Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2025

Σ’ ΑΥΤΟ ΤΟ «ΠΕΡΙΠΟΥ» ΚΑΘΕΤΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ. ΤΗ ΒΛΕΠΕΙΣ;

 Παράταιρα πράγματα παίρνει στα χέρια του –
μια πέτρα, ένα σπασμένο κεραμίδι,  δυο καμένα σπίρτα
το σκουριασμένο καρφί στον απέναντι τοίχο, 
το φύλλο που μπήκε απ’ το παράθυρο, 
τις στάλες που πέφτουν απ’ τις ποτισμένες γλάστρες, 
τ’ άχυρο εκείνο που ’φερε  χτες ο αέρας στα μαλλιά σου –
τα παίρνει  κι εκεί στην αυλή του
χτίζει περίπου ένα δένδρο. 
 Σ’ αυτό το «περίπου» κάθεται η  Ποίηση.   Τη βλέπεις;
  
Η ΑΔΑΜΑΣΤΗ
Όχι γαλάζιος  - λέει  - ο ουρανός είναι κόκκινος
με κίτρινες κουκκίδες.  Έτσι λέει.  Στρώνει το χέρι της,
παίρνει το κόκκινο πιάτο από το ράφι,  κόβει το μήλο,
πετάει απ’ το παράθυρο το μήλο και το πιάτο,
στέκεται αντίκρυ στον καθρέφτη  και χτενίζεται,
με κόκκινα παπούτσια,  πράσινα μαλλιά,  γαλάζια στήθη,
με το μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια της σα χαλινάρι,
έτοιμη να πηδήσει το είδωλό της,  με το κόκκινο άλογό της –
κι άστραψε η χαίτη σ’ ένα τίναγμα στο βάθος του καθρέφτη.  
 
ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Πότισε τα λουλούδια.
Άκουσε το νερό να στάζει απ’ το μπαλκόνι.
Τα σανίδια μουσκεύουν  και  παλιώνουν.
Μεθαύριο, όταν θα πέσει το μπαλκόνι,
αυτή θα μείνει στον αέρα, 
ήσυχη,  ωραία,  κρατώντας μες τα χέρια της 
τις δυο μεγάλες γλάστρες  τα γεράνια της
και το χαμόγελό της!..
 [στίχοι από τη  συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ επιλογή από τη ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ 1957]
Επιλογές κι άλλων αποσπασμάτων  από την εν λόγω συλλογή   αντιγραφή και επικόλληση από την επιλογή της Χρύσας Προκοπάκη: ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ ΓΙΑΝΝΗ ΡΙΤΣΟΥ, εκδόσεις Κέδρος 2000

 

 


ΠΛΑΓΙΩΣ

(κι άλλες επιλογές από τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ σειρά δεύτερη  του Γιάννη Ρίτσου 1957)

Εμένα κοίταξε το πουλί.  Το ρολόι σταμάτησε.

Έχω μια πέτρα δική μου πλάι στη θάλασσα – λέει.

Έχω τις σ·τέγες με το μέρος μου.  Γι’ αυτό

είναι έτσι κόκκινες  κι  εγώ  κοκκινίζω·

δεν είδα που γδυνόσουν  κι εγώ κοίταζα

μια σπιθαμή πιο πλάι απ’ τα σφυρά σου,

μια σπιθαμή πιο πάνω απ’ τα μαλλιά σου·  εκεί

ήταν μονάχα ο ουρανός·  -  δεν τον είδα!..

 

ΠΡΩΤΗ ΗΔΟΝΗ

Περήφανα βουνά,  Καλλίδρομον, Οίτη,  Όρθυς,

κυρίαρχα βράχια, αμπέλια, στάχυα  κι ελαιώνες·

εδώ έχουν στήσει λατομεία,  η θάλασσα τραβήχθηκε·

δυνατό μύρο ηλιοκαμένων σκίνων

και το ρετσίνι στάζοντας θρόμβους.

Μεγάλο,  κατερχόμενο βράδυ.

Εκεί, στην όχθη, ο Αχιλλέας,  ούτε έφηβος σχεδόν ακόμη,

δένοντας τα σαντάλια του,

ένιωσε εκείνη την ξέχωρη ηδονή,

καθώς κράτησε μέσα στη φούχτα του  τη φτέρνα του.

Για λίγο αφαιρέθηκε

κι έμεινε να κοιτάζει τις ανταύγειες των νερών.

Ύστερα   μπήκε στα σιδεράδικο

και παράγγειλε την ασπίδα του!.. –

ήξερε τώρα επακριβώς το σχήμα,  τις σκηνές,  το μέγεθος.

 

Η ΜΑΝΤΙΣΣΑ

Λυμένα πάντα τα μαλλιά της,  σα μοιρολογήτρα

πάνω από κάποιον αόρατο νεκρόν  ή πάνω

απ’ τον ίδιο νεκρό της.  «Κακό δώρο  - λέει –

να μαντεύεις σωστά».   Κείνο το δίχτυ  το σκοτεινό,

του λουτρού,  μπροστά στα μάτια της

σαν τα ίδια τα μαλλιά της  -  όχι μόνο δίχτυ θανάτου,

μα. χειρότερα, δίχτυ του δόλου,  του φθόνου

ή του ακατόρθωτου.

Κι έρχονται πάλι  οι ωραίες ώρες του έαρος,  οι εύθραυστες  - 

ένα παιδί χώνει τα πόδια του σ’ εκείνη

τη μεγάλη λεκάνη,  παίζει με το σαπούνι,

κι αυτή,  κάνοντας με τα δυο της νύχια

δυο σχισμές στα πεσμένα μαλλιά της,  σα να παίζει

μια λύρα,  μεσ’ από τ’ ανοίγματα βαθιά παρατηρεί,

σωστά μαντεύει  και  σωστά χαμογελάει.

[από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ  επιλογή από τη ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ 1957]

 

ΚΑΘΑΡΙΟΣ ΜΗΝΑΣ

(από τις ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ σειρά δεύτερη  του Γιάννη Ρίτσου 1957)

Λιακάδα του Γενάρη·  παγωμένη, απογυμνωτική διαφάνεια.

Έφυγαν μεμιάς όλα τα σύννεφα.  Στους δασωμένους λόφους,

ακόμη σκοτεινούς απ’ τις μεγάλες υγρασίες,  ανεβαίνουν

γαλάζιοι οι καπνοί των βοσκών.  Κι οι οροσειρές, πιο πίσω,

γαλάζιες αποκλειστικά  -  το υπέρτατο γαλάζιο.  Άλλο χρώμα,

σ’ αυτό το μέγα  -  λέει  - το διαυγές τοπίο, δε χωράει,

εκτός από το ελάχιστο κόκκινο του πετεινού που τον σφάξαν

πάνω στην πέτρα των θεμελίων.  Έτσι είπε.  Κι μ’ αυτό εννοούσε

την κίνηση των δύο δαχτύλων,  ξεσκεπάζοντας

έναν ώμο γυμνό,  μια πληγή,  μια πηγή  ή  ένα όνειρο!..

 

ΔΕΥΤΕΡΑ ΠΑΡΟΥΣΙΑ

Φτάνουν,  μακριά σειρά, μέσα στη νύχτα,  οι σκοτωμένοι·

κοιτούν τριγύρω·  δοκιμάζουν τα κλειδιά·  ανοίγουν την πόρτα·

μπαίνουν στο σπίτι·  ψάχνουν στα σκοτεινά·  δε βρίσκουν τίποτα.

Εσύ ’σαι κάτου απ’ το κρεβάτι.  Εκείνο το κρεβάτι

που ήταν για να πλαγιάζεις πάνω του,  τώρα

το σηκώνεις στη ράχη σου.  Και πίσω απ’ την κουρτίνα

στέκεται σταυρωμένος ο ίσκιος του παράθυρου.

Οι νεκροί δεν ξέρουν διόλου  γιατί πέθαναν!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ  ΣΕΙΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ με ποιήματα γραμμένα από το 1964 ως το 1965)

 

ΕΚΕΙ ΠΑΝΟΥ,  ΣΑΝ ΑΥΡΙΟ,  ΣΚΟΤΩΣΑΝ  ΤΟΥΣ ΣΑΡΑΝΤΑ

(…είκοσι χρόνια πέρασαν.  Κανείς δεν είπε τ’ όνομά τους…)

Καταλαβαίνεις τη ζωή μας.   Κάθε χρόνο,  σαν τέτοια μέρα, βρίσκαμε κάτω απ’ τις λεύκες   ένα σπασμένο κεραμίδι,  δυο σβησμένα κάρβουνα,  λίγο λιβάνι,  ένα καλάθι με σταφύλια,  ένα μελισσοκέρι  με μαύρη καύτρα.   Ούτε που πρόφταινε ν’ ανάψει.  Το ’σβηνε  ο αγέρας.   Γι’ αυτό, τα βράδια, κάθονται οι γριές στις πόρτες σαν παλιά εικονίσματα,   γι’ αυτό έτσι γρήγορα μεγάλωσαν τα μάτια των παιδιών μας  και  τα σκυλιά μας κάνουν πως κοιτά αλλού  όταν περνούν χωροφυλάκοι!..   (ΚΑΣΤΑΝΙΑ από τη συλλογή  του Γιάννη Ρίτσου ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ Σειρά δεύτερη του, που περιλαμβάνουν ποιήματα γραμμένα από το 1964  ως το 1965 )

Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Ο,ΤΙ ΕΦΥΓΕ, ΡΙΖΩΝΕΙ ΕΔΩ, ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΘΕΣΗ…

  (…λυπημένο,   αμίλητο   όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού…) …που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες, και στη γωνία της κάμαρας,   εκ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ