Πέμπτη 19 Αυγούστου 2021

ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΤΙ ΑΠΟΜΕΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΣΟΝ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΦΑΝΤΑΣΙΑ… (θέλω να πω: τίποτε δε χάνεται κι όλα κάποτε αθροίζονται στην ψυχή μας…)

 Επειδή ο θάνατος είναι μια λύση που αναιρεί όλες τις λύσεις

γι’ αυτό επιμένω,

 

 η χοάνη των μαλλιών σου αναστρέφει τα όνειρα

βάρκες πολύχρωμες. χωρίς μήκος, ολόφωτες πλέουν στη νύχτα των ματιών σου,

γιατί τα μάτια σου είναι ευγενές κάρβουνο του Κάρντιφ διαστημικοί ήλιοι στη νύχτα,

 

εδώ που στέγνωσαν τα μαλλιά σου,

τα μάτια σου θέρμαναν τον πηλό της σάρκας μου,

μετρώντας τις πληγές και το ξοδεμένο αίμα μας,

εδώ οι σκιές μας σκάψανε τους τοίχους

το πρωί ο ήλιος τις σάρωσε αφήνοντας   μια πίκρα,

ένα λυγμό από κλάμα που πήρε πολλές αναβολές ΄

φέρνοντας πάλι τα πρόσωπα στις καθημερινές διαστάσεις,

αυτές που μας διαφεύγουνε μέσα στην έξαρση,

μας επαναφέρουν στη φτωχή επιφάνεια της ζωής μας,

 

είσαι το τελευταίο πουλί της άνοιξης

κι η κόμη σου διαγράφει στον ορίζοντα   το βαρύ νόημα του ταξιδιού σου.

Στη ζωή μας υπερισχύει αυτό που δεν κατορθώνουμε να πλησιάσουμε

καθώς ένα είδωλο πολλαπλασιάζεται σε παράλληλους καθρέφτες,

σε κενούς εγκεφάλους και το πρόβλημα της αναγνώρισης δυναστεύει χέρι και πόδι,

 

αν η μνήμη δε μας διασώζει   επενδύοντας με σκηνικά το μέλλον μας

αφού στο τέλος όλα βουλιάζουν και πρέπει τότε μόνος ν’ αντιμετωπίσεις τον εαυτό σου

που επανέρχεται ακόρεστος μέσα στις ανάγκες του

άπληστος μέσα στο φόβο   ασυμφιλίωτος μέσα στον κόσμο,

επιτέλους τι απομένει από τόσον έρωτα και τόση φαντασία

από τη μουσική που υφάνανε τα χέρια σου

από τα ταξίδια στο βάθος των σκοτεινών ματιών σου

τους χώρους που γνώρισα ανεβαίνοντας τη στιλπνή σκάλα της κόμης σου,

είσαι η χορδή   και ρίχνω το βέλος στην καρδιά του πέλεκυ,

θέλω να πω: τίποτε δεν χάνεται κι όλα κάποτε αθροίζονται στην ψυχή μας.

 

Φτάσαμε λοιπόν στη μόνωση;

Γιατί πώς να γραφεί ένα ποίημα   όταν οι άλλοι σ’ απωθούν,

εσύ στη γωνιά συνομιλείς με τον εαυτό σου

τ’ αδέλφια σου δεν σε καταλαβαίνουν

γιατί και να σταθείς στο σταυροδρόμι   να μιλήσεις

ακόμη   σπάζοντας με τις φωνές σου

τα γυάλινα παράθυρα των πολυώροφων χτισμάτων

και πάλι δε θα σε πιστέψουν

θ’ αποστρέψουν το βλέμμα κουρασμένοι από τους ρήτορες

απατημένοι από τους δημόσιους αγύρτες

γνωρίζοντας καλά τι ξεφτίδια έχουν καταντήσει οι λέξεις και το αντίκρισμά τους,

 

τι είναι λοιπόν η Ποίηση

και πώς γράφεται ο ποταμός αυτός της ψυχής μας

στις στεγνές, φονικές και σκοτεινές μας μέρες,

πώς να μιλήσω για να με καταλάβετε

αφού έχουν εξαντληθεί τα σχήματα

κι ένα καμίνι πρέπει ν’ αρχίσει να δουλεύει   ακατάπαυστα

για το καινούργιο μέταλλο   για την καινούργια αγάπη.

 

Επειδή ο θάνατος είναι μια λύση που αναιρεί όλες τις λύσεις

γι’ αυτό επιμένω,

σε κουβαλώ στο στήθος μου κατάσαρκα

κι αισθάνομαι τη φωνή σου στο δέρμα μου

τα κύματα της θάλασσας να χτυπάνε στους βράχους με τις σπηλιές

λέγοντας και πάλι τα λόγια που ειπώθηκαν

ξαπλωμένοι στα θαλάσσια χόρτα   ή ανεβαίνοντας στο λόφο με τις δεξαμενές,

ο έρωτας δεν είναι ένα σχήμα στον τοίχο

αίμα είναι που απλώνει πάνω στις γάζες

όχημα μοναδικό σώζει την ψυχή μας από τη φθορά

αρδεύει βαθιά τα ατίθασα δένδρα   του ύπνου μας.

 

Τραγουδώ τα μάτια σου

όταν όλα καταποντίζονται καθώς τα πλοία αύτανδρα η θάλασσα τα παίρνει,

την αγάπη σου που έναστρος ουρανός   υπερήφανος σα στήθος

συνοδεύει τις χάλκινες μέρες μου   τις οξειδωμένες.

 

Κι εσείς που μ’ ακούτε   μ’ αδιαφορία

σκεφτικοί από τις μικρόχαρες έγνοιες του βίου σας

πλέετε μ’ ολάνοιχτα τα πανιά της αποτυχίας

αλαζόνες μέσα στον καταδικασμένο κόσμο σας

στείροι   ανίκανοι ν’ αντιληφθείτε με πόση αγάπη και θάνατο κτίζεται

η κάθε μέρα   αυτή που είναι το αιώνιο τραγούδι του κόσμου!..

 [ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΝΕΣ 1971  - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016 – ακολουθούν οι ΟΚΤΩ ΦΩΝΕΣ με τις οποίες ολοκληρώνεται αυτή τη ενότητα της εν λόγω συλλογή]

 


ΟΙ ΦΩΝΕΣ (από τη 2η ενότητα της συλλογής του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και ΟΙ ΦΩΝΕΣ 1971)

 

Α. ΡΙΓΜΕΝΟΣ ΣΤΟ ΚΑΜΙΝΙ

Ριγμένος στο καμίνι

όπου η προδοσία, η αρπαγή μας κατατρώγουν

το ξεπούλημα, το φονικό μας ξεκάνουν

κι η τέχνη δεν λειτουργεί παρά σ’ επίπεδα

εταιρικών επιχειρήσεων τιθασευμένη

από τους νόμους της αγοράς,

Ανδρέα Ιωάννη Κάλβε

επιζητώ την ομιλία σου

με τις υψικάρινες ενοράσεις της δικαιοσύνης

αυτή που σφαδάζει   φαλκιδευμένη

σε ισοζύγια καθαρών προϊόντων

και γεννιέται παρθένα αμάργαρος στα κυανά μάτια των νέων.

 

Κι ανεβαίνει το τραγούδι

μέσα από τα ιδρωμένα παράθυρα των εργοστασίων

θρήνος για το φως, τη σάρκα     που χάνονται

ενώ τα ιδιωτικά βάσανα περίσσεψαν

χύθηκαν στους δρόμους τα ποτάμια της πίκρας

στα πολυώροφα κτίρια λίμνασαν οι χαμερπείς επιτυχίες,

πώς να παρηγορήσεις τους ανθρώπους με σχήματα φθαρμένα

ποιες λέξεις να δροσίσουν τον πυρετό στα χείλη τους,

χρειάζονται λύσεις γενναίες   χειρονομίες θαρραλέες

για να φυτρώσει η αγάπη στην υψικάμινο της ασφάλτου.

 

Β. ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ Σ’ ΑΓΑΠΗΣΑ

Εσένα που σ’ αγάπησα  

καθώς ο φυλακισμένος ονειρεύεται τις θάλασσες και τα λιβάδια

και τα λόγια    κύλησαν από το σώμα μου άλλοτε

δάκρυα σιωπηλά,    άγρια της θάλασσας κύματα,

ψάχνοντας να σου περιγράψω

την απόσταση που χωρίζει την ιδέα από τη σάρκα του άλλου,

σταγόνα αίμα η ακτινωτή αγάπη,

σ’ έχασα στη στροφή

εκεί που όλα πήγαιναν να πάρουν μιαν όψη άλλη

φοβισμένη κιόλας από τη μεταμόρφωση που ευαγγελίζονταν τα λόγια μου

κι έφεγγε ήδη ένα φως

που πλησίαζε βαθιά στα μάτια.

 

Ήταν ο δρόμος για τη θάλασσα    στους χαμηλού θάμνους

άνοιξε το ρήγμα γυμνό κάτω απ’ τα πόδια μας,

οι πασχαλιές πέφτανε στο ισκιερό μέρος

με σκοτεινό φως σκεπάζανε το πρόσωπό σου,

η θάλασσα άρχιζε από τα πόδια μου

και πίσω ένας τοίχος με γυαλιά

όπου κομμάτιασα τις σάρκες μου

ζητώντας εσένα

αρνούμενος να παραδεχθώ   πως τόσο αίμα θα πάει χαμένο.

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Γ. ΦΩΝΑΖΩ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ (από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971)

Γνωριστήκαμε

Ανδρέα Ιωάννη Κάλβε, τη μεγάλη νύχτα του ’40 – ’44,

στο μικρό τσαγκάρικο της οδού Διάκου,

ο λόγος σου έπεφτε, στα πετσιά και τις φαλτσέτες,

ηλεκτρικό τρυπάνι ακούγονταν, γέμιζε τις ψυχές,

βεβαίωνε για την ελευθερία,

το γυμνό σπαθί ψάχναμε της δικαιοσύνης,

συζητούσαμε κι ονειρευόμασταν,

όπως οι παλιοί τον αυτάδελφό σου άκουγαν Ρήγα,

χάραζε τότε στα πρόσωπα ένα φως τα λίγνευε τα ύψωνε:

Σημάδι πως οι ψυχές ήταν ακόρεστες:

Έτσι τότε.

 

Τώρα στα μαύρα μεσάνυχτα, οι χωροφύλακες φρουρούν τις ρίζες της νύχτας,

τα γνωστά χέρια ετοιμάζουν τη σφαγή μας,

περπατώ στα μπλοκ της παραλίας,

ανάμεσα στις ψαρόκασες, στα πετρέλαια,

ψάχνοντας την αυστηρή μορφή σου,

για να σου πω,   να σε βεβαιώσω:

Δε λύγισαν τα παιδιά σου    στολίζουν την κόμη τους

γράφουν ίσως τα στερνά τους τραγούδια

και το αίμα τους αρδεύει    βαθιά τη γη.

 

Φωνάζω τ’ όνομά σου μέσα στη νύχτα,

εσύ πατέρα μας που βύθισες βαθιά τ’ αλέτρι στην ψυχή μας

κι όργωσες κι έσπειρες,

έλα από την αυστηρή σου μόνωση να ξαναβάλουμε μπρος

τη συζήτηση για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη,

κι ύστερα η πράξη μας να πέσει σωστή,

δυνατό το χέρι από την αγάπη

καθαρό το μάτι από την αυταπάρνηση

το μυαλό σα στρόβιλος από τη γυμνή γνώση,

με το αίμα μας δοσμένο στη φωτιά κι η ποίηση ας μας ακολουθήσει.

 

Δ. ΘΑ ΜΕΙΝΟΥΜΕ ΕΔΩ

Θα μείνουμε εδώ    και δε θα πεθάνουμε,

 

στο αίμα, στις κραυγές

σε κατάρες, στα σφυριά

στα κόκαλα, σε βρισιές

στα πιο μεγάλα ψέματα,

 

εδώ θα μείνουμε

για να τους κόβουμε τον ύπνο

να τους ραγίζουμε τη χαρά

να ρίχνουμε τον ίσκιο μας

στα χαμηλά τους πρόσωπα,

 

η αγάπη μας

θ’ ανθίζει πάνω στο γρανίτη,

μέχρι να έρθει η άνοιξη

έως να φτάσει ο κατακλυσμός.

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Ε. ΑΥΤΗ Η ΓΥΝΑΙΚΑ (στην Ελένη από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971)

Αυτή η γυναίκα

που προχωράει με το κεφάλι ψηλά

έχει συλλάβει το σπέρμα μου,

Στο ζεστό της αίμα κύλησαν  

όλα τα δάκρυα των βαράθρων

τα νυχτερινά δρομολόγια   οι μεγάλες αποφάσεις

όλα τα γυμνά χρόνια της σάρκας μου,

τώρα μπαίνουν βαθιά στα κύτταρα

κουβαλώντας το θρυμματισμένο φως

αυτό που θησαύρισα   στα σκοτεινά και τυφλά υπόγεια

κραυγάζοντας το θάνατο και την ελπίδα.

 

Αυτή η γυναίκα

που προχωράει σαν ένα πλοίο στη γαλανή μέρα,

ήρεμη, υπερήφανη αισθάνεται

το ρυθμό του κόσμου

γνωρίζει πιο πέρα να πηγαίνει απ’ το δικό μου θάνατο,

απ’ τα παρθένα μάτια της   αρχίζει η οπτική γωνία   που σκοπεύει

στην προβολή του κόσμου που φτιάχνω με τα χέρια μου,

ανεβαίνει   η γυναίκα που αγαπώ

ανελκυστήρας για τον καινούργιο κόσμο

με κοιλιά που λάμπει

τρούλος εκατονταπυλιανής

και υπόσχεται    την υψηλή συνέχεια του κόσμου.

 

ΣΤ. ΕΙΠΑ ΝΑ ΣΤΑΘΩ

Είπα να σταθώ εδώ να κοιτάξω

αυτή τη θάλασσα   εκείνα τα βουνά

κουράστηκαν τα μάτια μου   στη λογική των αριθμών

των αργυραμοιβών υπολογίζοντας την κίνηση

μισθοφόρος στη δούλεψη των άλλων,

 

αυτή η θάλασσα που γυρίζει

στο γλαυκοπράσινο κάτω από έναν ήλιο βυθισμένο

γλυκό σαν τη λοξή κόψη του ζαχαροκάλαμου,

εκείνα τα βουνά

το Παγγαίο, το Σύμβολο, το Όρος, το Υψάριο

όλα με καμπύλη τρυφερού μαστού

γαλανά μέσα στα μάτια,

 

η μέρα προσφέρονταν

τρυφερά σε σήκωνε και τα μάτια σου

τα χέρια σου ηδονικά βυθίζονταν στο λησμονημένο

κόρφο της.

 

Εδώ είπα να σταθώ

να ξεχάσω το μάτι που διαστέλλεται

το χέρι που βυθίζεται στη  βίαιη πράξη

το σπαραγμό της ανείπωτης καταστροφής,

η μέρα ήταν όμορφη    όμορφη και μακρινή,

κι η παράδοση ανέφικτη

κλειστές οι πόρτες, συσκοτισμένα τα παράθυρα

με την κάννη στον αυχένα γυρίζεις

στην άλλη πλευρά,   στα φριχτά βάσανα

που επιβάλλει ο άνθρωπος πάνω στον άλλο άνθρωπο,

και γίνεται η μέρα ενοχή

το φως πολυτέλεια ασυγχώρητη,

 

όμως πρέπει

πρέπει να με πιστέψετε

η μέρα ήταν όμορφη    πόσο ήταν ωραία

[από τη συλλογή ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971 - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

 

Ζ. ΚΙ ΑΝΑΡΩΤΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ

Κι αναρωτιούνται οι ποιητές   πώς πεθαίνει ένας άνδρας

κι έτρεξε το αίμα   από τις δημόσιες βρύσες

τα κόκαλα στοίβες ορθώθηκαν

στους χώρους των αφανισμών

κι αυτοί που γλίτωσαν   τους βρήκε ο χάρος στην άσφαλτο

βούλιαξαν μέσα στα βάσανα που τους επιβάλανε

χάθηκαν στην πίκρα των ανεκπλήρωτων πράξεων

στους σκοτεινούς τοίχους    της φυλακής.

 

Πώς πεθαίνει ένας άνδρας

 

Κάθε μέρα συντελείται ο θάνατος   μέσα σε κάμαρες σκοτεινές

κάτω απ’ το άγρυπνο μάτι του εκτιμητή

στο περιθώριο των συμβάσεων    λιγοστεύει η ζωή σου

κερματισμένη στη συναλλαγή, στον καταναγκασμό

στην αποσύνθεση κάθε αγάπης

με τις μυλόπετρες της ντροπής

ν’ αλέθουν τα κόκαλα της έσχατης υπόσχεσης,

τα πικρά δάκρυα τίποτε να μην ξεπλένουν.

 

Πώς πεθαίνει ένας άνδρας

 

Το τραγούδι του Ρήγα να χτυπάει στις φλέβες

τ’ αλώνι του Διγενή χορταριασμένο

αδιάφορος ο ουρανός κι η γη αδιάφορη

παλιό δάκρυ στα μάτια

κυλάει η βροντή

προλετάριοι

όλων των χωρών

ενωθείτε…

 

Σκοτεινή μέρα και το φως μέσα στους βράχους.

 

Η. ΤΡΑΓΟΥΔΗΣΕ ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΣΟΥ ΑΦΑΙΡΟΥΝΕ ΤΗ ΧΑΡΑ…

… τώρα που σε ρίχνουν στο πηγάδι με όλες τις ελπίδες της απόγνωσης,   τραγούδησε την αγάπη   ύψωσε τη φωνή   στέριωσε την πίστη σου   και τραγούδησε το φως που θα ’ρθει, μεσ’ απ’ το αίμα,   τα σπασμένα κόκαλα μεσ’ απ’ τα χαντάκια της πιο σκληρής ερημιάς   γιατί δε θα λυγίσεις σαν τα αγάλματα των ποιητών   γιατί δεν θα ρίξεις την ψυχή σου στους σκύλους   γιατί θα τσακίσεις κάποτε τους δήμιους   όχι από μίσος, με γνώση θα συνάξεις όλα τα κομμάτια   τα μέλη και το αίμα σου   θα ορθώσεις το καινούριο σου πρόσωπο   στην αυγή της καινούργιας ημέρας.    Τραγούδησε την αγάπη   που ανεβαίνει τις σκοτεινές σκάλες   όλα τα χαμένα καλοκαίρια στα νέφη των μαλλιών της   γυμνά τα πόδια στ’ αγκάθια   τραγούδησε την πέτρα, τη θάλασσα, τη βροχή, τον άγριο άνεμο    το χέρι που κρατάει ζεστά ένα άλλο χέρι,   τραγούδησε με τη θηλιά στο λαιμό   γιατί θα ’ρθει ο ήλιος και θα ποτίσει βαθιά τη γη   θ’ ανθίσουν οι ροδιές χαμόγελα κοριτσιών   κι η μέρα χαρταετός θα υψώνεται στα κουρασμένα μάτια,    τραγούδησε!..  [από τη συλλογή του Πρόδρομου Μάρκογλου ΤΑ ΚΥΜΑΤΑ και οι ΦΩΝΕΣ 1971  - συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων Πρόδρομου Μάρκογλου ΕΣΧΑΤΗ ΥΠΟΣΧΕΣΗ, Ένεκεν 2016]

Πέμπτη, 19 Αυγούστου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ