Η δορά κύριοι έλεγε ο σκευοφύλακας είναι πιο αληθινή από τη μάσκα
Η μάσκα είναι φορητή κι αμίλητη
Την ξεκρεμάς κάθε πρωί και τη βάζεις
καμουφλάζ του προσώπου σου
Ή μας τη φορά για δυο ώρες ο σιδηρούς
σκηνοθέτης
Ενώ η δορά είναι απλωμένη στο σώμα
μας και πάλλεται ισοβίως
Δορά του ζώου στο δάσος και δορά του
ανθρώπου στα καταφύγια
Κι όταν τη σημαδέψει ο μακελλάρης την
αποθέτει πάνω στα βράχια ασπαίρουσα ή την αφήνει μετέωρη στη στήλη του μνήματος
Να περνά ο αγέρας ανάμεσα κι αυτή να
βοά και ν’ ακούγεται το σμίλεμα του χρόνου σφυρίζοντας μες τα πανιά και τις
αντένες της ύπαρξης
[ΔΟΡΕΣ και ΜΑΣΚΕΣ από τη συλλογή του Γιάννη
Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993. Από την πρώτη ενότητα αυτής της συλλογής, Η ΣΥΝΟΙΚΙΑ με
τις ΔΟΡΕΣ, είναι και τα ποιήματα που ανθολογούνται σ’ αυτή την ανάρτηση: Ο
Χρόνος, Τα Αετώματα, Ο Κόκκινος Πλανήτης, Τ’ Αστέρια, Το Δέρμα της Γης, Τα
Μάτια – Μαστίγια, Κεραμεύς Αισθημάτων, Του Οιωνοσκόπου, Η Ενανθρώπιση των
Δερμάτων, Σαν Μισοφέγγαρα στο Τείχος, Ο Ρόγχος του Αγάλματος, Σαν τον Ακταίωνα
και – κατακλείδα – Τα Τελευταία Τετράγωνα]
Ο ΧΡΟΝΟΣ – ΤΑ ΠΕΝΘΙΜΑ ΕΜΒΟΛΙΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993)
Ξημέρωνε μ’ ένα φως που γλιστρούσε σαν κρέπι κι άφηνε
ξέσκεπες οροφές και πλατείες
κι ύστερα μ’ ένα στρας ουράνιου τόξου που άστραφτε σαν να
δρεπάνιζε ως πέρα τον ορίζοντα
αρχίζοντας απ’ τον αυχένα της απέναντι πλαγιάς –
το φως έπεφτε τώρα κάθετα στην πολιτεία και χαράζοντας από
ψηλά το δέρμα της
ο χρόνος βυρσοδέψης το άφηνε να πέφτει αθόρυβα στα πόδια
μας σε ραβδωτές λωρίδες
Τότε καθένας έσκυβε και παίρνοντας πειθήνια τη ζέβρα του τη
φόραγε κατάσαρκα σαν ισοβίτης
ΤΑ ΑΕΤΩΜΑΤΑ
Κρυσταλλοπαγή τ’ αετώματα
από κει κατέβηκε ο δήμιος
έπιασε την οροφή του ουρανού
κι έτριζε ο βαρύς πολυέλεος
μιαν ανωφερή ιδέα και ρίγησε
η σπονδυλική στήλη της νιότης μου
έπιασε απ’ τη οσφύ τα βουνά
και τα χόρεψε σεισμικά
τα ουράνια κάτεργα κι έβγαλε
από μέσα το σιδερίτη τους
όλους τους σιδηροδέσμιους του φεγγαριού
Οσφυοκάμπτης των ψυχών και των σωμάτων
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
Ο ΚΟΚΚΙΝΟΣ ΠΛΑΝΗΤΗΣ
(από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Είμ’ ένας δορυφόρος του διαστήματος που ξέφυγε αναίτια απ’
την τροχιά του
και τώρα τυφλός παραπαίοντας ανάμεσα στ’ άλλα ουράνια
συντάγματα
γυρεύει την πρώτη του μάζα απ’ όπου κάποτε εκτοξεύτηκε
την ιδεατή κόκκινη μάζα του πλανήτη του
Γυρίζει γυρεύοντας τη χαμένη του πίστη σε χίλια κομμάτια
Κι όμως κανένα χέρι δεν βγήκε να περιμαζέψει τα σκόρπια του
μέταλλα
κανένας δεν άφησε την γλυκιά ταινία του ονείρου του
το φιλμ νουάρ της δικής του αποδημίας
τους φωσφορισμούς του στα μαύρα σεντόνια
Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
Εγώ δεν φοβάμαι τ’ αστέρια
είπ’ ο Λουκάς
να ένα αστέρι που τ’ αγκάλιασα χωρίς να καώ
ώρες το κοίταζα μες στα μάτια και δεν τυφλώθηκα
μου άνοιξε τότε τα φυλλοκάρδια του
και μπαίνοντας είδα
πλατείες και γαλάζιες στοές
και στο βάθος τους
προτομές από σπάνιους λίθους και κρύσταλλα
(πού οι δικές μας σκέφτηκα Πού εκεί κάτω…
από πρόστυχα μέταλλα αστέρι μου και χαλκεία)
τ’ αστέρι γέλασε με
τη σκέψη μου
κι ύστερα άναψε μια
λυχνία πολλών μεγαβάτ
ή, τι λέω, έγινε
κομήτης και με προβόδησε ως εδώ
εδώ που τόσοι φίλοι ακροβολισμένοι συνέχιζαν
ακόμη συνέχιζαν τη χαμένη μάχη
πετροβολώντας τα
δικά τους αδέσποτα αστέρια
και εκείνα
σφυρίζαν γύρω τους σαν εξωγήινοι
ή αστρίτες
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΤΟ ΔΕΡΜΑ ΤΗΣ ΓΗΣ (από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Ο
μαλακός φλοιός της γης με τύλιξε
η
ράχη της έγινε ράχη μου
Είμ’
ένας λόφος που μετακινήθηκε
Σταθείτε
πέτρες και βουνά της ενδοχώρας φώναξα
να
πάρω πίσω στο ταξίδι μου δυο χέρια
και
να ’ναι δίκλωνα
το
χέρι που ξεράθηκε και δεν υπέγραψε
και
τ’ άλλο που έριξε φωτοβολίδες κι απειλεί
το
χέρι του φανταστικού εκτελεστή μου
Το καφετί
δέρμα της γης με τύλιξε
πέρασα
μέσα κι έγινα ο σεισμός της
ΤΑ ΜΑΤΙΑ - ΜΑΣΤΙΓΙΑ
Ήρθα
κοντά σας από υπόγειες σήραγγες
όχι
από κει που μάταια περιμένατε
τηλεγραφόξυλα
του νόστου δρόμοι του θηράματος
κι
ύστερα από τα γνώριμα διόδια
στη
σήμανση της πόλης
Δεν
ήρθα από τα παλιά ιδεοδρόμια
Μην
τα γυρεύετε με προβολείς με λέιζερ
με
ανιχνευτές και κυνηγόσκυλα τα μάτια μου
τα
’στειλα με άλλη αποστολή και ταξιδεύουν
δεν
είν’ αυτά τα δυο πουλιά μέσα στ’ αγιάζι
αυτοί
οι φάροι στην ομίχλη δύο πλεύσεων
είναι
μαστίγια και μέρα νύχτα σαν γυμνώνουν
σας
μαστιγώνουν ως τα μύχια του ονείρου σας
βουίζουν
πίσω απ’ τις δημόσιες συνελεύσεις
από
την κλίνη ως τους τριγμούς της εξουσίας σας
σας
μαστιγώνουν σας γυμνώνουν σας πληγώνουν
Δεν
είναι φώτα και φτερά είναι μαστίγια
Κι
εσείς παχύδερμα που δεν διαμαρτύρεστε
μαζοχιστές
και δεν τ’ ομολογείτε
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993]
ΣΑΝ ΤΗΝ ΑΥΓΗ (από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993)
Πετάχτηκε
γυμνή σαν την αυγή που ξέφυγε
από
την κορακάτη νύχτα των οργίων
ΚΕΡΑΜΕΥΣ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ
Ήρθε
και φώλιασε μαλακά στα χέρια μου
δεν
μου τινάχθηκε πέρα σαν αίλουρος
παρά
διπλώθηκε σαν τα έμβρυα
σαν
μια χιονόμπαλα που περίμενε τ’ άγγιγμα
για
να λειώσει στα πόδια μου
κι
έτσι μπορούσα να πλάθω καλύτερα
σ’
ατέλειωτη σειρά τους σπονδύλους της
αυτά
τα γλυπτά μου
όλες
τις αφετηρίες κι όλα τα τέρματα
την
περιπέτεια της συγκίνησης στα αισθήματα
τις
διαδρομές των αισθημάτων στα νεύρα
τις
συσπάσεις και τα τινάγματα των τενόντων
Ε!
λοιπόν, κάπως έτσι
έλεγε
ο άγνωστος δοσμένος του τροχού
έγινε
κι εγώ κεραμεύς αισθημάτων
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΤΟΥ ΟΙΩΝΟΣΚΟΠΟΥ (από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993)
Σαν
τ’ άγρα ζώα που έξω απ’ το δάσος
τα
’πιασε ο βρόχος του αγριμολόγου
ζώα
περίκλειστα μες στα σφαγεία
που
τα μαστιγώνει στα δυο του σκέλη
και
τα λιανίζει ο μπαλταδόρος
σπέρνει
το κρέας τους στους επιζώντες
ενώ
το δέρας τους μένει στ’ αζήτητα
να
το φουσκώσει ο βόρειος άνεμος
τρομοκρατώντας τους αδελφούς τους
ή ν’
ανεμίζει σ’ ένα κοντάρι
πανικοβάλλοντας τα όρνια του αιθέρα
εκτός
από ένα: του οιωνοσκόπου
Η ΕΝΑΝΘΡΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΔΕΡΜΑΤΩΝ
Το σπίτι γέμισε τάπητες
δέρματα απλωμένα στους διαδρόμους για την υποδοχή ή υπέρθυρα αναρτημένα στην
πύλη σαν τρόπαια κι ύστερα κατά μήκος της σκάλας μια ανθρωποκεφαλή μπηγμένη στο
τζάκι δορά τίγρης για υποπόδια όλα τα παλιά αιλουροειδή πατημένα φριχτά με τους
τένοντες κρεμάμενους και τα μάτια τους έξω γυαλιστερά και υπεργήινα άλλα
κυνηγημένα κι αδέσποτα στους διαδρόμους και τις εξόδους κι άλλα σε πλήρη
παράλλαξη οι προβιές μαζί με τις λεοντές παραμονεύοντας στις γωνίες και μια
μοναχική και συρόμενη προς τ’ άδυτα των αδύτων σφαδάζουσα με τα μαστίγια πάνω
στην κλίνη του ερωτικού θυσιαστηρίου ενώ στην αίθουσα των δεξιώσεων με γούνα κι
εκείνη με αστρακάν και κάτω τομάρια ακατέργαστα οι δούλοι βογκώντας στις
αποθήκες
Τη μέρα που αναπαύονται τα
όνειρα αρχίζει η ενανθρώπιση των δερμάτων
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΣΑΝ ΜΙΣΟΦΕΓΓΑΡΑ
Στο Τείχος (από τη συλλογή του
Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Όταν
καμιά φορά ταξίδευε στην άλλη συνοικία έβλεπε
τα
ίδια δέρματα φιδιών στο τείχος που μας χώριζε
και
φτάνοντας στην αγορά αντίκριζε
τους
ακροβάτες του άλλου στρατοπέδου
βγαίνοντας
κι αυτοί σαν μισοφέγγαρα
από
την άλλη βάρδια και τη γαλαρία της
υπεραξίας
Ο ΡΟΓΧΟΣ ΤΟΥ ΑΓΑΛΜΑΤΟΣ
Ήμουν
εκεί εναέτιος
όταν
ακούστηκε μέσα μου ο τριγμός
τα
πρώην σκυλιά δεν τα ’βλεπα
πού
να τα ψάχνω
μέσα
στα χόρτα και τα τριβόλια
ουαί
τα πιστά τα λαγωνικά μου
-τώρα
πού είναι πού είναι; -
άλλα
ψηλά με τις αλυσίδες τους
σ’ αερογέφυρες
και πρεσβείες
κι
άλλα λυτά να μου χύνονται
τόσοι
μολοσσοί κι άλλα δίποδα
μου
χύνονται με νύχια και δόντια
με
δόντια ιοβόλα λαέ μου
ξεσκίζοντάς
μου τη γονιμότητα
τόσα
ομοιώματα και είδωλα
πετώντας
τα στα νέα κυνάρια
κομματιασμένα
κι η
άλλοτε τεντωμένη γροθιά μου
τώρα
παραλυμένη φυλλορροώντας
ο
αντίχειρας ο κρυμμένος παράμεσος
κι
εκείνος ο δείκτης που ηλέκτριζε
τ’
άλαλα πλήθη
φυλλορροώντας
όπως ο λόγος μου
που
χειμαρρώδης κατέρρεε
στα
πρώτα του μεταλλεία
Μη
με γυρίζετε στα χυτήρια
αφήστε
με να ψυχορραγώ και να τρίζω
στην
ερημία του βάθρου μου
[από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα
ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993]
ΣΑΝ ΤΟΝ ΑΚΤΑΙΩΝΑ (από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ
1993)
Τι
ήθελες να περιβληθείς το ένδυμα
το
σχήμα του ύστατου ρόλου σου
τάχα
για ποια σκοπιμότητα
ποιον
να παραπλανήσεις ή να προκαλέσεις;
Να
παραπλανήσεις τ’ άλλα ζώα του δάσους
σαν
τότε που έβγαινες στην παρανομία
κι
αλλάζοντας όνομα ηλικία και τρίβωνα
έμπαινες
μεταμφιεσμένος κι αγνώριστος
(συνήθως
σε μεταπράτη ή δερματέμπορα)
στη
συνοριακή πόλη των αλλοπίστων;
μα
τους πιστούς σου στην ίδια τη χώρα τους
πώς
μπόρεσες να παραπλανήσεις πώς τόλμησες
να
εξαπατήσεις την ίδια την επανάσταση
όχι
την απολιθωμένη σε μαυσωλεία
μα
άλλη θεότητα που ζωντάνευε άτεγκτη
αποθηριωμένη
και πάλι στα στήθη μας
μια δέσποινα
των θηρών που αφηνίασε
κι
έστρεφε τα σκυλιά καταπάνω σου;
Φόρεσες
λοιπόν το ελαφόδερμα
αυτή
την ολόσωμη μάσκα σου
και
δίχως να ειδοποιήσεις τους φύλακες
στάθηκες
στην πλατεία περίοπτος σαν τον Ακταίωνα
κι
εκεί κατασπαραγμένος απ’ τα σκυλιά σου
στην
πύλη του ζωολογικού κήπου σου
πέρασες
σ’ όλες τις γήινες κάμερες
από
Βαρσοβίας μέχρι Βουκουρεστίου
σ’
όλα τα κρίσιμα μήκη και πλάτη
με
τα λίγα ερυθρά στίγματα μελανόμορφος
όπως
σ’ επιζωγράφισε ο νέος αγγειοπλάστης
ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΑ
ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ…
(…του γύρευε καινούργια
κοσμογονία…)
Είχε περάσει τα
σύνορα τα τελευταία τετράγωνα την ανατομία των πόλεων τις συγκλίνουσες κι αποκλίνουσες τόσες δομές και υπερδομές τις προδιαγραφές και τα σχέδια του αόρατου αρχιτέκτονα Είχε
περάσει τα σχήματα τις τεθλασμένες
χειροομίες τις γωνίες των
αντιφάσεων τη χειραψία μισή
μαχαιριά την πυραμίδα της αγοράς τα σιδερένια χαμόγελα τους τραπεζίτες και τα λοιπά σαρκοβόρα Είχε περάσει τα σύνορα τη διχοτομία του αίματος Είχε περάσει κι ανέβαινε εκεί που όλα γίνονται φως γίνονται ηχοχρώματα και κάτω ο άγνωστος
φώναζε κάποιος να γυμνωθεί να
θυσιαστεί κι αυτός ανέβαινε –
ανέβαινε άρχισε να ρίχνει τα ρούχα του έπεφταν κάτω σαν αλεξίπτωτα δεν ήταν ρούχα ήταν δορές απέξω μάσκες κι από μέσα δορές η δορά του αμνού και του λύκου κι η μάσκα του μάγου (Τα πρόσωπα μαζί με τα προσωπεία) Κι επάνω θηριώδης ο ήλιος παμβασιλέας του κόκκινου κόκκινη γλώσσα κόκκινη φωνή του μιλούσε Του γύρευε καινούργια κοσμογονία (ΤΑ
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΕΤΡΑΓΩΝΑ από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΑΠΟΘΕΤΗΣ 1993)
Δευτέρα, 6 Σεπτεμβρίου
2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου