Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2021

ΚΑΙ ΕΝΙΩΣΑ ΩΣ ΜΕΣΑ ΤΟΝ ΙΛΙΓΓΟ ΠΟΥ ΓΙΝΟΤΑΝ ΑΙΦΝΗΣ ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ

 

Κι εμιλούσα με χιλιάδες στόματα ή φύλλα ή τρέμισμα νερού σ’ ένα λιβάδι μόλις φωτισμένο από τέτοια οράματα

Που ανέβαιναν αργά τη σκοτεινή πλαγιά του κόσμου

και κρυφές σχισμάδες εφανέρωναν αθέριστα τοπία  μπαίνοντας στο βλέμμα σαν ανεξερεύνητα.

Και είδα το νερό στη ρίζα και το πρόσωπο του διψασμένου το ένα λουσμένο στο άλλο και τις αφορμές.

Το στόμα το στήθος και την ηδονή ένα σύμπλεγμα,

τη βρύση τη μαύρη και τη φωτισμένη.

Κι άκουγα άγρια μεσάνυχτα τ’ αηδόνια κελαηδώντας παράφορα στις ρεματιές·

κι εσένα μέσα μου ως τη ρίζα της σιωπής και της κάθε μου λέξης·

 κουβαλώντας το βράχο που μέσα του χλιμιντράει το άλογο και το πουλί,

κουβαλώντας το βράχο που σε περιέχει

ραγίζει χαμηλά φτεροκοπώντας από κελαηδισμούς και λάμψεις,

πλάι σ’ ένα γήινο κλάμα.

 

Κι εκατέβηκα ως κάτω    και με τρόμο εκατέβηκα

 ως τα πιο επικίνδυνα για μια στιγμή για μια στάλα.

Κι ένιωσα βαθιά στο φόβο να σαλεύει ένα κόκκινο αίσθημα ή άνθος ή πουλί.

Κι ένιωσα το ύψος και την πτώση πάνω και κάτω κάθετη παλίρροια.

 

Κι ένιωσα ως μέσα τον ίλιγγο που γινόταν αίφνης το άρωμα του γκρεμού.

[ΤΟ ΑΡΩΜΑ ΤΟΥ ΓΚΡΕΜΟΥ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία/ σειρά ΤΡΑΜ 1980 κι άλλα ποιήματα απ’ αυτή τη συλλογή]

 


ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΑΡΤΑΡΑ ΤΟ ΒΡΑΔΥ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)

Φαντάσματα παλιών ημερών, παλιών πραγμάτων

σε μια άηχη κατάρρευση.

Παραπετάσματα σωριασμένα στη μνήμη.  Μεριές

που αιώνες σκόνταφνε το βήμα του τυφλού

σκοτεινά προσκυνήματα

 

κι οδύνη τοκετού χωρίς βρέφος

 

Όταν το σπίτι παλιώνει   ονειρεύεται τη φωτιά.

Για να λάμψει το δάσος για να σπαρταρά το βράδυ

για να πάλλεται στα χέρια μιας αγνοημένης νεότητας

στο βυθό που αφομοιώνει…

Τα όνειρα ωραία θηρία πλησιάζουν φιλικά.

Ασημωμένα μαχαίρια λάμπουνε στα σκότη.

Κι ήτανε μια τρομαχτική ομορφιά να βλέπεις

πράγματα αόρατα που σε «τυφλώνουν»

πληρώνοντας ακριβά,

Ω άπνοιες· ω ασάλευτες μορφές,

κόσμοι διπλωμένοι σε κόσμους,

ουρανοί μέσα σε πρόσωπα, καθώς κοιτάζεις.

Εκεί που τα μάτια κρατούν μιαν απερίγραπτη τρυφεράδα

και τα ξεχασμένα λόγια μιαν αιωνιότητα στον ίσκιο τους.

 

Απροσκύνητο μυαλό· κάποτε φυτρώνουν στην καρδιά σου

εικόνες ιερές κι αιθέριες γονυκλισίες.

 

Θείο λουλούδι στα βάραθρα, τρομαχτικές γκρεμέ

της τρέλας βουτηχτή δίχως σκάφανδρο

σε αρχαία ναυάγια.

 

Δοκιμάζοντας μέσα σου το θάνατο   σαν αυγή.

Όλα τα πρόσωπα και τα καλοκαίρια των όντων.

 

ΤΟ ΔΕΝΔΡΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ

Και σου είπα είσαι μια πληγή   με το κουκούτσι της·

η καταιγίδα με τον κεραυνό της που με συμπληρώνει

για να χύνω τους καρπούς μου   σε γαλάζια βάραθρα.

Και σου είπα το κορμί σου   είναι δένδρο σε γκρεμό.

Είναι κόκκινη μηλιά   λοξή

που γέρνει προς το έρεβος

κι εγώ   στις φυλλωσιές σου τραγουδώ

 [από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ. εκδόσεις Εγνατία/ σειρά ΤΡΑΜ 1980]

 

Η ΓΥΜΝΗ ΠΑΝΟΠΛΙΑ (απ’ τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)

Κάθε Κορίτσι κατεβαίνει πάνοπλο στον κόσμο.

Αλλά η γοητεία των ανδρών η αλαφρομυαλιά τους

η ένοχη σκληράδα τους, μια νύχτα σαν ωραίοι

λογχοφόροι τη βρίσκουν και την αφοπλίζουν.

Βίαια της αποσπούν τα ξίφη, της αποσπούν τα ακριβά

περιδέραια που με σύνεση της κρύβαν το τρυφερό

κόκκινο φύλλο.

Της αποσπούν το φόρεμα από αλαλαγμούς και κόκκινους

βοριάδες και μετά το σκληρό

κάτασπρο καπέλο που μαγνητίζει τα τριζόνια

και τις σιγαλιές. Κι ύστερα τη ρίχνουν

σε μια τρικυμία από προορισμούς.

Εκείνη που είναι προορισμένη ν’ αφοπλίζεται

και να πληγώνει

 

Ο ΚΑΝΕΝΑΣ

Και όμως λίγο πριν δεν ήμουνα κανείς

αλλά τώρα ο νους μου ασημένιο ποτάμι    χύνεται παντού·

σε κάθε κοίτη που τη διασχίζουν μυριάκις τα ένστικτα.

Χύνεται στην καρδιά που χάνεται για να βρεθεί αλλού.

Ανεβαίνει μαρμαίροντας  ψηλά ένας πάμφωτος κορυδαλλός

για να ριχτεί στο τραγούδι του.

Χύνεται στο σώμα που διψά,

στη σκέψη  που την κάνει ξαφνικά στερέωμα

το ενδόμυχό μου άστρο.

Και όμως λίγο πριν δεν ήμουνα κανείς

αλλά τώρα τα χέρια μου αλλά τώρα ο νους μου

είναι μια φωλιά   από φλέβες και ζεστά χορτάρια

όπου έρχονται οι στιγμές σου, όπου έρχονται οι οδύνες σου

όπου έρχεται το πουλί που γίνεσαι όταν βρέχει·

όταν ξημερώματα αστράφτουν τα ντουφέκια

κι αγριεύουνε στα δάση τα μαύρα δάχτυλα των κυνηγών.

Κι ο κόσμος όλος γίνεται μια ντουφεκιά

ένα μεγάλο πουλί με σπασμένα φτερά λίγο πριν πέσει.

Δεν ήμουνα κανείς

αλλά τώρα ο νους μου τρέμει το θαλασσοπούλι της φωτιάς.

Δεν ήμουνα κανείς αλλά τώρα ο νους μου ταξιδεύει μαζί σου

πλούσιο δελφίνι πλάι στο μυστήριο.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1980]

 

Η ΑΠΟΦΑΣΗ (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)

Αυτός ο νέος εκτελωνιστής έχει μια νέα και πολύ ωραία σύζυγο.

Που είναι γεμάτη νεότητα και ποίηση.

Που μυρίζει το σώμα της θάλασσα και παιδί.

Αυτή λοιπόν η υδάτινη γυναίκα αγαπά τον άνδρα της

αλλά συγχρόνως αγαπά κι έναν ποιητή.

Δώδεκα χρόνια τώρα προσπαθεί να ξεδιαλύνει τα αισθήματά της.

Προσπαθεί ν’ αποφασίσει.

Προσπαθεί να πάρει μιαν απόφαση.

Αλλά η απόφασις δεν παίρνεται.

Δώδεκα χρόνια συναπτά οι δυο άνδρες

συνυπάρχουν στην καρδιά της.

Ο ένας γνωρίζει την ύπαρξη του άλλου

μόνο δια των απηχήσεων που αφήνει   στη ζωή της αγαπημένης του·

μόνο δια μέσου της αστροφεγγιάς που η στοργή του αφήνει

στη σκέψη της συναισθηματικής γυναίκας   της αναποφάσιστης.

Και ενώ ο εκτελωνιστής της χαρίζει την απόλαυση

της καθημερινής χαράς ετούτων των δρόμων

μαγικά ο ποιητής ανοίγει μια θύρα και την ανεβάζει

στο κέντρο μιας ανυποψίαστης πραγματικότητας,

μυστικά ξαναγεννιέται μαζί του

και περνά από τον εαυτό της στα οράματα.

Δεν μπορεί ν’ αποφασίσει.

Κι όχι πως τάχα (κατά βάθος) προσπάθησε ποτέ να πάρει μιαν απόφαση.

Έτσι ανόητα να πραγματοποιήσει μιαν επέμβαση σε ζητήματα καρδιάς.

(Εξάλλου ξέρει πόσο είναι πλούσιες σε σκοτάδι   οι απηχήσεις τέτοιων αποφάσεων·

πόσο είναι πικρές οι μέρες που θα σταματήσουν τα νερά

και θα πέφτουνε σαν πέτρινες φωνές μέσα στο μέλλον).

Στη ζωή λοιπόν της υδάτινης γυναίκας

η συναισθηματική ουσία σαν παλίρροια πηγαινοέρχεται.

(Απλώς ήταν ανέκαθεν ένα εύλογο παιχνίδι για κατευνασμό τα δήθεν διλλήματα).

Ακολουθούσε πάντα τη φυσική ροή των αισθημάτων.

Τη μυστική αλληλουχία των νερών.

 

Δε θέλει κανέναν να πληγώσει.

Δε θέλει από κανένα να πληγωθεί.

(Η μόνη απόφαση που μπορούσε να παρθεί

στο μυαλό της πηγαίας γυναίκας

της αποφασιστικής της αποφασισμένης)

 

Έτσι προχωρούν οι τρεις αυτοί άνθρωποι στον κόσμο

Χωρίς να βλάπτουν κανένα είν’ ευτυχισμένοι.

Και όμως κρατάνε κρυμμένη σαν ντροπή

αυτήν την «αποτρόπαιη (για τα χρηστά μας ήθη) σχέση.

Αυτή τη «φοβερή»  συνύπαρξη.

Αυτή την κατάσταση για ένα «περιώνυμο» μίσος

Για ένα «δικαιολογημένο» φονικό.

 

ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ

Όταν ξημερώνει στον Πειραιά μη βιαστείς ν’ ανοίξεις

τα παράθυρα του μπαλκονιού σου.

Μη βιαστείς να στρέψεις προς τη θάλασσα   τα μεγάλα σου μάτια·

να τινάξεις στο φως φευγαλέα σαν όνειρα τα νυχτερινά σεντόνια.

Περίμενε, περίμενε λίγο ώσπου να ’ρθουνε οι λιμενοφύλακες

με μια μαούνα

να περισυλλέξουνε το σώμα του ανώνυμου άνδρα

με τα άγνωστα στοιχεία

που ξεβράζουνε τα κύματα πάλι και πάλι

(σαν μια φυλή θανάτου που δεν εξαντλείται)

στη χαρούμενη θάλασσα της φρεατίδας.

Μη βιαστείς ν’ ανοίξεις τα παντζούρια

και γίνεις ξαφνικά ο μόνος μάρτυρας που μπορεί ν’ αναγνωρίσει το σώμα του πνιγμένου

από κείνα τα παράξενα σημάδια που σ’ άφησε κάποτε να ψηλαφίσεις

στα πιο απόκρυφα μέρη της ζωής σου.

 

Μη βιαστείς ν’ ανοίξεις τα παντζούρια

και γίνει μαύρο ρόδο το ξημέρωμα

και βουλιάξει το μπαλκόνι

κι ο Περαίας όλος σαν ένα καράβι   καταποντισμένι

 

μέσα στο έρεβος του έρωτα που δε λέει να τελειώσει.

Μέσα στη σκοτεινιά της αγάπης   που δεν εξαντλείται.

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1980]

 

ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ  (από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)

Πόσο καλά καταλαβαίνω τώρα

εκείνους που πάνε σε μια μονομαχία

με το περίστροφο, σκόπιμα, άδειο από σφαίρες!..

Θα γυρίσω αργά προς το μέρος της αγαπημένης.

 

Όταν εκείνη θα πυροβολεί

εγώ θα βρίσκομαι στον ουρανό

 

ΤΟ ΣΚΟΥΛΙΚΙ ΤΩΝ ΕΙΚΟΝΩΝ

Τώρα εκείνα  τα παράθυρα να πέφτουν απ’ το  ύψος των ματιών,

να χύνουν τις εικόνες τους   μικρές σπασμένες συναντήσεις της βροχής

υδάτινες φωνές   περάσματα στο βάθος   τα νοήματα βουβά

μια παραμορφωμένη αίσθηση πραγμάτων

που ξαναγυρίζει στη συνείδηση

[από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1980]

 

 

ΝΑΡΚΟΠΕΔΙΟ ΜΝΗΜΗΣ (από τη συλλογή του μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ 1980)

Είναι ένα πρόσωπο από γαλάζιο νερό.

Ένα ρόδο κόκκινο και μαύρο.

Είναι ένα μαχαίρι.

Είναι δυο μάτια πίσω από ένα παράθυρο τρένου  την ώρα που φεύγει

και σ’ αφήνει μόνο στο σταθμό.

Σαν ένα σάρκινο σύννεφο χωρίς βροχή.

Σαν ένα ορεινό χειρουργείο.

Σ’ ένα γκριζοπράσινο χωράφι – μνήμης

που αφήσανε κάποτε τις νάρκες τους   φεύγοντας οι Ιταλοί.

 

Είναι μια κάμαρα από παράλυτα χάδια.

Κάθε χάδι ένα κίτρινο πουλί λυπημένο

από δώδεκα χιλιάδες κλουβιά.

Είναι μια πνιγμένη  φυλή σε κάθε στόμα.

Μια μεγάλη κόκκινη σταγόνα στο μαντίλι.

(Α οι κρυφές εκείνες αιμοπτύσεις

όπως σ’ όλα τα κόκκινα τραγούδια).

 

Είναι μια πήλινη στάμνα στην αυλή   που ραγίζει

ένα ήσυχο βράδυ Ιουλίου.

Και χύνεται το νερό – φίδι

(αυτό το παγωμένο πράγμα)

και γλιστράει   μέσα στα παιδικά σου χρόνια.

 

ΔΙΑΚΟΠΕΣ 1978

Καλοκαίρι. Κι αυτή η μοιραία πόλις η Αθήνα

σωστό καμίνι που μες τα πυρωμένα του ντουβάρια

εμείς (τα δροσερά κλωνάρια) νυχταμέρα καρβουνιάζουμε.

 

Καιρός λοιπόν για παραθερισμό.

Α η ονειρώδης άδεια της εντιμότατης θυγατρικής  από τέταρτο γάμο εταιρείας!..

Σήμερα Σάββατο Ιουλίου 15 παίρνω λοιπόν το πλοίο   για την Κρήτη.

Κάθομαι και ρεμβάζω στο κατάστρωμα τη θάλασσα με τα δελφίνια.

Αλλά καθώς ο ήλιος βασιλεύει κι ένας – ένας αποσύρονται οι ταξιδιώτες,

το ρολόι του κόσμου στον ορίζοντα

γυρίζει κάπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια πίσω.

Το καινούργιο Ferry Boat Cantia γίνεται ξάφνου ένα παμπάλαιο ιστιοφόρο.

Στην Κνωσό, τα ανάκτορα του Μίνωα λάμπουνε ακόμα

φωταγωγημένα από την έπαρση της Νίκης και τα λάφυρα του άμοιρου Αιγαία.

Πρίγκιπες των κρίνων κυκλοφορούνε στις αλέες

και δασύτριχοι ταύροι χτυπώντας ανυπόμονα τα πόδια τους

στους ασημένιους στάβλους.

 

Κι εγώ ενεός απάνω στο κατάστρωμα του σκοτεινού ιστιοφόρου

με φρίκη βουβή διαπιστώνω πως δεν είμαι καν

ένας ανώνυμος υπάλληλος ένας απλός

κουρασμένος ταξιδιώτης.

Αλλά ένας από τους εφτά νέους της Αθήνας

που κάθε χρόνο στέλνονται βορά

στου αιώνιου Μινώταυρου την ακόρεστη πείνα.

 [από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, εκδόσεις Εγνατία σειρά ΤΡΑΜ 1980]

 

ΕΔΩ ΚΑΘΙΣΑΝΕ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΔΡΑΜΑΤΟΣ… (σφυρίζουν ακόμη σα φαντάσματα τα όνειρα…)

Οι ζωές τους σα σφιγμένες μασέλες τρίζουν   στα βάθη του πνιγμού στα νερά του ύπνου.    Σφυρίζουν ακόμη σα φαντάσματα τα όνειρα.   Έμα έργο μουγκό η αθέατη προβάλλεται ζωή μας,  στην εσωτερική οθόνη του βωβού σινεμά.   Παμπάλαιη αίθουσα. Ταινία προπολεμική μισοσβησμένη απ’ τον καιρό και τη λογοκρισία.   Σπάζει ξάφνου το σανίδι Ραγίζει το σύμπαν καταρρέει.   Ένα φως προβολέα ουρλιάζοντας ρίχνεται στα παρασκήνια   εκτυφλωτικό κόκκινο θηρίο με κατάμαυρη χαίτη. Σιδερένια.   Μένει τώρα γυμνό το τοπίο και ανυπεράσπιστο το έρεβος.   Φεύγει ξεκαρδισμένος και σαρκάζοντας ο υποβολέας.   Μια φωνή ξεριζωμένη μόνο αιωρείται.   Οι κρυφές περούκες, οι βαμμένες μάσκες των ηρώων στο βάθος   μόλις επιπλέουν.      (ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ από τη συλλογή του Μανόλη Πρατικάκη ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, ΤΡΑΜ 1980)

Τετάρτη, 8 Σεπτεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΛΑΝΘΑΣΜΕΝΕΣ ΤΑΥΤΙΣΕΙΣ

  (… στη μέση της νυκτός το άσπρο μάτι του θεού βγαίνει στους δρόμους…) Δυο κορίτσια με κοιτάνε   επίμονα και μου μιλούν  με πυκνά επίθε...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ