Και τώρα κομμάτια – κομμάτια έπεφτε ο ουρανός
Τα φώτα βυθισμένα
λουλούδια στα γόνατά της
κι άλλοτε σαν καρφιά
Και ξεφλούδιζε ο χρόνος έρημους τοίχους
Εδώ φυσάει αδιάκοπα
φυσάει ένας άνεμος
θα τα πάρει όλα
ενθύμια στάχτες και δάκρυα
σαν μυρμήγκια στο πρόσωπό μου…
Κι οι ρυτίδες κολλήσανε στις λάσπες ανίκανα άλογα
σαν ήρωες που ποτέ δεν τελειώνουνε τις μάχες…
Οφείλουμε να ’μαστε ευτυχισμένοι!..
Πεταλούδα από φως και δυνατή χρυσαφιά λύπη
Ή φορώντας κάτι ρούχα
άχρηστα φτερά!..
Μα το ρολόι παραμέρισε πάλι μισό βήμα στο χρόνο
μ’ ένα μελανό υπόκωφο γδούπο…
Άλλοτε πάλι
σκοτωμένη από φαντασία φοράω ένα κύμα
πάω στην άλλη άκρη της βεράντας εκεί σβήνει η χαρά…
Μα κάτι κοπέλες τόσο αγαθές από ομορφιά ανασαίνουν βαθιά
μεσ’ απ’ τον αχνίζοντα ήλιο των μαλλιών τους…
Δεν καταλάβαινε πάντα
σκυμμένος πάνω απ’ το σκάκι μετακινούσε πεθαμένα
πιόνια
Κι αυτή σα να περπατούσε με την αναπνοή της
Γι’ αυτό τόσο συχνά πονάω μέσα μου…
Κάτι δάκρυα σα νότες σήμαναν μέσα της παράφωνα το χτες
και της ξερίζωναν τα μισότρελα ρόδα απ’ το στήθος…
Αλίμονο στους γέρους
Φορτώθηκαν κάτι παλιά ρολόγια και τρέχανε στα παζάρια
με πρόσωπα μαύρα απ’ το χρόνο
Κι ο χάροντας πηδούσε διψασμένος από κλώνο σε κλώνο
[κτερίσματα στίχων από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο
ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ 1977 κι άλλα αποσπάσματα απ’ αυτή τη συλλογή αντιγραφή
και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΖΕΦΗ ΔΑΡΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ 1971 – 1992
Εκλογή, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα 1999]
Ακόμη λίγο σκισμένα τα χείλη
της μνήμης
με κάτι σωπασμένα πηχτά αίματα
στις άκρες
Κι οι μέρες αφηρημένοι
επίδεσμοι να κρέμονται από
παράθυρα που πότε – πότε ανοίγανε στη
χωματερή
Παλιά υλικά παλιά στολίδια τη
συγκρατούσαν ακόμα στη ζωή
Φορέματα που τα συγύριζε με
τάξη στο κενό
Ή κάτι χρυσαφιά μπουκαλάκια κι
όπως τα κρατούσε
σα να βαφότανε ολόκληρη από
έναν άλλο κόσμο
Τις νύχτες κλείδωνε απ’ έξω
τον άνεμο και προσεκτικά
όπως χτενίζουνε ένα γέρο
άνοιγε τα ρολόγια και τα
κούρντιζε σε άφωνο χρόνο
Που τώρα προεκτείνονταν μέσα της
ως τον πευκώνα
κι ως τη μαύρη θάλασσα σα μια ήρεμη παραδοχή πένθους
Γιατί ήτανε μάταιο να φέρει
πίσω στη ζωή τα παλιά λόγια
Ή ο ήλιος με κομμένο λαρύγγι να μιμείται τη φωνή του κόκορα
Μα ποτέ πια μισόγυμνη βάρκα
δεμένη στο κύμα
Τα υπόλοιπα μη τα θυμάσαι
[απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη
Ο ΑΝΕΜΟΣ και τα ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
ΚΑΙ ΞΕΦΛΟΥΔΙΖΕ Ο ΧΡΟΝΟΣ
ΕΡΗΜΟΥΣ ΤΟΙΧΟΥΣ
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
Φορούσε η γυναίκα μαύρες κάλτσες
κι ένα ρούχο που βαριότανε στους ώμους της
Τα μάτια της δυο βαθιές ρυτίδες
Κάπου – κάπου χαμογελούσε μόνη της
σαν ψάρι σε ενυδρείο ύστερα άλλαζε σταθμό
μου είπανε ήτανε η μητέρα του
Και τόσο πολύ γυάλιζε πάνω στο κύμα
που νόμιζες πως ήταν απ’ το φως
μα ποιο κύμα ποιο φως
Νύχτες πέρασαν κι άλλες νύχτες διπλωμένα φτερά και πράσινα φύκια
Και τώρα κομμάτια – κομμάτια έπεφτε ο ουρανός
Τα φώτα βυθισμένα
λουλούδια στα γόνατά της
κι άλλοτε σαν καρφιά
Και ξεφλούδιζε ο χρόνος έρημους τοίχους
ΕΔΩ ΦΥΣΑΕΙ ΑΔΙΑΚΟΠΑ
ΦΥΣΑΕΙ ΕΝΑΣ ΑΝΕΜΟΣ…
(θα τα πάρει όλα ενθύμια
στάχτες και δάκρυα…)
… σαν
μυρμήγκια πάνω στο πρόσωπό μου
Άλλοτε
πάλι βρέχει δεν σταματάει
Και
οι ρυτίδες κολλήσανε στις λάσπες
ανίκανα
άλογα
σαν
ήρωες που ποτέ δεν τελειώνουνε τις μάχες
Και
περήφανη σηκώθηκε στον μικροσκοπικό καθρέφτη
Στο
βάθος του δρόμου και της οδύνης
ξημέρωνε
απ’ την άλλη μια ζωή
Ίσως
πιο άμορφη λιγάκι χαλαρή
Με
τα καμπαναριά να ξεφλουδίζουνε άκεφα τον ουρανό
και
το σεμνό εκκλησίασμα
Αλλ’
αν του άνοιγες κατάσαρκα το στήθος
δε
θα ’βρισκες πια το σταυρό
(αποσπάσματα
απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΝΕΜΟΣ και τα ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ
ΕΙΝΑΙ Η ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥΣ
(απ’ τη συλλογή της
Ζέφης Δαράκη Ο ΑΝΕΜΟΣ και τα ΡΟΛΟΓΙΑ1977)
Οφείλουμε
να ’μαστε ευτυχισμένοι…
Πάλι
μόνη ξετύλιγε μέσα της
τις
φυλλωσιές των δένδρων
Πεταλούδα
από φως και δυνατή χρυσαφιά λύπη
Ή
φορώντας κάτι ρούχα άχρηστα φτερά
Ξαφνικά
είδε τη διαδήλωση
από
σκοτεινά στήθη μητέρων
Κι
από πανό σαν όρθια νεκρά παιδιά
Απότομα
ο ουρανός βυθίστηκε
άμμος
μες στα παπούτσια της
Έτρεξε
σαν τρελή για το σπίτι βρήκε
πατέρα
και γιο να γελάνε από πόρτα σε πόρτα
παίζοντας
τους τυφλούς
Και
τα μαλλιά τους μπερδεύτηκαν
ανάσα
ζεστή στα χέρια τους
Μα
το ρολόι παραμέρισε πάλι μισό βήμα στο χρόνο
μ’
ένα μελανό υπόκωφο γδούπο
Σήμανε
μεσημέρι το σπίτι καιγότανε
με
ψηλά κίτρινα δένδρα
και
θορύβους από πιάτα
Άνοιξε
και μυρίζανε τα πλακάκια σάπια λουλούδια
Στην
κουζίνα χέρια - άσπρα
παμφάγα πουλιά
Και
κρέατα κομμένα από βαθιές κραυγές ζώων
Εδώ
υπάρχουν τρωκτικά το ξέρεις
φαντάσματα
και τρέχουν τα νερά
Κι
αυτή η παλιωμένη στέγη
σα
μια γυναίκα που γερνάει στον ήλιο δίχως
ελπίδα
Μα
τι ξαφνικές λάμψεις έρχονται απ’ τα
δένδρα και τα μπλε φύλλα
Και
τα λουλούδια να κολλάνε τρέμοντας φιλιά
στα
κατακόκκινα τζάκια
Κι
ας τρίζουνε κάτω τα παλιά φορτηγά
Έτσι
κλεισμένη έχω να δω ανθρώπινη μορφή
από
τότε που είπα θα ζήσω μόνη
Ποιος
θα σου πλένει ποιος θα σου μπαλώνει
Εγώ
και τα πλαγιασμένα μου πιάτα
Δες
τη ήρεμα που τρώνε τη ζωή
Άλλοτε
πάλι σκοτωμένη από φαντασία φοράω ένα
κύμα
πάω
στην άλλη άκρη της βεράντας εκεί σβήνει η χαρά
Πώς
τελειώνει το χαρτάκι που καίγεται και τρίζει
Ή
πάλι βγαίνω έξω με τα ερείπια δένδρα
Μα
κάτι κοπέλες τόσο αγαθές από ομορφιά
ανασαίνουν
βαθιά
μεσ’
απ’ τον αχνίζοντα ήλιο των μαλλιών τους
Ή
κάτι παιδάκια μοιάζουνε με αηδόνια
Τόσο
μελωδικά μάτια έχουν και άρπες μαλλιά
Δίπλα
τους οι μητέρες τρέχουνε λαχανιάζοντας
ως
την άκρη του ορίζοντα
με
χέρια πρησμένα και βαριά από τσάντες
Σα
να είχαν ακόμη δυο ώρες ζωής και μετά
θα πέθαιναν
ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΤΟΣΟ ΣΥΧΝΑ ΠΟΝΑΩ ΜΕΣΑ ΜΟΥ
Και
σηκώθηκε απ’ το τραπέζι
Ήταν
Δευτέρα βράδυ και τα νερά είχαν ανέβει ως επάνω
Πλέαν
τα πιάτα πλέαν τα κορμιά
και
δίχως να μιλάνε του λέει κάτι
Ο
άλλος την κοιτούσε με μια τρυφερότητα
Δεν
καταλάβαινε πάντα
σκυμμένος
πάνω απ’ το σκάκι μετακινούσε πεθαμένα πιόνια
Κι
αυτή σα να περπατούσε με την αναπνοή της
Γι’
αυτό τόσο συχνά πονάω μέσα μου…
Μα οι ασθενείς
με ανώνυμα ρούχα και βλέμματα πολύ απασχολημένα
από μιαν αμήχανη λύπη
Πίσω από τις πόρτες μόλις που ανεβοκατέβαιναν τα λόγια
Στα χέρια της σπασμένα κοτσάνια και αθέατοι
κρίνοι
Όμως κουράστηκε να περιμένει
κι έγειρε το κεφάλι ανάμεσα στα στήθη
Και τα σανίδια ανατριχιάζοντας ως τις
φλέβες επάνω των ποδιών της
Αυτό είναι σκέφτηκε υπακούοντας και άνοιξε η πόρτα
Τότε νύχτωσε για καλά
Τραβηχτήκαν μέσα τα μπαλκόνια και χαμήλωσαν τα
νερά
Και μπόρεσε κι αυτός να γείρει επάνω σε χλιαρά
σεντόνια
Μα κάτι χέρια του άρπαξαν λίγο – λίγο την ψυχή
και κάτι σώματα διαμελισμένα
Αυτή σε μια κρυφή γωνιά για να μπορεί να κλαίει
Τα υπόλοιπα μη τα θυμάσαι…
(αποσπάσματα
απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΝΕΜΟΣ και τα ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
ΚΑΤΙ ΔΑΚΡΥΑ ΣΑ ΝΟΤΕΣ
ΣΗΜΑΙΝΑΝ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΤΟ ΧΘΕΣ
(απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΝΕΜΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
Λίγο
– λίγο άρχισε να της αρέσει ο ύπνος
έβρισκε
ό,τι γύρευε εκεί
Ερχόταν
μόνος του παλιό κάρο με σκονισμένες ζωγραφιές
από
νησιά και ασυγκράτητες θάλασσες
Και
με ολόξανθα κύματα σαν αυστηρά σπαθιά
μπροστά
στο πρόσωπό της
Κι η
άλλη από τα περασμένα
περπατούσε
ξυπόλυτη τώρα
μεσ’
απ’ τα σαρκώδη φύλλα της κόμης της
στο
βάθος κατάλευκο το πρόσωπό της
στερεμένη
κοίτη ποταμού
Άλλοτε
πάλι σαστισμένο εκκρεμές
κυλούσε
από χειραψία σε χειραψία
καθώς
βαθιά στο παρελθόν εβούιζε το κύμα
Κάτι
δάκρυα σα νότε σήμαιναν μέσα της παράφωνα το χτες και
της
ξερίζωναν τα μισότρελα ρόδα απ’ το στήθος
ΕΠΕΙΤΑ ΧΙΟΝΙΣΕ ΑΠΟΚΛΕΙΣΜΕΝΑ ΧΩΡΙΑ
Ληστεύανε
το χιόνι τρώγαν τω ωδικά πουλιά
Ο
άλλος δεν ήθελε να τους βάλει
μέσα
στο σπίτι του σκονισμένα βάζα
σκονισμένα
καθίσματα στημένα σαν δράκοι στις
γωνιές
Κι
απ’ έξω ας βράχνιαζε ο ουρανός απ’ το
τραγούδι
Μεθυσμένος
ο αέρας δεν έπαιρνε ανάσα
το
χιόνι έξω απ’ τις σκηνές άρχισε να παγώνει
Στα
σεντόνια της φυτρώνανε γαλάζιες εξοχές
κι
έπειτα πέθαιναν πρόωρα παιδιά
Αλίμονο
στους γέρους
Φορτώθηκαν
κάτι παλιά ρολόγια
και
τρέχανε στα παζάρια
με
πρόσωπα μαύρα απ’ το χρόνο
Κι ο
χάροντας πηδούσε διψασμένος από κλώνο
σε κλώνο
(αποσπάσματα
απ’ τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη Ο ΑΝΕΜΟΣ και τα ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
ΑΣ ΓΙΝΟΥΜΕ ΦΙΛΟΙ … ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ…
(ας λησμονήσουμε το
μέλλον μέσα μας πηχτό κυλάει το
παρελθόν)
Ας
γίνουμε φίλοι τώρα σώπασα Και
μεγαλώνοντας τη φλόγα του κεριού
μπροστά στο πρόσωπό του Πού
είναι το κλειδί της λέει Κι άστραψε
πάλι στην πληγή της σα μαχαίρι Ας
λησμονήσουμε το μέλλον μέσα μας πηχτό
κυλάει το παρελθόν Αδύνατον πια να σταθώ Αυτό το κέντημα θέλει ησυχία Ξήλωσε πάλι τα κλώνια ξανά και ξανά τα φιμωμένα πουλιά Κι άπλωσε το κορμί της μεσ’ στα βρύα Κι ανάμεσά τους ένα λουλακί σαν χρώμα δυνάμωνε το ανέκφραστο πάθος Έπειτα κύλησε η βέρα στο βυθό και οι φτωχοί ψαράδες σε άγνωστα δίχτυα Μα καθώς όλο σκοτείνιαζε πάνω στις
πέτρες στα δάχτυλά τους μείναν βαθιά σημάδια σα μαχαιρίες!.. [αποσπάσματα από τη συλλογή της Ζέφης Δαράκη
Ο ΑΝΕΜΟΣ και τα ΡΟΛΟΓΙΑ 1977)
Παρασκευή,
5 Νοεμβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου