Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2021

ΤΟ ΚΑΘΕ ΤΙ ΕΓΚΥΜΟΝΕΙ ΓΥΡΩ ΜΑΣ ΚΑΙ ΜΙΑΝ ΑΠΕΙΛΗ

 Το νου σας!  Φυλαχθείτε!..  Προσέχτε!..

Ήδη οι άνεμοι εφέρανε ίσαμε τ’ αυτιά μας τα μυστηριώδη μηνύματα. Το κάθε τι γύρω μας εγκυμονεί και μιαν απειλή.

Μαχαλάς δεν έμεινε που να μην τον επλάκωσε ο φόβος. Κάθε αντικείμενο κρύφτει μέσα του και μια ψυχή.

Να φύγουμε ελάτε. Η ώρα χτυπά. Η σκουριασμένη ανεμοδούρα μας κράζει έξαλλη μέσα στη νύχτα.

Τα μαγγανοπήγαδα σταματούν και τα τυφλά αλόγατα γινήκαν ένα με τα φυτά τα λεγόμενα «μπιγκόνιες». 

Να φύγουμε. Εμπρός. Να φύγουμε κάπου μακριά. Στα Γάλβανα!..

Στα Γάλβανα!,, Εκεί που είναι η σωτηρία, της λήθης τ’ απάνεμο λιμάνι. Η γαλήνη. Εκεί!..

Θύματα  εξιλαστήρια της αγάπης, της νύχτας ασκητικοί στρατοκόποι, της αυγής υπερήφανοι περπατητές, ανάφτε το θαλασσινό φανάρι.

Ποιος έχει τακάτι, τίνος το λέει στ’ αλήθεια η καρδιά, ας έρθει.

Μη χρονοτριβούμε  άδικα σε μάταιες ανασκοπήσεις του παρελθόντος. 

Οι καιροί είναι αβέβαιοι.  Καμιάν ασφάλεια δεν έχουν οι δρόμοι,

και σε πολλά σημεία η πλημμύρα κατέκλυσε το παν.

Στα σκοτεινά χαντάκια στοιβάχτηκαν, σε στάσεις ειρωνικές, οι καρυάτιδες, οι ποθοκρατόρισσες των ερωτικών μας χρόνων!..

Το περίφημό τους χαμόγελο  επέταξε μακριά κι ανθεί τώρα σε κάτι χαμένα ερημονήσια.

Τ’ αστροπελέκι  μας δείχνει το δρόμο. Εμπρός!..

Στα Γάλβανα της Λυκαονίας, εκεί θα αναπαυθούμε.

Αφού στεφθούν τα ευγενικά μέτωπά μας με άνθη ροδιάς,

αφού προσφέρουμε τις νενομισμένες σπονδές στα πουλιά. 

Εκεί, που μέσα στα ξύλινα μεγαλόπρεπα τεμένη της παλαιάς πρωτευούσης ,

θα σφάξουμε το νέο μοσχάρι, και θ’ αναβλύσει  μεσ’ απ’ το χυμένο αίμα φλογοβόλα κολώνα.  

Εκεί που ζώστηκαν τα ιθυφαλλικά μπαϊράκια κόρες ωραιότερες  κι απ’ τα πιο απροσδόκητα  συμπεράσματα της δυναμίτιδος.

Εκεί που ζει ο Έλλην Παντελάς εν μέσω των αγρίων Σουδανών, όπου τα λουλούδια τα πιο φωτεινά είναι σοφά απομεινάρια νεκρών καλλονών.

Εκεί που είναι ανώφελα κι άσκοπα τα δάκρια του καρχαρία,

οι αινιγματώδεις δεήσεις του Ζαχαρία, οι ψυχροί εναγκαλισμοί του πιγκουίνου. 

Εκεί που τα δάκρυα τα πύρινα των τελευταίων αυτοκρατόρων και οι ερωτικοί σπασμοί είναι εν και το αυτό πρόσωπον.

Όπου η προσφορά του λοστρόμου στ’ αχνάρια της υποτεινούσης των ανωμάλων έλξεων θα συνοδεύεται με υπόκρουσιν άρπας και αγγέλων.

Κι όπου η μεγαλόπρεπη παρουσία μας θα σημαίνει την δια παντός επικράτησιν της ελευθερίας,

και του πόθου της ελευθερίας, σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

[ΔΥΑΔΙΚΟΣ ΑΥΤΟΜΑΤΙΣΜΟΣ από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946

κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή:

(Συνοδοιπόρος Μελαγχολίας,    Θεανώ,    Όρθου Βαθέος,

Κήποι μεσ’ στο Λιοπύρι,    Η Ύδρα των Πουλιών,

Πικάσο,     Να πούμε… Όρνεον 1748,   Ανδανιεύς,

Η Ερωτική Πλεκτάνη,   Ελεονόρα ΙΙ,   Το Χέρι και (κατακλείδα)

ΔΕΚΑ και ΤΕΣΣΕΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο Νίκου Εγγονόπουλου ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος εκδοτική Εταιρία 1977]

 

 


ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

Καθώς εγνώριζε το μέγεθος που έπαιρνε μεσ’ στην καρδιά μου,  μέρα με τη μέρα, η τραγική μου αγάπη γι’ αυτήν,  με φώναξε για να μου προσφέρει, μέσα στα ερείπια του Πύργου του Λονδίνου, ένα φλυτζάνι τσάι, με τα ίδια αυτά χέρια που ελέγοντο, από τους φονείς των εραστών της, ανάλογα με την ώρα και την εποχή, άλλοτε «λίσγος», άλλοτε «λίστρον». Την προσφορά της συνόδευσε με τη μόνη λέξη που μου εφύλαγε, για χρόνια μέσα της, σαν κάτι πολυτιμότερο, έλεγε, και από την ίδια της τη ζωή, σαν ένα μυστικό αφιέρωμα των μαστών της στις τρικυμίες του πόθου μου. Σήκωσα τα μάτια και την εκύτταξα, ενώ έν’ απάντεχο ρίγος σπάραζε όλο μου το κορμί: ήταν ολόγυμνη ανάμεσα στα σιντριβάνια του ενιαυτού, από την κοιλιά της ξεχύνονταν οι ντάλιες μιας νύχτας πυρκαϊάς, και το ντουβάρι ήταν πιτσιλισμένο μ’ αίματα. Ένιωσα πως η περίφημη «καλυτέρα αύριον» είχε φτάσει πια, είχε γενεί πραγματικότητα, παρόν. Ήτανε φανερό  πως κάθε τι από το παρελθόν είχε πια σβηστεί κι ο εφιάλτης των τροπικών και των λιμιώνων είχε διαλυθεί για πάντα. Ήμουνα ο περίφημος κόκκινος αητός που έβλεπε, από μικρή, σαν έκλεινε τα μάτια απέναντι στον ήλιο. Αυτή ήταν ο μεγάλος, ο σκοτεινός δρυμών π’ απλώνονταν ανάμεσα στους πολυελαίους, το σκρίνιο και τον μεγάλο καθρέφτη της αιθούσης των επισήμων δεξιώσεων του ανακτόρου. Στεφάνη ήταν η σκέψις της. Αναγέννησις το βλέμμα της, ράμφος πάλι το βλέμμα της. Ελέγονταν Ροδάμνη. Είχε ζήσει χρόνια σε τόπους μακρινούς, απ’ όπου είχεν έρθει μόνο και μόνο για να με συναντήσει. Της είπα πως έφριττα με τη σκέψη ότι ήτανε δυνατό να μην είχαμε σμίξει ποτές. Πως μπορούσε, στο αναμεταξύ, από μιαν ιδιοτροπίαν ωραίας γυναικός, να ’χει αντικαταστήσει τα μάτια της με δυο πράσινους αιγυπτιακούς σκαραβαίους, και να μη μ’ έβλεπε σαν θα περνούσα κοντά της. Να ’χε κόψει σύρριζα τα πλούσια μαλλιά της, έτσι που τα λόγια λατρείας που ξέφευγαν από το στόμα μου να μην ήσαν παρά ένας καθεδρικός ναός χτισμένος, επί τούτου και μόνον, για να εκτελεστεί,  επί τόπου και σ’ ορισμένη στιγμή, άγνωστος μητροπολίτης και μικροπωλητής, υπό αποσπάσματος Μεξικανών ατάκτων. Δεν μίλησε, δεν κούνησε, μόν’ έπαιρν’ αγκαλιές – αγκαλιές τα λουλούδια που κοσμούσαν το δωμάτιο και τα σκορπούσε στα δροσερά λαγκάδια, στα περιβόλια με τον αργοπορημένο κυνηγό, στα κράσπεδα της οροσειράς «των Αναμνήσεων». Τα κεριά έκαιγαν χαρούμενα στα μεγαλοπρεπή μπρούτζινα καντηλέρια, και το τραγούδι, που έλεγε κλαίοντας, είχεν ακριβώς την ίδια σημασία που έχει στις εβραϊκές συνοικίες των θεσσαλικών πόλεων η περίφημος εκείνη φράσις: «Ώρα για Shaμπα»!. 

 

ΘΕΑΝΩ

οι μεγάλοι Μύστες

με τα θερμά   ωραία κορμιά

κάτω από τα λινά φορέματα

με τις αρμονικές πτυχώσεις του

μου παρουσιάστηκαν

στη τζαμαρία του παρισινού καφενείου

και τα νοήματα   ζήτησαν

να βγω και να τους ανταμώσω έξω

 

στο δρόμο το λιθόστρωτο γυάλιζε κάτω απ’ τη νυχτερινή νεροποντή

και αντανακλούσε φώτα  

φωτεινά σχήματα   και προβολείς αυτοκινήτων

 

λησμόνησα να πω πως η σκηνή αυτή έλαβε χώρα στην Κωνσταντινούπολη

κάπου στην Ξηροκρήνη – κοντά στα Παλαιά Τείχη –

και μάλιστα εκείνο το βράδυ ο γειτονικός κινηματογράφος έτυχε να παίζει

την περίφημη ταινία   Pax tibi Marce Evangelista neus

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

ΟΡΘΟΥ ΒΑΘΕΟΣ

(από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

εκείνο που σ’ εμένανε

συγκινούσε  - και συγκινεί πάντοτε –

τους ανθρώπους

είναι η καταπληκτική μου ομοιότης

με τον   Αβραάμ Λίνκολν

 

μάλιστα σαν κάποτε αναγέρθηκε το μπρούτζινό μου άγαλμα

σε μίαν οποιαδήποτε πλατεία τους Πειραιώς

εναπόθεσαν   στα πόδια μου   σιωπηλά

κάτι   που   έμοιαζε

-δεν εδιάκρινα καλά πάν’ απ’ το βάθρον –

 

σαν λείψανο   σα χάλκινο   μαγκάλι

μ’ αναμμένα κάρβουνα

 

περίμενα να νυχτώσει καλά

κι όταν πλησίασα    να δω

διεπίστωσα  - με τι χαρά –

ότι δεν ήταν τίποτε άλλο

παρά    τα μαύρα μάτια της γυναίκας π’ αγαπώ

που   ελάμπανε   μεσ’ στο σκοτάδι

 

DUMONT DURVILLE

Ολημερίς μια φοινικιά

χάμω στη  ρίζα κάθεται μιαν αραπίνα

έχει δυο κόκκινα γαρύφαλλα στα μάτια

κι έχει δυο ψάρια κάτω απ’ τις μασχάλες

το ’να γαλάζιο   τ’ άλλο κόκκινο βαθύ

κι έχει μιαν ακακία ανάμεσα στα στήθη

κι έχει μιαν ακακία ανάμεσα στα σκέλη

ολημερίς μια φοινικιά

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

ΚΗΠΟΙ ΜΕΣ’ ΣΤΟ ΛΙΟΠΥΡΙ

(από  τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946)

το λευκό φως αυτής της γυναικός

φωτίζονταν   εκ των έσωθεν

μ’ ένα φως τόσο λαμπρό

ώστε    εδέησε

να πάρω τη λάμπα

και να την   ακουμπήσω   χάμω στο πάτωμα

που   να μπορέσουνε   οι σκιές

των δύο τόσο ευγενικών μας σωμάτων

να προβληθούν   στον   τοίχο

με μίαν ιερατικότητα βιβλική

 

η λάμπα έκαιε συνεχώς

-η πηγή του πετρελαίου ήτανε ανεξάντλητη –

όλη τη νύχτα

την ακόλουθη μέρα    κι όλη την επόμενη νύχτα

χάμω στο πάτωμα

πάνω στα πλούσια   στοιβαγμένα   χαλιά

τα ωραιότερα φρούτα

τα λαμπρότερα λουλούδια

-όπου επικρατούσαν   οι πικροδάφνες   άσπρες και ρόδινες –

 

η ατμόσφαιρα – συμβολική – από ένα κίτρινο:

ένα κίτρινο χρυσό

 

Η ΥΔΡΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ

Μακρυνές συναυλίες, οπάλινες σπίθες, του πρώτου σπιτιού μας μέσ’ στη λαύρα του θέρους,

Στης Γης του Πυρός την αέναη θήρα, στους κάμπους, στα δάση, στα ουράνια,

Θ’ ασπασθώ απαλά της εικόνος τα χείλη, θα χαρίσω ελπίδες σ’ αχιβάδες και κάστρα

Που βουβά παραστέκουν σ’ όσ’ αγγίζουν οι Μοίρες, κι όταν δύουν στα πεύκα των ειδώλων φεγγίτες

Αυλακώνουν μ’ αλόγατα ξύλινα χαμοκέδρου θωπείες,

Θεωρίες σεπτές μυστικών δεινοσαύρων, στων νερών τις πλεκτάνες που τα ζώσανε κύκνοι,

Μαύροι κύκνοι, γαλάζιοι, όλο ιδέα, και πόθο που λες πάει να σβύση κι αποτόμως γυρεύει

Ν’ ανεβή πιο ψηλά, να γκρεμίση, να σπάση, παραθύρια ν’ ανοίξη, να φωνάξω, να κλάψη,

Να ρημάξω, ν’ αράξη, να σκιστή, να χαράξω στο χαλκό πιο βαθειά, πιο βαθειά,

Περιστέρια, λιοντάρια, των μαλλιών της τη νύχτα, του στρατιώτου το όπλο, τ’ αρβανίτικο χώμα,

Κι όπου φτάση, αν φτάση, φαντασία μετάλλου, λόγια που είπα η Πυθία σε ανύδρους εκτάσεις,

Τροπικούς και πηγάδια θα διαβή, ως να φέξη η αυγή η πλανεύτρα μ’ άυλων Κούρδων κραιπάλη,

Ν’ αγοράση κιθάρες που μου πνίγουν τα μάτια, ως να σύρω τα πέπλα που κρατά η σελήνη,

Στη μορφή μου να δέση τη μορφή των πουλιών.

 

ΠΙΚΑΣΣΟ   (εις Παύλον Πικασσό)

ο ταυρομάχος τώρα πλέον ζει στην Ελευσίνα

εις τη λιθόστρωτη πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια

κι ο καφφετζής αέναα πηγαινοέρχεται κι ανανεώνει

τον καφφέ στο φλυτζάνι και τον καπνό στον αργελέ του ταυρομάχου

ώς ότου να περάσουνε νοσταλγικά   της μέρας οι ώρες

και συναχτούν πουλιών μυριάδες

μέσ’ στις πυκνές τις φυλλωσιές των πλατανιώνε

όπου σημαίνει πως ο ήλιος δύει

 

τότε οι συνωμότες ένας - ένας γλυστράνε στο σοκάκι

σιωπηλά ως πέφτει η νύχτα και βοηθά τους

απαρατήρητοι να συναχτούν κι αυτοί σαν   τα πουλιά

εκεί που θέλουν

και δακρυά βαρειά κυλούν από τα δόλια τους τα μάτια

 

και η μητέρα όπου ζητεί ν’ αναχαιτίση τους φασίστες

μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο κει που σιγομιλούν οι συνωμότες

και κρέμονται απ’ το ταβάνι πιπεριές για να στεγνώνουν

με τα ροζιάρικα τα χέρια που τα κοσμούν ροδάρια

βγάζει της λάμπας το γυαλί και την ανάφτει

και τα ροζιάρικα πάλι τα χέρια που τα λερώσαν τα πετρέλαια

ήσυχα - ήσυχα τα σφουγγίζει στην ποδιά της

 

και καθώς είπαμε ότι ποθεί ν’ αναχαιτίση τους φονιάδες

παίρν’ η γριά τη λάμπα απ’ το τραπέζι

κι ανοίγει το παράθυρο με βιάση

κι όξω τεντώνει   ― μέσ’ στη νύχτα ―

τη χερούκλα που κρατά τη λάμπα

 

γριά μάνα! της φωνάζουν   πού την πας τη λάμπα;

όμως μέσ’ στα χωράφια της Αβίλας δες σαλέψαν

ύποπτες σκιές μ’ αυτόματα στην αμασκάλη

κι ως από μακρυά εφάνταζε σαν άστρο

το φως που είχε βγαλθή στο παραθύρι

άρχισαν λίγο - λίγο ν’ αντηχούν κιθάρες

 

κι οι γύφτισσες επιάσαν να χορεύουν

με τις ωραίες λαγόνες και τα πολύχρωμα ανεμιζούμενα πλατειά φουστάνια

ενώ απ’ τα θερμά βαμμένα στόματά τους ίδια κραυγές πόνου

εξέφευγαν του τραγουδιού τα λόγια:

«θα σου πω τη μοναξιά μου με το Soleares»

 

κι οι majos λυσσάγαν πάνω στις κιθάρες

και τα φασιστικά καθάρματα πολυβολούσανε τα πλήθη

κι αυτές με τα μεταξωτά γοβάκια τους  ― με τα ψηλά τακούνια ―

χάμω ―πάνω στο καρντερίμι ― τσαλαπατούσαν την καρδιά μου

 

τότες εγίνηκε «που να σου φύγη το καφάσι»

σαν ένας ταύρος κοκκινότριχος πετάχτηκε στη μέση

φλόγες καθώς του βγαίνανε απ’ τα ρουθούνια

κι οι μπαντερίλλιες τού βελόνιαζαν οδυνηρά το σβέρκο και την πλάτη

 

κι άρχισε δω και κει να κουτουλάη   να ξεκοιλιάζη

να λιανίζη σάρκες με τα κέρατά του

ψηλά στον αέρα να τινάζη   όσους χτυπούσε

και να σωριάζωνται βουνό κουφάρια ένα γύρο   αλόγων άνθρωπων

μέσ’ σε ποτάμια αίμα

 

(το σβέρκο και τη ράχη του οδυνηρά ΚΟΣΜΟΥΣΑΝ μπαντερίλλιες)

 

κι οι κόρες με τους ωραίους μαστούς ανάσκελα εξαπλωθήκαν χάμω

και μέσ’ στα ωραία μάτια τους δύανε   κι ανατέλλαν   ήλιοι

[από τη συλλογή του Νίκου Εγγονόπουλου Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946]

 

ΝΑ ΠΟΥΜΕ…

Τριαντάρηδες εσύρανε έξω στ’ ακρογιάλι το τεράστιο κτήνος της θάλασσας. Σφάδαζε πάνω στην αμμουδιά, με τα λευκά της κοιλιάς του στραμμένα προς τον ήλιο. Όλος ο αγέρας πλημμύρισε με μια μυρωδιά σα βουρκάρι, που όλο κι εδυνάμωνε καθώς το ζώο ετίναζε απεγνωσμένα τα πλατιά του γλοιώδη πόδια. Κόσμος μαζώχθηκε τριγύρω να σπουδάσει την απαίσια μορφή του τέρατος, να παρακολουθήσει την αργή αγωνία του. Θέλησα να πλησιάσω να το δω κι εγώ, αλλά ήτανε αδύνατο με το τόσο πλήθος που είχε συναχθεί. Μια κυρία ντυμένη με μόνο το καπέλο της, φορτωμένο μ’ αινιγματώδη φτερά, μου εψιθύρισε σε τόνο απαλής στοργής: «-Είναι τυφλό». Α, ώστε έτσι, είναι τυφλό! Αφού είναι τυφλό, τι ’ναι λοιπόν αυτά που μας έλεγε ο Seurat περί του κόκκινου φωτοστέφανου γύρω από τις πράσινες φυλλωσιές, στις παρισινές λεωφόρους, σαν ανάψουν τα φανάρια; Τι ’ναι λοιπόν αυτός ο θόρυβος των παιδικών φωνών που δεν μας αφήνει το τραμ να τις διακρίνουμε καθαρά; Τι ’ναι αυτά τα κόκκινα βελούδινα γάντια που φορέσατε στα χέρια σας; Μη βγάζετε τα παπούτσια σας, καλή, προσμένετε να ’ρθει η νύχτα. Κι η νύχτα ήρθε. Το τέρας είχε λησμονηθεί, οι τρατάρηδες είχανε φύγει, το πλήθος είχε διαλυθεί. Το φεγγάρι ήτανε τσίγκινο και το μετέφεραν πάνω στο στερέωμα μ’ ένα σπάγκο. Η αυλαία άρχισε να πέφτει σιγά-σιγά.

 

ΟΡΝΕΟΝ 1748   (ερμηνεία ζωγράφων)

καλός ή κακός ίμερος ωδήγησε   την αμφιλύκην των νεαρών πελταστών

στα απάτητα όρη της νύχτας

μέσα στ’ άγρια ρουμάνια της Ορθοδοξίας

στις πυκνές συστάδες των κυπαρισσιών του πανικού

στην ηθική προβολή   σκληρής Μοίρας σε κιονοστοιχία όρθρου και ληθάργου;

 

ποιος να ’ταν ο πρωτοστάτης   της ανταρσίας;

της φήμης;   του έρωτος;   ο ρήτωρ;

υπήρξαν πιστοί στα κελεύσματα  - ποιών άλλων;  των κελευστών; -

πατροκτόνοι και παιδερασταί καλοί

με μόνη την   παρασημαντική νεκροφιλίας    ως δικαίωση

στις αλλεπάλληλες – απιστεύτου δριμύτητος – επιθέσεις  των δοξογράφων;

 

άραγες – ακούοντας, ω παίδες – των φιλοπόνων ζωγράφων

η μεταφυσική πολιτεία

μέσα στους αναρτημένους πίνακες να βρίσκεται κρυμμένη;

 

κι ενώ πέφτουν κατακέφαλα   τα πολεμικά σκεπάρνια

και βουίζουν οι ρεματιές   από τον όλεθρο της μάχης

και τα τροπάρια   πολεμιστών αγίων   ακούγεται φωνή;

 

«Μίρκο Κράλη, τι ζητάς;

εδώ δεν είναι παίξε γέλασε:

εδώ είναι Μπαλκάνια»

 

ΑΝΔΑΝΙΕΥΣ

αθιγγανίδες χορεύουν

όμως δεν λησμονούν μέσα στην ηδονή – τους κύκλους – του χορού

να κοσμήσουν τα μακριά ολόμαυρα   μαλλιά τους

με πολύχρωμα λουλούδια

 

οι γύφτισσες είναι – βέβαια – τρεις:

η μία λέγεται Θοδώρα   η άλλη Σουλτάνα

κι η Τρίτη   είναι   ο στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

 

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΠΛΕΚΤΑΝΗ

η βροχή πάει να κοπάσει  - να ’ρθει ο σεισμός; -

οι βρυκολάκοι εβαλθήκαν να χτυπούνε τα κουδούνια

ενώ οι καρδιές στάζουνε αίμα

μέσα στα σκοτεινά φαράγγια

σ’ άξενες κοιλάδες

της άρνησης μια όπου χάθηκε το άστρο

ο συνοδίτης   στων Νοτιάδων τα λημέρια

το Άργος

 

πόσο θα ήθελα να την ξανάβλεπα  - «ως ήτο» -

πριν έρθ’ η νύχτα

και μας πάρει στο βυθό της

πριν τα σαλπίσματα της τρικυμίας

αναγγείλουν

πως εραστής παρθένων   ήταν ο δύτης

 

στων τράγων των ιερών το βαρύ βλέμμα

μαζεύτηκαν ξανά τα μαύρα σύννεφα της μπόρας:

οι πράσινες οι φυλλωσιές όπου γυαλίζουν στα σκοτάδια

όλη τη νύχτα έχουνε πάλι να παλέψουν

με τα ραπίσματα   το μίσος

της βροχής το πείσμα

 

(πλάγι στη λάμπα όπ’ ανάψαμε 

να μη χαθούμε

το μυστικό τριαντάφυλλο ανθίζει)

 

σίμωσ’ εδώ κοντά στο παραθύρι

και παραμέρισε τους σκοτεινούς βαρείς μπερντέδες

κοίτα    οι βρικόλακες έφταξαν   στο ακρογιάλι

εκεί στο ξύλινο σπιτάκι όπου κατώκει

ένας αρχαίος θεός    ιχθυοτρόφος

κι αφού χυθήκανε μέσα στους κρυφούς αρσανάδες

σκαριά καινούργια εσκαρφιστήκανε να στήσουν

για να τα ρίξουνε στη θάλασσα

να φύγουν

«Σεισμό» ωνόμασαν το πρώτο τους τρικάταρτο καράβι

 

ΕΛΕΟΝΟΡΑ  Β’

η νύχτα λύσσαξε στο παραθύρι

αυτά είναι – που λεν – του Διοκλητιανού τα παλάτια;

ακολουθώ τα ίχνη του βλέμματος σου πάνω στη θάλασσα

οι μυστικές χαρές του σώματος σου είναι ξαπλωμένες πάνω στα βράχια στο περιγιάλι

ο ήλιος έζωσε μέσα στα μάτια τα πιο ψηλά του κυπαρίσσια

ας προχωρήσουμε στις μουσικές των τροπικών

τ’ άυλα λόγια πόθου και πίστεως γρηγορούν

Αμαληκίται γρηγορούν   τ’ άλογα που καλπάζουν

τ’ αμάξι άφησε τώρα το δρόμο και προχωρεί στην καρδιά του δάσους

ταχύτης και αδράνεια 

κόρη της Αλασίας ωραιοτική

υπερφίαλοι κι αλαζόνες και βέβηλοι ερασταί  - όμως ερασταί –

εδώ εγκατεστάθηκαν υδραυλικά πριόνια ανάμεσα στο χώμα

το κόκκινο και το πράσινο των πεύκων

εκεί το τέμενος της Σοφίας

πιο πέρα το γεφύρι το κάστρο η σπηλιά

που ζούμε

τα σώματά μας θα χαθούν θα σβήσουν

από μας θα μείνει μέχρι της συντελείας των αιώνων

 

ΤΟ ΧΕΡΙ   (εις Ανδρέαν Εμπειρίκον)

ωραίο δίχτυ   που έπλεξε η   κόρη

η κόρη – τέκνων

ορθή ως   στέκονταν εις το παράθυρο του Αναπλιού

ωραίο δίχτυ   φιλόξενο

ωσάν καλός θεός

ισχυρό

σαν τ’ άσπρα πλήκτρα   της χαράς

ωραίο δίχτυ   που έβαψε

με το χρώμα των ματιών της

και μύρωσε

με τ’ άρωμα των πλούσιων μαλλιών της

η κόρη που εστέκονταν    ορθή

εις το παράθυρο του Αναπλιού

 

ωραίο δίχτυ   ωραία κόρη

ωραίο παράθυρο   που φώτιζες

μέσα στη νύχτα   τ’ Αναπλιού

ωραίο παράθυρο που φώναξες

ωραία κόρη που φώτιζες

ωραίο δίχτυ

μέσα στο χρώμα    τ’ Αναπλιού

 

ωραίο δίχτυ   γύρω τρογύρω

εις τον λαιμό μου   ήτανε   κόρη

τα ωραία μαλλιά   σου

καθώς τα έπλεκες

εις το παράθυρο   μέσα στο φως

 

ωραία νύχτα

μέσα στο βλέμμα σου

ήτανε κόρη

καθώς τη ζήσαμε

τρελοί από έρωτα

γυμνοί θεόγυμνοι

τρελοί από έρωτα

-μια νύχτα έρωτος –

μέσα στο δίχτυ   του Αναπλιού

 

ΔΕΚΑ ΚΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ

(ας σημειωθεί επί τη ευκαιρία ότι ο γράφων δεν υπήρξε ποτέ θιασώτης της ζωγραφικής που λέγεται «αφηρημένη»)

1.    Τρεις άνθρωποι. Οι δύο κάθονται. Ο τρίτος ορθός, με τα’ αραιό του βλέμμα να πλανιέται στο άπειρον, τα νώτα εστραμμένα προς το παράθυρο του δωματίου, κρατά τεταμένο το δεξιό βραχίονα, και σαν κάτι να λέει, σαν κάτι θέλει να πει!

2.    Τρεις άνθρωποι. Οι δύο ορθοί. Ο τρίτος καθήμενος εις το μέσον του πολυτελούς δωματίου επί αρχαίου μαρμαρίνου κιονοκράνου, δωρικού ρυθμού, με τους αγκώνες ακουμπισμένους επί των γονάτων, και το πρόσωπο μεσ’ στα χέρια. Οι δύο όρθιοι έχουν πλησιάσει ο ένας τον άλλον και συνεννοούνται αναμεταξύ τους είτε δια νευμάτων, είτε χαμηλοφώνως.

3.    Τρεις άνθρωποι. Οι δύο χειρονομούν έξαλλοι, σαν υπό το κράτος μανίας. Ο τρίτος πλησιάζει προς το παράθυρο και, σκύβοντας, κάτι προσπαθεί να διακρίνει, ήρεμος, στο σακάκι που είναι κρυμμένο στο θεατή.

4.    Τρεις άνθρωποι καθήμενοι.

5.    Τρεις άνθρωποι καθήμενοι. Ο εις φέρει γένειον και έχει πάρα πολύ ωραίο βλέμμα.

6.    Τρεις άνθρωποι. Οι δύο ανταλλάσσουν, όρθιοι, χαιρετισμόν, εις την στάσιν «Οι δύο φίλοι». Ο τρίτος είναι ενδεδυμένος στρατιωτικά.

7.    Τρεις γυναίκες, μεγάλης και σπανίας καλλονής, με κάτι το υψηλό κι εξαιρετικά ευγενικό στο σύνολό τους, ντυμένες με βαρείας εσθήτας ζωηρών χρωμάτων. Οι δύο κάθονται επί χρυσοποικίλτων σκαμνιών, ακουμβούσαι τους ωραίους βραχίονας επί κιόνων μαρμαρίνων, αρχαϊκού ρυθμού. Η Τρίτη, ορθή, φέρει βελούδινη εσθήτα ζωηρού ερυθρού χρώματος, με ένα μεγάλο φιόγκο, βαρυτίμου μεταξωτού, πίσω στη μέση. Λέγεται Μαρία.

8.    Τρεις άνθρωποι έφιπποι εντός δωματίου. Ένδυμα σκοτεινό περιπάτου, πτερνιστήρες, μαστίγιον, περικεφαλαία.

9.    Τρεις άνθρωποι σιωπηλοί εξετάζοντες σφαίραν υδρόγειον. Πλησίον αυτών τράπεζα, και επί αυτής σφύρα, δρέπανον, βιβλίον ανοικτόν, πυξίς και άλλα ελευθεροτεκτονικά σύμβολα. Επιγραφή με την λέξιν «Περιηγηταί»

10.           Κήπος, και εις το μέσον ανάκτορον και πίδαξ με κυπαρίσσους εκατέρωθεν, και ωρολόγιον. Και ο άγιος Νικόλαος, ενδεδυμένος φελόνιον, εις την στάσιν της Λειτουργίας, κρατεί εξ αριστερών Ευαγγέλιον και εκ δεξιών χάρταν και λέγει: «των ανθώνων της Εκκλησίας περιϊπτάμενος…». Όπισθεν δε αυτού πλήθος στρατιωτών, και εν τω μέσω αυτών ο άγιος Γεώργιος, νέος αγένειος, και οι άγιοι Δημήτριος, νέος σγουρομάλλης, και Βάρβαρος, φέρων αλυσίδας. Εις το αριστερόν της εικόνος πλοίον κινδυνεύον, εις το δεξιόν πλοίον ταξιδεύον.

11.           Τρεις άνθρωποι, οι δύο καθήμενοι και ατενίζοντες, προς τον θεατήν, κατά πρόσωπον. Ο τρίτος, όρθιος, χάνεται στη σκιά του βάθους του δωματίου.

12.           Τρεις άνθρωποι. Οι δύο όρθιοι, ο τρίτος καθήμενος. Έχουν ύφος περίφροντι.

13.           Τρεις άνθρωποι. Οι δύο καθήμενοι, και ατενίζοντες τον τρίτον, όρθιον, αναγιγνώσκοντα.

14.           Τρεις άνθρωποι. Οι δύο καθήμενοι, ο τρίτος όρθιος…

[ΤΥΧΑΙΑ ΘΕΜΑΤΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ Νίκου Εγγονόπουλου και το κείμενο με τίτλο ΔΕΚΑ ΚΑΙ ΤΕΣΣΕΡΑ ΘΕΜΑΤΑ ΓΙΑ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ από τη συλλογή Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ 1946 - εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΝΙΚΟΥ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία 1977]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ