Δευτέρα 16 Αυγούστου 2021

ΜΠΟΡΕΙ Η ΛΑΜΨΗ ΜΕΣΑ ΣΟΥ ΝΑ ’ΝΑΙ ΣΚΟΤΑΔΙ (και το σκοτάδι ακατέργαστο…)

 

.. θάμπος    η ανεμώνα που δάκρυσε πλάι σου

μες στα απάτητα όνειρα.

 

Μιλώ και προσεύχομαι σε γυμνό ακρογιάλι

της πίστης χρυσάφι στα γείσα του απείρου

και νοσταλγώ την αγάπη   σαν άλογο

αλήτη νεκρό χωρίς δάκρυ στο μέτωπο

παιδί που κρατά στιλέτο αχτίδας και δύτη παράτολμο

σε ρεματιές της ψυχής να κολυμπά    ωκεάνιες

και μες σε φως λουσμένος υδάτινο

ν’ αποκολλά σαν κοχύλι   του αγγέλου το σκαρπίνι    ατίμητο.

Μπορεί η καταιγίδα μέσα σου   να ’ναι γαλήνη

και η γαλήνη    εγκυμοσύνη θύελλας

το ελάφι ψηλά που μονώθηκε   μακριά ν’ ατενίσει.

[ΑΒΑΤΟΝ από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση: Στρατής Πασχάλης ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ Ποιήματα 1977 – 2013, εκδόσεις Μεταίχμιο. ΟΙ ΣΤΙΧΟΙ ΕΝΟΣ ΑΛΛΟΥ είναι η αυτοβιογραφία του άλλου εαυτού… «Όλο το έργο συνιστά μιαν αφήγηση προς αποκρυπτογράφηση. Πρόκειται για ένα ποιητικό μυθιστόρημα, ανοικτό και δυσερμήνευτο, διαυγές μέσα στη μυστικότητά του. Θεμέλιος λίθος αυτής της ποίησης είναι η λέξη. Η ψηφίδα που λάμπει αφ’ εαυτής, μια μονάδα αναγκαία για τη νοηματική και αισθητική αρτιότητα του συνόλου»]

 


ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Πρέπει να ξέρεις πώς χειρίζεσαι   το Ξίφος

της Αγάπης

 

Αγόρι    που ξαγρύπνησε κάνοντας προσευχές

κι ακούει ξαφνικά να δυναμώνουν πλήθη  

λυγμοί αλόγων    μες στους κάμπους

κι απ’ της θαλάσσης τους αντίποδες

ν’ αστράφτουν    θόρυβοι δροσιάς

και δακρυσμοί περιστεριών που βούρκωσαν ψηλά

 

Πουλί    που πάει ν’ αυτοκτονήσει   σ’ απάτητες νεφέλες

και δεν τ’ αγγίζουν όνειρα

για να ’χεις περηφάνια πως τη μικρή στοά περνώντας

 

Γεφύρι    που οδηγεί στον Κόσμο από τον Ύπνο

σε υγραίνουν άτεγκτες Οράσεις

 

ΑΝΤΑΡΤΕΣ

Μες στους δρυμώνες της ψυχής σου καθώς οι όρθροι θα καλπάσουν

πάνω σ’ αλόγατα ξανθά και πάνυγρα

 

Κορίτσια

που πια δεν έχουν τίποτε να φοβηθούν απ’ την αυγή

μιας και η σκέψη του Θεού όταν ματώνει

ο άγιος Ευστάθιος στους κάβους πλαταγίζει

ανερμήνευτος

ερείπιο ανέμων.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

ΧΡΙΣΤΟΣ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Το ξέρω πως είσαι ο αδελφός των αλόγων

Ο πρόγονος των ελαφιών καθώς φέρνουν τη θλίψη

Ο δίδυμος της λάμψης

Κι όταν ψηλά στέκεις ασάλευτος

προπάτορας των ξωκλησιών των πεύκων και των φάρων.

 

Άρμανδρε και Κρυφέ – Μπορώ να σου γυρίσω ως και την

Αριγνώτα στους όρθιους μέσα στην έρημο πυλώνες

 

Μπορώ να πω την προσευχή μου εκεί που φύγαν τα πουλιά περήφανα κι αυτοκτονήσαν

 

Μπορώ γυμνός να οδοιπορήσω μέσα στο φως το ακάνθινο που όρισες

και μας χωρίζει.

 

ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ

Το σπέρμα μου θάμβος τοξεύω πυκνό

Το βλέμμα μου λεύκα σκιρτά θηριακή

 

Μιλώ   και γδύνεται η θάλασσα

 

Σιγώ   κι ερειπώνεται

ανοίγει σαν δάκρυ ο   Αέρας

 

Το κύμα ραπίζω με λάμψης φραγγέλιο

Και πάνω απ’ τ’ ατσάλινα που σκύβουν σπαθιά

Φτερουγίζω

 

Πουλί    δεν σε σώζει αν μ’ αγγίξεις

Δροσιά    δε σε ραίνει

 

Παντάγρυπνο τρέμει το χέρι που άπλωσες

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

1

Νιώθω    της άνοιξης τα μάτια τα λοξά

πάνω στο χέρι μου που γράφει

καρφωμένα.

Κι όσο ποτέ κατέχω πώς

 

Δεν αρμόζει ν’ αγνοήσω το ποίημα που σαλεύει

μες στις σελίδες της φωτιάς    πυρό

Ούτε που πρέπει ν’ αρνηθώ τη χάρη να διαβάσω

μες στις παλάμες των ψυχών

με σμίλη λάμψης χαραγμένα τα συναξάρια τ’ ουρανού.

 

Όπως το δένδρο που σπαράχθηκε από το φως αιώνες

Κι όταν σιμά του κάποιος έγειρε να ξαποστάσει

οδοιπόρος

του αρνήθηκε τις φυλλωσιές απάνθρωπα.

 

Και πάλι αυτός πήρε την έρημο αντέχοντας στις πλάτες του το ράπισμα του ήλιου

Μόνος.

Κι όλα τα μυστικά σαν άγρια χελιδόνια να βρίσκουνε

φωλιά μες τα μαλλιά του.

2

Κάπως παρόμοια θ’ ακούστηκε κι ο θρήνος του Χριστού

βαθιά μες στους  ελαιώνες ν’ αγριεύει.

 

Κι ο μακρινός απόηχος της δάδας

Κι ο ύπνος, άγγελος με άμφια μαβιά

Και κάπου μες στα χείλη το στοργικό του φίλο χνότο

άγγιγμα ενός πουλιού.

Όμως την άλλη αυγή

Όπως εκείνη που ονειρεύτηκα

κάτι ανάρμοστο να ιστορήσω με φωνή

 

Αργά διαβαίνοντας από τις πύλες του ήλιου

οι αντιόπες κάλπαζαν

σε λεγεώνες ν’ αναθέσουν μυστικές

(καν περιστέρια   καν στρουθιά)

το Απόκρυφο.

3

«Ένα πρόσωπο που άστραψε σε δροσερά σκοτάδια

Η έναστρη σταγόνα στη μέση τ’ ουρανού

Φως πυκνωμένο  Προμήνυμα στερεό

Κι ο ήλιος στ’ απόμακρα    Τρίγωνο λάμψης

Ένας καπνός πουλιά που αγάλλονται να τον σκιάζει»

 

Μιλώ με φωνές που άγνωστο ποιος

σε κάποιον όρθρο των ματιών μου

(μόλις τολμούσε δακρυσμός ν’ ανθίσει)

μου επιφοίτησε.

 

Καθώς πιστεύαν άλλοτε για τα δελφίνια

χωρίς να το ’χουν διδαχθεί

της θάλασσας πως είναι χελιδόνια.

 

Και πως αρκεί μια καμπάνα που στοίχειωσε

Παρασκευής   Μεγάλης

να νιώσεις καλπάζοντας στις παρυφές

ίδιος μ’ αγρίμι αντάρτης

σε θέση οργής πως πετρώνεις

 

Κι άλματα καίρια τολμάς   (Ψυχή!)

 

Μ’ όλα τα ρίγη των ανέμων που δεν μπόρεσαν

άνθρωποι να ζήσουν

στη λάμψη ολοτύλιχτος.

 

ΚΑΤ’  ΟΝΑΡ

 

ΣΤΑ ΦΕΟΥΔΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Αλίμονο  –  μέσα στα βάτα του φωτός να δέρνεσαι

Να  υπομένεις το πουλί κλειστό σ’ ελάχιστο μπουμπούκι

Και να λατρεύεις κάποιο αγόρι που άντεξε βουβό

Φυλακισμένο σε κλουβί για χρόνια το τριαντάφυλλο

Αρκούσε.

 

Μόνο που αν τολμούσες να κάνεις κατοχή στα φέουδα των πετουμένων

Πάει – μαγνήτιζε την όψη σου το θάμπος.

Και πριν αγγίξει καν μία σου σκέψη το άπειρο

Στοίχειωναν οι καμπάνες.

 [από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

 

ΣΕΡΑΦΕΙΚΟΝ

Καθώς όταν μεσάνυχτα γυρνάς αλλοπαρμένος στα κράσπεδα του ύπνου

 

Κι ακούς στις πάνω σκάλες ξάφνου το κάλπασμα σπαραχτικό

Λες κι ένας ιππολάτης βιάζεται να περισώσει κάποιο μυστικό για σύμφορά ή θάνατο

Όμοια κάπως σήμερα διαβήκαν έξω απ’ το παράθυρο σαν απροσδόκητο νέφος πουλιών που οδεύουν προς το νότο

Κυκνόμορφα παιδιά που μες στις νήπιες αναλαμπές τρεχοκοπούσαν τις γαλανές τους κόμες πλαταγίζοντας

Μέχρι που ακούστηκε

 

Από ψηλά το σπίτι μας να κατακλύζει   τιτιβισμός αγγέλων.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

ΤΕΣΣΕΡΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΘΡΑΥΣΜΑΤΑ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Κορίτσι    που μανιασμένη σπάραξε κι ερείπωσε η

Άνοιξη    Κορίτσι μισό στερέωμα προσώπου

Δαντέλες που ασήμισαν στα βύθη της νυχτός   Και

Του χαμόγελου ο θόλος άναστρο

Πέπλο    Πτυχή φωτός που ράπισε τη μουσική   Κορίτσι

Σαν ελιγμός αγγέλου

 

Φωτιάς δροσώνες τα μαλλιά

Χτύπημα καίριο Θεού

Ανάσα   Που ίδια ψυχή πουλιού

Κατόρθωνε αθεράπευτη να παραστήσει μιαν   Αποκάλυψη

Φωτός   Άρωμα στοιχειωμένο

 

Διαμάντι του ύπνου σου η θύμηση

Το χέρι του Χριστού που με απειλούσε

Υδάτινο   Όπως κυλήσαν απ’ τα δένδρα Δακρυσμοί

Άλλοτε να με πνίξουν

 

Παράκτια μέρη της ψυχής

Το σιντριβάνι των πουλιών ξάφνου αναπήδησε

Ψηλά

Ύστερα η χάση του Μαγιού

Καθώς η πίκρα κέρδιζε μες στην αιμορροή

Λουλούδι

Ανεβαίνοντας πάλι χωρίς τελειωμό

Άναρχες μάζες η δροσιά    Κατά τον ήλιο.

 

ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ

Δεν μου αρκεί μονάχα να σου μιλώ για τον Θεό

κατέχω τρόπους μ’ έναν και μόνο ελιγμό να

τον τραβήξω εμπρός στα μάτια σου ορατό απροσδοκη

τη πεταλούδα πουλί ανομολόγητο που μαγνητίζει η άνοιξη

 

ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ

Ζητούσα   ολόμονος την τόλμη

για ν’ αποθέσω το Φιλί κάπου μέσα στο φως σου.

 

Εγώ που κράτησα τις μυγδαλιές

με προσευχές κι αγρύπνιες ανθισμένες

και μ’ εκατόφυλλο της σκέψης άγγιγμα που πάσχισα να σου αποδείξω

πως είναι γύμνασμα του ανέμου αυτή σου η νοσταλγία.

 

Θυμήσου – όταν ξυπνούσαμε πρωί σ’ ένα κρεβάτι   άγνωστο

ναυαγισμένοι από ταξίδι και σου μιλούσα λέγοντας

 

«Κόρη χρυσόγονη που σαν χερούβ με τριγυρνάς,

ούτ’ ένα πόμολο να μην αγγίξεις μέσα στο σπίτι αυτό.

Μπορεί πουλιά στις κάμαρες να σιωπούν φυλακισμένα

κι αν τύχει αφύλαχτο και βρουν έστω ένα πέρασμα κρυφό,

πάει, μας πνίξαν οι βροχές οι ανίκητες –

πουλιά, παντού πουλιά λες και γεμίσανε οι ώρες χελιδόνια»

 

Εσύ αρνιόσουνα να υπακούς καθώς διδάχος του κινδύνου.

 

Όμως το απρόσμενο δεν το νικάς με τη σιγή.

Κι ίδιον υπόσχονται για πάντοτε δαρμό

μ’ ένα λεπίδι ακάθεκτο στο βλέμμα

 

Λάμψη, Σκοτάδι ανοικοδόμητο, Χριστός κι έφιππη Κόρη.

Γιατί δεν έμεινε πια κανενός στον κόσμο αστόχαστου η ανάσα.

 

Ακόμα και τα φύλλα – κοίταξε – θαρρετά

σε κάποιαν άγνωστη χειρονομία υπακούν.

Κι ο άνθρωπος που την αυγή απ’ το παράθυρό σου αγνάντεψες

ψηλά  πάνω στους κάβους, μ’ ολάνοιχτα τα χέρια διάπλατα,

στοχάσου πόσο το άπειρο του μοιάζει.

 

Καθώς    κι όταν εκεί που οδοιπόρος

σε μια πηγή ερημική σκύβεις να ξεδιψάσεις

ξάφνου σου φεύγει απ’ τις παλάμες πολύφθογγος αχός το περιστέρι.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

Η ΑΥΓΗ ΤΩΝ ΑΛΟΓΩΝ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Παράξενο,

που έβγαινε το φως, άτι από τη θάλασσα,

και γύρισες απρόσμενα κι άρθρωσες «ξημερώνει»

 

εσύ που άγνωστη  

κι όμως βασιλική στον ύπνο   μ’ αντίληψη πουλιού

πριν καν προλάβω ν’ αγγίξω μες τη σκέψη σου

ούτε δροσιάς μια νύξη

στράφηκες

 

και σαν σε θύελλας παλιά νωπογραφία

 

(όπου ψηλά στο σπίτι μας το πετρωτό

μες σε ανήμερες ψιχάλες φτερουγίζει

το αρχαϊκό φουστάνι μιας νεκρής

γυρεύοντας κορμί στις κισσοαγκάλιαστες μαγνόλιες)

 

αγνάντεψες μέσα στα μάτια μου

που κοίταζαν μια στάλα πέλαγος

να αιωρείται άσπρο

κι έβλεπαν

 

άλογα τρία

σε στάση ανάληψης που παν κι ορμούν

μόλις αγγίζοντας τις κορυφές των δένδρων

κι αργά που σβήνουν βυθισμένα

στην τέφρα της αυγής

 

τι δεν ποθούσες πια. πουλί, να μ’ αγαπήσεις

αλλά κλειστή μέσα στο φως μου

ήσουν ο μόνος μάρτυρας

 

όπως την ύστατη αγάπη στην όψη του Χριστού

ο Μαθητής ερεύνησε

 

πως μες στης λάμψης της σπαραχτικής τα βάθη ανθεί το άγριο τριαντάφυλλο.

 

ΜΥΣΤΙΚΗ ΝΩΠΟΓΡΑΦΙΑ

Δεν είναι οι άγγελοι απ’ τη γενιά των σπουργιτιών.

 

Άλλοτε ξέραμε πως κατοικούν κάπου κοντά στη σιωπή

και δυτικότερα οδεύουν απ’ τις αγέλες των κυπαρισσιών

ζητώντας μάταια να ξαποστάσουν στου κοριτσιού το σπιτικό

που βουρκωμένο κι άγονο παντοτινά προσμένει.

Και κάποτε βαρύθυμοι στη νύχτα μασκοφόροι

ότι μιμούνται όσο κανείς τον απαλό του ύπνου καλπασμό

και περιφέροντας στιλέτα πως φοβερίζουν τα πουλιά

κι άγρυπνοι ότι προσεύχονται με στόχαση αγριμιού

προτού περάσει το σκοτάδι από τα φίλτρα της αυγής

για μια στιγμή μονάχα.

 

Μα όταν σε νιώσουν να σαλεύεις οδοιπορώντας πλάι τους

δεν αξιώνονται να πουν το μυστικό:

Ότι ποτέ τους δεν ανθίζουνε τα δένδρα.

Αλλά για λίγο μόνο πλανεμένα μες στην αγάπη

ονειρεύονται. Αυτό που οι άνθρωποι καλούν ανθοφορία.

 

Όμως εγώ που το μυστήριο κατέχω

θαρρούσα κάποτε πως ήμουν περιούσιος.

Αλλά το τίμημα για τέτοιες διδαχές –

να ζώνουνε τη σκέψη μου μελαχρινά καθώς ριπές

τα περιστέρια στα ξαφνικά χλαπαταγώντας.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Μιλούσα

και μες στα βάθη του ύπνου των παιδιών

απρόσμενα    τ’ άλογα ημερώναν.

 

Ούτε ένα τόσο δα πουλί δε θάμπωσε τη σκέψη.

Κι ο Ποιητής πάνω απ’ τους αστρολάβους των ονείρων σκυφτός συλλογιζόταν

«τάχα υπάρχει χώρος πια γι’ αυτό το μίλημα

για πινελιά χρυσού σαν άνεμο ανάμεσα στους λόγους που ιστορούμε

λίγο ανατρίχιασμα απ’ το πέρασμα της Άνοιξης

με το κεφάλι της κρυπτό μες στην καλύπτρα

ή ούτε καν για μια φωνή

παρά για την αλήθεια που φωλιάζει μέσα στο μυστικό

στη θύελλα των παιδικών μας ύπνων ευανάγνωστη;»

 

Γιατί κι ο άνεμος κι ο καλπασμός του αντάρτη φεύγοντας και το ψιχαλητό

κι οι κλώνοι που ατρόμητοι ραίνονται με την άρμη

δεν είναι τούτα καταιγίδα και αδυσώπητη βροχή

αλλά η γαλήνη των πουλιών που θάφτηκαν στον ουρανό

καθώς πετούσαν μες στο άπειρο αμέριμνα

χωρίς καθόλου να κατέχουν τη σημαίνει.

Κάτι που θα ’ξεραν καλά σιμώνοντας το φως

της νύχτας τα παράτολμα ζωύφια.

 

ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΣ ΤΟΥ ΦΩΤΟΣ 


ΣΤΟ ΧΕΛΙΔΟΝΙ

Κυνήγησε την άνοιξη στ’ άγρια του πελάγου

Ξεστρατισμένο απ’ το κοπάδι χελιδόνι!

Της σαϊτιάς σοου μ’ ήβρε ο άνεμος ο ιππολάτρης

και ξάφνου ανάγνωσα  μες στις παλάμες μου τον ήχο:

Που σ’ υποχθόνιο πελάγου κοιμητήρι

Των πηγαδιών μ’ αποστραφήκανε τα ζωντανά

Και πιο ψηλά μες στην καρδιά του αιθέρα

Η αρμονία μ’ έπαιρνε των πετουμένων.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

ΑΡΜΟΝΙΑ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Η άθληση εκείνων των πουλιών στα βάθη των κοιλάδων του ύπνου μας

 

Η  Όρχηση στην πιο απέλπιδη γερόντου ερημίτη ξάφνου χειρονομία

 

Ένας ευκάλυπτος που απρόσμενα συννέφιασε στο βλέμμα των παιδιών

 

Και καβαλάρης των αλόγων μας μοναδικός ο αγέρας.

 

Τότε   που σ’ αποστράφηκα βαθαίνοντας ,ες στην αμίμητη αρμονία.

 

ΜΕΘΕΟΡΤΙΟ

Μαλλιά που άστραψαν για μια στιγμή στη σκέψη

Καταιγίδα.

Κι ύστερα σαν σε απόβροχο

Ως μέσα στ’ άπατα της όψης του αγγέλου

Το ραγισμένο φως.

Κι εκείνος πάντοτε να δείχνει προς τα σάβανα

Όπου άρμοζε πολύ να ψάξεις

Για ν’ αντικρίσεις τέλος μες στο λευκό που πέτρωνε να λάμπουν

Μικρές ρανίδες αίμα.

[από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

 

ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΙΑ ΦΩΤΟΣ (από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977)

Το φως παντού παραμονεύει

Στις φλέβες του ανέμου κρυμμένο.

Βαθιά στα μάτια της αυγής που κάποτε φυλάκισαν

Σε σκοτεινά της θάλασσας κι άγρια μονοπάτια

Ή στο λυκόφως των κυπαρισσιών πο αθροίζουν μόνα τους νεκρούς

Κι αντέχουνε όσο κανείς τον σπαραγμό της λάμψης

Στων παρυφών τις σκήτες.

Καθώς το ηφαίστειο που ξάφνου σκίρτησε

Τρομάζει κάποιο αγρίμι που μες στο σπάρτο αναζητά τη δρόσο διψασμένο

Κι ύστερα από ψηλά η λάμψη πέφτοντας

Αμείλικτη βροχή.

 

ΚΑΙ ΘΑ ΦΑΝΟΥΜΕ ΥΠΝΟΒΑΤΩΝΤΑΣ ΕΜΠΡΟΣ ΣΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΩΝ ΠΟΥΛΙΩΝ ΓΥΜΝΟΙ ΣΤΗ ΘΥΕΛΛΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Αποδημητικά λουλούδια θα φέρουν το φως   Κατάγυμνα μέσα στη σκέψη θα υψωθούνε τ’ άλογα   Και στους πυλώνες που ακινητούν στο άγονο   Έφιππη Κόρη ξάφνου η άνοιξη αργά θα κυματίσει   Μ’ έναν αέρα δάκρυα στο μάτι το έρημο πληρώνοντας   Του ονείρου και του ξύπνου το μυστικό μαρτύριο.    Θα σηκωθούμε τότε όλοι από τις κλίνες   Και θα φανούμε υπνοβατώντας εμπρός στα μάτια των πουλιών   Γυμνοί στη θύελλα των άστρων. [από τη συλλογή του Στρατή Πασχάλη ΑΝΑΚΤΟΡΙΑ 1977]

Δευτέρα, 16 Αυγούστου 2021

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ