ήχων-
μελοποιεί μες τη παλάμη της αυγής
την αιδώ της άβγαλτης ώρας, και τη
λύπη του ύπνου μου,
που, απόψε, ύπτιος αφού εδιάβασε
μακροσκελή σκοτάδια,
στίβος έγινε όπου, η νύχτα, κάποιο απρόθυμο όνειρο γύμναζε
για την ανάδειξη του προσώπου σου.
Αυτό το πρόσωπο για να δείξει,
θέλει κορνίζα αιμάτινη!..
Κάτι τι σου είπε η βροχή,
κάτι τι σου είπε ο Σεπτέμβρης,
κι έγινε η μορφή σου τζάμι θολό,
που πίσω του μπορεί κανείς ανενόχλητα
μήνες απρόοπτους να περάσει…
[ΑΝΑΔΕΙΞΙΣ και ΕΠΙΡΡΟΕΣ, δυο ποιήματα από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ,
1963 και άλλες επιλογές απ’ αυτή τη συλλογή, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από
τη συγκεντρωτική έκδοση ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Ίκαρος 1998]
ΤΙ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΜΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΚΙ ΕΝΑ
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)
Σε γλίτωσε απ’ το παρελθόν
μια άσχετη εντελώς συζήτηση
περί φιλαργυρίας και ανέμων.
Κάποιος μιλούσε τις προάλλες
γι’ ανθρώπους, για φταιξίματα ζωής,
για στίχους, Αφρικές και για
τυφώνες.
Και κάπου εκεί ανάμεσα
έπεσε το φευγάτο όνομά σου
-χρόνια της λήθης υποχείριο -
πάνω στην απροφύλαχτη στιγμή.
Έπεσε, και διαλέγοντας
απ’ όλες τις οδούς τη συντομότερη - της αναμνήσεως –
κύλησε από Αφρικές, από φυτείες,
και από ήλιους πλεονάζοντες,
και σ’ έφερε, παρά τη θέλησή σου,
λεπτομερώς ωραίον, σχολαστικά
απαράλλαχτον,
επακριβώς απατηλόν.
Σ’ έφερε μπρος στο συνυπεύθυνο Φθινόπωρο,
που υποθάλπει μια Δευτέρα Παρουσία
στ’ απολωλότα όνειρα.
ΠΛΑΓΙΟΣ ΤΡΟΠΟΣ
Να έπεφτε η βροχή ραγδαία,
ευχόμουν. Να ξεσπάσει.
Θα μέναμε έτσι πιο πολύ
μέσα στη στοά. Στην πρόφαση.
Στο βάθος «Μπαρ»
καφέδες ποτά, πίκρες εν μέθη.
Πιο κει «Ραφείον»,
καλλιτεχνικά της ζωής σας γυρίσματα,
μαντάρισμα του κενού σας άψογο.
«Γραφείο μεσιτικό» πιο πέρα,
πωλήσεις, αγορές, ευκαιρίες
αισθημάτων,
αιωνιότητες.
Κι εδώ που πιο πολύ σταθήκαμε,
της κάθε ανάγκης η βιτρίνα:
Χρωματιστά σαπούνια,
κορνίζες για διαρκείας πρόσωπα,
αλυσιδίτσες να τις σπάζει το ασυγκράτητο,
φανταχτεροί αναπτήρες
προσάναμμα στο βλέμμα σου,
κι άφθονα καθρεφτάκια
να ’χω το πρόσωπό σου ισάριθμες
φορές.
Γι’ αυτό ευχόμουν…
Μα η βροχή κι εσύ
ενάντια στην ευχή μου
πέφτατε.
[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]
ΚΥΡΙΑΚΗ ΑΠΟΓΕΥΜΑ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλα ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)
Πολλές φορές σε ζήτησε το απόγευμα:
Όταν με βρήκε πίσω απ’ το παράθυρο
να προφητεύω τις συνεχείς σιωπές σου.
Όταν μια βίαιη σκηνή εκτυλίχθηκε
σ’ εμένα ανάμεσα και στο τετελεσμένο.
Όταν προχώρησα στο διπλανό δωμάτιο
κι αυτό το εκάλεσα «φυγή».
Κι άλλες επίμονες φορές σε φώναξε
μέσα από έξι λαϊκά τραγούδια
για πιάνο και για δύσκολο απόγευμα.
Κι ακόμα τρεις θρηνητικές φορές
όταν τα θέματα σουρούπωσαν,
κι ονόμασα τα μάτια σου
«καθημερινά απογεύματα»
κι όλον εσένα Κυριακή
που είναι πάντα δύσκολη.
ΠΟΥ ΟΦΕΙΛΕΤΑΙ Η ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΠΟΣΟ
ΩΦΕΛΟΥΝ ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ (βροχερό
σαββατοκύριακο σ’ εκδρομή)
Η μέρα είχε λόγους να βρέξει…
Η πλατεία του τόπου
έδειξε κατανόηση μεγάλη
τη συνεπήρε το άδειο και το άηχο…
Λοιπόν η μέρα ήταν μάλλον για
τέτοιους χώρους:
«Σφαιριστήρια – Τυχερά Παιχνίδια».
Αίθουσα μεγάλη - για τις μεγάλες
κινήσεις της τύχης -
σκισμένη σε παράθυρα
με θέα προς μαγειρείον και
ποδηλατάδικο.
γεμάτη εγκλήματα ωρών,
κι άνδρες του τόπου,
της Κυριακής, και της κλειστής
πλατείας.
Και από σένα, νεοφερμένε άνδρα.
Με την απότομη έκφραση
δίνεις λαβή στην έκσταση·
καθώς μια εξ ύψους παραφωνία
μπαίνεις στην αίθουσα
με μπότες λαστιχένιες ως τα γόνατα
-κάθε σου βήμα κι ένα τρόπαιο -
μ’ ένα πουκάμισο ξεκούμπωτο
απ’ την καρδιά και επάνω,
καθόλου κυριακάτικος μήτε
καθημερινός,
κάπως σαν να έχεις παραπέσει
μες τη βαθιά αίσθησή μου.
Στέκεις μπροστά στο music box,
ρίχνεις δραχμή
κι αίσθημα παίζει
σκληρός που είναι ο χωρισμός
- σαν μια καταστροφή του νοητού είσαι -
δραχμή και αίσθημα
σιγανοψιχάλισμα
(η μέρα, εξάλλου, είχε λόγους να
βρέξει)
-σαν αγωγιάτης του παράξενου είσαι -
άλλη δραχμή και αίσθημα
one day the rain came
για λογαριασμό μου τώρα,
τι είμαι ασφαλώς ένας από τους κύριους
λόγους
που είχε η μέρα να βρέξει.
[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]
ΠΩΣ ΕΡΧΟΜΑΙ Σ’ ΕΠΑΦΗ ΤΟ ΠΡΩΙ ΜΕ
ΤΟ ΔΡΟΜΟ ΜΟΥ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)
Εν πρώτοις
αναβιώνουν τα χθεσινά μου βήματα.
Δεξιά, το διαφιλονικούμενο οικόπεδο
κι ο πρώτος μορφασμός της μέρας.
Αριστερά, στην πόρτα
νεόδμητης πολυκατοικίας, τα
κοινόχρηστα:
ο θυρωρός κι η ατμόσφαιρά της.
Πιο πίσω η εντύπωση:
σαγρέδες και απλίκες δίκην άνθους.
Και μέσα, σε δυνατότητες τριών ή
δύο δωματίων,
ή σε συναίσθημα υπογείου,
ο εσωτερικός της κόσμος
στεγασθείς από εφάπαξ και
εισοδήματα ονείρων.
Μετά περνώ, για ένα διάστημα,
μπροστά από μονοκατοικίες ενδόμυχες.
Πολλές υποπίπτουν
στο σφάλμα του διωρόφου·
στο επάνω στεγάζεται
ο χρόνιος πόθος του ισογείου.
Κι εκεί, γωνία Αίγλης και Πυθίας,
το υποσυνείδητο παντοπωλείου:
ταβέρνα, ακόμη μεθυσμένη από το βράδυ
Τραπέζια τσίγκινα, ελαφριά, να υψώνονται
εύκολα στην στάθμη της μέθης, σύσσωμα:
με τα ποτήρια, με το μέσον και τα αίτια.
Χωρητικότητος πέντε ψυχών το πολύ, που
σε κρίση πίκρας παραβιάζεται.
Κι αν δεν ξέχασα τίποτε
πάλι σπίτια, μέχρι το ανθοπωλείο,
για τις κοινωνικές στιγμές του δρόμου
και το αίσθημα.
Ο δρόμος αυτός χύνεται στην
πλατεία.
Αναπαράστασή του σε κυκλική
διάταξη.
Προστιθέμενου του φωτογραφείου
για των μορφών την ανατύπωση:
μια έγχρωμη σειρά χρόνου εν πλω
μετά από μια αναμνηστική περιοδεία του
στη συνοικία μου,
ΕΠΤΑ ΕΡΓΑΣΙΜΕΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΕΣ
Βάσει «των νόμων και περιορισμών»
του υπ’ αριθμ. τάδε πεπρωμένου…
Οκτώ η ώρα το πρωί,
έγγραφα, αντίγραφα εις τριπλούν και
εις μάτην.
Δέκα η ώρα το πρωί
ο ήλιος στο παράθυρο
«υπό τους όρους και λοιπά»,
τους καίει στην περιέργεια του
και στην απροσεξία του
-«κατ’ αύξοντ’ αριθμόν» οι τέφρες.
Ένδεκα η ώρα το πρωί,
ο ήλιος αλλάζει περιέργεια και
παράθυρο
και τροποποιούνται συνεχώς
«τα ισχύοντα μέχρι της τάδε»
-τι φόρτος παρελθόντων!
Δώδεκα η ώρα, επίφοβη ώρα,
τα αγαπηθέντα εκκρεμούν, και λέω
τώρα θα μεθύσει αυτός ο νόμος και
θα γίνει στίχος,
τώρα θα επέλθει το πρόσωπό σου
-«κατά τα κεκανονισμένα» πάντοτε.
Μιάμιση η ώρα, θαύματα δεν γίνονται
πια,
μόνο αντίγραφα πολλά της προσδοκίας μας
και «υπό ειδοποίησίν μας»
-συχνά γινόμαστε αφηρημένοι
«το βραδύτερον εντός δέκα ημερών από σήμερον»
-δαπάναις του μέλλοντός μας
και «κατά παρέκκλισιν» των ονείρων μας.
Δυόμιση η ώρα, μετά μεσημβρίαν…
Βάσει του υπ’ αριθμ. τάδε πεπρωμένου
τα πρωινά μας
«αποσβέσαμε»!..
[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]
ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΑ ΟΥΚ ΕΧΩ ΙΝΑ ΕΙΣΕΛΘΩ ΕΝ
ΑΥΤΩ
(από τη
συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963)
-Ι-
Αγαπητέ κύριε,
τυχαίνει να περνάτε τακτικά μπρος
απ’ τις ώρες μου
κι εγώ να είμαι πάντα εκεί και να
σας βλέπω
-μεγάλος κόπος για την όραση -
ό,τι περνάει.
Σας βλέπω,
προφταίνω το τρεχούμενο βλέμμα σας
-άρα δεν είναι όλα ξεροπόταμα-
μειδιάτε - άρα υπάρχουν όχθες -
χαιρετάτε, ήχος πετούμενος,
και περνάτε.
Εγώ, κύριε,
σας αποδίδω μάλλον σε φαινόμενο
αντικατοπτρισμού
και σε απόηχο ονείρων γυρολόγων.
Οι ώρες μου όμως σας πιστεύουν.
Μόλις φανείτε σταματάνε·
μες στα ρολόγια, μες στα δεδομένα,
μες στα οφθαλμοφανή,
μες στη ρευστή τους μοίρα,
σταματάνε,
καταμεσής στην αδειοσύνη τους,
κι εκείνο το σπαρακτικό
«Ιδού ο Νυμφίος έρχεται»
για σας το λένε.
Δικαίως.
Γιατί ενώ απλώς περνάτε
ενώ σχεδόν στ’ αόρατα συγκαταλέγεστε
κάνετε εντούτοις ένα θαύμα: τις
γεμίζετε.
Πολλές φορές μάλιστα
«εν τω μέσω της νυκτός»
-ΙΙ-
Ως το απόγευμα εκείνο
ποτέ δεν είχε ξεχαστεί στα βαθιά
του προσώπου του.
Το κοίταζε μονάχα με απορία,
όπως κοιτάμε ένα κλειστό, επ’
άπειρον παράθυρο.
Ήξερε μόνον πως τα μάτια του ήταν
πολύ μεγάλα,
και πως, σαν έβρεχε,
γινόταν της βροχής η μυστική
δίοδος.
Όμως, εκείνο το απόγευμα, ξανοίχτηκε.
Απέραντα ήταν τα μάτια του.
Και πώς της φάνηκε - εξ ουρανού
στιγμή -
πώς της φάνηκαν άραγε
σαν δυο καινούργιες πόλεις υπερούσιες,
άσπρα καμπαναριά ζωής γεμάτες
κι άπταιστους δρόμους προς τη μέρα,
ακηλίδωτη μέρα,
ίχνος Ιούδα πουθενά,
δυο παραθαλάσσιες πόλεις
με θάλασσα καλή που μόνο φέρνει:
χαιρετισμούς από το νέο κόσμο
αδιάβαστα βιβλία αδιάβαστους
καιρούς
σχέδια να κοπούνε οι ώρες
σε θείο μέγεθος, κι άλλα, κι άλλες
πραμάτειες του ονείρου.
Κι ύστερα πώς της φάνηκε ότι η φωνή
του
ήταν ο ζωτικός, ο πρωινός, ο πρέπων θόρυβος
των πόλεων αυτών,
κι ακόμα πως οι κινήσεις των χεριών
του
τον ακύλιστο χρόνο κυλούσαν
στις πόλεις αυτές.
Έτσι της φάνηκε.
Ώσπου κατέβηκε η ομίχλη.
Αυτή η ανελέητη ομίχλη
που εμφανίζεται συνήθως
στις φευγαλέες ονειρώδεις πόλεις
που οικοδομούμε ανερώτιστα μέσα σε
ξένα μάτια.
-ΙΙΙ-
Πριν από τη χειραψία η καρδιά
στεκόταν πιο εκεί.
Που και που μόνον, όταν σαν φως
τρεμόσβηνε η φωνή του
μέσα σε λέξεις ανεμόδαρτες,
γινόταν στην καρδιά δύσκολο κάπως τ’
οδήγημα του αίματος
στο ετοιμόρροπο της σχήμα.
Ας πούμε μια μικρή αρρυθμία
που θα μπορούσε να οφείλεται
και σε ακαταστασία του καιρού.
(Λοιπόν, κανένας φόβος ή ελπίδα,
ότι η χειραψία αυτή ενέχει θέρος).
Το χέρι άτρεμα και γοργά
θα προσπεράσει το επερχόμενο
Άγγιγμα.
(Επομένως ο ήλιος μπορεί να μένει
πίσω από τα σύννεφα).
Όμως το χέρι γίνεται φορτικό και άφρον
μόλις χαρμόσυνα χέρια ανταμώνει.
Γιατί είναι μέθυσο.
Είναι πιο πρωτοπόρο απ’ την καρδιά στα λάθη.
Πιο δυνατό:
αίρει βαρείαν απόσταση – το
πλησίασμα.
Κατά τη χειραψία
και το δικό μου χέρι φορτικό και
μέθυσο.
Καιρό ξεχάστηκε μέσα στο Άγγιγμα.
Μπορεί κι αιώνα,
μετά άλλο πάντα μέτρημα χρόνου.
Τόσο απτή κι εμπύρετη
προσηλιακή κι ευθεία και μεγάλη
η χαραγμένη της ζωής γραμμή μες
στην παλάμη εκείνη.
Κι εκείνη, αφού τη φορτικότητα
υπέμεινε για λίγο,
σαν πλήρωμα του χρόνου
άνοιξε.
Είχε αρχίσει της χειραψίας η
αποσύνθεση.
Το χέρι μου, τότε, σύρθηκε έξω από
το Άγγιγμα,
αίροντας μια ακόμη πιο βαριά
απόσταση:
την απομάκρυνση.
-ΙV-
Στα μάτια του - όταν δεν είναι
γήινα -
κινείται μακρόσυρτο πλοίο.
Το βλέπω
όσες φορές αφήνει το κεφάλι του στα
χέρια του,
έτσι, σαν να το κάνει δώρο σ’
αγαπημένη σκέψη.
Κι όσες φορές θυμάται.
Τρεμουλιαστά οι μνήμες τότε κατεβαίνουν
από τη σκάλα αυτού του πλοίου
σαν ταξιδιώτες που έκαναν τον γύρο
όλης της λήθης.
Πλοίο παράλογο:
κάνει τον πλουν του αγριεμένου
χρόνου
όταν χαλάει ο καιρός:
όταν σε νοσταλγία το γυρίζει.
Φεύγει, ένα «περίπου» της μορφής
αλλοτινών πραγμάτων για να φέρει.
Βαθιά τότε αυλακώνεται
η υγρότης των ματιών του,
κι οι επιβάτιδες σκιές
-καπνός, υπόσταση και μούχρωμα του
πλοίου -
την άσαρκη ζωή τους ανεμίζουν,
ώσπου το πλοίο να χαθεί
πίσω απ’ την ουτοπία.
[από τη συλλογή της Κικής Δημουλά ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963]
ΜΗΝ ΚΟΠΤΕΤΕ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ
(«Μην καταστρέφετε το πράσινο!..
Αγαπάτε τα δένδρα. Καθώς τ’ αγαπάνε τα πουλιά και η Άνοιξη»)
Δένδρα χιμαιρικά
αυθαίρετα, άρρωστα από αλλοπρόσαλλούς
ανέμους. Δένδρα που πέρασαν ξυστά μες
στα ταξίδια σας, και τα υλοτόμησε το
κοφτερό σας πέρασμα. Κι αυτά τα
αειθαλή δένδρα που ζούνε μες τα κάδρα
σας, τους αναπόφευκτους τοίχους
δαμάζοντας. Κι εκείνα των
αλσυλλίων τα φιλόσοφα δέντρα, που τους μικρούς και μεγάλους – αλλά ποτέ παντοτινούς - έρωτες επιβλέπουν. Τόσα και τόσα δένδρα. Κι αυτό το έξαφνο, το ένα δένδρο, σ’ ένα κυνηγημένο δρόμο, σαν τούτο δω, ας πούμε, το αποστεωμένο
δένδρο, απέναντι στο σπίτι μου – η ερημιά πάντα στην ώρα της – γυμνό,
θεόγυμνο – οριστικά χαμένο το παιχνίδι της άνοιξης – που μια ανωφέρεια είναι για το βλέμμα μου όταν αρχίζει πίσω από το παράθυρο τον τακτικό περίπατό του στο άδειο – λυπητερά βαράνε τα όνειρα – άδειο
περίπατο, καμιά συνάντηση, μόνο το
φανελένιο νυχτικό στα σύρματα τα
ξεβαμμένα άνθη που φυτεύει στο άδειο. Τόσα
και τόσα δένδρα. Κι όλα τα
πεπρωμένα, έμμονα δένδρα, που επινοήσατε, που άγνωστο γιατί δεν έπιασαν στων επιθυμιών σας τα τοπία, και τα μεταφυτέψατε στην ποίηση, δένδρα συμβολικά. Μην κόπτετε τα σύμβολα. [ΜΗΝ ΚΟΠΤΕΤΕ ΤΑ ΣΥΜΒΟΛΑ, από τη συλλογή της Κικής
Δημουλα ΕΠΙ ΤΑ ΙΧΝΗ 1963, συγκεντρωική έκδοση των συλλογών της ΚΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΑ
ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος 1998]
Δευτέρα, 8 Νοεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου