Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2021

ΤΟ ΞΥΛΟ ΗΤΑΝ ΚΑΛΟ ΓΙΑ ΝΑ ΦΤΙΑΞΟΥΜΕ ΣΠΙΤΙ ή ΚΑΡΑΒΙ

 

Ωραίο κυπαρισσόξυλο αρωματικό 

Φτιάξαμε ένα καράβι και χαθήκαμε

 

Ήταν ωραία η ζωή μας στο καράβι

Δεν είχαμε άλλο να κάνουμε απ’ το να κοιτάμε

Τον ουρανό και τη θάλασσα και να ρωτιόμαστε

Αδιάκοπα αν πλέουμε ή αν πετάμε

Μια και δεν ήτανε ορίζοντας ανάμεσα στα δυο γαλάζια

 

Για την πορεία φρόντιζε ο καπετάνιος

Οι ναύτες για τις μηχανές

Και ο Θεός για τους ανέμους και το ναυάγιο

 

Εμείς απλοί επιβάτες   Ξαπλωμένοι στο κατάστρωμα του καραβιού

Ανάμεσα στους αστερίες τ’ ουρανού   Και τ’ άστρα της θάλασσας

Δεν είχαμε να φροντίσουμε   Ούτε καν για τη σωτηρία μας

(Δύο  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ (ΙΔ  και ΙΕ)  από μια συλλογή του Αργύρη Χιόνη στην οποία παρακολουθούμε πώς ο Ποιητής «μυθοποιεί» τις ποικίλες αλλαγές που συντελούνται γύρω του (και μέσα του;)  

π.χ. πώς ένα Βράχος με τις αιχμές και τις καμπύλες του καταλήγει ένα ελάχιστο χαλίκι ανάμεσα στ’ αμέτρητα άλλα χαλίκια

ή ένα βότσαλο πώς ταξιδεύει κυλώντας απ’ τις πηγές μέχρι τις εκβολές του ποταμού.

 



Λοιπόν, Αργύρης Χιόνης ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974 (αντιγραφή κι επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ, Ποιήματα 1966-2000)

Είδε η πεταλουδίτσα το κερί

Και θάρρεψε πως ήταν το ΛΟΥΛΟΥΔΙ

Που σ’ όλη τη μικρή ζωή της ονειρευόταν

Όταν χωμένη μέσα στα λουλούδια

Ρούφαγε χυμούς γνωστούς κι αρώματα συνηθισμένα

 

Κάνοντας κύκλους γύρω του δεν χόρταινε

Να βλέπει τα κλεισμένα πέταλα

Αυτού του χρυσαφένιου μπουμπουκιού

Το γοητευτικό του τρέμισμα σαν κινημένο

Από μυστικόν αγέρα κι έτρεμε κι αυτή

Από τον ίδιο μυστικόν αγέρα κινημένη

 

Μικραίνοντας τους κύκλους της

Χώθηκε τελικά στην αγκαλιά του

 

Τ’ ονειρεμένο άρωμα ήταν η μυρουδιά

Απ’ τα καμένα της φτερά

Κι ο θείος χυμός η γεύση η πικρή

Στην προβοσκίδα της τής τέλειας ομορφιάς η γεύση

 

ΙΣΤ.   Σ’ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΕΡΗΜΟ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΤΟΙΧΟΣ…

Για να μετρήσω το ανάστημά μου

Ούτε ένας καθρέφτης για να δω τη μορφή μου

 

Δεν ξέρω αν είμαι κοντός ή ψηλός

Ωραίος ή άσχημος δεν ξέρω καν

Αν έχω ανάστημα ή μορφή

Όσο για τον ίσκιο μου

Αδύνατο να βασιστώ σ’ αυτόν

Και μια βελόνα ακόμα μπορεί

Να ρίξει ίσκιο καρφιού αν φωτιστεί

Κατάλληλα

 

Σ’ αυτή την έρημο δεν υπάρχει

Ούτ’ ένα αυτί έξω από το δικό μου

Για ν’ ακούσει το λόγο μου φωνάζω

Και θαρρώ πως σκέφτομαι να φωνάξω

Σκέφτομαι και θαρρώ πως φωνάζω

 

Σ’ αυτή την έρημο δεν υπάρχει ούτ’ ένας άνθρωπος

Άνθρωπος να σκοτώσω ούτ’ ένας

Άνθρωπος να με σκοτώσει μονάχα

Κάτι θαμποί αντικατοπτρισμοί προβάτων

Και λύκων

 

ΙΖ.   ΕΤΟΥΤΟΣ Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ Ο ΠΑΛΙΟΣ ΕΧΕΙ ΦΘΑΡΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΦΗ ΜΕ ΤΟΣΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

Με τόσα πρόσωπα   Θάμπωσε γέμισε αποτυπώματα

Ματιών που κάποτε κοιτάχθηκαν

Μες το γυαλί του μ’ έκπληξη

Ή θαυμασμό ή χαρά ή θλίψη

Χείλια και δάχτυλα σαν νεκροί νάρκισσοι

Μες στο θαμπό νερό του αδύνατο να κοιταχτείς

Χωρίς τον κίνδυνο να μπερδευτείς

Και να πιστέψεις για πρόσωπό σου

Ένα άλλο πρόσωπο ή το συνταίριασμα

Από παράταιρα κομμάτια

Και να χαθείς μέσα σε τούτο το λαβύρινθο

Μορφών που ήταν κάποτε

Και να μην είσαι πια

[από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ 1974]

ΙΗ.  ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΟΥ ΕΥΚΙΝΗΤΑ ΚΑΤΑΦΕΡΝΟΥΝ…

Και ξεγελούν το χρόνο του ξεφεύγουν

 

Το πρόσωπό μου παγιδευμένο στην ακινησία του

Σαν πέτρα υποκύπτει

Σιγά-σιγά στο αδιάκοπο ψιχάλισμα των ημερών

 

Καμιά φορά στρώνοντας τα μαλλιά μου

Με τα δάχτυλα μπρος στον καθρέφτη

Θαρρώ πως με χαϊδεύει κάποιος έφηβος

 

ΙΘ.  Ο ΧΡΟΝΟΣ ΜΕ ΛΥΠΑΤΑΙ ΞΕΡΕΙ ΠΩΣ ΤΡΕΜΩ ΤΟ ΑΔΙΑΚΟΠΟ ΦΕΥΓΙΟ ΤΟΥ

Κάποτε – κάποτε καθυστερεί προσποιείται

Τον νωχελικό για λίγο τρίβεται απαλά

Ανάμεσα στα πόδια και τα χέρια μου

Σαν γάτος που δεν έχει άλλο να κάνει

Παρά να χαϊδεύεται

Κι ύστερα ξαφνικά αθέλητα ίσως

Υπακούοντας στην τυφλή δύναμή του

Πηδάει μακριά και ξαναγίνεται

Αυτό που πράγματι είναι

 

Ένα ατίθασο ανυπόμονο άλογο

 

Κ.  Η ΝΥΧΤΑ ΜΕ ΤΡΟΜΑΖΕΙ ΑΠ’ ΤΟ ΠΡΩΙ

Ο φόβος μου τη στήνει εμπρός μου

Ο ήλιος ανατέλλει όμως η σκέψη της

Δεν βγαίνει απ’ το μυαλό μου ώρες πολλές

Πριν σκοτεινιάσει ανάβω όλα τα φώτα

Λάμπες ισχυρές λάμπες πολλές για να μην μείνει

Ούτε μια γωνιά αφώτιστη και περιμένω

Σκαλίζοντας χαρτιά βιβλία ξεφυλλίζοντας

Δήθεν χαμένος σε σκέψεις βαθυστόχαστες

Δήθεν αδιάφορος για το εφιαλτικό της

Πρόσωπο που έρχεται ζυγώνει

Αργά – αργά μα σταθερά στα τζάμια μου

Κολλάει πάνω τους πλαταίνει

Από την πίεση γλοιώδες κι άμορφο

Κι αόμματο με γλώσσα πεταμένη

Έξω μια γλώσσα μαύρη και υγρή

Που απειλεί τα τζάμια μου

Τις λάμπες μου και την ψυχή μου

 

ΚΑ.   ΟΤΑΝ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΤΟ ΦΟΡΕΣΑ ΕΤΟΥΤΟ ΤΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ… ΕΝΙΩΘΑ ΣΑΝ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΡΑΦΕΣ…

Κι ήτανε οι κινήσεις μου αφύσικες

Και το περπάτημα ή το κάθισμα

Κι ακόμη η σκέψη και τα αισθήματά μου

Γίνανε ξαφνικά ενέργειες συνειδητές

Κι ήτανε το κορμί μου ένας ξένος

Που ήταν δυνατό να παρακολουθώ τη συμπεριφορά του

 

Βέβαια όλα τούτα στην αρχή

Γιατί αργότερα σιγά – σιγά μαλάκωσε

Υποτάχθηκε ετούτο το κοστούμι

Πήρε το σχήμα του κορμιού μου

Και τον τρόπο των κινήσεων μου

Που γίναν πάλι ασυνείδητες κι ελεύθερες

Τόσο που να θαρρώ συχνά πως είμαι

Μονάχα με το δέρμα μου ντυμένος

 

Όταν πρώτη φορά χώθηκε μέσα μου

Ήταν ανήσυχος και τρομαγμένος

Παίδευε αδιάκοπα τα φερμουάρ και τα κουμπιά μου

Και με κινήσεις νευρικές πάσχιζε να ξηλώσει τις ραφές μου

Το σχήμα να μου δώσει του γυμνού κορμιού μου

Ένιωθε σαν παγιδευμένο ζώο

Κι έπρεπε σαν κλουβί ν’ αντισταθώ

Σκληρά στην αρχή χωρίς παραχωρήσεις

Ώσπου να λησμονήσει αυτό που ήταν πριν

Ώσπου να συνηθίσει τη δική μου φόρμα

Κι ύστερα να ενδώσω δήθεν να προσποιηθώ

Ότι αυτή είναι η φόρμα η δική του που εγώ δέχθηκα

Κι έτσι να φτάσει τώρα στο σημείο να πιστεύει

Ότι ποτέ του δεν υπήρξε έξω από μένα

Σαν να ’μουνα το ίδιο του το δέρμα

 

ΚΒ.   ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΜΙΚΡΟΣ ΑΝΗΜΠΟΡΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ως τώρα έζησα φτιάχνοντας

Χάρτινα πολύχρωμα πουλιά

Που ποτέ δεν κελάηδησαν

 

Τα πουλώ για πενταροδεκάρες στα παιδιά

Κι αγοράζω καπνό και πουλιά αληθινά

Απ’ αυτά που πάντα κελαηδούν

 

Το σπίτι μου είναι γεμάτο

Φλύαρα πουλιά και σιωπηλά πουλιά

 

Η καρδιά μου είναι ένα μεγάλο

Άδειο κλουβί

 

Είμαι ένας μικρός ανήμπορος άνθρωπος

Πιο ανήμπορος ακόμα

Κι απ’ τα χάρτινα πουλιά μου

Και θα τελειώσω με τον τρόπο

Που κι αυτά τελειώνουν

 

Τσαλακωμένος απ’ τα χέρια

Ενός πανίσχυρου παιδιού

 

ΚΓ.    ΜΕ ΜΕΤΑΛΛΑ ΕΥΤΕΛΗ ΠΟΥ ΓΡΗΓΟΡΑ ΟΞΕΙΔΩΝΟΝΤΑΙ…

Και χάντρες γυάλινες με λάμψη πρόσκαιρη

Φτιάχνω κοσμήματα και τα πουλώ

Λέγοντας πάντα ότι είναι από χρυσάφι   ή απ’ ασήμι

 

Το ψέμα μου είναι φανερά χοντροκομμένο

Άλλωστε οι τιμές τους είναι τόσο χαμηλές –

Όμως η πελατεία μου το πιστεύει

Ή μάλλον κάνει ότι το πιστεύει

Γιατί έχει ανάγκη από κοσμήματα

Κι είναι πανάκριβα τ’ αληθινά

 

ΚΔ.   ΤΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΕΘΑΩ ΤΟΥΣ ΑΛΛΟΥΣ

Όλη η ζωή μου εξαρτιέται από των πελατών τη μέθη

Κι αυτή δεν πρέπει να ’ναι γρήγορη ή ξαφνική

Αλλά αργή μεθοδική γιατί έτσι μόνο

Γίνεται κατανάλωση κρασιού μεγάλη

 

Κι ύστερα οι πελάτες μου δεν πρέπει

Να νιώθουν μόνοι ή γελοίοι με τη σκέψη

Ότι αμέθυστος εγώ γελάω με τα καμώματά τους

 

Έτσι αναγκάζομαι κι εγώ να πίνω

Και να μεθάω μαζί τους και να τραγουδάω

Κι όλες τις τρέλες που αυτοί κάνουνε

Να κάνω όλη τη νύχτα ως τα ξημερώματα

Ώσπου να μείνω μόνος   Και με κατεβασμένα τα ρολά

Να κάτσω να μετρήσω τις εισπράξεις

 

ΚΕ.   ΤΟ ΤΕΝΤΩΜΕΝΟ ΣΚΟΙΝΙ ΕΙΝΑΙ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΝΑΣ ΔΡΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΑΝΥΘΕΙ

Βέβαια είναι λίγο πιο ασυνήθιστος

Λίγο πιο επικίνδυνος από τους άλλους

Γι’ αυτό και το κοινό πληρώνει

Για να παρακολουθήσει την πορεία μου

 

Οι ταλαντεύσεις μου οι καθ’ όλα υπολογισμένες

Και τα παραπατήματά μου τα προσποιημένα

Κάνουν στων θεατών τις φλέβες να παγώνει το αίμα

 

Η ένταση του αχ της αγωνίας τους

Και του αχ της ανακούφισής τους

Είναι για μένα το μέτρο της επιτυχίας

 

Όμως ποτέ δεν ήμουν ούτε θα ’μαι σίγουρος

Αν η ικανοποίησή τους δεν ήταν πιο μεγάλη

Και τα χειροκροτήματά τους δυνατότερα

Στο ενδεχόμενο μιας πτώσης κατακόρυφης

Ενός θεαματικού θανάτου

 

ΚΣΤ.   ΑΠ’ ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΜΟΥ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΒΓΑΛΩ ΟΧΙ ΜΟΝΑΧΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΚΑΙ ΚΟΥΝΕΛΙΑ…

Μα και λιοντάρια τίγρεις κροκοδείλους   Και ό,τι άλλο άγριο θηρίο  υπάρχει   Κι ακόμα τέρατα προϊστορικά που τώρα   Βρίσκονται μόνο στα ζωγραφισμένα παραμύθια   Χωρίς αστεία μέσα απ’ το άδειο μου καπέλο   Μπορώ δεινόσαυρους βροντόσαυρους να βγάλω   Και μαμούθ    Όμως καλύτερα να περιοριστούμε στα κουνέλια και τα περιστέρια   Έτσι ήμερα και αδύναμα που είναι   Θα ’ναι πιο εύκολο σαν θα τελειώσει η παράσταση   Να τα διατάξω να επιστρέψουν μέσα στο καπέλο μου!..     [από τη συλλογή του Αργύρη Χιόνη ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ  1974]

Δευτέρα, 31 Μαΐου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ