Μια μικρή φωτίτσα
με ξερόκλαδα σαν να ’γινε η ζωή
μαζευόμαστε όλοι
γύρω τρίβοντας τα δάχτυλα·
θα ’ρθει ίσως πάλι
ο Προμηθέας μισοφαγωμένος απ’ τον καιρό
τα βάσανα να κλείσει τον κύκλο.
Η γη δε δίνει πια
εγγυήσεις
φτύνει απόρριζα,
δεν ανθίζει.
«Οικονομία»! φωνάζει
ο ξυλοφάγος
οικονομία στη
ζέστα στο ασυλλόγιστο ξόδεμα δύναμης
όταν όλο κυκλώναμε
τον κήπο ανυπόμονοι για τον Νυμφίο
-με τ’ άσπρα του
μέσ’ απ’ τους κορμούς των δένδρων πότε θα φανεί; -
οικονομία στο
όνειρο ότι αλλάζει το σαρκίο
η μοίρα της
μοναξιάς πως θα γίνει το ταξίδι
-σαν άγγελος στη
μνήμη η ξενοδόχα να δίνει το κλειδί –
κι ο εραστής πάλι
μάγος
με τις φυσικές του
ιδιότητες να λάμπουν μες το καλοκαίρι
αρχίζοντας ένα
ατέλειωτο ποίημα μες στο αίμα μου.
Ελάχιστες κινήσεις
πια επιβίωση μόνο επιβίωση
διδάσκουν οι
ατελείς οργανισμοί της φύσης.
Όπου βρείτε
άνθρωπο πιάστε τον απ’ το μπράτσο
όπου σπιτάκι
κρατήστε το σφιχτά στην αγκαλιά.
Δείτε τ’ αυγό
όλο στέρηση το
μακρούλο του σχήμα
μα μέσα τι φως και
τι μέλλον!
[ΕΠΙΒΙΩΣΗ από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ
ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974 προοικονομούν
τις επιλογές ποιημάτων απ’ αυτή τη συλλογή:
ΣΑΝΤΑ ΚΡΟΥΖ, «Χριστέ μου, να μπορούσα να σ’
αγγίξω»
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ,Ο Τόπος μου ένα πρωί κομμάτι
ξεροκόμματο…
ΤΟ ΕΓΩ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ, Σε άδενδρο χώρο το πουλί
σημειώνει την ακινησία…
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ, Κάθε σταγόνα από σένα το
τέλος του έρωτα… και
ΠΑΤΜΟΣ, Στέφανοι δακρύων που ’γιναν γύψος….
ΣΑΝΤΑ ΚΡΟΥΖ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ
ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974)
«Χριστέ
μου, να μπορούσα να σ’ αγγίξω»
χαράζει
με λέξεις αίμα
στο
αποχωρητήριο η Νάνσυ
με
τα ξεθωριασμένα πάνω της τα ίσια τα
λοϊδια.
Μεσ’
απ’ τα κάτουρα, τα ξερατά
τραβάει
για τον Χριστούλη
καθαγιάζει
το χώρο το γυμνό
που
απογύμνωσ’ ο μπαμπάς
βιαστικά
σαν γονιμοποιούσε τη μαμά
θεοποιημένο
έντομο οικιακής θρησκείας.
«Χριστέ
μου
να
’ταν να κατέβεις εσύ ή ν’ αναληφθώ εγώ
να
ξανάρθει νεαρός ο γλάρος
όταν
τσίριζε «όλα είναι δυνατά»
πάνω
απ’ τα νερά·
να
πλουτύνει η μοίρα
τα μέλη
μου αστραφτερά στην πρώτη τους γύμνια
οι
ποντικοί του αγρού εύθυμοι με μικρά
πηδήματα
κι η
χύτρα του καραβανιού που φόβιζε τους
λύκους.
Αγέραστε
τριαντάχρονε
φέρε
το πρόσωπό σου κοντά πολύ κοντά
έλα
μες απ’ τις μύγες
να
βάλεις το χεράκι σου
όπου
πονεί κι όπου σφάζει
εσύ
ή ό,τι άλλο μαλακό
να
πάρει τη σκληράδα το μαχαίρι
στο
ένα βυζί κι έπειτα στο άλλο
βαθιά
αρρωστημένο»
Άγγιζ’
η Νάνσυ το Χριστό
τον
πάνινο σκύλο της εφηβείας
μια
ζέστα χυνόταν μέσα της
φωτίτσα
ανακούκουρδη
τη φυσάει
αγριεύει καίγεται ο φράχτης το γκαράζι…
Μεσ’
απ’ την απολύμανση
το
θάνατο το μπαγιάτικο
ξεγλιστράει
η Νάνσυ ανοίγεται στη φύση
ερωτεύεται
τα χορταράκια
σ’
ένα τόπο άχραντο τον Μέγα Νότιο.
Εδώ
μυρίζει ακόμα γάλα η γη
απάτητη,
ασυγκίνητη
σαν
τα μικρά παιδιά παίζει βόλους
με
λαμπερά περιττώματα
παιχνίδια
ατίθασα
στολίζοντας
τον άγιο άγριο με φτερά…
Α!
το παγόνι, η ωραία ειμαρμένη!
Βαθιές
σπηλιές βαστάν το σπέρμα
πιο
άσπρο από την έρημο
πιο
έρημο από τ’ άσπρο
φρέσκο
σαν έσταζε απ’ το ράμφος του πουλιού
λιμνούλες
φτιάχνοντας στο χάος.
Τι
τύμπανα ο ωκεανός
κάθε
του κύμα μια παλιά μας θάλασσα
κι ο
ουρανός
με
τσιτωμένα τα γαλάζια κρέατά του
ικανός
για όλα
δολοπλόκος.
Ατάραχος
σέρνεται ο χρόνος των ερπετών
κι
είναι αρχιζώο ο γνωστός σοφός
που
χρύσωσε την πέτρα.
Μυρμηγκοφωλιές
οι ιεραρχίες
που
μας φύγανε
οι
πικραμένες στερήσεις
οι
οργισμένες μήτρες
των
βουνών η ανθρωπίλα.
Εδώ
για λίγο ακόμα
διαλύεται
μέσα στη φύση η ενοχή.
Είναι
τα δένδρα το πάθος κι ο θάνατος
ασπρίλα
ανεπαίσθητη στα τεντωμένα ξύλα.
Αχ!
η ενοχή –
καταδίκη
για το καλό σώμα·
απορρίφθηκε
ο μαστός
πετάχτηκε
η λεκάνη
σκεπάστηκε
ο χώρος της κοιλιάς
με
τόσο ψέμα!
Ενοχή
– καρκίνος
εθέριεψε
τρώει
τη θεία μέρα
την
παιδική την κάμαρη
τον
άγριο Υπερίωνα με την εβένινη στύση
τούτον
και τον άλλο Παράδεισο
κάθε
σωστή θεότητα
κι
αυτή τη λευτεριά.
Πόσες
καμένες μάγισσες
με
καψαλισμένα λευκά φακιόλια
τα
δάχτυλα ανοιγμένα στη Σελήνη
για
να ξεμυτίσει υγρή η Νάνσυ
τα
μικρά της πισινά
τα
μικρά της στήθη
τυφλή
από μοναξιά
να
τσεβδίζει στον απόπατο τ’ όνομα του
Γλυκού
υπαιτίου
τόσης καταστροφής!
Βαριά
βγήκα απ’ τον «Καταλύτη».
Στη
Σάντα Κρουζ ερόδιζαν
τα
πάρκα, οι παραλίες
φανταχτερά
τα σώματα
έπλεαν
μες στην πάχνη
γλιστρούσαν
σ’ επιφάνειες όλο επιφάνειες
με
σφαλιστά τα μάτια.
Κάπου
μέσα στο νου μου υπήρχ’ ένας σωρός
κι
έπεφταν όλοι πάνω
σκοντάφτοντας
στο μέλλον
κάπου
εκεί στο τέλος των πλαστικών σημείων
όπου
όλα προδίδουν
εκτός
απ’ το κοτσύφι που μολογάει στη φύση
βάφτισμα
σε άφεση αμαρτιών
και
ζωή σε φρέσκο, νέο κόσμο.
ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
Ο
τόπος μου
μου
φάνηκε ένα πρωί κομμάτι ξεροκόμματο
στο
δρόμο πεταμένο
κι η
πανιασμένη κόρα του μυρμήγκια
σκεπασμένη·
άπειρα, μαύρα με μαύρα γυαλιά
που
όλο παίζαν νευρικά τα χεροπόδαρά τους.
Προμήθειες
φορτωμένα
ανεβαίνουν
τους πευκόφυτους λόγους
φυσάει
το αεράκι του χρόνου
μαραζωμένα
και
το θυμάρι μόλις αναπνέει
και
σφίγγεται
γύρω
απ’ τις άδειες μπουκάλες και τις
κολόνες.
Με
βιάση, χωρίς πάθος
κουνάνε
καπέλα κεραίες
αγγίζουν
ό,τι φανταχτερό τους φάνταζε
τις
κάρτες, εμένα το καφετί γαϊδούρι.
Έρημο
πρωί
μια
αχλή γύρω απ’ την καρίνα
τον
μουγκό σε συλλογή να καθαρίζει ψάρια.
Άλλος
κανείς
άδειο
εγώ
τα
μυρμήγκια μπουλούκι σουλατσάρισαν,
ψωνίσανε…
Έπειτα
άδειο πάλι·
μια
γραφομηχανή μακρινή
σαν
απ’ τη θάλασσα
κάποιος
να υπαγόρευε το τέλος του νησιού.
Μέρμηγκες
άνθρωποι
όλο
και πιο τουριστικά φέρονται στη ζωή
χαϊδεύονται
χωρίς ποτέ
να
φτάνουν στο κουκούτσι
έντομα
χαίρονται τα φωτεινά διαλείμματα
στο
δέρμα τους
μα ο
τόπος όλος πρήζεται
τουμπανιάζει
κουλάθηκε
η κουκουβάγια
κι η
Δύση με την Ανατολή
τυφλές
οι δύστυχες κι οι δύο
σ’
ένα φαράγγι με κόρακες από ψηλά
όλο
να κουτσουλάνε.
Δυο
γεράνια στην εξοχή ο Αυγουστίνος κι ο
Αθανάσιος
ψελλίζουν
ξόρκια, συνταγές
μπάζουν
οι τρύπες τους ψευτιές
και
τρέμουν απ’ το κρύο
Σπάσανε
οι παρήγορες γραμμές
οι
εικόνες μεταγλωττίστηκαν
κι
έμειναν δίχως θάμπος.
«Μέρες
περίεργες δω κάτω», είπε η ξένη
«όσο
και να πονάς χαίρεσαι μ’ αυτά που
βλέπεις.
Τα
ζώα βγαίνουν απ’ το χώμα
κανένα
χάδι δεν οδηγεί
ρεμπελεύουν
βόσκουν
χρώματα
κι
εκεί που στέκουν σκεφτικά
τα
καταπίνει ευγενικά η νύχτα»
[από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]
ΤΟ ΕΓΩ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΙ ΣΤΗΝ ΙΔΕΑ
ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ (από τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ
ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974)
Πάσχα,
άνθος του χρόνου, όλα τα ορατά γεννήματα τραβάνε προς τα κει· ώρα γλυκιά κι ακίνδυνη σταματάει η κάθοδος
της σπίθας κι η βροντή κουτρουβαλάει αδειανή από τρόμο.
Κι
όπως ασβεστώνουμε τα σκαλοπάτια του Παράδεισου, τις τρύπες, τις σκουριές, το
καμπινεδάκι πίσω απ’ το στάβλο, χάσκει ακόμα το λασπωμένο χώμα, με τα ζώα,
κουβαλητάδες, τις πεισμωμένες ρίζες· όλα φουσκάλες του καιρού πάνω στη φοβερή
πατάτα.
Ανθίζει
ξανά το ξύλο, σταματάει το τρωκτικό με το δόντι στον αέρα, τα μωρούλια
καταλαβαίνουν τη βλάστηση.
Στιγμή
άσπρη, κάτασπρη, από τα υπόγεια βαθύ ανεβαίνει το πάθος και σκάει λίγο πάνω απ’
τα νερά. Ριγάνε.
Ακολουθώ
κι εγώ τις εποχές – ταμίας στενοκέφαλος μιας σκοτεινής φροντίδας. Ανάσταση δεν
βρήκα στα βιβλία μου, μόνο του χρόνου αποδείξεις.
Να
και η γριά από βαρύ χειμώνα ή βαριά αρρώστια, βγήκε με τα ζουμπούλια, άσπρη κι
αυτή στο πρόσωπο, στη μαντίλα. Με την μπαστούνα· ακόμα μια άνοιξη, ακόμα μία.
Εδώ
το ήμερο βουνό κι η γη ένα περβόλι δικό μας, του γείτονα, κάποιου ανθρώπου που
οργώνει και τον ουρανό τη νύχτα.
Βαρύ
ασήμι η θάλασσα κι η Πελοπόννησος απέναντι σαν σώμα γνώριμο που με είχε
τυραννήσει. Μελετάω το φως κι κείνο
μελετάει επιφάνειες· συγκεντρώνεται πολύ για μια στιγμή κι ύστερα στην πηγή του
αποτραβιέται.
Έπεσ’
επιτέλους ο δυνατός αέρας που ’φερνε παραμύθια του Βορρά, «Κάθριν! Χήθκλιφ!»,
και φύλλα, φύκια, κύματα να ταράζουν τον ύπνο. Ήταν γα να θυμηθούμε πως είμαστε
νησί και τα νερά λίγο μόνο κοντοστάθηκαν πριν μας κουκουλώσουν.
Όλο
το απογευματάκι βοτανίζαμε σήμερα. Μέχρι που ’πεσαν τα μοβ απ’ το βουνό κι
είπαμε: «Αύριο πάλι με το καλό». Η γυναίκα φοβήθηκε το μολυντήρι και
σταυροκοπήθηκε όπως το ’πιασα πέρα μακριά.
-Δεν
φοβάμαι, της είπα, εγώ αυτά. Αλλά φοβάμαι (αυτό δεν το ’πα)
Σαν
το κουτάβι κυνηγάω την ουρά μου, πάω να πιαστώ από λοφογραμμές που ξεκινούν από
τον αφαλό μου. Το τοπίο ήταν κρέας μου πριν με ξεπεράσει στο χρόνο κι εγώ
χαμερπής ψαχουλεύω, ζητιανεύω κι άλλες μέρες.
Σε
μια εκδρομή κι ο κόσμος κι η ζωή. «Θυμάσαι τον ωκεανό που μούγκριζε σαν να
κοιλοπονούσε κι έβγαζε κούτσουρα ανάσκελα, μαύρα κουφάρια», θα λέω στον άγγελο
με σφαλιστά πια μάτια εγώ κι εκείνος με ολάνοιχτα φτερά.
Ασφόδελοι
μαρτυράνε μες στις τσουκνίδες· περνάει ο μεθύστακας σύρριζα στη θάλασσα,
κουνάει μιαν άδεια πλαστική σακούλα. Αφαιρείται,. Κάπου κοντά λογαριάζει να
πεθάνει.
Να
κι ο μικρός με τα κλουβιά, έκοψε μες από τις μυγδαλιές, μισές στο λουλούδι,
μισές στο φιλλαράκι. Πουλιά πάει να πιάσει ή τα κλουβιά στο θείο του που τα ’χε
παραγγείλει;
Τέλειωσε
κι αυτός ο κύκλος. Το κυπαρίσσι άντεξε στο ξαφνικό κρύο κι εγώ άντεξα το «ποτέ
πια αυτή τη μέρα».
Μ’
αν μεγαλώνει η τρέλα αυτή όλα να πηγαίνουν κάπου κι εγώ κάτω, όλα απ’ το χλομό
στο κόκκινο κι εγώ απ’ το κόκκινο στη χλομάδα.
… με
την τελευταία της άνοιξης ψιλοβροχή θα χώσω το κεφάλι στην ξεροπηγάδα
στους
πεταμένους ντενεκέδες, στις ψόφιες γάτες θα χύσω τα κλάματά μου
που
πέφτουν ένα-ένα τα δάχτυλα κι οι φίλοι, ξανθοί εραστές χάνονται κάτω από λίγες
φυσαλίδες
που
τα καλυβάκια τα παίρνει το ρέμα κι η φιλανθής, η κοπέλα φύση, διάφορα ετοιμάζει
στα χλοερά καζάνια
αδιάφορη
αδιάφθορη
επιδεικνύει
πλούτη στην ένδειά μου ροδαλά και γαλάζια αμέτρητα στα μετρημένα μου χρονάκια
στο
χωράφι μου το κουρασμένο, στο πανί μου το ανεμοσχισμένο
βολτίτσες
πουλιών στο κατάκοιτο πάθος μου. Όλο ανεβαίνει το άδικο, το Μεγάλο Άδικο, που
δεν παρηγοριέται, μόνο τραβάει στριγκλιά φωνή, φωνίτσα μου παράτονη
Ανάσταση,
Ανάσταση θέλω κι εγώ
Για
δε με παίζει η φύση;
ΑΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΜΑΥΡΟ
Σε
άδενδρο χώρο
το
πουλί σημειώνει την ακινησία του
με
λαρυγγισμούς·
φθαρτό
παντοδύναμο
μέσα
στο θάνατό του
συνδυάζει
το πάθος με την αδιαφορία
ό,τι ένα σώμα
ποτέ
δεν μπόρεσε στην τόση εμπλοκή του.
Αφήνω
λίγο – λίγο το παράθυρο·
στις
κάμαρες ανάψανε τις λάμπες
μα
το έξω κρατάει ολόκληρη την ελαφράδα του ζωντανού
μισή
πλάτη, μισό πρόσωπο
στο
παράθυρο ακόμα.
Αδύνατο
απότομα να κλείσω τη θέα
τη
θεία τροφή τη θέα μάλαμα
λίγο
– λίγο γυρίζω
σαν τους
ξύλινους ιππότες
στα
παλιά ρολόγια
πρέπει
να μπω, λέω να συγκεντρωθώ
στο
σκοτεινό που λάμπει από μέσα.
Μα
περνούν, περνούν με φύλλα, με γλυσίνες
γλιστρούν
μπροστά μου
στολισμένα,
με νέες προθεσμίες
τα
ουράνια πλάσματα της περατής μέρας
φροντισμένα,
γυαλιστερά
με
γέλια ερεθιστικά ανέμελα στο χρόνο.
Απειθαρχίες
στη
σπουδή του μαύρου
στιγμιαίες
με ονείρατα
μελιά
τρίζει η άμμος
στα
δόντια
διαφαίνονται
τα λαμπερά σου κόκαλα
κάτω
απ’ τη διαφάνεια του περιττού.
Κι
έπειτα πάλι
θα
μελετάω τώρα – λέω –
τα
βιβλία
ξαναπαίρνω
την κλίση προς τα μέσα
κι
ολόκληρη αντικριστά
ρουφάω
τη νύχτα όλη.
[από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]
Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΕΡΩΤΙΚΟΣ (από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974)
Κάθε
σταγόνα από σένα το τέλος του έρωτα·
ό,τι
έχασα στη ζωή το ξαναχάνω στα μάτια σου
το
φως έγινε τρυπάνι
μες
στο παράλογο σχήμα μιας άπιαστης επαφής
όταν
στα πόδια χύνεται το κύμα
το
αιώνιο πέλαγος του ζώου – θανάτου.
Δεν
υπάρχει λόγος να ζούμε
τα
κόκαλα θα σπάσουν σαν καλοκαιρινά
καλάμια
κι ο
μαγνήτης θα γίνει πίσσα
στα
λαμπερά να ρίχνει μαύρο.
Το
σώμα σου – η Πύλη έκλεισε,
έφραξε
από τον πολύ πόνο
κι
εγώ καμένος ερημότοπος τσουρουφλισμένη
επιφάνεια
δεν
υπάρχω
ενώ
διπλασιάζονται οι μέρες του φορτίου
η
άμμος ξύνει όλο ξύνει την πληγή.
Η
καταστροφή είναι που αρνιέμαι
να
καταστραφώ
να
σπάσει το πιθάρι
να
χυθούν τα μέσα
έξω
εκεί όπου συναντιέται ολόστητος ο βράχος.
Μες
στο δωμάτιο φάνηκαν ξαφνικά τα όρια μου
τα
νύχια μου σπασμένα
η
σπλήνα μου βαριά τραυματισμένη
κι ο
ποταμός που λάτρεψα
σ’
άλλη κοίτη κυλάει.
Όλο
κι αλλού σκάει το ρόδι
οι
χυμοί που προχωρούσαν τη ζωή
αλλού
λιμνάζουν
απ’
την αφθονία στη στέρηση πετάω·
τρομαγμένη
νυχτερίδα η νεότητα
σκοτάδι
τα φτερά της
ΠΑΤΜΟΣ
Στέφανοι
δακρύων που ’γιναν γύψος
ανεβαίνοντας
στον ήλιο
μέρη
εγκράτειας σε ησυχία τετράγωνη
κι
όλοι οι φαγωμένοι
οι
πεισματάρηδες της πίκρας
τυφλοί
αγγίζουν τις γωνιές
περνούν
λευκοί στα χέρια του αέρα
νε τις
λαβωματιές φανταχτερά
βότσαλα
στο κέντρο του κορμιού τους.
Απ’
τον πολύ πόνο
σηκώνονται
άσπρα χτίσματα
κουνάει
ο αποτραβηγμένος τη βαθιά κουτάλα
στάζει
η φάβα σφίγγει το κέλυφος
το
κελί σφραγίζεται:
περιεχόμενο
η ελάχιστη άνοιξη.
Το
φρούριο αυτό δεν πατήθηκε
δεν
κατακτήθηκε ποτέ
ρήμαξε
με τα κουφώματα
να
ουρλιάζουν τη νύχτα στόματα αβούλωτα
του
από Κάτω.
Μια
στιγμή μόνο
είχε
αγγίξει ο νυχοπατητός το τρυφερό κρέας
άστραψε
η λάμπα
κι
εξηγήθηκε το μέσα
μια
στιγμή – φρούριο.
ζευγάρωσε
το άδειο με το άδειο.
Κι
έπειτα αιώνες να στάζει η σκεπή
ο
ουρανός μια λύπη αξερίζωτη
γιατί
χάθηκε το σώμα και το αίμα
κι
όσο βαστούσε
βαστούσε
και το βάσανο της ανοιχτής πληγής.
Πιο
ψηλά απ’ τις ταράτσες
τα
κοράκια
πιο
ψηλά απ’ τα δοντάκια της ψυχής
οι
πέτσες του στοχασμού
σαν
παραθυρόφυλλα χτυπάνε στον αέρα.
Μπουλούκια
ή ξεκομμένοι
μισόγδυτοι,
ανέμελοι
ανεβαίνουν
οι άνθρωποι στο μοναστήρι
πότε
λάμπουν βρεγμένοι ερωτικοί
με
τα δάχτυλά τους
να
χώνονται στη μέρα ηδονικά
πότε
τσιμπιούνται, δαγκώνονται γρυλίζουν…
Έπεσε
απότομα η νύχτα
γρατσουνάνε
οι βράχοι
η
επίσκεψη η περιπλάνηση η κατάρα
κρατάει
πολύ, κρατάει πολύ…
Ο
τρελός ποιητής
χαϊδεύει
τα μηριά του αφηρημένος
«Είναι
ο Χριστός ή ο σκουπιδιάρης
που
περνάει με το γαϊδούρι;»
και
φυσάει, φυσάει…
Απ’
τον πόλεμο φτάνουν άλλες φωνές
μπαμπάκια
ματωμένα
στρώθηκε
το καλντερίμι
στα
σκαλιά της Αποκάλυψης
έμβρυα
καυτά
κι
ακόμα πιο βαθιά η μαχαιριά των λόγων·
πίσω
απ’ την μπέρτα κρύφτηκε το πρόσωπο.
«Είμαι
ο Θάνατος»! είπε κι άλλαξε η εικόνα.
Βόλους
παίζουν στον ουρανό
ο
τρελός κι ο λαβωμένος ποιητής
κερδίζονται
και χάνονται τα δάκρυα, ελαφρά
το
βάρος μας το ασήκωτο στο μπλε
κατρακυλάει.
Μες τη
διαφάνεια γυάλισε του μοναχού η φαλάκρα
σκύβει
στην κουπαστή
θυμάται
ως τη λιγοθυμιά
τη
μυρωδιά την άλλη
κι ο
έρημος Οδυσσέας
κλαίει
με τα γουρουνάκια του
βαθιά
μαραζωμένος.
Εφύσηξε,
ενύχτωσε
μαγειρικές,
ριπές και πάθη αχνίζουν
ανεβαίνουν κι οι δυο οι χαϊδεμένοι της ποίησης
πίσω
απ’ το φεγγάρι
ακόμα
παίζουν βόλους
και
μετρούν την αιώνια αμοιβαιότητα των
δακρύων.
[από
τη συλλογή της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ 1974]
ΚΑΜΙΑ ΖΩΗ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΙΟ
ΔΥΝΑΤΗ ΑΠ’ ΤΟΝ ΠΟΘΟ, ΚΑΜΙΑ ΠΡΑΞΗ ΠΙΟ ΤΕΛΕΙΩΤΙΚΗ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ… (τι θεία
διαδικασία η καιόμενη βάτος…)
[Περνά τη ζωή της από τη
κεφαλή της ίδιας πάντα σκουριασμένης βελόνας και ράβει, ράβει τα πάθη της η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΘΗΛΑΣΤΙΚΟ, εκεί που
ξεκινάνε οι στοχασμοί, οι χυμοί του όλοι του «ΕΝΑΝΤΙΟΥ ΕΡΩΤΑ» της Κατερίνας
Αγγελάκη-Ρουκ. Οι ζάρες της κοιλιάς όπως οι δρόμοι της πόλης, η πλατεία με το
Ηρώων στη μέση, όλα γνωστά κι εσύ ξέρεις ό,τι είσαι στον έρωτα ό,τι σε νικάει
στον έρωτα, μια κοινοτοπία που τραγουδάει!.. Άνοιξη, Πάσχα και βιολέτες δεν
γνωρίζω. Τη μόνη Ανάσταση που ξέρω είναι όταν μόλις σηκώνεται κάποιο αεράκι και
δροσίζει λίγο τη φοβερή κάψα της ζωής!..
Παρασκευή, 8 Οκτωβρίου
2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου