Παρασκευή 20 Αυγούστου 2021

ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΕΤΑΙΧΜΙΑΚΗΣ ΗΛΙΚΙΑΣ ΓΥΜΝΗ ΣΤΟ ΚΡΕΒΑΤΙ ΜΟΥ

 

Τα μάγουλά της βαμμένα  

και το κορμί της μαραμένο στο φυσικό του χρόνο.

Την αγκάλιασα όπως το καμένο σπίτι

που ο μαραγκός δεν ήξερε από πού ν’ αρχίσει.

Κάθισα ξύπνιος ύστερα και την κοίταζα.

Το πρόσωπό της μισό   είχε κάτι από όλους αυτούς που την κατοίκησαν.

 

Γυναίκα μεταιχμιακής ηλικίας.

 

Έπιπλα που κουβαλούσαν από τη γέννησή τους την ερημιά του μάστορα!..

[από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου  Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ και της ΛΥΠΗΜΕΝΗΣ 1987 - από την επιλογή του ιδίου στη συγκεντρωτική έκδοση των ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ του 1968-2010, εκδόσεις Κέδρος 2014 κι άλλα ποιήματα από την ίδια συλλογή:

2. ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟ 1960

3. ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ

4. ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΙΧΤΗ ΤΗΣ ΑΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟ ΑΡΔΙΖΟΓΛΟΥ και

5. ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΝΔΗ (αποσπάσματα)

 

 


ΣΕ ΜΙΑ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ 1960 (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ και της ΛΥΠΗΜΕΝΗΣ 1987)

Σε μια παραλία του 1960 καθόταν μια οικογένεια.

Η μητέρα, ο πατέρας και το παιδί.

Ήταν Ιούλιος, Κυριακή πρώι,

κι έτσι που το φως του ήλιου ήταν τόσο διάφανο,

το παιδάκι σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα

ώσπου χάθηκε.

 

Γι’ αυτό είναι που από τότε στο βάθος του ορίζοντα

επιπλέει ένα άσπρο καπελάκι με μαύρη κορδέλα

και ταξιδεύει, ταξιδεύει σαν βαρκούλα.

 

ΟΛΟΙ ΓΕΛΟΥΣΑΝ Σ’ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΘΛΙΜΜΕΝΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ…

(… πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέλησή της στο μεγάλο πανδαμάτορα χρόνο των επιθυμιών…)

Καθόμασταν μια Κυριακή

στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου,

ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε:

«Να μας πεις για εκείνη».

 

Κι πήρα το λόγο κι άρχισα:

«Σπίτι εξοχικό η ψυχή της το χειμώνα,

όπου έβλεπες τα πορτοκάλια στην αυλή

και έλεγες κάποιος θα έρχεται,

κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δένδρα.

Άνοιξα τότε και μπήκα. Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα βουνά

από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα,

νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών

με λαμπαδίτσες του Πάσχα

και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.

Και περνούσεν ο καιρός

κοινωνώντας πάντα μόνος τη βαθιά μοναξιά της

όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή,

ώσπου μετά από χρόνια βρέθηκα στο γάμο της.

Όλοι γελούσαν σ’ εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι,

κι αυτός ο πατέρας της διαρκώς έπλενε τα χέρια του

πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέλησή της

στο μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα των επιθυμιών.

 

Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω.

Ήταν κρυφά δακρυσμένη με το στήθος γυμνό

και τα μαλλιά της λυμένα.

Ωραιότατη κοιμωμένη για τον τάφο της, φώναξα,

στον άλλο κόσμο θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή

ο σκοτεινός Αλφειός και η μακρινή Αρέθουσα,

για να σμίγουν τα νερά μας στα βάθη της θάλασσας.

Λεπτομέρειες δεν συγκρατώ πια. Την άνοιξη μόνο

στα σκοτεινά μου διαλείμματα αμυδρά τη θυμούμαι».

Και μελαγχόλησαν όλοι μετά την αφήγησή μου αυτή,

και κανένας δεν μίλησε.

Το σούρουπο μόνο εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα,

μου φώναξε ένας:

«Περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες».

Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά.

Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι,

γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου·

με παλτά. Σκισμένοι.

Με μια κομμένη ζώνη στη μέση. Εξομοιωμένοι.

 

Και στο τέλος εσύ. Μόνη

Με το ραβδί ανιιχνεύοντας το δρόμο, όπως οι τυφλοί.

[ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΜΕΝΗΣ 1987]

 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΠΑΙΧΤΗ ΤΗΣ ΑΕΚ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΧΡΗΣΤΟ ΑΡΔΙΖΟΓΛΟΥ (από τη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΜΕΝΗΣ 1987)

Από το ότι, ορμώμενος, τα χρόνια περνούν γρήγορα

και αυτό το βρίσκω πικρό και άδικο

και από το ότι ο ποιητής παλαιότερα Δικταίος Άρης

εκράτησεν ως αφιλοκερδής τεχνίτης

στην πενιχρή αθανασία του

τον άλλοτε σπουδαίο παίκτη της ποδόσφαιρας

Ηλία, υιόν Υφαντή – του Ολυμπιακού Πειραιώς –

τονίζοντας τα κάλλη του και την ευμορφιά του

παράλληλα με το μακαρισμό ευτυχισμένος να ’ναι ο Πειραιάς

που έχει φορτώσει τόσες από τις σελίδες του

πάνω σε τέτοια αγόρια

θα υμνήσω κι εγώ με τη φτωχή την πένα μου

τον ιδιόρρυθμο πλην όμως φιλότιμο χαρακτήρα

του παίκτου της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστου Αρδίζογλου.

 

Θα υμνήσω, γιατί το παιδί αυτό,

από τις ταπεινές τις γειτονιές του Περισσού πεοερχόμενο,

της Ριζουπόλεως και της Σαφράμπολης,

ήταν το μόνο από πολλούς άλλους

που παρά την υπεροψία της νεότητάς του

εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή

για όσους βετεράνους δεν επέτυχαν το γκολ σε κρίσιμη στιγμή

απορρίπτοντας έτσι ακόμη και το θάνατο,

μια και αγνόησε όλους αυτούς τους αθλητές

που τώρα βρίσκονται στο χώμα.

 

Θα υμνήσω.

 

Γιατί το παιδί αυτό κατεβαίνοντας – όπως προείπα –

από τους καλύτερους αέρηδες,

ήταν το μόνο που πάντα με εύστροφες κινήσεις

επετύγχανε την εκπόρθηση της αντίπαλης εστίας

σε ξένα γήπεδα προπάντων

κάνοντας έτσι να ακουστεί ανά την υφήλιο

το όνομα της μικρής πατρίδας μας,

ενώ συνάμα εχάριζε, λέγω εχάριζε, με την πράξη του αυτή

μια ολοφώτεινη νύχτα Χριστουγέννων

στους άστεγους της πλατείας Ομονοίας.

 

Ω, δεν ημπορώ να φανταστώ το γήρας

στα αλογίσια πόδια του παίκτου Χρήστου Αρδίζογλου.

Δεν ημπορώ να φανταστώ την ώρα

που τα παπούτσια του θενά κρεμάσει, θα φύγει από τα γήπεδα,

θα σταδιοδρομήσει ως επιχειρηματίας ή χωροφύλαξ έστω

και θα βρεθεί υπό μετάθεσιν στην Αταλάντη.

Στην Αταλάντη και πάλι λέγω

όπου το παιδί του, μη γνωρίζοντας από γήπεδα, «αστέγους»,

φιστίκια – αστέρια στα πανέρια των μικρών του σινεμά

θα γράφει στις εκθέσεις του:

«Ο πατέρας μου εγεννήθη εις την Αθήνα.

Ήλθε εδώ λόγω της φύσης της δουλειάς του,

όπου μεγάλωσα κι εγώ».

 

Τιμή και δόξα στον παίχτη Χρήστο Αρδιζογλου,

που θα σηκώσει για άλλη μια φορά, τελεσίδικα πια,

όπως οι τρελοί τους επιταφείους των νεκροταφείων,

την ασήκωτη μοναξιά μας, και θα φύγει.

 

 Γιατί η ΑΓΑΠΗ ένας αόρατος ΠΟΛΕΜΟΣ είναι όπου ο καθένας ζητά εκείνο που οι άλλοι σιωπηρά κάποτε του αρνήθηκαν και που κερδίζει στο τέλος εκείνος τη μεγαλύτερη αυταρκεια στη ΜΟΝΑΞΙΑ έχει…

Κυρίες και Κύριοι,

Απαντώντας στο ερώτημά σας, θέλω να σας γνωρίσω ότι σ’ αυτή τη μικρή  επαρχιακή πόλη θα μείνω για πάντα… (έχοντας, οφείλω να ομολογήσω…)

μια ίδια περίπου σχέση.   Επί παραδείγματι, κοντά της:

1.      Μπορώ και βλέπω συμβάντα σοβαρά μέσα από μιαν άλλη οπτική γωνία…

 

2.      Προκαλούμαι και φορτώνω, με μια καλυμμένη ορισμένες φορές απόρριψη, πράξεις ανθρώπων δικών μου που, ίσως δεν πρέπει…   (Στο απέναντι διαμέρισμα, θυμάμαι κάποτε, δυο άγνωστοι γονείς, με το νεογέννητο ασχολούνταν παιδί τους, οπότε οι νεκροί πρέπει να πεθαίνουν το φθινόπωρο, για να εγκλιματίζονται στο χώμα, για να μην καίγονται από την κάψα του το καλοκαίρι, για να μην κρυώνουν από την υγρασία του το χειμώνα, σκέφτηκα ξάφνου, ενώ κάποιο παράξενο αιλουροειδές παραμόνευε ένα πουλί, μέχρι που μια γριά βγήκε να πάρει ένα φαράσι και το κυνήγησε…)

 

 

3.      Έχω την ευκαιρία μόνη να κλείνομαι, όταν το έχω ανάγκη, στην κάμαρά μου και να βυθίζομαι όλο και πιο πολύ σε κόσμους πρωτόγνωρους, άλλους   (Γιατί όλα υπέροχα λάμπουν εκεί, όπως ακριβώς ένας καθαρός θάνατος ή όπως η αμεριμνησία της παιδικής μας αθωότητας ακόμη, που ομορφαίνει τόσο σιγά σαν να αναπνέει… ώσπου στο τέλος γίνεται λευκή, σαν την αγάπη μας στον ύπνο…)

 

4.      Αποκτώ τη δυνατότητα να σκέφτομαι πιο ψύχραιμα ημέρες παλιές, εποχές, είτε να κερδίζω μια όλο και πιο κατασταλαγμένη με τον καιρό, οπωσδήποτε, σοφία… (…Γιατί τώρα πια ξερω ότι οι ψυχές μας στην αγάπη είναι παιδιά σε περίπτερα που δεν έμαθαν ποτέ τις τιμές…)

 

 

 

5.      Μπορώ να συμμαχώ όποτε θέλω με τη μνήμη ή και να έρχομαι  σε μια διάσταση, ριγμένη σε ένα επικίνδυνο, μέχρι εξοντώσεως, παιχνίδι μαζί της   (Γιατί η μνήμη δεν είναι παρά ένας λυπημένος ατμός που φεύγει ή που κολλά πάνω μας σαν την καπνιά στα ρούχα του σταθμάρχη…)

 

Κυρίες και Κύριοι,

Αυτή η πόλη έχει μια ικανότητα μοναδική να φέρνει κοντά μου πρόσωπα που έπαιξαν και άλλα που νόμισα ότι δεν έπαιξαν κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή μου ή, ακόμη, να με βυθίζει σε καταστάσεις περίεργες, όπως εκείνο π.χ., το μεσημέρι που, δεν ξέρω γιατί, αλλά μου φαινόταν ότι θα μπορούσα να περπατήσω, να ίπταμαι σχεδόν πάνω στα νερά… ή όπως το βράδυ εκείνο επίσης. όπου μη έχοντας ύπνο γύρισα και κοίταξα έξω, μακριά, παρά το σκοτάδι όλα γύρω σαν ημέρα… και έτσι όπως τέλειωνε και οι συγκεντρωμένοι αραίωναν με τα καλά τους, ένα αερόστατο φάνηκε με μια γυναίκα κι έναν άνδρα ν’ ανεβαίνει, ο οποίος θρνηνούσε:

«μια φωνή έρχεται στον ύπνο σου,

και το πρωί διάφανη σ’ αφήνει

έτσι όπως γκρεμίζουν ένα σπίτι

και μένουν τα δωμάτια με τα κρυφά τους χρώματα…

 

Μια φωνή έρχεται, σε αναψηλαφίζει  

εδώ είναι ο δρόμος μου,   γιατί εγώ είμαι που κάποτε σε έζησα

ένας πλασιέ που πέρασε από τα λημέρια ετούτα…»

-το χέρι του στο κορμί σου μια μέρα με ζέστη και σκόνη –

 

Μια φωνή έρχεται, σε ανατρέχει,

ποιον ήθελες εσύ στη ζωή σου ποιον έχεις

και ποιον βλέπεις στα μάτια σου κηπουρό τώρα να στέκεται

με τη χλαίνη του βουβός να στέκεται σαν χειμώνας,

κορίτσι που το έμαθαν να αφήνει πάντα

μια πόρτα ανοιχτή στους απελπισμένους

για να μπορεί πάντα να βγαίνει και πάντα να μπαίνει

μια φωνή, και ιδού ύστερα ιστορίες παλιές σου αρχίζει

και στην αγάπη μη λυπάσαι

γιατί έτσι κάθε φορά γίνεται στο τέλος,

να γυρνούμε εκεί που μας διώχνουν

και φεύγουμε εκεί που μας θέλουν…

 

Άνοιξα τότε, να μπει αέρας καινούριος, διάπλατα να με χτυπήσει, και κάθισα, αλλά εις μάτην, γιατί άνθρωποι πολλοί, η θάλασσα μια λάμπουσα τεράστια κοιλιά, ο δρόμος μια άσπρη κατάλευκη σκηνή, άνθρωποι πολλοί μονολογούσαν:

«σε τόπους κάποιους εκδρομής τη γνώρισα, ξεκίνησε ένας…

ο καθένας πρέπει μονάχος να φύγει

ώσπου κάποια βραδιά   αμέριμνη με κάποιον άλλομ δήθεν με ζητούσε

η χαρακιά πιο βαθιά μέσα μου για να γίνει

και δεν έρχομαι ξανά εγώ εδώ,

και όταν φοβάμαι τη στιγμή, το θάμπος της αγάπης λείψει,

ρούχο μένει σκισμένο η ψυχή που λατρέψαμε,

οι πράξεις μας μωρά που κρυώνουν…»

 

Και ένας δεύτερος:

ήταν πράγματι μόνη μες στις μόνες,

γιατί είμαι και εγώ ένας από εκείνους

που κάποτε την είδα με αυτό τον άγνωστο να φεύγει

άδεια, άδειοι και οι δυο

όπως όλοι όσοι έχουν κάτι πολύτιμο αρπάξει…

 

Ω, τους θυμάμαι…

που δεν ξέραμε τι ήθελαν ν πάρουν από εμάς,

επίδοξοι εραστές που έμπαιναν τις νύχτες στα κέντρα

κάνοντας πως κάποιον ψάχνουν

για να μην προδώσουν, τη μοναξιά τους να μην προσδώσουν…»

 

Και ένας άλλος:

«γιατί τίποτα μα τίποτα, να ξέρετε, δεν χάνεται,

γι’ αυτό τις γυναίκες που τη ζωή μας χάραξαν

ας χαιρετήσουμε!..

Είναι οι νύχτες του έρωτα

από μια σύμπτωση ή μια αδεξιότητα, που χάθηκαν, στιγμής…»

 

Και μερικοί άλλοι, με μια διάθεση, πιο πέρα, πικρή

φράσεις ομολογούσαν περίπου σαν κι αυτές:

 

«Σκοτώσαμε πολλούς για να φαινόμαστε εμείς ζωντανοί»

 

Ή

«Ω ψυχή των ανθρώπων, αγρέ λυπημένε,

που περνά κάθε σούρουπο από τα δένδρα σου ο θάνατος

τραβώντας το αρνί της θυσίας με το κρυφό κουδουνάκι,

πόσους ρόλους μας επιφυλάσσεις ακόμα στη ζωή

σκοτεινούς για να παίξουμε’

 

Ή

«Ποιος θα νικήσει τη μοναξιά μας,

αυτά τα δυο κουλά χέρια

που αφήνουν τις ψυχές μας μισοτελειωμένες,

όπως οι χτίστες το σούρουπο τις πόρτες, αφήνουν»

………………………………………………..

Μια γυναίκα στο κρεβάτι, τώρα όμως πια ξέρεις,

μια θάλασσα είναι κατακτημένη,   γυμνή μετά την ερωτική πράξη.

Με το ακαθόριστο εκείνο βάρος,

τη μετέωρη σιγουριά και το σχέδιο της φυγής

ωριμασμένο στα βαθύτερα ήδη της σκέψης της.

 

Είναι ο φόβος που ποτέ της δεν νίκησε,

οι επικίνδυνες λέξεις που ποτέ της δεν μίλησε,

οι λέξεις μας εκείνες   όπου τώρα πια γάζες γίναν ματωμένες…

πλην όμως εσύ δεν θα τις ακούσεις, ποτέ δεν θα τις ακούσεις,

γιατί η αγάπη ένας αόρατος πόλεμος είναι   όπου ο καθένας ζητά

εκείνο που οι άλλοι σιωπηρά κάποτε του αρνήθηκαν

και που κερδίζει στο τέλος

εκείνος που τη μεγαλύτερη αυτάρκεια στη μοναξιά έχει…

 

Τν ιστορία που αφηγούνταν σκέψου πριν από χρόνια

οι δυο ξένοι στο πίσω κάθισμα του λεωφορείου:

αγαπήσαμε, αφηγούνταν, κάποτε τόσο πολύ μια κοπέλα

ώσπου έγινε κάποιο σούρουπο καράβι.

Να την πιάσουμε τρέξαμε – τα νερά θα μας έπνιγαν…»

 

Γιατί κανένα λιμάνι δεν φάνηκε ποτέ,

γιατί κανένα λιμάνι

δεν κράτησε ποτέ για πάντα τα πλοία του!..

 

Κυρίες και Κύριοι,

θα μπορούσα να σας αναφέρω κι άλλα περιστατικά, διάφορα, πλην όμως φοβούμαι ότι αφενός μεν δεν θα σας βοηθήσουν, αφετέρου δε ότι θα απομακρυνθούμε από το ζητούμενο της ερωτήσεως, γι’ αυτό και περιορίζομαι στο να σας υπενθυμίσω για άλλη μια φορά ότι σ’ αυτή τη μικρή επαρχιακή πόλη θα μείνω. Χωρίς να θυμάμαι τίποτε. Αν αγάπησα, αν με αγάπησαν. Χωρίς να θυμάμαι ακόμη αν πλήγωσα, αν με πλήγωσαν, αν παντρεύτηκα…

-προπάντων αυτό –

Γιατί κάθε γυναίκα, την πρώτη νύχτα του γάμου της,

ξυπνά πάντα χήρα του άνδρα που ονειρεύτηκε!

[αποσπάσματα από τη σύνθεση  ΝΑΤΑΣΑ ΠΑΝΔΗ,  ακροτελεύτιο κείμενο - ποίημα στη συλλογή του Γιώργου Μαρκόπουλου Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΞΕΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΥΠΗΜΕΝΗΣ 1987, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από την εκλογή ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ 1968-2010 των εκδόσεων Κέδρος – Art by  loreti viola]:

ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1968-2010 (επιλογή):

Χαρακτηριστικό της συγκεντρωτικής έκδοσης ποιημάτων του Γιώργου Μαρκόπουλου είναι ότι δεν πρόκειται για μία ακόμα ανθολόγηση από την πλευρά του ποιητή, αλλά για επιλεκτική ανανέωση και  επαναπαρουσίαση του έργου του ως συνόλου, όπου οι μερικότερες συλλογές  – ολόκληρες οι δύο τελευταίες, αποσπασματικά ή και τροποποιημένες οι προηγούμενες – συναποτελούν τα επιμέρους κεφάλαια μιας ενιαίας κατά τα λοιπά αφήγησης, που αποκτά με τον τρόπο αυτόν βάθος χρόνου και σχεδόν μυθιστορηματική ροή, αποκαλύπτοντας και πληθώρα ηθογραφικών στοιχείων της νεοελληνικής κοινωνίας. Άλλωστε, και η γλώσσα του Γιώργου Μαρκόπουλου, σταθερά καίρια και ζωντανή, είναι ως εκ τούτου ενιαία. Ομοίως δε και ο ποιητικός του προβληματισμός ακολουθεί με συνέπεια την ίδια συνέχεια γύρω από τη θέση του ανθρώπου στον πυρήνα του κοινωνικού γίγνεσθαι, όπου μέσα από τις αιτιώδεις κοινωνικοπολιτικές δομές και ζυμώσεις των ιστορικών εξελίξεων, που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά και την διαμορφώνουν, «η ψυχή είναι η φυλακή του σώματος» κατά τη διατύπωση του Μισέλ Φουκώ, που αντιστρέφει την πλατωνική εκδοχή του σπηλαίου. Άλλως «Κουβαλώ την ισοπεδωτική οργή της πλημμύρας» είναι ηθελημένα ο εναρκτήριος στίχος της νέας έκδοσης και το ποίημα που τον περιέχει, μολονότι είχε παραληφθεί από την αρχική έκδοση της Εβδόμης Συμφωνίας, επαναφέρεται τώρα απαλείφοντας όλα τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής, προκειμένου να ορίσει την αφετηρία τού ίδιου του ποιητή, αλλά και τη μετέπειτα πορεία του, ως φορέα της παλαιοντολογίας της ποίησης από τη μια και των πολιτικών γεγονότων που στιγμάτισαν την εποχή του από την άλλη, εποχή με νωπά τα τραύματα του πολέμου, της δικτατορίας, του κλίματος αβεβαιότητας που ακολούθησε τη μεταπολίτευση και τον ίδιο, πάσχοντα, να παρατηρεί τα χαλάσματα της καταιγίδας.

Παρασκευή, 20 Αυγούστου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΝΑ ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ ΛΟΙΠΟΝ…

  (… είμαι πολύ καλά…) Στέκομαι   καθώς   στέκονται τ’ αγάλματα στους κήπους   και   στις ανοιχτές πλατείες όταν τ’ αφήνουν οι αστ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ