Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

ΒΓΗΚΕΣ ΑΠΟ ΤΑ ΣΩΘΙΚΑ ΒΡΟΝΤΗΣ ΑΝΑΤΡΙΧΙΑΖΟΝΤΑΣ ΜΕΣ’ ΣΤΑ ΜΕΤΑΝΙΩΜΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΑ…

 

… Πέτρα πικρή, δοκιμασμένη, αγέρωχη

Ζήτησες πρωτομάρτυρα τον ήλιο    Για ν’ αντικρίσετε μαζί τη ριψοκίνδυνη αίγλη

Ν’ ανοιχτείτε με μια σταυροφόρο ηχώ στο πέλαγος

 

Θαλασσοξυπνημένη, αγέρωχη   Όρθωσες ένα στήθος βράχου

Κατάστικτου απ’ την έμπνευση της όστριας

Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η οδύνη

Για να χαράξει εκεί τα σπλάχνα της η ελπίδα

Με φωτιά με λαβα με καπνούς

Με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο

Γέννησες τη φωνή της μέρας    Έστησες ψηλά

Στην πράσινη και ρόδινη αιθεροβασία

Τις καμπάνες που χτυπάει ο Ψηλορείτης νους

Δοξολογώντας τα πουλιά στο φως του μεσαυγούστου

 

Πλάι από ρόχθους, πλάι από καημούς αφρών

Μεσ’ από τις ευχαριστίες του ύπνου

Όταν η νύχτα γύριζε τις ερημιές των άστρων

Ψάχνοντας για το μαρτυρίκι της αυγής

Ένιωσες τη χαρά της γέννησης

Πήδησες μεσ’ στον κόσμο πρώτη   Πορφυρογέννητη, αναδυόμενη

Έστειλες ως τους μακρινούς ορίζοντες

Την ευχή που μεγάλωσε στις αγρυπνίες του πόντου

Για να χαϊδέψει τα μαλλιά της πέμπτης πρωινής.

 

Ρήγισσα των παλμών και των φτερών του Αιγαίου

Βρήκες με λόγια που προσηλυτίζουν το άπειρο

Με φωτιά με λάβα με καπνούς

Τις μεγάλες γραμμές του πεπρωμένου σου

 

Τώρα μπροστά σου ανοίγεται η δικαιοσύνη

Τα μελανά βουνά πλέουν στη λάμψη

Πόθοι ετοιμάζουν τον κρατήρα τους

Στην παιδεμένη χώρα της καρδιάς,   Κι από το μόχθο της ελπίδας νέα γη ετοιμάζεται

Για να βαδίσει εκεί με αετούς και λάβαρα

Ένα πρωί γεμάτο ιριδισμούς,   η φυλή που ζωντανεύει τα όνειρα

Η φυλή που τραγουδάει στην αγκαλιά του ήλιου.

 

Ω κόρη κορυφαίου θυμού    Γυμνή αναδυόμενη

Άνοιξε τις λαμπρές πύλες του ανθρώπου

Να ευωδιάσει ο τόπος από την υγεία

Σε χιλιάδες χρώματα ν’ αναβλαστήσει το αίσθημα

Φτεροκοπώντας ανοιχτά

Και να φυσήξει από παντού η ελευθερία

 

Άστραψε μεσ’ στο κήρυγμα του ανέμου

Την καινούργια παντοτινή ομορφιά

‘Όταν ο ήλιος των τριών ωρών υψώνεται

Πάνγλαυκος παίζοντας το αρμόνιο της Δημιουργίας.

[ΩΔΗ ΣΤΗ ΣΑΝΤΟΡΙΝΗ από την έκτη και τελευταία ενότητα στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ που με τίτλο Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, περιλαμβάνεται στην έβδομη έκδοση Εκδοτικής εταιρίας ΙΚΑΡΟΣ Αθήνα 1978 με προμετωπίδα στο εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη. 




Από τη ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ των Προσανατολισμών του Οδυσσέα Ελύτη ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση τα ΠΟΙΗΜΑΤΑ:

ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ… Στη βραγιά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χεριού σου…

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ… Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη – Μα πού γύριζες…

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ… Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα…

ADAGIO, Έλα μαζί να διαφολονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι…

ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ, Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς…

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ, Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογεύματος!..

ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ, Σε μια παλάμη Θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια…

ΒΑΘΟΣ, Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό…

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ, Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ’ αθάνατα…  

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ   Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα τα χρώματα πάνω στη γη

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ, Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δένδρων…

Η ΤΡΕΛΛΗ ΡΟΔΙΑ, Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά νοτιάς και ΚΑΤΑΚΛΕΙΔΑ

ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ, Έταξα στην ίριδα μια γη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από χαμομήλι αμόλυντο…

 

ΠΕΡΙΦΗΜΗ ΝΥΧΤΑ

(από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

… Στη βραγιά, κοντά στο μουσικό παράπονο της καμπύλης του χεριού σου. Κοντά στα διάφανα στήθη σου, τα ξέσκεπα δάση γεμάτα βιόλες και σπάρτα κι ανοιχτές παλάμες φεγγαριού, ως πέρα στη θάλασσα, τη θάλασσα που χαϊδεύεις, τη θάλασσα που με παίρνει και μ’ αφήνει φεύγοντας σε χίλια κοχύλια.

Ορατή και ωραία γεύομαι την καλή στιγμή σου! Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με τους ανθρώπους, που τους ορθώνεις στο ανάστημα της καρδιάς σου για να μην προσκυνήσει πια κανείς ό,τι του ανήκει, ό,τι αναδεύεται σα δάκρυ στη ρίζα κάθε χορταριού στην κορυφή κάθε φτασμένου κλώνου. Λέω πως επικοινωνείς τόσο καλά με την άνοιξη των πραγμάτων που τα δάχτυλά σου ταιριάζουν με τη μοίρα τους. Ορατή και ωραία στο πλάι σου είμαι ακέραιος! Θέλω δρόμους απέραντους τη διασταύρωση των πουλιών και των σωστών ανθρώπων, τη σύναξη των ανθρώπων, τη σύναξη των άστρων που θα συμβασιλέψουν. Και θέλω να πιάσω κάτι, ακόμη και την πιο μικρή πυγολαμπίδα σου που πηδάει ανύποπτη μεσ’ στην προβιά των κάμπων, για να γράψω με σίγουρη φωτιά πως δεν είναι τίποτε το περαστικό στον κόσμο από τη στιγμή εκείνη που διαλέξαμε, τη στιγμή τούτη που θέλουμε να υπάρχει πέρα και πάνω από την πάνχρυση εναντιότητα, πέρα και πάνω από την συμφορά της πάχνης του θανάτου, στη φορά κάθε ανέμου που μ’ αγάπη σημαδεύει την καρδιά μας, στο υπέροχο μυρμήδισμα τ’ ουρανού που νυχτοήμερα πλάθεται απ’ την καλοσύνη των άστρων

 

Η ΜΑΡΙΝΑ ΤΩΝ ΒΡΑΧΩΝ

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα που γύριζες

Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους

Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο

Κι οι κόρες των  ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας

Ριγώνοντας μ' αφρό τη θύμηση!

Που είναι η γνώριμη  ανηφοριά  του  μικρού  Σεπτεμβρίου

Στο κοκκινόχωμα όπου  έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω

Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών

Τις γωνιές  όπου  οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα δυοσμαρίνια

 

- Μα που γύριζες

Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας

Σού 'λεγα να μετράς μέσ' στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες

Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων

Η πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους

Μ' ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

 

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη

Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα

Βαθιά μέσ' στο χρυσάφι του καλοκαιριού

Και τ' άρωμα των γυακίνθων - Μα που γύριζες

 

Κατεβαίνοντας  προς  τους  γιαλούς  τους  κόλπους  με τα βότσαλα

Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο

Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε

Κι άνοιγες μ' έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ' όνομα του

Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών

Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

 

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση

Κι ο  χρόνος γλύπτης των  ανθρώπων παράφορος

Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας

Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα

Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

 

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή  ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι

Για ν' αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια

Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους,

Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές

Ή για να πας καβάλα στο μαΐστρο

 

Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο,

Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας

Θ' αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

[από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος έβδομη έκδοση 1978]

 

ΗΛΙΚΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΥΚΗΣ ΘΥΜΗΣΗΣ

(από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή Οδυσσέα Ελύτη  ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

Ελαιώνες κι αμπέλια μακριά ως τη θάλασσα

Κόκκινες ψαρόβαρκες πιο μακριά ως τη θύμηση

Έλυτρα χρυσά του Αυγούστου στον μεσημεριάτικο ύπνο

Με φύκια ή όστρακα. Κι εκείνο το σκάφος

Φρεσκοβγαλμένο, πράσινο, που διαβάζει ακόμη στην ειρήνη του κόλπου των νερών    Έχει ο Θεός

 

Περάσανε τα χρόνια φύλλα ή βότσαλα

Θυμάμαι τα παιδόπουλα, τους ναύτες που έφευγαν

Βάφοντας τα πανιά σαν την καρδιά τους

Τραγουδούσαν τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα

Κι είχαν ζωγραφιστούς βοριάδες μες στα στήθια.

 

Τι γύρευα όταν έφτασες βαμμένη απ’ την ανατολή του ήλιου

Με την ηλικία της θάλασσας στα μάτια

Και με την υγεία του ήλιου στο κορμί - τι γύρευα

Βαθιά στις θαλασσοσπηλιές μες στα ευρύχωρα όνειρα

Όπου άφριζε τα αισθήματά του ο άνεμος

Άγνωστος και γλαυκός, χαράζοντας στα στήθια μου

το πελαγίσιο του έμβλημα

 

Με την άμμο στα δάχτυλα έκλεινα τα δάχτυλα

Με την άμμο στα μάτια έσφιγγα τα δάχτυλα

Ήτανε η οδύνη -

Θυμάμαι ήταν Απρίλης όταν ένιωσα πρώτη φορά το ανθρώπινο  βάρος σου

Το ανθρώπινο σώμα σου πηλό κι αμαρτία

Όπως την πρώτη μέρα μας στη γη

Γιόρταζαν τις αμαρυλλίδες - Μα θυμάμαι πόνεσες

Ήτανε μια βαθιά δαγκωματιά στα χείλια

Μια βαθιά νυχιά στο δέρμα κατά κει που χαράζεται παντοτινά του ο χρόνος

 

Σ’ άφησα τότες

 

Και μια βουερή πνοή σήκωσε τ’ άσπρα σπίτια

Τ’ άσπρα αισθήματα φρεσκοπλυμένα επάνω

Στον ουρανό που φώτιζε μ’ ένα μειδίαμα.

 

Τώρα θα ’χω σιμά μου ένα λαγήνι αθάνατο νερό

Θα ‘χω ένα σχήμα λευτεριάς ανέμου που κλονίζει

Κι εκείνα τα χέρια σου όπου θα τυραννιέται ο Έρωτας

Κι εκείνο το κοχύλι σου όπου θ’ αντηχεί το Αιγαίο

 

ADAGIO

Έλα μαζί να διαφιλονικήσουμε απ’ τον ύπνο το νωχελικό προσκέφαλο που πλέει στο διπλανό φεγγάρι. Ατρικύμιστα κεφάλια και τα δυο μαζί λικνιστικά γλιστρώντας να γεμίσουμε την αμμουδιά με φύκια ή άστρα. Γιατί πολύ θα ’χουμε ζήσει απ’ τα δάκρυα τη μαρμαρυγή και θ’ αγαπούμε τη σωστή γαλήνη.

Άγγελοι αν δεν είναι οι άγγελοι μ’ άσωτα βιολιά ν’ αναρριπίζουν τις νυχτιές μ’ αίολα φώτα και ψυχές καμπάνες! Φλάουτα ν’ αγεροδρομούν πόθους ανάλαφρους ανάγερτους. Φιλιά τυραννισμένα ή φιλιά μαργαριτάρια σε κουπιά νερόβια. Και πιο βαθιά μεσ’ στ’ αναμμένα φραγκοστάφυλα, σιγά-σιγά τα πιάνα της ξανθής φωνής, οι μέδουσες που θα μας κρατήσουν το ταξίδι αργόπρεπο. Στεριές με λίγα, με συλλογισμένα δένδρα.

Ω, έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα, έλα μαζί να δούμε τη γαλήνη. Δε θα ’ναι πια στον έρημο ουρανό παρά η καρδιά που βρέχεται απ’ τη γοητεία, δε θα ’ναι παρά η καρδιά που ανήκει στο δικό μας έρημο ουρανό.

Έλα στον ώμο μου  να ονειρευτείς γιατί είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι μια γυναίκα ωραία. Ω είσαι ωραία.  Ωραία!

[από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος έβδομη έκδοση 1978]

 

ΟΛΒΙΑ ΝΤΟΝΝΑ

(από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή Οδυσσέα Ελύτη  ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

Πάρε μια γύρη από λαμπύρισμα παρηγοριάς

Μια θέση που ν’ αστράφτει στο άπειρο

Ψηλότερα κι από την πιο ψηλήν ελπίδα σου

Όλβια Ντόννα! Κι από την άκρη του κόσμου των αχτίδων

Κύλησε με σμαράγδι αναλυτό

Κύματα για το ζέφυρο της μουσικής του νότου

 

Κύματα για το ζέφυρο της μουσικής που παίρνει

Την παρθενιά της νύχτας μακριά

Με ταξίδια σε σπηλιές απέραντες

Με κορίτσια που αγαπούν τις αγκαλιές των κρίνων

Και μελωδούν το βάθος του ουρανού

Και νοσταλγούν τα’ αγιάζι της αιθερημίας

 

Πάρε μια θέση ν’ αστράφτει στ’ άπειρο

Μια κόρη γαλανού ματιού απροσμέτρητου

Με στήμονες ευχής στο ανάστημά σου

Όλβια Ντόννα! Κι από μια καρδιά ομοούσια

Πέρασε για να δεις των χρόνων το βυθό

Σπαρμένο από τα βότσαλα της νηνεμίας

 

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΤΟΥ ΑΙΓΑΙΟΥ

Ποιος ειρμός ψυχής στις αλκυόνες του απογεύματος!

Ποια νηνεμία στις φωνές της μακρινής στεριάς!

Ο κούκος μες των δένδρων το μαντίλι

Κι η μουσική στιγμή του δείπνου των ψαράδων

Κι η θάλασσα που παίζει με τη φυσαρμόνικα

Το μακρινό μαράζι της γυναίκας

Της ωραίας που γύμνωσε τα στήθη της

Όταν η θύμηση μπήκε στις φωλιές

Κι οι πασχαλιές ραντίσαν με φωτιά τη δύση!

 

Με το καΐκι και με τα πανιά της Παναγίας

Έφυγαν κατευόδιο των ανέμων

Οι εραστές της ξενιτιάς των κρίνων

Αλλά η νύχτα πώς εδώ κελάρυσε τον ύπνο

Με γάργαρα μαλλιά στους φεγγερούς λαιμούς

Ή στις μεγάλες άσπρες παραλίες

Και πώς με το χρυσό σπαθί του Ωρίωνα

Σκόρπισε και ξεχύθηκε ψηλά

Η σκόνη απ’ τα όνειρα των κοριτσιών

Που ευώδιασαν βασιλικό και δύσοσμο!

 

Στα τρίστρατα όπου στάθηκεν η αρχαία σκουριά μάγισσα

Καίοντας με ξερό θυμάρι τους ανέμους

Οι λυγερές σκιές αλαφροπερπατήσανε

Μ’ ένα σκαμνί γεμάτο αμίλητο νερό στο χέρι

Εύκολα να μπαίναν στον παράδεισο

Κι από την προσευχή των γρύλων που άφρισε τους κάμπους

Οι όμορφες ξεπροβάλανε με δέρμα φεγγαριού

Για να χορέψουμε στο μεσονύχτιο αλώνι…

 

Ω σημάδια που περνάτε μες το βάθος

Του νερού που κρατάει έναν καθρέφτη

Εφτά κρινάκια που λαμποκοπάτε

 

Όταν ξαναγυρίσει το σπαθί του Ωρίωνα

Θα βρει φτωχό ψωμί κάτω απ’ το λυχνάρι

Αλλά ψυχή στην χόβολη των άστρων

Θα βρει μεγάλα χέρια διακλαδωμένα στο άπειρο

Έρημα φύκια στερνοπαίδια του γιαλού

Χρόνια πετράδια πράσινα

 

Ω πράσινο πετράδι – ποιος θυελλομάντης είδε

Να σταματάς το φως στη γέννηση της μέρας

Το φως στη γέννηση των δυο ματιών του κόσμου!

[από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος έβδομη έκδοση 1978]

 

 

ΑΝΕΜΟΣ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

(από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη  ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

Σε μια παλάμη θάλασσας γεύτηκες τα πικρά χαλίκια

Δύο η ώρα το πρωί περιδιαβάζοντας τον έρημο Αύγουστο

Είδες το φως του φεγγαριού να περπατεί μαζί σου

Βήμα χαμένο. Ή αν δεν ήτανε η καρδιά στη θέση της

Ήταν η θύμηση της γης με την ωραία γυναίκα

Η ευχή που λαχτάρησε μεσ’ απ’ τους κόρφους του βασιλικού

Να τη φυσήξει ο άνεμος της Παναγίας!

 

Ώρα της νύχτας! Κι ο βοριάς πλημμυρισμένος δάκρυα

Μόλις ερίγησε η καρδιά στο σφίξιμο της γης

Γυμνή κάτω απ’ τους αστερισμούς των σιωπηλών της δένδρων

 

Γεύτηκες τα πικρά χαλίκια στους βυθούς του ονείρου

Την ώρα που τα σύννεφα λύσανε τα πανιά

Και δίχως ήμαρτον κανένα από την αμαρτία χαράχθηκε

Στα πρώτα σπλάχνα του ο καιρός. Μπορείς να δεις ακόμη

Πριν απ’ την αρχική φωτιά την ομορφιά της άμμου

Όπου έπαιζες τον όρκο σου κι όπου είχες την ευχή

Εκατόφυλλη, ανοιχτή στον άνεμο της Παναγίας!

 

ΒΑΘΟΣ

Αρχίσαμε μια λέξη που να μη χωράει τον ουρανό αλλά να τυραννεί την άνεση του ανέμου καθώς ξεχύνεται στις χτυπημένες από την άρμη της προσδοκίας στεριές ή πάνω στα κρύα μουράγια όπου βαδίζει από αιώνες απόκληρος της λησμονιάς ο ίσκιος!.. Ορκισμένη χώρα! Παλιά πουλιά γεμάτα σύννεφα, ποτέ κατά τη δύση που  χαράζει στα στήθια μας έλη ανίας, ποτέ κατά την ανώριμη καρδιά που ζητάει να μπει πεισματικά στη φύση…

Ακόμη θυμόμαστε τα κουρέλια  μιας πυρκαγιάς γενναιοφροσύνης, τα πειράματα ενός χαρταετού που σάστισε τα δάχτυλά μας ψηλά στον αγέρα ή στην αρχή ενός δρόμου όπου σταθήκαμε για ν’ αναζητήσουμε μια γυναίκα γεμάτη ανταποκρίσεις γεμάτη σκιές στοργής ταιριασμένης στα τολμηρά κεφάλια μας. Ακόμη θυμόμαστε την αγνότητα που την είχαμε βρει τόσο αινιγματική, πλυμένη σε μιαν αυγή που αγαπούσαμε γιατί δεν ξέραμε πως μέσα μας, ακόμη πιο βαθιά, ετοιμάζαμε άλλα όνειρα πιο μεγάλα που θα ’πρεπε να σφίζουν στην αγκαλιά τους ακόμη περισσότερο χώμα, περισσότερο αίμα, περισσότερο νερό, περισσότερη φωτιά, περισσότερον Έρωτα!

[από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος έβδομη έκδοση 1978]

 

 

ΜΟΡΦΗ ΤΗΣ ΒΟΙΩΤΙΑΣ

(από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη  ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

Εδώ που η έρημη ματιά φυσάει τις πέτρες και τ’ αθάνατα

Εδώ που ακούγονται βαθιά τα βήματα του χρόνου

Που ανοίγουνε μεγάλα σύννεφα χρυσά εξαφτέρυγα

Πάνω απ’ τη μετόπη του ουρανού

Πες μου από πού ξεκίνησε η αιωνιότητα

Πες μου ποιο το σημάδι που πονείς

Και ποιο το ριζικός της ελευθερίας

 

Ω γη της Βοιωτίας που σε φέγγει ο άνεμος

 

Τι γίνηκες η ορχήστρα των γυμνών χεριών κάτω απ’ τα ανάχτορα

Το έλεος που ανέβαινε σαν ιερός καπνός

Πού είναι οι πύλες με τ’ αρχαία πουλιά που τραγουδούσαν

Κι η κλαγγή που ξημέρωνε τη φρίκη των λαών

Όταν ο ήλιος έμπαινε σα θρίαμβος

Όταν η μοίρα σπάραζε στη λόγχη της καρδιάς

Κι άναβαν τα εμφύλια κελαηδίσματα

Τι γίνηκαν οι αθάνατες μάρτιες σπονδές

Οι ελληνικές γραμμές μεσ’ στο νερό της χλοής

 

Λαβώθηκαν τα μέτωπα κι οι αγκώνες

Ο χρόνος από τον πολύ ουρανό κύλησε ρόδινος

Οι άνθρωποι προχωρήσανε

Γεμάτοι οδύνη και όνειρο

 

Στυφή μορφή! Εξευγενισμένη από τον άνεμο

Θύελλας καλοκαιρινής που τα πυρόξανθα ίχνη

Αφήνει στις γραμμές των λόφων και των αετών

Στις γραμμές της παλάμης σου του πεπρωμένου

 

Τι ξέρεις ν’ αντικρίζεις και τι ξέρεις να φορείς

Ντυμένη από τη μουσική των χόρτων και πως προχωρείς

Μέσα απ’ τα ρείκια και τις αλισφακιές

Στο τελικό σημείο του βέλους

 

Σ’ αυτό το κοκκινόχωμα της Βοιωτίας

Μέσα στων βράχων το ερημικό εμβατήριο

Θ’ ανάψεις τα χρυσά δεμάτια της φωτιάς

Θα ξεριζώσεις την κακή καρποφορία της θύμησης

Θ’ αφήσεις μια πικρή ψυχή στην άγρια μέντα.

 

 

ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

Όταν η μέρα τεντωθεί από το κοτσάνι της κι ανοίξει όλα τα χρώματα πάνω στη γη

Όταν από φωνή σε στόμα σπάσει ο σταλαγμίτης

Όταν ο ήλιος κολυμπήσει σαν ποτάμι σ’ ένα κάμπο αθέριστο

Και τρέξει ένα πανί βοσκόπουλο των μελτεμιών μπροστά

Πάντα η στολή σου είναι στολή νησιού είναι μύλος που γυρίζει ανάποδα τα χρόνια

Τα χρόνια που έζησες και που τα ξαναβρίσκω να πονούν στο στήθος μου τη ζωγραφιά τους

Η μια βερικοκιά σκύβε στην άλλη και το χώμα πέφτει από την αγκαλιά του ξυπνητού νερού

Η σφήκα στο κορμί του φλόμου ανοίγει τα φτερά της

Ύστερα ξαφνικά πετάει και χάνεται βουίζοντας,

Κι από σταλαγματιά σε φύλλο κι από φύλλο σε άγαλμα όσο πάει και πιο πολύ μεταμορφώνεται ο καιρός

Παίρνει τα πράματα που σε θυμίζουν κι όσο πάει και πιο πολύ τα συγγενεύει μεσ’ τον έρωτά μου

Ο ίδιος πόθος ξαναϋφαίνεται

Ο κορμός όλος φλέγεται του δένδρου του ήλιου της καλής καρδιάς.

 

Έτσι σε βλέπω ακόμη στην αχτίδα της αιώνιας μέρας

Ν’ ακούς το χτυποκάρδι της στεριάς

Η γέννηση δεν άλλαξε ούτε μια χαρά σου.

 

Άφηνες μια μεγάλη νύφη αφρού ανεβαίνοντας

Τίναξες το κεφάλι σου σαπουνισμένο απ’ την πρωινή ομορφιά

Η αιθρία πλάταινε τα μάτια σου

Δεν ήταν αίνιγμα που να μη σβήνει πια που να μη γίνεται καπνός σε στόμα αιόλου

Άλλαξες με τα χέρια σου τις εποχές

Βάζοντας χιόνια και βροχές, λουλούδια, θάλασσες

Κι η μέρα χώριζε απ’ το κορμί σου, ανέβαινε, άνοιγε, μεγάλη ευχή πάνω στα ηλιοτρόπια

 

Τι ξέρει τώρα ο τζίτζικας από την ιστορία που άφησες, τι ξέρει ο γρύλος

Η καμπάνα του χωριού που ανοίγεται στον άνεμο

Η κάμπια, ο κρόκος, ο αχινός, το αλφάκι του νερού

Μυριάδες στόματα φωνάζουνε και σε καλούν

Έλα λοιπόν απ’ την αρχή να ζήσουμε τα χρώματα

Ν’ ανακαλύψουμε τα δώρα του γυμνού νησιού

Ρόδινοι και γαλάζιοι τρούλοι θ’ αναστήσουν το αίσθημα

Γενναίο σα στήθος το αίσθημα έτοιμο να ξαναπετάξει

Έλα λοιπόν να στρώσουμε το φως

Να κοιμηθούμε το γαλάζιο φως στα πέτρινα σκαλιά του Αυγούστου

 

Ξέρεις, κάθε ταξίδι ανοίγεται στα περιστέρια

Όλος ο κόσμος ακουμπάει στη θάλασσα και τη στεριά

Θα πιάσουμε το σύννεφο θα βγούμε από τη συμφορά του χρόνου

Από την άλλη όψη της κακοτυχιάς

Θα παίξουμε τον ήλιο μας στα δάχτυλα

Στις εξοχές της ανοιχτής καρδιάς

Θα δούμε να ξαναγεννιέται ο κόσμος

[από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος έβδομη έκδοση 1978]

 

 

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ

(από την ενότητα Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, Ίκαρος 1978)

Ξύπνησες τη σταλαγματιά της μέρας

Επάνω στην αρχή του τραγουδιού των δένδρων

Ω τι ωραία που είσαι

Με τα χαρούμενα μαλλιά σου ξέπλεκα

Και με τη βρύση που ήρθες ανοιχτή

Για να σ’ ακούω που ζεις και που διαβαίνεις!

 

Ω τι ωραία που είσαι

τρέχοντας με το χνούδι της κορυδαλλένιας

Γύρω από τις μοσκιές που σε φυσούνε

Καθώς φυσάει ο στεναγμός το πούπουλο

Μ’ ένα μεγάλο ήλιο στα μαλλιά

Και με μια μέλισσα στη λάμψη του χορού σου

 

Ω τι ωραία που είσαι

Με το καινούριο χώμα που πονείς

Από τη ρίζα έως  την κορυφή των ίσκιων

Ανάμεσα στα δίχτυα των ευκάλυπτων

Με το μισό ουρανό μέσα στα μάτια σου

Και με τον άλλον στα μάτια που αγαπάς

 

Ω τι ωραία που είσαι

Καθώς ξυπνάς το μύλο των ανέμων

Και γέρνεις τη φωλιά σου αριστερά

Για να μην πάει χαμένος τόσος έρωτας

Για να μην παραπονεθεί ούτε μια σκιά

Στην ελληνίδα πεταλούδα που άναψες

 

Ψηλά με την αυγερινή ευφροσύνη σου

Γεμάτη από τη χλόη της ανατολής

Γεμάτη απ’ τα πρωτάκουστα πουλιά

Ω τι ωραία που είσαι

Ρίχνοντας τη σταλαγματιά της μέρας

Επάνω στην αρχή του τραγουδιού της μέρας.

 

Η ΤΡΕΛΛΗ ΡΟΔΙΑ, πρωινό ερωτηματικό κέφι

Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς

σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά

Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της

Με ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά

Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο

Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου;

 

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια

Θερίζουνε με τα ξανθά τους χέρια τα τριφύλλια

Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά

Που βάζει ανύποπτη μες στα χλωρά πανέρια τους τα φώτα

Που ξεχειλίζει από κελαηδισμούς τα ονόματά τους, πέστε μου

Είναι η τρελλή ροδιά που μάχεται τη συννεφιά του κόσμου;

 

Στη μέρα που απ’ τη ζήλια της στολίζεται μ’ εφτά λογιώ φτερά

Ζώνοντας τον αιώνιο ήλιο με χιλιάδες πρίσματα

Εκτυφλωτικά, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που αρπάει μια χαίτη μ’ εκατό βιτσιές στο τρέξιμό της

Πότε θλιμμένη και πότε γκρινιάρα, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά

Που ξεφωνίζει την καινούρια ελπίδα που ανατέλλει;

 

Πέστε μου, είναι η τρελλή ροδιά που χαιρετάει στα μάκρη

Τινάζοντας ένα μαντίλι φύλλων από δροσερή φωτιά

Μια θάλασσα ετοιμόγεννη με χίλια δυο καράβια

Με κύματα που χίλιες δυο φορές κινάν και πάνε

Σ’ αμύριστες ακρογιαλιές, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά

Που τρίζει τ’ άρμενα ψηλά στο διάφανον αιθέρα;

 

Πανύψηλα με το γλαυκό τσαμπί που ανάβει κι εορτάζει

Αγέρωχο, γεμάτο κίνδυνο, πέστε μου είναι η τρελλή ροδιά

Που σπάει με φως καταμεσής του κόσμου τις κακοκαιριές του δαίμονα

Που πέρα ως πέρα την κροκάτη  απλώνει τραχηλιά της μέρας

Την πολυκεντημένη από σπαρτά τραγούδια, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά

Που βιαστικά ξεθηλυκώνει τα μεταξωτά της μέρας;

 

Σε μεσοφούστανα πρωταπριλιάς και σε τζιτζίκια δεκαπενταύγουστου

Πέστε μου, αυτή που παίζει, αυτή που οργίζεται, αυτή που ξελογιάζει

Τινάζοντας απ’ τη φοβέρα τα κακά μαύρα σκοτάδια της

Ξεχύνοντας στους κόρφους του ήλιου τα μεθυστικά πουλιά

Πέστε μου, αυτή που ανοίγει τα φτερά στο στήθος των πραγμάτων

Στο στήθος των βαθιών ονείρων μας,  είναι η τρελλή ροδιά;

[Η ΤΡΕΛΛΗ ΡΟΔΙΑ πρωινό ερωτηματικό κέφι από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, ΙΚΑΡΟΣ 1978]

 

ΓΕΜΙΣΑ ΚΑΤΑΣΠΡΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ ΠΟΥ ΘΑ ΠΑΕΙ ΣΤΑ ΠΡΩΙΝΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ…

Έταξα στην ίριδα μια γη καλύτερη μιαν εποχή γεμάτη χώμα φρέσκο από χαμομήλι αμόλυντο στα γυμνά πόδια που θυμιάζουνε με φούρια πράσινη τη λαχτάρα της νεροκορφής καθώς θαμπώνουν τους δρόμους όπου χτυπούν οι πέρδικες τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας. Γέμισα κάτασπρα πουλιά τον άνεμο που θα πάει στα πρωινά εγκαίνια της θάλασσας!..  Και να τώρα που είμαστε κι οι δυο μας έτοιμοι, κρατιόμαστε απ’ τα χέρια, η ποδιά μας είναι παιδική, πότε ρόδινη πότε πράσινη, τα κλωνάρια μας αμάραντα.    Όταν φυσούμε ανοίγει ο πέπλος το πλατύ ριγήλισμα της άμμου στα ωραία χρόνια που θα ’ρθουν γεμάτα νανουρίσματα και κορμιά ναϊάδων στάζοντας φύκια με πολλές διαμαντόπετρες τραγουδιών που θα ξαναγυρίσουν ανέγγιχτα στο βάθος του ουρανού. Από κει θ’ αρχίσει κι ο μόχθος και η ευτυχία θα μπει στα κρύσταλλα που περιμέναμε χωρίς άλλες κορυφογραμμές χωρίς άλλα νησιά χωρίς άλλες ιστορίες από κείνες που ταιριάζουν στα στήθια μας αλλά και στα στήθια όλου του κόσμου γιατί όλος ο κόσμος μπορεί να μιλήσει με φωνή πορφύρας για την ευτυχία του γιατί όλος ο κόσμος αγαπάει τα πράματα που τον αγαπούνε και τρέχει στην απέραντη χλωρασιά της ψυχής του όπως τρέχει ο καταρράκτης στα βουνά, ο ύμνος στα χρυσά μαλλιά των παλικαριών της Δικαιοσύνης!.. [ΟΛΟΣ Ο ΚΟΣΜΟΣ, από τη ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ,  τελευταία ενότητα στη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ, αντιγραφή και επικόλληση από την έβδομη έκδοση της, ΙΚΑΡΟΣ εκδοτική 1978]

Κυριακή, 14 Νοεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ