Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2025

ΚΑΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ, ΤΟΤΕ, ΠΩΣ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΙΧΕ, ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΞΑΝΑ ΕΙΠΩΘΕΙ…

 

(…και τους πήρε φόβος μεγάλος…)

 

(τάδε έφη…)  Ο ΠΙΟ ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ (Καντάτα σελ. 36-37)

Ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή,

δεν έζησα κι εγώ αυτή τη μικρή χαρά

που και το πιο ταπεινό μυρμήγκι νοιώθει –

η δίψα για όσα ήθελα, η τύψη για ό,τι έκανα,

καίγοντας απ’ τον πανικό της στιγμής

 και την τρέλα της αιωνιότητας –

θα μπορούσ’ ακόμα και να φτύσω

πάνω στο πρόσωπο της πεθαμένης μητέρας μου

για λίγη αναγνώριση,

α, δόξα, πιο απέραντη κι απ’ τον έρωτα,

πιο ακριβή απ’ την ομορφιά,

πιο γλυκιά κι απ’ τα παιδικά χρόνια –

σκοτεινή σαν τον τάφο.

 

και ο  ΠΟΙΗΤΗΣ  (αμέσως μετά…)

 Κι ω, εσείς, αρίθμητες νύχτες της γης,

ω αιώνιες νύχτες, νύχτες σε σκοτεινές πελώριες αγκαλιές

που τις διαπερνούν ρίγη και δάκρυα!..

Κι ω Ποίηση, εσύ, ελάχιστε θνητέ σπόρε του αιώνιου χρόνου (αποσπάσματα από τις σελ. 37-38)

Νύχτες υψωμένες ως το άπειρο κι ακόμα ψηλότερα, ως τον εαυτό μας,

ωριμάζοντας το απίθανο και το οριστικό.

Εσείς παιδικές νύχτες, που ένας άγγελος μας υπαγόρευε

τα έκθαμβα παραμιλητά μας

και νύχτες των αγοριών που τρέματε,

σα μια μικρή αρραβωνιαστικιά που γδύνεται μπροστά μας.

Ω νύχτες, νύχτες ταπείνωσης, που η περιφρόνηση του κόσμου

σου ανοίγει την ίδια την αγκαλιά του Θεού.

Νύχτες προορισμένες, που τα μαντεύετε όλα ξαφνικά,

σαν το βαθύ, σχεδόν κοφτερό, βλέμμα των άρρωστων παιδιών

που σε λίγο θα πεθάνουν.

Απλές, καρτερικές νύχτες σα μυθικά, μεγάλα κατορθώματα,

αβάσταχτες, σαν ευτυχία, νύχτες

νύχτες που η μεγάλη χειρονομία της ζωής σου ανεβαίνει,

σαν κύμα μέσα σου,

την τελευταία στιγμή όμως δείλιασες ή ανέβαλες,

και ζεις για πάντα πια μ’ αυτήν την ακατόρθωτη χειρονομία

κρεμασμένη δίπλα σου

σαν ένα παράλυτο χέρι –

ω, αφήστε με να κλάψω γερτός στον ώμο σας, μεγάλες μου αδελφές,

νύχτες.

Νύχτες θριάμβου που μέσα στα τραγούδια και το πολυθόρυβο κρασί

η αξεδίψαστη ψυχή σου πίνει τη ματαιότητα σε κάθε κούπα,

όπως ανάμεσα στις λέξεις ενός στίχου κλείνει σιωπηλά το ανείπωτο.

Κι εσείς, οι άλλες εκείνες νύχτες,

που ο θάνατος σε κλείνει στο αιώνιο μυστικό του

σα μια καινούργια, μεγάλη παρθενιά – ω νύχτες,

αρίθμητες νύχτες  της γης,

κι ω Ποίηση, εσύ, ελάχιστε, θνητέ σπόρε

του αιώνιου χρόνου.

 


(Ένας γέρος, με μια μεγάλη κρεατοελιά στη μύτη, βγαίνει και κάθεται σ’ ένα κατώφλι. Η νύχτα βαθαίνει)

 

Ο ΓΕΡΟΣ: 

Και να ’μαι τώρα εδώ, καθισμένος σε τούτο το κατώφλι, αντίκρυ στην αιωνιότητα! (αποσπάσματα από τις σελ. 38-39)

Ο χρόνος μ’ έπλυνε κι απ’ τις αμαρτίες κι απ’ τις αρετές

και κάθομαι ανήμπορος, νυστάζοντας ανάμεσα στις μύγες και το φόβο

και τις αναμνήσεις.

Ήρεμος και απόμακρος, σα μια πράξη που έγινε

και την ακολουθεί η σιωπή.

Και τίποτα, κανείς, δε θα μπορούσε να την κάνει να μην είχε γίνει.

Κι η γερασμένη, ναρκωμένη μου ψυχή μόλις μαντεύει αόριστα,

εκείνο το τρομαχτικό που με περιμένει.

 

(σε λίγο έχει αποκοιμηθεί. Παύση. Οι γυναίκες μια – μια γονατίζουν)

 

ΓΥΝΑΙΚΕΣ  (σελ. 39): 

Η γη είναι το προσκεφάλι που ακουμπήσαμε κι ονειρευτήκαμε

ενώ το κορμί μας ξεχείλιζε απ’ τα όνειρα και της παρθενιάς το γάλα.

Η γη είναι το κρεβάτι που μας αγκάλιασαν οι άνδρες μας

και μπήκαν μέσα μας βαθειά, ώσπου ξαναγεννήθηκαν

σε μικρά άφταιγα παιδιά.

Η γη ήταν η μεγάλη ευτυχία που ζήσαμε

κι ο πικρός τάφος που μας περιμένει.

Η γη είναι που κάθε νύχτα πίνει τα δάκρυά μας

και γίνηκαν αυτά τα δυνατά ποτάμια

και τούτα δω  τα πολυστέναχτα βιολιά

Η γη είναι η γη μας

 

ΑΝΔΡΕΣ   (σελ. 40): 

Κι ω, ας είσαστε ευλογημένες μέρες της δοκιμασίας.

Εσείς, που μας δείξατε την απεραντοσύνη των δρόμων,

όταν όλοι μας κλείναν τις πόρτες τους.

Εσείς που όταν όλοι μας είχανε ξεχάσει,  μας μάθατε να θυμόμαστε.

Εσείς που μας διδάξατε

πως αν η καλοσύνη είναι το χέρι του Θεού πάνω απ’ τον κόσμο,

η δικαιοσύνη είναι το πρόσωπο του μεγάλου ανθρώπινου πλήθους

μέσα μας.   Ω εσείς που αδειάσατε τα χέρια μας

απ’ τα όνειρα, για ν’ ακουμπήσετε άγιον άρτο,

την πράξη.  Σαν τις γυναίκες που παίρνουνε

την πρόσκαιρη ηδονή σου και σου ξαναδίνουν

την αιώνια σου συνέχεια.   Ας είσαστε ευλογημένες

 

(Οι γυναίκες έχουν στο μεταξύ σηκωθεί)

 

ΠΟΙΗΤΗΣ    (σελ. 40): 

Γιατί ο πόνος, ο απέραντος ανθρώπινος πόνος,

σ’ ανασηκώνει πάνω απ’ τον εαυτό σου

ως την παραίσθηση και την τρέλα και την προφητεία,

και τη μοίρα – κι ακόμα ψηλότερα

ως τη δικαιοσύνη.  Και μυρμηδίζεις όλο από μνήμες

και πράξεις κι οράματα

και βλέπεις κύματα – κύματα τις γενιές να ’ρχονται

απ’ το βάθος του χρόνου  κι  αιώνια να πλένουν τον κόσμο.

Κι οι ρόγες των δαχτύλων σου φουσκώνουν και πονάνε

σαν τις ετοιμόγεννες κοιλιές.

Και τότε καταλαβαίνεις τους πόνους του απείρου

όταν κοιλοπονούνε τον κόσμο.

Και τους πόνους της γης   για να γεννήσει ένα στάχυ.

Ή τους πόνους ολόκληρης της αιωνιότητας,

για να γεννηθεί κάποτε ένα τραγούδι.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ    (σελ. 41): 

65. Κι οι μέρες πέρασαν γρήγορα.  Κι ήρθε το τελευταίο απόγεμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.

66. Κι ακούμπησε στο μικρό,  καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού  και κοίταζε κάτω την πολιτεία.

67. Κι ύστερα κοίταξε ψηλά,  που αρχίζαν ν’ ανάβουν τ’ άστρα, ένα –ένα.

68. Και τότε μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα να ’σβηναν όλες μεμιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασάνιζαν.

69. Κι ένοιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως ήταν παιδί,  και  κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του  ή  του ’λεγε μια παρήγορη λέξη.

70. Και ψιθύρισε σιγανά:  σύντροφοι.

 

ΠΟΙΗΤΗΣ    (σελ. 41): 

Τίποτα.  Κανείς.  Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο

με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο, απ’ τα φανάρια των δρόμων.

Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,

τα φώτα των αυτοκινήτων τους δίνουν μια στιγμή

το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρα  και  του Ορέστη,

λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,

ενώ, πελώριες  κι αόρατες,  σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν

στο βάθος του δρόμου

η κούραση,  η μοιχεία  -  κι η συνήθεια…    

(παραλείπεται μια παράγραφος)

 

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΑΥΤΟΣ ΜΕ ΤΗΝ ΠΑΛΟΜΑ    (σελ. 43): 

Θυμάσαι, αλήθεια, που ’δαμε ξαφνικά τις άδειες κάμαρες

στη γειτονική αυλή   με τους παιδικούς φίλους.

«Φύγαμε»,  είπαμε.  Και κλάψαμε   όλα τα δάκρυα της ζωής μας

Οι κάμαρες ήταν ψυχρές,  οι τοίχοι γυμνοί,

με τα τετράγωνα αποτυπώματα απ’ τα κάδρα

σα μικρές εικόνες του μεγάλου κενού.

«Φύγαμε»,  ξαναπάμε.

Και μέσα στη φωνή μας τρέμαν όλοι οι αιώνιοι χωρισμοί.

Ενώ αυτοί οι ξένοι, αυτοί οι παρείσακτοι

με τις χοντρές φωνές  και  τις ρυτίδες,

λέγαν κάτι βαριές, άγνωστες λέξεις:

υπομονή,  αύριο,  όλα περνάνε…

Είχαν ξεχάσει πως δεν περνάει τίποτα, μόνο που λίγο αλλάζουν.

Κι όλα αυτά που έγιναν,  θα ξαναγίνουν πάλι

έν’ άλλο, το ίδιο έκθαμβο  κι αναπότρεπτο, πρωινό,

 

Α!..  παιδικές φιλίες, σύντομοι τρυφεροί πρόλογοι

των μεγάλων αυριανών ερώτων.

 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ  (σελ. 43): 

71. Και τον οδήγησαν,  μαζί με δυο άλλους συντρόφους του, σ’ ένα μικρό λόφο, λίγο πιο έξω απ’ την πόλη.

72. Πίσω από ένα παλιό, ερειπωμένο, νοσοκομείο.

73. Κι ότι ξημέρωνε

74. Κι ο αξιωματικός του αποσπάσματος,  όπως είναι αρχαίο συνήθειο, πήγε και στάθηκε μπροστά στον ακρινό σύντροφο και ρώτησε:

75. Ποια είναι η τελευταία σου επιθυμία;

76. Κι εκείνος ζήτησε να καπνίσει.   Και του ’δωσαν

77. Κι ο αξιωματικός πήγε και στάθηκε στο δεύτερο σύντροφο.  Και τον ερώτησε κι αυτόν

78. Κι εκείνος ζήτησε μια πέτρα μεγάλη.

79. κι ο αξιωματικός περίεργος, διέταξε να την φέρουν.   Κι απομακρύνθηκε λίγο.

80. Τότε αυτός  πήρε την πέτρα που ζήτησε και την ακούμπησε κάτου, στο χώμα, ανάμεσα στους δυο άλλους συντρόφους του.  Κι ανέβηκε πάνω.

81. Γιατί ήταν κοντός.

 

ΧΟΡΟΣ    (σελ. 44): 

Στέρησε μας τη δόξα  και τον έρωτα,

Στέρησέ μας τ’ όνειρο ή τη φιλία·

στέρησέ μας ακόμα και την υπομονή –

μονάχα ένα μη μας στερήσεις, ω απέραντη, αναρίθμητη Ζωή!

Γιατί όλα τα πλούτη αν τα ’χεις και σου λείψει αυτό,

είσαι φτωχός.

Όλες τις δόξες κι αν αποχτήσεις, είσαι έρημος –

μη, μη, μη μας στερήσεις ποτέ, ω άγια, γλυκιά ζωή

την Αγάπη μας για σένα!

 

ΠΟΙΗΤΗΣ   (σελ. 44)

Και μέσα στα κλειστά. σφραγισμένα σπίτια άνθρωποι

που κάποτε αγαπήθηκαν παράφορα

και τώρα στο ίδιο κρεβάτι κρυώνει ν’ αγγίζει ο ένας τον άλλον,

μα ο φόβος της μοναξιάς, κι ο οίκτος κι ο χρόνος που πέρασε

κι ολόκληρη   η κατεστραμμένη ζωή τους –

κι αυτή η δυστυχισμένη ανάγκη κάπου ν’ αφοσιωθείς,

ακόμα κι εκεί που σε διώχνουν,

τους έδεσαν για πάντα μαζί. Και κάθε που ξυπνάνε τη  νύχτα,

συλλογίζονται γι’ αυτό το ξένο πρόσωπο που κοιμάται δίπλα τους:

«αν τουλάχιστον πέθαινε»

 

Κι άνθρωποι που σηκώνονται αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι

και πλησιάζουν τον καθρέφτη και ψαχουλεύουν το κρύο γυαλί

μήπως αγγίξουν το πρόσωπό τους. Μα τα χέρια τους είναι τυφλά,

σακατεμένα απ’ το βάρος όλων αυτών   που δεν έδωσαν.

Ώσπου ανάβοντας ξαφνικά ένα σπίρτο

βλέπουν με τρόμο μέσα στον καθρέφτη

έναν άνθρωπο άγνωστο – ε, ποιος είναι;

Πίσω απ’ τη δυσπιστία ή τον εγωισμό

χάσαν για πάντα τον εαυτό τους.

 

Άνθρωποι τρελοί από απελπισία,

άνθρωποι νεκροί από καθημερινότητα,

άνθρωποι μικρόψυχοι μέσα στις αρετές τους

κι άλλοι εξαγνισμένοι απ’ τις πελώριες αμαρτίες τους.

Άνθρωποι που δίνονται ολάκεροι σ’ ένα μεγάλο, απελπισμένο πάθος,

μέχρι που χάνονται.

Κι άλλοι που αντιστέκονται και νικούν

και συνεχίζουν την ασήμαντη, ξεθωριασμένη ζωή τους.

Τίποτ’ άλλο   παρά άνθρωποι.

 

Τα διανυκτερεύοντα  φαρμακεία με τις χρωματιστές γυάλες

σαν τ’ άρρωστα τοπία του φεγγαριού. Κι οι εκκλησίες,

σαν τυφλά απομεινάρια ενός γκρεμισμένου Παραδείσου

που σωριάστηκε πάνω στη γη.

Μονάχα το βήμα του νυχτοφύλακα ακούγεται κάθε τόσο,

μα κανείς δεν βλέπει την τρεμούλα των χεριών του

καθώς νιώθει αόριστα μες στο σκοτάδι, πως δε φυλάει

παρά τα ερείπια ενός κόσμου μακρινού

που χάθηκε.

Κι οι αρχαιολόγοι σκάβοντας μια μέρα θα τρομάξουν

μπροστά στον τόσο ανθρώπινο πόνο

 

συνέχεια από σελ. 46 -53 (συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΚΑΙ ΘΥΜΗΘΗΚΑΝ, ΤΟΤΕ, ΠΩΣ ΤΟΥΤΟΣ Ο ΛΟΓΟΣ ΕΙΧΕ, ΠΡΙΝ ΠΟΛΛΑ ΧΡΟΝΙΑ, ΞΑΝΑ ΕΙΠΩΘΕΙ…

  (…και τους πήρε φόβος μεγάλος…)   (τάδε έφη…)   Ο ΠΙΟ ΤΡΟΜΕΡΟΣ ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ (Καντάτα σελ. 36-37) Ούτε μια μέρα, ούτε μια στιγμή...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ