Πέμπτη 26 Αυγούστου 2021

ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ ΠΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΤΟΥ ΣΚΟΠΕΥΕΙ ΙΣΙΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ

 Οφείλω να σε προειδοποιήσω: οι στίχοι αυτοί σκοπεύουν ίσια στην καρδιά σου!

με δάχτυλα γυμνά μην τους αγγίζεις

μέσα από καπνισμένο τζάμι    να φτάνει εδώ η ματιά σου

ύψωσε φράγματα κι αγκαθωτά συρματοπλέγματα

άκοπες άφησε τις τελευταίες σελίδες  

θανάσιμο τον κίνδυνο όταν αντιληφθείς

φρόντισε να μην με πιστέψεις

άσε με μόνο    μείνε μόνος

 

εγώ που γνώρισα το βάθος της αβύσσου

μπορώ να καταλάβω τη δική σου οδύνη

[ΑΓΩΝΙΑ ΘΩΡΑΚΟΦΟΡΟΥ από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982 κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή έτσι όπως ανθολογήθηκαν στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του Τόλη Νικηφόρου ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ, Επιλεγμένα Ποιήματα 1966-2017, εκδόσεις Ρώμη]

 

 


ΠΟΙΗΣΗ 1982

οι δικές μου οι λέξεις

είναι λέξεις σκληρές και μεγάλες

μυτερές σαν καρφιά

λέξεις όπως το ξεραμένο πύο

μαύρες όπως τα φλέματα

που βγάζουνε κάθε πρωί τα σωθικά μας

οι καπνοδόχοι των εργοστασίων

τα τρένα που αναπόδραστα ακολουθούν τις ράγες

κόκκινες λέξεις

όπως ο ήλιος ο μοναδικός

και το λουλούδι που σπαρακτικά ανθίζει

σε στεγνό και κατάμαυρο χρώμα

 

οι δικές μας λέξεις

είναι λέξεις γυμνές

λέξεις γεμάτες τραύματα

συστατικά στοιχεία, αναγραμματισμοί

και μόρια της ίδιας αγωνίας

 

οι δικές μας λέξεις

προκηρύξεις κι αφίσες του τοίχου

φωτισμένα παράθυρα στο σκοτάδι της νύχτας

που αφυπνίζουν την πόλη

όταν κλείνει με πείσμα τα μάτια

στη γραφή του θανάτου

 

αυτές οι τελευταίες λέξεις

πριν κάθε εκτέλεση

πριν κάθε μεταμφίεση του καθημερινού θανάτου

τα δικά σου είναι δάχτυλα που γνωρίζουν το χάδι

είναι λέξεις κραυγές

οιμωγές κι ελπίδες

που δοξάζουν το φως

που μετράνε με δέος  το μπόι τους

και δεν τρέμουν

 

ίσως κάποτε τα δικά μας παιδιά

να μιλήσουν μ’ άλλη φωνή

να βαδίσουν με ξέγνοιαστο βήμα

πάνω στις νότες της δικής μας μουσικής

και στους κυβόλιθους του δικού μας αγώνα

 

ΕΦΙΑΛΤΕΣ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

τώρα που αχνίζει πίσω μας

το μίζερο χωριό και τα χωράφια

σίγασε πια ο μέγας θρήνος

ο κίνδυνος απομακρύνθηκε

τώρα που προσπελάσαμε τα τείχη

ίσοι κι εμείς με τους αφέντες

ωραία εμπορεύματα θα βρούμε ν’ αγοράσουμε

το πιο εκλεκτό χασίσι

 

στους προγονικούς μας ελαιώνες

ευγενικά ξενοδοχεία θα φυτρώσουν

μιαν άλλη γλώσσα θα μιλήσουν τα παιδιά μας

και δίπλα στους πυραύλους θα υψώνονται

ξένα φουγάρα

 

με τη χρυσόσκονη πια δεν θα φαίνεται η πληγή μας

 

ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ 1 και ΑΔΕΛΦΟΣΥΝΗ 3

σκιά και άρωμα θανάτου

στα μεγάλα κάτοπτρα του δρόμου

η αγωνία στο χνώτο

η αγωνία στο άγγιγμα και το σπασμό

ποιος κράτησε στο βλέμμα του

τόση ερημιά και τόση λύπη

ποιος αναζήτησε στις άναρθρες κραυγές

ανθρώπινη ομιλία να συνθέσει

ορυμαγδοί και βογγητά

σκιά και άρωμα θανάτου

 

τα δάκρυα σου τρέχουν στις φλέβες μου

δεν είσαι μόνος

 

βροντοχτυπάει την πόρτα μας

ο θάνατος στο λέω τελευταία φορά

δεν έχει τόπο εδώ για διακοσμητικά φυτά

δεν έχει χρόνο για συστάσεις

κι αυτό το διψασμένο χέρι

που σου απλώνω αδίστακτα

σφίξ’ το αν θέλεις στη γροθιά σου

ή ζέστανέ το με το χνώτο σου

κι αν λείπουν νύχια

αν λείπουν δάχτυλα ολόκληρα

δικαίωμα δεν έχεις να το αρνηθείς

 

ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΟΣ ΗΛΙΟΣ 2 (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

όπως ψηλά οι γκρίζες στέγες των σπιτιών

φωτίζονται νοσταλγικά

από τον ήλιο του χειμώνα

ακόμα βουτηγμένες στη βροχή

 

όπως το μακρινό βουνό

υψώνεται και αιωρείται πάνω στη θάλασσα

σχεδόν αγγίζει την ακτή

μέσα στη διαφάνεια του πρωινού αέρα

 

όπως τα μάτια της γάτας

ανθίζουν με μικρές φωτιές τη νύχτα

έτσι και το χαμόγελό σου μπουμπουκιάζει

ανάμεσα στους τοίχους και την άσφαλτο

 

είσαι ένα φύλλο πράσινο

με φλέβες νοτισμένες από τη βραδινή δροσιά

μια κίνηση ανάλαφρη που ζωντανεύει τη χαρά

ένα γλυκό του κουταλιού

ένα νερό στο δίσκο της γιαγιάς

μέσα στην κάτασπρη αυλή της συνοικίας

 

ΜΑΤΑΙΑ ΛΟΓΙΑ

πόρνες και μαστροποί

θα διαβάσουν το πολύτιμο αίμα μου

έντρομοι θ’ αποπειραθούν

σ’ αραχνιασμένα ράφια να το κρύψουν

με τρεις αδιάφορες λέξεις

να προδώσουν το χρώμα του

τους νέους να παραπλανήσουν

 

όμως εγώ

μες στο περίλαμπρο κλουβί

σαν άνεμος θα εισχωρήσω

μ’ αυτά τα μάταια λόγια

θα κλέψω τ’ ακριβά παιδιά σας

με το φαρμάκι της αλήθειας

εχθρούς και ξένους θα τα μεγαλώσω

οράματα θα ορθώσω

εμπόδιο στις καθημερινές συναλλαγές

 

η επανάσταση κυοφορείται

μέσα στα πεθαμένα σπίτια σας

 

ΠΟΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

θα πω λοιπόν τα δυο μου λόγια

κι εγώ πριν φύγω με τη σειρά μου

θα περπατήσω σχεδόν τυφλός στα σκοτεινά

μ’ ένα παράφωνο τραγούδι

μιλώντας σε φανταστικούς διαβάτες

σφίγγοντας το ένα χέρι μου με το άλλο

σαν νιώθω μόνος

 

μες στην ομίχλη θα σηκώνονται

φωνές το ίδιο αλλότριες

είτε σημαίνουνε χαρά είτε λύπη

σφυρίχτρες διαπεραστικές και σάλπιγγες

αλαλαγμοί και βογκητά

ο σκουριασμένος στεναγμός

μιας βρύσης δίχως νερό

 

σημαίες θ’ ανεμίζουνε γιορταστικά

στο περιθώριο της νύχτας

λάβαρα με χρώματα παράδοξα

αλλόκοτους συνδυασμούς

 

θα ματώσω χέρια και γόνατα

τη γλώσσα θα ματώσω χτυπώντας σε τοίχους

θα εξουθενωθεί το κορμί μου

 

τίποτα όμως δεν θα ’χω να φοβηθώ

καθώς ο δρόμος θα ’ναι πια μέσα μου

οι φλέβες και τα νεύρα

αυτή η σπονδυλική μου στήλη

 

αν μου μείνει μια κλωστή

απ’ αυτή θα κρατηθώ

μισό δευτερόλεπτο πριν σπάσει

αν μου μείνει μια αχτίδα φως

ας οδηγήσει ένα μονάχα βήμα

 

ΣΥΝΕΠΕΙΑ 2

μέσα μου ζουν κι ανασαίνουν

δυο άγριοι διψασμένοι λύκοι

όσα ποτέ δεν έπραξα

κι όσα σε κρίσιμες στιγμές έπραξα λάθος

 

είναι φορές που ο πόνος γίνεται αφόρητος

καθώς ρουφάνε ανελέητα

το πιο καθαρό αίμα της καρδιάς μου

 

Ο ΘΑΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ, 3 (από τη συλλογή του Τόλη Νικηφόρου ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΣΚΟΠΕΥΤΗΣ 1982)

η μοίρα είναι βαρύτερη από τη θέλησή μου

θα φύγω μόνος

ν’ ακολουθήσω τους μυστικούς μου δρόμους

να ταξιδέψω στ’ άστρα

να φλέγομαι μετεωρίτης στον αιώνα

σ’ άγνωστες διαστάσεις

 

όταν γυρίζω

να γίνω μια κλωστή στο φόρεμά σου

μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου

στο δάκρυ σου ένας κόκκος αλάτι

εσύ δεν θα το ξέρεις

 

όταν γυρίζω

ψωμί να γίνω για τα παιδιά της Αφρικής

σημαία, όπλο, ελπίδα για το αύριο

εσύ δεν θα το ξέρεις

 

εσύ θα με κρατάς στη μνήμη σου ακέραιο

και θα με ψάχνεις στη στροφή του δρόμου

παλεύοντας ένα μάταιο αγώνα με τη βεβαιότητα

 

όταν γυρίζω

εσύ θα με φιλάς στα μάτια

μα δε θα με γνωρίζεις

 

ΘΑ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΘΟΥΜΕ ΣΤΟΥΣ ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ ΜΕ ΤΙΣ ΣΕΙΡΗΝΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ (αμίλητοι θα ταξιδέψουμε η ζωή θα γλιστράει δίπλα αφήνοντας την ψευδαίσθηση της κίνησης):

Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΤΟΛΗΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (Θεσσαλονίκη 1938) συγκεντρώνει στον τόμο ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΔΕΟΥΣ μια επιλογή ποιημάτων του απ’ όλες τις μέχρι σήμερα ποιητικές συλλογές του. Πρόκειται, όπως εύστοχα σημειώνει στο επίμετρο του βιβλίου ο Πέτρος Γκολίτσης «για ένα βιβλίο με ποιήματα χρωμάτων και αφής που συνδυάζουν  τον μυστικισμό με τη γείωση –με το δικό του διακριτό και κατεκτημένο τρόπο- για ένα απόσταγμα που εκ των πραγμάτων συμβαίνει στη συγκεκριμένη περίοδο του βίου του, στα 80 του χρόνια, δηλαδή τώρα που οδεύει προς το πέρας μιας βιο-γραμμής και μια ποιητικής διαδρομής. Θέτοντας και ενεργοποιώντας τις προτεραιότητες, ποιητικές και βιωματικές, που τον οδήγησαν στη συγκεκριμένη, εκτενή και επαρκή θα λέγαμε επιλογή. Η οποία ενώ στέκεται και λειτουργεί σαφώς αυτόνομα, συνάμα καλεί και προς το σύνολο των ποιημάτων του… Σε μια σύντομη αναδρομή, αξίζει να σημειωθεί, πως ο αρχικά «κοινωνικός» ποιητής Νικηφόρου, περνά σε μια υπαρξιακή – υποστασιακή ποίηση, για να καταλήξει  μέσα από τον «μυστικισμό» στο «τίποτα» που, ενώ μας γεννά, οριστικά και αμετάκλητα μας καταπίνει… Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τη στάση του θα λέγαμε πως είναι κάποιος που αποφασίζει «το φως», χωρίς να αγνοεί το βάθος του πραγματικού. Έτσι αντιρροπιστικά, πρεσβεύει πως η φύση του κόσμου φαίνεται να είναι πιο κοντά στον αλληλοσπαραγμό και στην κίνηση των σαρκοβόρων, παρά σε μια αέρινη και φωτεινή πραγματικότητα. Η «ιδέα» αυτή του σαρκοβόρου διαπερνά και «διαποτίζει» το σύνολο του έργου του, λειτουργώντας τόσο στο μεταφυσικό και θρησκευτικό επίπεδο, όσο και στο «κρατικό-εξουσιαστικό». Ο Νικηφόρου ως υποβολέας-medium, με τα ποιήματα-«οράματά» του, μας καλεί να γνωρίσουμε τις αναλαμπές αυτού που όντως είδε…» Και ο Πέτρος Γκολίτσης, κλείνοντας τη σύντομη εισαγωγή συμπεραίνει: «Ο Τόλης Νικηφόρου, ως άλλος Αναγνωστάκης, σε μεταφυσικά αυτή τη φορά πλαίσια, θα μας πει (;): ΣΤΑ ΨΕΜΑΤΑ ΠΑΙΖΑΜΕ. Αποφαινόμενος επαναληπτικά και ρέποντας προς: «… το όχι φως», προτάσσει τον παρηγορητικό ρόλο της τέχνης»

Παρασκευή, 27 Αυγούστου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ