Τη νύχτα θεώμαι τα πράγματα
Τη νύχτα προσφεύγω στο θαύμα
Ότι πολύ αλαφρύνεται το αμάρτημα της
ύπαρξής μου με το βάλσαμο της δρόσου
κι ότι απαλύνεται με των δακρύων την έξοδο
η οχλαγωγία της μέριμνας στο στήθος μου
Ω την ημέρα χαίνουν οι πληγές
ηχούν αργύρια προδοσίας
άχθος και κονιορτός με καταβάλλουν
Όμως τη νύχτα ανοίγονται οι πηγές
βαθαίνουν οι στιγμές σαν περιβόλια
γίνεται η λύπη φως η μνήμη δένδρο
κελαρυσμοί νερών τ’ άχαρα χρόνια
Τη νύχτα
που τα σώματα σιωπούν και των ψυχών
η μουσική αναβλύζει
Τη νύχτα ζω με
τους ψιθύρους
με θαμπές
μορφές του παρελθόντος που μου
γνέφουν
όμως από το
μέλλον τώρα πια
Μέσα στη νύχτα
το παρόν σωπαίνει
δαγκώνει πάλι ο
χρόνος την ουρά του
βρίσκομαι εκεί σ’ αυτό το δαχτυλίδι
Κερδίζω το
παρθενικό μου βλέμμα
πίνω ζωή στο
μητρικό της στήθος
ω ιδού που η
νύχτα μου ’γινε μητέρα
Ιδού που
συντροφεύω αυτό το σώμα το φορτωμένο
πέτρες και λουλούδια
και το
κατευοδώνω στο βυθό του
[ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ Ι και ΙΙ του Ορέστη Αλεξάκη από τη συλλογή του ΒΥΘΟΣ 1985 - εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το
συγκεντρωτικό τόμο ΠΟΙΗΣΗ 1960-2009 εκδόσεις Γαβριηλίδης 2011 –
Ακολουθούν κι άλλες επιλογές ποιημάτων από αυτή τη συλλογή
«Ξυπνώ στο σώμα πάλι εγκλωβισμένος
πλήρης αβύσσου πλήρης ερημίας
Και ξάφνου ιδού το απρόοπτο μη με λησμόνει]
ΚΙ ΟΠΩΣ ΘΡΗΝΟΥΣΑ (από την ενότητα
ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ στη συλλογή ΒΥΘΟΣ του Ορέστη Αλεξάκη)
Κι όπως θρηνούσα
σιωπηλά στο
μνήμα
μια ξαφνική χαρά
με συνεπήρε
σα να ’χε κάπου
μόλις ξημερώσει
ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΙΣ ΡΩΓΜΕΣ
Έκλεισα
τις ρωγμές του σώματός μου
σκούπισα
των καιρών τα’ αποκαΐδια
τόσα
συντρίμμια
τόση
στάχτη εντός μου
στόλισα
της ψυχής τ’ ανθοδοχεία
όλα τα
φώτα μου άναψα
και τώρα
προσμένω μάταια
να μ’ επισκεφτείς
προσμένω
μάταια να
με
κατοικήσεις
ΕΤΣΙ ΘΑ ΣΥΝΤΗΡΗΣΩ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΣΟΥ
Όχι
όχι στη σκιά
στο ημίφως όχι
Στην τέλεια λάμψη
στο λευκό
του ασβέστη
στου αμείλικτου φωτός την τυραννία
Να σε κοιτώ να σε καλωσορίζω
διάφανη
αγέρινη σχεδόν
αστραφτερή
φτερό που στροβιλίζεται στο φως
σάρκα που ρέει και χύνεται
στον καταρράκτη του ήλιου
[από την ενότητα ΨΥΧΟΓΕΝΕΙΑ στη συλλογή ΒΥΘΟΣ
1985 του Ορέστη Αλεξάκη]
ΕΡΗΜΙΤΗ ΑΠΟΛΟΓΟΣ
Έτσι εκπληρώνω τον προορισμό μου
Με τα κρυμμένα μου πουλιά
που ζωντανεύουν με κρουνούς κελαηδισμών
τις αποτεφρωμένες σας κοιλάδες
Με τη δική μου μουσική
των δειλινών
που μολονότι ηδυμελής και ωχρότατη
στο τέλος
τον άγριο παφλασμό σας υποτάσσει
Με των δρυμών την περισυλλογή
με των ανέμων την πολυφωνία
μ’ όλα τα μάτια μου ανοιχτά στο αντιπρανές
με τη σιωπή μου κύμβαλο αλαλάζον
Σ’ αυτό το μετερίζι ξαγρυπνώ
σ’ αυτή την έσχατη σκοπιά
παρόχθιος παρατηρητής
των επιγείων τη μοίρα κατοπτεύω
ΤΑ ΕΠΙΜΕΤΡΑ (απόσπασμα από τη Γ
ενότητα στη συλλογή του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985)
-ΙΙ-
Εσύ μακριά
στο ανεπανάληπτο όνειρο
την τελειότητά σου υπαινισσόμενη
Στα βάθη του αδυσώπητου κενού
λάμψη κρυφή του υπονοούμενου άστρου
Φιλί της αιωνιότητας ρήξη του χρόνου
Αμέριμνα γεωργείς το φως του κόσμου
Η ίδια η ομορφιά σου σε αναγγέλλει σε υπόσχεται
όπως τα στάχυα υπόσχονται τον εύοσμο άρτο
Ω μυστικέ ουρανέ του μέλλοντός μου
φεγγοβολή απροσδόκητη προσέλευση άστρων
Ανάβεις πολυκάντηλο στο χάος
για να σε βλέπουν μάτια ναυαγών
Ω μνήμη ενός κοράλλινου βυθού
στης άσημης ζωής μου το ενυδρείο
Ω στίλβη των αστερισμών μέσα σε νύχτες εύμολπες
Πώς απ’ το θάνατό μου με ανασύρεις;
Πώς όλος είμαι μες την ομορφιά σου;
Πώς σε κοιτώ κι ενδίδω στη σιωπή σου;
Ω αναντίρρητη στη βεβαιότητά σου
Ω μακρινή στη φωτεινή σου εγγύτητα
Ω σιγηλή στο μουσικό σου ανάκρουσμα
Μ’ ανακαλύπτεις στο βυθό και μ’ ανυψώνεις
και στο δικό σου φως μ’ επαληθεύεις
Με φέρνεις σ’ ό,τι απέραντο ενοικεί
τη λάμψη και το θάλπος της αγάπης
Σ’ ό,τι αποδίδει την ακέραιη μνήμη
Ψηλά στην
επιφάνεια του φωτός
Στης ομορφιάς την έκπαγλη εξουσία.
ΔΕ ΣΕ ΓΝΩΡΙΖΩ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ Σ’
ΕΧΕΙ ΡΑΓΙΣΕΙ ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ… (Ναι των υδάτων είμαι της ροής ιδού και πάλι
στο ΒΥΘΟ κυοφορούμαι!..)
Βαθιά μου ωχρά φεγγοβολείς αρχαία πατρίδα Ω υπέρτατε εαυτέ μου Θάνατέ μου
της εντολής σου ακολουθώ το δρόμο
στα μαύρα σου νερά καθελκυόμενος
Και πάντα μέσα μου αγρυπνάς ω αλλότριο βλέμμα Σφίγγα του σκοτεινού μου πεπρωμένου Γενέθλιος είναι ο τάφος σου μητέρα Αναζητώ και πάλι τον εαυτό μου το βλέμμα μου τη φωτεινή μου μνήμη μέσα στο σώμα σου μυστηριακά
επιστρέφοντας Λάμποντας από θάνατο και
γνώση Καρπούμενος ωστόσο τη γαλήνη καθώς η στάθμη του νερού ανεβαίνει Τώρα το νιώθω των υδάτων είμαι Εδώ ενοικεί το λάμπος το κρυμμένο Νερό πρωταρχική μου αφετηρία α
βου γου δυο κελαρυσμέ της γλώσσας Νερό της μνήμης το βαθύ πηγάδι έλα στο φως
ανάβλυσε τραγούδησέ μου [αποσπάσματα
από τα ΕΠΙΜΕΤΡΑ της συλλογής του Ορέστη Αλεξάκη ΒΥΘΟΣ 1985]
Δευτέρα, 11
Οκτωβρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου