ΤΟ ΠΡΩΤΟ
ΠΕΠΛΟ κρύβει το πλακόστρωτο.
Μόλις
έφυγαν οι μαστόροι·
άμα πατήσω
τώρα θα βουλιάξει.
Όμως
μεσάνυχτα ακούονται οι πόνοι,
βγαίνουν οι
πρακτικές με τα ψαλίδια
λούζονται
στον ασβέστη.
Τ’ άλλο
πρωί οι μαστόροι
καταριούνται
κλαίνε κρυφά.
Γίνονται
μάρμαρο.
2ο
ΠΕΠΛΟ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ:
Πουκάμισα
λαιμόκοψη με κόπιτσες
βαλσαμωμένος
κόκορας σε θρόνο
γυναίκες σε
κλοιό η νεκρή στο κέντρο – μες στ’
άστρα.
Ανοίγω τη βαλβίδα
όλοι χαμογελούν
η ναφθαλίνη
ζωντανεύει – τώρα φωνάζω· αστράφτει.
Ανοίγει
μάτι γυάλινο κι όλους τους καταπίνει.
Πυροτέχνημα
αθανασίας.
3ο
ΠΕΠΛΟ Η ΚΙΝΗΣΗ:
Φαντάροι
της υποχώρησης στον πάτο του Αλιάκμονα
τα ρούχα
τους σκαλώσαν στα ρουγάζια – Θερμαϊκός
ανήξερος.
Εδώ είναι
Δεσκάτη μακρινή
οι σφήκες
ονομάζονται ταβάνια
δίνουν
χρησμό στον ύπνο του Γκαντάρα
τ’
απόσπασμα θα φτάσει ανατολή
τσαπράζια
θα ξεβράζει ο Αλιάκμονας – στα χέρια μας.
Τίποτε απ’
όλα αυτά δεν φαίνεται στο χάρτη.
Οι τόποι σε
κονσέρβα.
4ο
ΠΕΠΛΟ ΟΙ ΗΧΟΙ:
Ανάκουστος
κελαηδισμός – σαν κλάμα.
Η νύφη
μοναχή σαλεύει ο φράχτης φέγγουν κοντακιές
πιο κάτω
πλένουν σκούτινα
δεν βάφουν
της Λαμπρής τ’ αυγά.
Στάχυ της
νύφης η φωνή κι αλεύρι ο θάνατος
εκεί που
οπλίζει ο γαμπρός ο τόπος λαμπαδιάζει.
Η Χειμερία
νάρκη έπεται.
5ο
ΠΕΠΛΟ ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ:
Μπάλες το
άχυρο σε μαύρο σύρμα
ο Αινείας
σε γραφείο μεταφορών
ο τυφλός
γεωμέτρης στους κύκλους του –
έγκλειστος.
Ο πατέρας
καρφώνει σανίδες
έχει κρύψει
το πτώμα του μόλις.
-Άμα βρεθεί
το φάρμακο με βγάζετε·
θα ’μαι στο
καφενείο.
Παρασκευή
γδέρνουν τα σπίτια μας
ξεχνούν τους αχυρώνες
ο Αινείας
μελετάει Λατίνους
όλες οι
στρόφιγγες κλειστές.
Χλωρό το
άχυρο.
6ο
ΠΕΠΛΟ ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ:
Κάρβουνα να
περάσει ο Επιτάφιος
η Ελένη το
πουλί θα κελαηδήσει.
Ο
πραματευτής κατεβαίνει κουβαλάει κρανία
ο Οδυσσέας
ξαναφεύγει φίλοι παλιοί σ’ άλλη πτώση
-Φίλιππος Μιλτιάδης Ιωάννης Μιχαήλ -
ο Μπότσαρης
που γνώρισες εβγήκε Φώτης.
Ζαρκάδια
στη γυάλα.
ΤΟ ΕΒΔΟΜΟ
ΠΕΠΛΟ κρύβει το πηγάδι.
Σκύβω στο
φιλιατρό
και ρίχνω πέτρα – κρότος τίποτα
ούτε νερό
ούτε τέλος
είμαι στον
κούφιο άξονα του κόσμου,
ο άλλος πόλος
κάτω από θόλους και ψαλμούς
το μαύρο
ξεγεννάει τους ποιητές του
τρις στον
αέρα τους σηκώνει ο Διονύσιος.
Δοκιμή
Ανάστασης.
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου
Μπράβου ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983
Απόσπασμα σχετικό
με την ποιητική του Χρήστου Μπράβου από το ΕΠΙΜΕΤΡΟ της συγκεντρωτικής έκδοσης:
ΒΡΑΧΝΟΣ
ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ποιήματα και Κριτικά
Κείμενα 1981-1987, εκδόσεις Μελάνι 2018 )
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983)
Μην περπατήσεις τούτα
τα βουνά
η μάνα λέει
δεν κάνει να πατάμε πεθαμένους
ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ
Πεθάνανε νωρίς.
Τους έμαθα νύχτες παλιές
ξυπνούσαν ένας – ένας
στου πατέρα τα θαύματα·
κάποτε τους μυρίζω στον αέρα
-βαρύ άλιωτο κόκκινο.
Εδώ κανείς δεν άλλαξε τους
φράχτες
μια χλόη τους κυκλώνει
αλλού πυκνή αλλού ατάιστη.
Σημαδιακές παλάμες όλα αυτά
με τον καιρό μπορείς και τις διαβάζεις.
Φωτογραφίζεις από μνήμης τους απόντες.
ΠΕΡΙΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Ενέδρα των βουνών.
Βρίσκεσαι κυκλωμένος από παντού.
Μη δοκιμάσεις να ξεφύγεις.
Οι σκοτωμένοι κλείσαν όλα τα περάσματα.
ΓΕΝΕΘΛΙΟΣ ΤΟΠΟΣ
Πατρίδα των απόντων.
Οι φράχτες κι οι φωλιές των βράχων
κρατούν ακόμα βογκητά.
Ο χρόνος μετριέται με Ψυχοσάββατα.
[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983]
ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΛΩΡΟΣ
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983)
Μαύρες γυναίκες περνούν στο δρόμο
πάνε βουβές παν με τα κόλλυβα.
Ξάφνου ξυπνά το αίμα
βάφει τον ουρανό και το δρόμο
σφαίρες πέφτουν
στην πίσω πλαγιά του χρόνου.
Κατρακυλούν κεφάλια
και πέφτουνε στο δρόμο
μπρος στις μαύρες γυναίκες
που πάνε με τα κόλλυβα.
Εγώ τότε είπα:
Τα κεφάλια είναι ρολόι
οι μαύρες γυναίκες τοπίο.
ΔΙΚΟΠΗ ΜΕΡΑ
Πώς μπαμπακιάσαν τα
μαλλιά της μάνας μου…
Φέγγουν στο κόκκινο
της μέρας με τυφλώνουν.
Τρέχει ο μικρός μου γιος τρέχει γελώντας
τρέμοντας τρέχω
«ο φράχτης στάζει κόκκινο»
κι όπως της γδέρνω
το λαιμό και με σκεπάζει
χάνομαι μες στο μαύρο των μαλλιών της.
ΤΑ ΚΑΡΦΙΑ
Δεν ήταν οι Λυτές βραδιές.
Πώς ξύπνησε ολάνθιστος ο
δρόμος
ανάποδα καρφιά σπαρμένος
πώς εξύπνησε;
Η μάνα είπε άκουγε σφυριά
πνιγμένους χτύπους είπε
οληνύχτα
σαν να ’ρχονταν του βάθους.
Αυτός με την τανάλια
τραβούσε κι έβγαινε τραβούσε κι έβγαινε
άσωστο το καρφί μακρύ σαν
πόνος.
Κι ήρθαν αυτοί με τα σφυριά
γονάτισαν τις πρόκες μες στο
χώμα.
-Ποιος ξέρει τι ταβάνια
έχει η γης, κουνούσες μ’ ένα
φόβο το κεφάλι.
ΓΑΜΗΛΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Η πεθαμένη θεια μου στ’ άσπρα
κι ο μπάρμπας στο βυζί
έφραζαν πέρυσι οι εσώδρομοι
του
βασίλεψε στην πίσσα
‘28 – χρονιά ξεθυμασμένη.
Σε λέγανε Θανάση τότε
Θανάση σ’ έλεγαν ακόμα.
Ποιος έγραψε τα ύστερα
κι ετύλιξε βαμπάκια το κορμί
σου;
28 – χρονιά ξεθυμασμένη
λέπι στο νύχι μαύρο νερό.
Αχνίζω όταν ακούω τα κουπιά
ν’ ανοίγουν δρόμο να ξεχύνεται η νύχτα.
[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου ΟΡΕΙΝΟ
ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983]
ΑΝΕΠΙΔΟΤΟ
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983)
Πραματευτής κατέβαινε πάν’ από
την Αυλώνα
και συ λιώνεις στη Λάρισα με
ταραγμένο νου
άγρια πουλί τα δόντια του
τροχίζει σε κυκλώνα
και καρτεράει το μήνυμα στην
πόρτα τ’ ουρανού.
Σέρνει και μια καλόμουλα να
περπατεί καβάλα
θα σ’ έχει πισωκάπουλα σε
δημοσιά ανοιχτή.
Μαστόροι που σ’ αγάπησαν
στεριώνουνε τη σκάλα
κι αράχνες σου υφαίνουνε
νυφιάτικο σταχτί.
Το λόγο δεν απόσωσε κι ούτε
τον αποσώνει
και συ μάτια εκάρφωσες απάνω
μου να κλαις.
Φάντασμα το τραγούδι σου να
’ρχεται μες το χιόνι
και να φυσάει το γέλιο σου
στου κήπου τις μηλιές.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ Τ.
Παραχωμένη κι άφοβη στης γης
το μέγα μαύρο.
Της πεθαμένης μοναξιά οι άκρες
σου πού να ’ναι;
ΑΝΑΚΥΚΛΟΣ
Κάρβουνο που το γδύνουν
φυσερά - Το σίδερο στη λάβα -
Χτυπούν την κόψη του σφυριά
- ύστερα το βαφτίζουν -
Κόκκινο σ’ άλλη πτώση μας διπλώνει.
ΦΥΤΩΡΙΟ
«Φεύγουνε τα παιδιά μας» λέγαν οι κηπουροί
«στις λαϊκές πουλιούνται τα παιδιά μας».
Έπεφτε βράδυ και το κόκκινο θροούσε.
Σταχτί πηγάδι το ’πινε
ράντιζε γκρίζο κόκκινο
παιδιά – βραγιές.
Λαγωνικό το μάτι του θεού μας παραμόνευε.
Οι κηπουροί στον ύπνο
τους βογκούσαν.
-Ηλία, Γιάννη, φώναξα
έχει ρουφήχτρες το φυτώριο.
ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΝΗΜΗ
Γράφεις κύκλους
στο νωπό ταβάνι ζυγιάζεις τα φτερά σου.
Δεν θα ’ρθει ο ύπνος.
Θα τρως τα σωθικά μου
οληνύχτα
πατρίδα μου απέραντο κόκκινο.
[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983]
ΜΗΚΟΣ ΧΡΟΝΟΥ
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983)
Θα είναι νύχτα και θα
ουρλιάζουν τα βατράχια
και τα σκυλιά θα σεργιανούν
στην αγορά
και συ μ’ ένα μαχαίρι στα
νεφρά
θα συντροφεύεις τα φαντάσματα
στα βράχια.
Εκείνος θα ’ρχεται απ’ του
ανέμου την κρυψώνα
-ξύλινα πόδια που κοντεύουν
την οργιά –
και συ με τον ανάπηρο σουγιά
θα σκάβεις πάλι τ’ όνομά του
στον αιώνα.
Σε κούφια μέρα θα γλιστράς
τυφλός σακάτης
θα ’ν’ όλος αίμα του σκυλιού
σου ο ζουρνάς
κι αν φύγεις από πίσω θα
γυρνάς
στα μαυρολίθαρα δεμένος
απελάτης.
ΑΡΡΩΣΤΗ ΜΑΝΑ
Σάπια δοκάνια
δόκανα σιωπής
και το ψωμάκι κάρβουνο
το γάλα σου φαρμάκι.
Κακή αρρώστια σάπισε
πατρίδα τους μαστούς σου.
ΤΡΟΧΗΛΑΤΟΣ ΙΠΠΟΣ
Ο τσιμεντένιος βρόχος που σε πνίγει
είναι του δολοφόνου ο λαιμοδέτης.
Τράβηξε τη σκαντάλη ο αφέτης
κι απόδαροι μας στρώσαν στο κυνήγι.
Λιώσαν καλά τα κόκαλα του Λύκου
τον έφαγε η Κοκκινοσκουφίτσα.
Στη φούσκα Γη σιμώνει μια καρφίτσα
κι όλα είναι τώρα ζήτημα πηλίκου.
Φίδι δαγκώνει ο δρόμος την ουρά του
η Janis
Joplin
σήραγγα θανάτου
κι οι φίλοι ν’ αλυχτούν στα σκοτεινά.
Αίμα ηχώς παλιώνει στο ντουβάρι
φώτα φωτιές φωνές μαύρο κουβάρι
στο βράχο που με τρων τα πετεινά.
ΘΑΜΑΤΟΣ ΜΙΣΘΩΤΟΥ
Στη φωτογραφία θα βρουν
σφηνωμένη στο λαρύγγι του
τη λέξη που κατάπιε.
ΑΣΤΡΑ
(οικολογική αποκάλυψη του μικρού Ιωάννη)
Καπνίζουν οι άγγελοι, είπε.
Άμα σηκώσετε τη νύχτα το
κεφάλι σας θα τις ιδείτε
τις καύτρες των τσιγάρων τους.
Τι καφενείο τι ουρανός
ντουμάνι και φτυσιές κι αέρας σάπιος.
(κι ο κάτω κόσμος στάχτες κι αποτσίγαρα)
ΣΠΑΝΙΟ ΓΡΑΜΜΑΤΟΣΗΜΟ
Αλλιώς φυσάει κάποτε.
Σήραγγες δια-
σχίζουν το γκρίζο
κομματιάζουν την πέτρα
κι ένα πουλί χαρούμενο
με φέρνει πίσω.
Όλα στη σκόνη τους
κι οι νύχτες αλαφρές.
Δεν βγαίνουνε στο δρόμο
οι σκοτωμένοι
αστράφτουν στα καπούλια
οι πλαγιές.
Αλλού ταξιδεύω τότε.
Δεν έχει κόκκινο εκεί
δεν έχει γκρίζο.
[από τη συλλογή του Χρήστου Μπράβου
ΟΡΕΙΝΟ ΚΑΤΑΦΥΓΙΟ 1983]
ΠΙΟ ΚΑΤΩ ΑΚΙΝΗΤΟΥΣΕ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ
(… εδώ κυλούσανε τα μάτια της Σοφίας
τα ’πινε η μέρα και δεν έχει γιατρειά
πέφτω κι εγώ να σβήσω
με τη λινή μου φορεσιά
και τα χειμερινά μου χρόνια…)
Γυναίκες με τα μαύρα μου φωνάζανε
ο καπετάνιος είπε να μου ρίξουν
κι ο γέρος στη στροφή
ετσάκιζε της χτένας μου τα
δόντια.
Στον όχτο ετινάχθηκα.
Κι είδα τα ρούχα μου στεγνά τα
χρόνια μου να στάζουν.
Δεν εκαθάριζα τα λόγια της Σοφίας
όλο λάμδα και ρο μια γλώσσα ξένη εντεκάχρονη.
Στον ίσκιο ο ποτέ Μάλκο Ισούφ έτρωγε χώμα!..
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΜΠΡΑΒΟΥ
(σχόλιο του Χρήστου Δανιήλ από το ΕΠΙΜΕΤΡΟ του βιβλίου ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΡΑΒΟΣ
ΒΡΑΧΝΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ Ποιήματα και Κριτικά
Κείμενα 1981 – 1987)
Το βιωματικό υπόστρωμα του
Χρήστου Μπράβου που προφανώς καθόρισε τη διαμόρφωση της ευαισθησίας, της ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητά
του ήταν η ορεσίβια μετεμφυλιακή
πραγματικότητα της Δυτικής Μακεδονίας,
όπου και πέρασε τα κρίσιμα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Καταγόμενος
από μια οικογένεια με συμμετοχή στην Αντίσταση, όχι όμως και στον Εμφύλιο,
ζώντας τον απόηχο των γεγονότων και ακούγοντας προφορικές αφηγήσεις γι’ αυτά,
στιγματίζεται από το κλίμα και την ατμόσφαιρά τους· τα γεγονότα που δεν έζησε, αλλά καθόρισαν τη
ζωή στην οικογένεια και στο περιβάλλον που μεγαλώνει, μεγεθύνονται,
διαστέλλονται, μυθοποιούνται κατά
τρόπο ανάλογο με τη μυθοποίηση που λαμβάνουν
γεγονότα του παρελθόντος στις λαϊκές αφηγήσεις. Στη στιγματισμένη από τα δεινά του Εμφυλίου
Δυτική Μακεδονία, όπου και το κύριο θέατρο των πολεμικών συγκρούσεων, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 όταν η τεχνολογία δεν είχε ακόμη φτάσει και
δεν έχει αλλοιώσει τα βασικά τους πολιτισμικά γνωρίσματα, οι λαϊκές
παραδόσεις είναι ακόμη ζωντανές,
λειτουργικές στο πλαίσιο της κοινότητας.
Το δημοτικό τραγούδι είναι το συχνότερο άκουσμα στις ποικίλες εκδηλώσεις
του βίου, τα παραμύθια και οι
θρύλοι τα συχνότερα παιδικά ακούσματα.
Στο βιογραφικό σημείωμα που συντάσσει ο Μπράβος το 1981, και το οποίο δεν προοριζόταν «για πρόσληψη σε
δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση», όπως σημειώνει, αυτά τα στοιχεία επιλέγει να προτάξει, τα
οποία και μονοπωλούν τα στοιχεία ταυτότητας που παραθέτει. Η αναφορά στη σύγχρονη εποχή και στην Αθήνα
περιορίζεται μόλις στην τελευταία γραμμή!..
«Γεννήθηκα στη Δεσκάτη το 1948. Τις νύχτες του χειμώνα η γιαγιά μου μού ’λεγε
δημοτικά τραγούδια – ακούω ακόμα τον «Πραματευτή»…
Παρασκευή,
13 Αυγούστου 2021
Παρασκευή,
13 Αυγούστου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου