Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

ΦΑΝΤΑΖΟΜΑΙ ΜΟΝΑΧΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΟΝΕΙΡΕΥΤΕΙ ΕΚΕΙΝΗ ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΑΚΟΜΑ ΣΤΟΝ ΥΠΝΟ ΜΟΥ…

 Κοιμάμαι μεσημέρι με τη Ρέα.

 

Κάποιος βγαίνει από τις πικροδάφνες   

σκύβει και τη φιλεί στα χείλη

τα φύλα τρέμουνε με τον αέρα

Ρέα, έλα να πάμε στο νερό της ψιθυρίζει.

 

Εκείνη μισοξυπνάει χαμογελώντας

διστάζει καθώς κοιτάζονται στα μάτια.

Ωστόσο ξετυλίγει τον ίσκιο της προσεκτικά

γύρω από το κορμί μου –

το χέρι αποτραβιέται    κι αφήνει λίγο φως μες το δικό μου.

 

Κοιμάται και μας βλέπει

ξέρω του λέει πως μας βλέπει

ενώ με δείχνει πλάι της     ήσυχα πλαγιασμένον στο χορτάρι.

 

Θέλει να φύγουμε μαζί    να πάμε για παιχνίδια στο νερό

μα δεν αποφασίζει και φοβάται.

Φοβάται σάμπως να έχουν πέσει     κι οι δυο στου ύπνου μου το δίχτυ

και δεν μπορούνε τώρα να ξεφύγουν.

 

Εγώ δεν βλέπω τίποτε απ’ όλα αυτά

μήτε κοιμάμαι με τη Ρέα.

 

Φαντάζομαι μονάχα πράγματα    που θα μπορούσε να ονειρευτεί εκείνη

ταξιδεύοντας ακόμα στον ύπνο μου

σ’ ένα βαγόνι με φαντάρους

καθώς μας παίρνουν ολοένα για τον πόλεμο

 (ΤΟ ΒΑΓΟΝΙ  από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980 εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1943 – 2008, Κίχλη 2017)  

Και άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

1.   ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ, Φιλιά πεινασμένα μια νύχτα…

2.   Ο ΦΟΒΟΣ, Γέρνει στο μαξιλάρι το κεφάλι του

3.   ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΑΠΟΓΙΟΜΑ, Χελιδόνια….

4.   ΚΥΡΙΑΚΕΣ, Μήτε φωτιά μήτε σίδερο…

5.   ΨΥΧΗ, Τους είδα στο μισοσκόταδο

6.   ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ, Ένας νεκρός κόκαλα τσακισμένα..

7.   ΕΙΚΟΝΕΣ Ροδάκινα το μαχαίρι κι ένα κανάτι με νερό και

8.   ΑΣΚΗΣΗ, Άρχισε τότε να βγάζει προσεκτικά τα φτιασίδια…

 

 


 

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Φιλιά πεινασμένα μια νύχτα

και η φωτιά στο βάθος του καθρέφτη

δικαστής ασάλευτος

κρίνοντας την ηδονή τους

 

και για πολλή ώρα μετά

σκοτείνιαζαν τα κορμιά τους

μ’ ένα πύρινο αντιφέγγισμα

στα μαλλιά και στα νύχια

 

καθώς ανέβαιναν τα όνειρα

ως τα χαράματα παρασταίνοντας τον έρωτα

πάνω στη στάχτη

που τους εσκέπαζε.

 

Ο ΦΟΒΟΣ

Γέρνει στο μαξιλάρι το κεφάλι του

κάνει πως κοιμάται

νιώθει ανεπαίσθητα θαμπός

ανασαίνοντας δύσκολα

με υπολογισμένη χάρη.

 

Μη μ’ αφήνετε μονάχο ψιθυρίζει

κι ανοίχτε λίγο την κουρτίνα

να ιδώ το δρόμο τους περαστικούς

κι αυτούς απέναντι τους χτίστες.

 

Φοβάται

χρόνια τώρα φοβάται

χωρίς να ξέει το γιατί.

 

Ξέρει μονάχα

πως αν οι άλλοι

τον προσέχουν και τον συμπονούν

έχουν νιώσει τώρα πια

το κάποιο δράμα του.

 

Μέσα του ωστόσο χωνεύουν ήσυχα

το πρωινό του πλούσιο σε βιταμίνες

το φως και οι εφημερίδες.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΟ ΑΠΟΓΙΟΜΑ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Χελιδόνια. Η καρέκλα στο μπαλκόνι

γαρίφαλα κι ο ίσκιος

δροσερός μέσα στο σπίτι.

Μια γυναίκα στον καθρέφτη

φτιάχνοντας τα μαλλιά της

και η στάλα του νερού

στη σκοτεινιά του κήπου.

Κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα.

Φωνάζουν: Ποιος είναι;

Κανείς.

Πάλι πιο δυνατά: Ποιος είναι;

Κανείς.

Μονάχα τα πατήματα

που ανεβαίνουν ολοένα

και χάνονται.

 

Χάνουνται, συλλογίζεται.

Τα δικά μου τα δικά σας

τα πατήματα των πεθαμένων

που ποτέ δεν ακούσαμε.

 

Η καρέκλα στο μπαλκόνι. Ο ίσκιος.

Η γυναίκα έχει φύγει απ’ τον καθρέφτη,

 

 

ΚΥΡΙΑΚΕΣ

Μήτε φωτιά μήτε σίδερο

μήτε το μαράζι του γυρισμού.

Εκείνοι που χάθηκαν χαθήκανε για μας.

Τώρα σκόνη τις Κυριακές

χώρα γονατισμένη

η μόνιμη μαχαιριά στο πλευρό.

Αυτοκίνητα σκόνη κι αλαλαγμοί

φτηνές ακατανόητες εικόνες

φουσκάλες που σκάνε

σ’ εκατομμύρια τηλεοράσεις.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

«ΨΥΧΗ»  (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Τους  είδα στο μισοσκόταδο

να περιμένουν στην ουρά.

Υπομονετικοί – όλο το πρόσωπο

μια μαύρη τρύπα.

 

Έπιναν λέει το περίφημο υγρό «ΨΥΧΗ»

ρίχνοντας κέρματα

όμοια με τρομαγμένα μάτια

σ’ ένα ηλεκτρικό κουτί.

 

Ύστερα παρηγορημένοι

σαν να ’χαν τώρα μια ψυχή

κι αυτοί να παραδώσουν

μπαίνανε στ’ αυτοκίνητα

και βούλιαζαν πιο κάτω.

 

ΝΕΚΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

Ένας νεκρός

κόκαλα τσακισμένα

πετσί μαστιγωμένο

καβάλα στ’ άλογό του

γυρίζει τον κόσμο

χαμογελώντας.

 

Μέσα στην αγρύπνια του

καθώς καλπάζει

Ανατολή και Δύση

Βορρά και Νότο

βλέπει τα όνειρα

να καρφώνουν τον ίσκιο του

πάνω στο μεγάλο

σταυρό της γης.

 

Κι ολοένα θυμάται

χαμογελώντας

τη θερισμένη του ζωή

σάμπως να ήταν τάχα

η ρίζα ενός φιλιού

στα χείλια όλου του κόσμου

που την ποτίζει ακόμη

με τα μάτια του

τ’ ανύπαρχτα.

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

 

ΕΙΚΟΝΕΣ (από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980)

Ροδάκινα το μαχαίρι κι ένα κανάτι με νερό. Πρωί. Το κορίτσι που γέλαγε.

Δε θυμάμαι πια. Τους είδα όμως. Όχι όνειρο – άσε τα όνειρα.

Ο ένας τον χτύπαγε με το καλώδιο κι ο άλλος πήγαινε σκύβοντας για να φυλαχτεί.

Κι ακόμη το μεγάλο μάτι ενός κρεμασμένου καραγκιόζη στο φως της ασετιλίνης

καθώς εσήκωσα την κουρελού και μπήκα πίσω απ’ το πανί.

 

Έτσι ξαφνικά και με το σκοτωμένο αντάρτη

σ’ έναν δρόμο του Πύργου Σεπτέμβρης του ’44.

 

Ίσως επειδή έζησα τόσα χρόνια στα σκοτάδια

εικόνες σαν αυτές σκίζουνε το μυαλό μου

όπως βλέπεις τη θάλασσα μακριά

ανάμεσα σε δυο αστροπελέκια.

 

ΑΣΚΗΣΗ

Άρχισε τότε να βγάζει προσεκτικά τα φτιασίδια.

 

Η μορφή του σαν του πνιγμένου

κάτω απ’ το νερό

κυμάτιζε περνώντας ολοένα

μέσα στον καθρέφτη

χωρίς να βουλιάζει.

 

Σιγά-σιγά φανερωνόταν

πιο καθαρά το πρόσωπό του.

 

Ξαφνικά το είδε

να πλησιάζει γρήγορα μικραίνοντας

και πάλι γρήγορα να μεγαλώνει

καθώς χανότανε σβησμένο

σε μια καταχνιά

 

Έκλεινε τα μάτια και στα τυφλά

πήγε ν’ αγγίζει το κρύσταλλο

μα δεν ήταν εκεί κανένας καθρέφτης

 

Τρομαγμένος ψηλάφισε τον αέρα

ψάχνοντας για το πρόσωπό του

φώναξε δυνατά ν’ ακούσει τη φωνή του

κι η φωνή δεν έβγανε από πουθενά

 

Τότε κατάλαβε πως βρισκότανε πάλι

σε μιαν αόρατη σκηνή

χωρίς να τους βλέπει και χωρίς να τον βλέπουν

έτοιμος ν’ αρχίσει

υπολογίζοντας στην τέλεια παράσταση

[από τη συλλογή του Γιώργη Παυλόπουλου ΤΟ ΣΑΚΙ 1980]

 

Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΑΝΟΙΧΤΗ…

(πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε…)

… Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν…   Στον μέλλοντα, λοιπόν, αιώνα αυτοί θα τρέξουν στο ΤΑΜΕΙΟ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ να ζητήσουν μια θέση και βέβαια θα πληρώσουν μ’ ένα Ποίημα…   Η φωνή του Γιώργη Παυλόπουλου έχει φυσικό χάρισμα να μπορεί να αφηγηθεί και μάλιστα με τρόπο ποιητικό:    ξέρει να παίρνει τις ανάσες της και να μην πνίγεται, όταν ψηλώνει, να μην σβήνει όταν χαμηλώνει…Δεν ξέρω, έγραφε ο Δ. Ν. μαρωνίτης, πολλές φωνές στην ποίησή μας που να έχουν την απλότητα, τη θέρμη, σχεδόν την τρυφερότητα και τη φυσικότητα της αφηγηματικές φωνής του Παυλόπουλου!..

Παρασκευή, 10 Σεπτεμβρίου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ