(…κι ένας καιρός που ο έρωτας τελειώνει…)
Όπως η μπαταρία σ’ ένα τρανζίστορ
που του λείπει το καλώδιο για σύνδεση
με το ηλεκτρικό
Υπάρχει το βραχυκύκλωμα δυο σωμάτων
Λέξεις βαθιές. Μεγάλες σαν γέφυρες
που ενώνουν το ένα μισό μιας πόλης με
το άλλο μισό
Ένα γαλάζιο πουκάμισο που φοράει μια
ξανθιά γυναίκα
χαμογελώντας κι από κάτω τίποτα
Ο θάνατος δεμένος σφιχτά σε μια
καρέκλα
με μια πετσέτα στο στόμα και το
πρόσωπο στο κενό
Υπάρχει ο μυστικός λογαριασμός που
τον ξοφλάει κανείς
κι εγώ δεν ξέρω ύστερα από πόσα
χρόνια
Ο ιδρώτας στον κρόταφο. Η δροσιά στο δέρμα.
Το ζεστό θόλωμα στην κόρη του ματιού.
Με βάση όλα αυτά (και μερικά άλλα)
θα μπορούσα να πω τι ακριβώς είναι ο
έρωτας.
ΔΥΟ ΖΕΥΓΑΡΙΑ ΑΝΑΠΟΔΟΓΥΡΙΣΜΕΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
(…Λίγη αγάπη. Και το τρίξιμο του κρεβατιού… -
EXPLANATIONS OF LOVE από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ
ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Αγάπες που αγαπώ και
πάθη που επιτρέπω:
Ν’ ανεβαίνω παλιά ξύλινα σκαλοπάτια…
Κάποια ποιήματα του Καβάφη.
Όμως κυρίως το χέρι μου στο στήθος
σου
(στίχοι από τις ΚΑΘΑΡΕΣ ΚΟΥΡΤΙΝΕΣ στην ίδια
συλλογή)
ΛΕΖΑΝΤΑ: Το σώμα μου είναι ένα όμποε που παίζει
Βιβάλντι…
(…το σώμα σου είναι μια
πόλη που έχει αρπάξει φωτιά – CODA)
Υπάρχουν σώματα τόσο περίπλοκα και
λευκά
όσο το αίσθημα του σκακιστή όταν
νικά.
Υπάρχουν σώματα τόσο άδεια
όσο ένα γήπεδο τα βράδια.
Υπάρχουν σώματα με ευαίσθητο δέρμα.
Σώματα που δεν φτάνουν ως το τέρμα.
Σώματα δυνατά. Με αυξημένη αντίσταση.
Σώματα κατάλληλα για κάθε περίσταση.
Πράσινα σώματα. Κόκκινα σώματα.
Σώματα ποιητών. Σώματα καλογήρων.
Σώματα που ανεβαίνουν στον ουρανό.
Σώματα που πέφτουν στο κενό.
Τα σώματα αυτών που έχουν μείνει
μόνοι.
Σώματα που αιωρούνται στην αγχόνη.
Σώματα τριχωτά. Σώματα σαρκοβόρα.
Σώματα αμφίβια. Σώματα προνομιούχα.
Σώματα σαν χωριά που τα ερήμωσε η
μετανάστευση.
Σώματα σαν κάτι μικροπράγματα που
χάνεις στη μετακόμιση.
Σώματα διαφανή.
Σώματα μυθικά (το μισό άνθρωπος το
μισό ζώο).
Σώματα αυτοδίδακτα, Σώματα ηλεκτροφόρα.
Σώματα σαν ατέλειωτες οικοδομές.
Σώματα σαν οικόπεδα περιφραγμένα.
Σώματα αναρριχητικά. Σώματα ταριχευμένα.
Τα σώματα του Γκρέκο.
Το σώμα μιας γυναίκας με πράσινο
μεταξωτό φόρεμα ένα ζεστό καλοκαιριάτικο πρωινό στις σκάλες του Ζαπείου.
Τέλος υπάρχουν σώματα με φύλλωμα
πυκνό.
Σώματα που δεν βλάστησαν ακόμα.
Σώματα μέσα σ’ άλλα σώματα.
Και σώματα στο χώμα.
[ΠΕΡΙ ΣΩΜΑΤΩΝ δοκίμιο Νάσου Βαγενά
από τη συλλογή του
ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, εκδόσεις
Κέδρος 1981
ένα ωραίο πρωινό γεμάτο φως
Δευτέρας που
φυσάει ένας απαλός αέρας.
Βαθύ γαλάζιο. Άσπρα πουλιά.
Και φυσικά η θάλασσα.
Ωστόσο λείπουν μερικά δένδρα,
Κι ένα – δύο καράβια στο βάθος. Που να δείχνουν
ότι μπορεί κανείς
ν’ αναχωρήσει…
ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΡΩΙ -
Πίνακας Ατελής ]
ΣΧΕΔΟΝ ΕΡΩΤΙΚΟ
(κι άλλα ποιήματα από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά
ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Όλα τ’ άγρια ζώα σκαρφαλώνουν στο κρεβάτι σου.
Φυσάει ένας δαιμονισμένος αέρας.
Ο λαιμός σου είναι ένας γλιστερός κορμός.
Δένδρου όπου μάταια προσπαθώ ν’ ανέβω.
DE RERUM NATURA
(con rime obbligate)
Αφού η ιστορία γράφεται με αίμα
και απαιτεί ποικίλες εκατόμβες
κι η αλήθεια είναι ένα θέμα
που το θίγουν μόνο οι βόμβες
ας αρκεστούμε σ’ ότι απομένει.
Το μικρότερο ψέμα είναι το καλύτερο.
Κι αν ο κόμπος φτάσει κάποτε στο χτένι
είναι προτιμότερο
να σπάσουμε το χτένι
(αργότερα το ξανακολλάμε
Πάντα βρίσκει κανείς μια κολλητική
ουσία σε κάποια ξεχασμένη
κρύπτη της ψυχής του)
Η καλύτερη πολιτική
είναι αυτή που υπαγορεύει η ειμαρμένη.
Με λίγη αισιοδοξία εδώ κι εκεί.
ΜΕΛΕΤΗ ΘΑΝΑΤΟΥ ΙΙ
Ο θάνατος κάθε τόσο λέει:
καλά φτάσαμε ως εδώ.
Και βγάζει ένα λερωμένο μαντίλι και σκουπίζεται.
Από την τσέπη του πέφτει ένα χαρτονόμισμα.
Το βρίσκει ένα παιδάκι κι αγοράζει ζαχαρωτά.
Το βρίσκει μια κοπέλα κι αγοράζει φόρεμα.
Το βρίσκει ένας τρελός κι αγοράζει τον ουρανό.
Το βρίσκει ένας γνωστικός και το επιστρέφει στο θάνατο.
ΑΝΑΚΡΕΟΝΤΕΙΟΝ
Πρέπει να ξαναβρούμε το φως του φεγγαριού.
Και τα μεγάλα χείλη μας
ν’ αγγίξουν
το κόκκινο μαστό της
άνοιξης.
Με τ’ όραμα μιας πρωτάκουστης
μουσικής
να γείρουμε απαλά στην
αγκαλιά της φύσης.
Που θα ’χει όλα της τα χρώματα.
Και δε θα ξεβάφει.
Ο ΚΑΛΒΟΣ ΣΤΗ ΓΕΝΕΥΗ
Ένας παλιός καναπές. Μια καρέκλα που τρίζει
Κλειστές κουρτίνες.
Το τραπέζι στενό.
Στο ράφι τραγωδίες του Αλφιέρι
Και τα οργισμένα γράμματα του Φώσκολου.
Χειμώνας. Αέρας ψυχρός.
Βροχή. Το ποτάμι.
Στην άλλη όχθη ο κόμης Capo d’Istria
ταχυδρομεί επιστολές στην Πετρούπολη.
Και περιμένει.
Περιμένει. Περιμένει.
Τη νύχτα μ’ ένα βαρύ παλτό περπατάει
μέσα από δρόμους υπαρκτούς
κι ανύπαρκτους:
Grand’ Rue, Place St. Germais. Rue Beauregard.
Ελευθερίας. Rue du
Soleil – Levant. Αρετής.
Ή γράφει κάτι σπασμένα ελληνικά
σε χαρτί δανεισμένο από τη λέσχη Societe
de lecture.
ΣΟΝΕΤΟ
Σκεπασμένο με
κόκκινα φύλλα
ζεστό φεγγάρι
Ακίνητο
πάνω από το
σταματημένο φορτηγό
Ο οδηγός
του οποίου
γαλήνιος
ουρεί στον απέναντι τοίχο
ΤΟ
ΕΜΒΑΔΟΝ ΤΗΣ ΟΔΥΝΗΣ
(από
τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ 1981)
Καφές βαρύς. Γεύση βυθού.
Κι ένα τηλεφώνημα από την αθέατη πλευρά της ψυχής σου.
(Μιλούσες για πράγματα που δεν χρειάζεται να τα ξαναλέει κανείς).
Ο θάνατος καθισμένος στο διπλανό τραπέζι διαβάζει εφημερίδα.
Ένας αργόσχολος κάνει πως απολαμβάνει το φως.
Το γκαρσόνι κοιτάζει κάθε τόσο τον ουρανό.
Ο άγγελος του έχει πάρει προαγωγή. Και δε φαίνεται πια
Fr 91
Αέρας. Βροχή. Κατά καιρούς χιόνι.
Είναι το χιόνι που μας κάνει να σκεφτόμαστε την άνοιξη.
Η πράσινη εποχή.
Όμως πόσο διαρκεί; (Ηράκλειτος
κλπ.)
Όμως το να επιμένεις ότι η γη γυρίζει κάτω από τα πόδια σου
μάλλον συσκοτίζει τα πράγματα.
Όπως και το ν’ αγγίζεις με το δάχτυλο
τις μελανές ουλές τ’ ουρανού.
Σκύψε βαθιά στο κρανίο σου
φίλε μου.
Η ωραιότερη εκδοχή
δεν είναι αναγκαστικά και η λιγότερο γνωστή!..
ΠΑΝΤΟΥΜ
Άνθρωπε έχεις μεγάλα κόκκινα φτερά.
Δεν λογαριάζεις τον κίνδυνο της ευτυχίας.
Το κεφάλι σου είναι από μαύρο περισκόπιο
που το βγάζεις συχνά στον ουρανό.
ΣΥΝΕΧΕΙΑ από σελ. 38
ΑΚΤΗ ΒΟΥΛΙΑΓΜΕΝΗΣ
Η σκιά μου πέφτει πάνω σου.
Σε κόβει στα δύο. Το ένα
κομμάτι σου (το
λευκό) ανεβαίνει στον ουρανό.
Το άλλο βουλιάζει στο χώμα. Με τραβάει.
Μέσα από πέτρες σκοτεινές
κι από ρίζες.
Σ’ ένα άλλο ουρανό.
Πιο βαθύ. Πιο γαλάζιο!..
ΕΠΙΘΑΛΑΜΙΟ
Το σώμα σου όταν σ’ αγκαλιάζω σαλεύει. Τρέμει
σαν την Καστοριά που καθρεφτίζεται στο νερό
Και το δέρμα σου σκεπάζει το δέρμα μου
όπως η κουβέρτα τον άρρωστο.
Μου φαίνεται πως ήταν ο Σικελιανός
που μιλούσε για το μεγάλο ατσάλινο αμόνι
της Σιγής (με κεφαλαίο) προφανώς εννοώντας
πως χωρίς εσένα δεν ακούγεται ήχος.
Αλλά κι αυτό που ακούγεται μ’ εσένα
δεν ξέρω πώς να τ’ ονομάσω. Αρμονία των άστρων;
Δώρο της ύπαρξης; Μαγεία; Μουσική των κόσμων;
Ή απλώς έκσταση του τίποτα;
[από τη συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ
ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ, Κέδρος 1981]
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΔΕΝ ΨΕΥΔΕΤΑΙ ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΑ ΤΟΣΑ ΠΟΥ ΑΠΟΦΑΙΝΕΤΑΙ
(… ίσως κάτι ν’
απομείνει στο δέρμα σου
σαν ένα ελάχιστο
ποσοστό αθανασίας… )
Περιπλανήσου όσο
μπορείς στο σκοτάδι ψηλαφητά κι έπειτα –ξαφνικά - βγες στο ξέφωτο που σε
περιμένει. Είναι το φως του φεγγαριού καμωμένο από αίμα. Ψυχρός αέρας γεμίζει
τις άδειες αορτές. Κάτι σαν μέταλλο σκουριασμένο. Στη μέση της πλατείας ένας
γηραιός οδοκαθαριστής περισυλλέγει σ’ ένα σωρό τα κατάλοιπα της προτεραίας.
Ποδοβολητά. Τροχαλίες. Αλλαγή σκηνικού. Στα νύχια σου καθρεφτίζεται μια
καινούρια μέρα. Αλλά οι νόμοι αυτής της χώρας παραμένουν αμετάβλητοι. Στα
παράθυρα ανεβοκατεβαίνουν τρωκτικά. Και ο θάνατος εξωθεί προς τις συνήθεις
επινοήσεις.
[Η ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΥΠΑΡΞΗΣ
από συλλογή του Νάσου Βαγενά ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ 1981]
ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ ΤΗΣ ΡΩΞΑΝΗΣ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ
(στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του…)
Στα ΓΟΝΑΤΑ της ΡΩΞΑΝΗΣ ο Νάσος Βαγενάς περιδιαβαίνει τις άλλες τέχνες,
τσιμπολογώντας μορφές, σκηνές, διαθέσεις, παράλληλες ιδέες. Με την τέχνη του
πιτσικάτο, τσιμπολογάει στοιχεία από τη ζωγραφική, όπως το ΠΡΟΓΕΥΜΑ στη ΧΛΟΗ του Μανέ, που μπορεί να είναι και Η ΓΕΦΥΡΑ πάνω από τη ΛΙΜΝΗ με τα ΝΟΥΦΑΡΑ του Μονέ, πράγμα που υπαινίσσεται πένθιμα πράγματα. Πιο
πέρα «μια ΓΥΝΑΙΚΑ προσπαθεί να ξεφύγει. Πιασμένη σ’ ένα δίχτυ από ρυτίδες», σαν
παραλλαγή του χρόνου που φεύγει ή του θανάτου που έρχεται, παίρνοντας ή
φέρνοντας την αγάπη και τον έρωτα που ξεθυμαίνει σαν «δυο ζευγάρια
αναποδογυρισμένα παπούτσια». Στο ποίημα ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΟΥ ΥΜΗΤΤΟΥ, σαν να
βρίσκεται στην Αρκαδία (Et in Arcadia ego) ή στον Κιθαιρώνα ή τέλος πάντων σ’
ένα βουνό που εμπλέκεται στη μυθολογία, θα γίνει «σάτυρος» και θα μετατρέψει
την άχαρη ζωή σε αρχαίο σκηνικό με τη γυμνή δρυάδα που φοράει μόνο «ένα
ελάχιστο κομμάτι απ’ την ψυχή» της «κι αυτό διάφανο» «Σαν ένα φύλλο συκής
ματαιωμένο». Βρίσκει ο Βαγενάς τον τρόπο να ακυρώνει αυτό που μόλις έστησε ή,
αλλιώς, να διώχνει το ρομαντικό που πάει να ξεμυτίσει… Το ίδιο και στο ποίημα
ΕΘΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ, όπου όλα στημένα σαν σκηνικό σε πίνακα Αναγεννήσεως,
ανατρέπονται αυτομάτως, όταν μας δείχνει έναν άνθρωπο «με το κεφάλι στα χέρια»
κι εκείνη τη γυναίκα που «ξερνούσε δυο βήματα παραπέρα». Ο Βαγενάς, δηλαδή, δεν
δείχνει να ικανοποιείται από τις εύκολες εικόνες. Οι επιφάνειες του δίνουν
αφορμή για να κοιτάζει από πίσω και από κάτω. Έτσι, όλα τα ανατρέπει. Τίποτα
δεν μένει όρθιο ή ωραίο ή σχεδόν. Τίποτα δεν ταιριάζει όπως στο ποίημα «Coda»,
όπου Εκείνη είναι «πόλη που έχει αρπάξει φωτιά» κι Εκείνος «όμποε που παίζει
Βιβάλντι». Στο ΩΡΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟ ΠΡΩΙ, σαν Καβάφης μέσα στην ωραία Αττική – φως,
αέρα, άμμο, θάλασσα – (τα τέσσερα στοιχεία των υλοζωιστών) συνθέτουν όρους ζωής,
αλλά λείπουν τα δέντρα, λείπουν και τα καράβια!.. ΤΑ ΓΟΝΑΤΑ της ΡΩΞΑΝΗΣ είναι, τελικά, μια
ερωτική συλλογή, στην οποία ο έρωτας είναι παρών μέσα από την απουσία του,
απομυθοποιημένος, ανέφικτος, πάντα κάτι λείπει για να είναι ή να δίνει χαρά.
Απλώνεται και κυριεύει το ποίημα και έπειτα χάνεται, στην τελευταία λέξη
μετατρέπεται σε «έκσταση του τίποτα». Εδώ ο Βαγενάς διέτρεξε όλες τις
καλλιτεχνικές εκδοχές για να μιλήσει. Πέρασε από πίνακες ζωγραφικής, από
μουσικές συνθέσεις, ποιήματα και ποιητές. Μετέπλασε όλα τα ωραία σε μια θλιβερή
συλλογή αφιερωμένη στον άδοξο έρωτα. Σαν να βλέπει πάντα πίσω από τα φαινόμενα,
σαν να ξέρει καλά τι κρύβει η άλλη όψη, σαν να μην πιστεύει σε τίποτα και αυτό,
βέβαια, είναι πιο πικρό, γιατί διαλύει την αυταπάτη και όλη την τέχνη που σ’
αυτήν στηρίχτηκε [αποσπάσματα από την κριτική της Ανθούλας Δανιήλ]
Δευτέρα,
22 Δεκεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου