(…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…)
(«Γιατί σωπαίνουν τα
κοχύλια;
Γιατί δεν τραγουδούνε
τα παιδιά;
Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και
τα φυτά
Οι γυναίκες μας φόρεσαν
όλα τα δάκρυα» - Τάκης Βαρβιτσιώτης)
Λέγοντας και γράφοντας
για τη νοσταλγία, θα επανέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ερωτήματα
ρητορικά ή αναπάντητα για τα παιδιά.
Είναι λοιπόν η παιδική
ηλικία το «νόστιμον ήμαρ»;
Η Λουκίδου δανείζεται
μια στροφή από ένα ποίημα του Τάκη Βαρβιτσιώτη, για να στοιχειοθετήσει τη δική
της απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα:
«Γιατί δεν τραγουδάνε τα παιδιά;»
Δεν είναι που στρίβει τη γωνιά
Πυρπολημένη υακίνθους η αθωότητά μας
Με μάτια τόσο σιωπηλά
Σαν στοχασμός του δειλινού
Στα τέλη του Σεπτέμβρη
Δεν είν’ που πλέουν πένθιμα
Μικρά σεντούκια ψάθινα
Γεμάτα παραμύθια
Γυάλινους βώλους που σκορπά
Τη νύχτα ο γαλαξίας
Μολύβια και σφεντόνες
Όμως γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;
Δεν είν’ που αποφοιτήσαντες Θεοί
Με αποσκευές στο χέρι
Κοιτάζουν το ρολόι του σταθμού
Την ύστατη αναχώρηση
Πάνω από ουράνιους εξώστες
Καρτερώντας
Είναι που τα γαλάζια μας τετράδια
Στη νύχτα εξατμίζονται
Κι ύστερα γίνονται πουλιά
Και τραβηγμένα στη στεριά καΐκια
Ερωτεύονται
Μα επιτέλους γιατί δεν τραγουδούνε τα
παιδιά;
Το σφύριγμα του τραίνου ολοένα
πλησιάζει
Γιατί λοιπόν δεν τραγουδούνε
Ίσως τα προσπεράσει
Κι ύστερα πούνε αδιάφορα;
Το τραίνο δεν το είδαμε
Το σφύριγμά του πνίγηκε απ’ τις
μελωδικές φωνές
Εμείς μονάχα τραγουδούσαμε
Πάντα σ’ όλο τον κόσμο
Χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει
[ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ από
τη συλλογή
της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου
ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός
1999]
Κι άλλα ποιήματα ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από την εν λόγω συλλογή
για… ΝΑ ΦΥΓΟΥΜΕ ΜΑΖΙ
Γιατί η λιμνάζουσα ζωή
Συνομιλεί τις Κυριακές Με αγάπες πεθαμένες
Κι ύστερα απ’ το παράθυρο
Μέσα στο αγιάζι της νύχτας Σχισμένα ποιήματα σκορπά
Που μονάχα τ’ αγάλματα Κρυφά περισυλλέγουν
Για να σκεπάζουνε μ’ αυτά
Της λαξευτής τους μοναξιάς Το ανελέητο ψύχος
Γι’ αυτό σου λέω: Θα ’ρθεις να φύγουμε μαζί;
Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΙΤΣΟΛΕΣ ή ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ
(από τη συλλογή της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ
ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)
Κι
επειδή ό,τι αγαπήσαμε κι ό,τι μας
ξάφνιασε με την αυθαιρεσία του,
ό,τι
κρυφά ανάσαινε γνεψίματα μιας εφηβείας χαμένης
θέλοντας
ν’ αποσπάσει δάκρυα που δεν τολμούσαμε
ίσως
να φανερώσουμε,
«όταν
διαλύαμε κρυφά» στη μοναξιά της
Κυριακής
«δυο
κύβους από έρωτα»,
μπορεί
και να το χάσουμε
σαν θα
γλιστρήσει αθόρυβα μες στου καιρού τα πράσινα νερά,
φύλαξε
αγαπημένε μου ένα καράβι χάρτινο
στην
αποβάθρα των ματιών μου να σε βγάλει,
την
γκρίζα λήθη να πλανέψει
Κι ενώ
όλα του κόσμου τα ρολόγια θα σημαίνουν τελετουργικά
τη
θανατική καταδίκη εκείνων που απέστρεψαν
το βλέμμα τους
από τα
βήματα των κοριτσιών που διάβαιναν στους
δρόμους των ρυτίδων
Θα
έρθει αυτό να ξεγελάσει με φιλιά του χρόνου τη συνωμοσία
μηνώντας
σου απ’ τα θαλασσινά νερά πως σε όλους
περισσεύουν
λίγες
λέξεις αγάπης που πλάι – πλάι, αν
σταθούν φωτοβολίδες,
γέφυρες
σχηματίζουνε
τείνοντας
να ενώσουνε το μέλλον με το παρελθόν,
να
συγκεράσουν και να νικήσουν
και τα δυο
πέρα
απ’ τη διάρκεια των πραγμάτων επιζώντας
ΦΡΑΓΜΑ ΘΕΡΜΗΣ
Κατευοδώναμε την αναχώρηση
Τα
ων νηκτικών πτηνών
Αγιάζοντας τα ύδατα
Με παπαρούνες
Βγάλαμε και φωτογραφίες
Ανυποψίαστοι κι οι δυο
Για τον κατακλυσμό
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΩΝ
Νύχτα
Χριστουγέννων παραθαλάσσια
Με το
κορίτσι της γειτονιάς
Στο
παρκάκι δίπλα στην εκκλησία
Κατάστικτος
λαθραίων αγγιγμάτων
Και
ευχών
Να
πίνεις στην υγειά Νοσηλευόμενων ελπίδων
Υπέρ
ευκρασίας να εύχεσαι
Ανήλικων
ποιημάτων
Απελευθέρωσης
Νυμφίων αιχμαλώτων
Και
αποστηθίζοντας τον Ενεστώτα
Του
ρήματος θα ζήσω
Ν’
απομακρύνεσαι
Κουνώντας
μου το χέρι
Ταχυδρομώντας
μου φιλιά
Μέχρι
που πια άλλο δεν μ’ έβλεπες
Μέχρι
που πια ο δρόμος τέλειωνε
Ο
δρόμος πάντα τελειώνει
ΑΠΟΥΣΙΕΣ
Καταμεσής
του υετού παλιρροώντας σε Έρωτες
Έψαχνα
Ένα
παράθυρο ανοιχτό να το φυσάει ο Αύγουστος
Μια
ξαφνική εκπυρσοκρότηση γιασεμιών
Μήπως
και φωταγωγηθούν
Οι σκοτεινές
πλατείες του μυαλού μου
Να
γέρνω με θυμάται
Να
σπρώχνω απουσίες και να γέρνω
Κι
ύστερα φωνές
Πέφτω. Λυγίζουν τα υπάρχοντα μου κι η
προδοσία
Με
φυσάει από τη μνήμη
Κάποιος
να κλείσει ερμητικά τη μνήμη
Τα
σπίτια τα στοιχειώνουνε ύπουλες χαραμάδες
Ρωγμές
που μόλις και μετά βίας χωράει
Ένα γράμμα ή μια
τύψη λαθρεπιβάτιδα της σκόνης
Γιατί
δεν κλείνει εντελώς;
Ποιον
αποχαιρετά αυτό το φλύαρο μαντίλι
Που
προεξέχει του χαμού;
[από τη συλλογή της Ευτυχίας –
Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ
ΝΟΣΤΟΥ 1999]
ΘΑ ’ΒΡΙΣΚΕ
ΤΡΟΠΟΥΣ ΦΤΕΡΩΤΟΥΣ Η ΘΛΙΨΗ
(από τη συλλογή της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ
ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)
Αν με
τα αργύρια που με παρέδωσες
Εξαγόραζες
την απολεσθείσα μου αθωότητα
Θα
είχε κάποιες ελπίδες η λάμψη
Που
έχω κλεισμένη στο ντουλαπάικι της όρασης
Ν’
αναστηλώσει το βλέμμα
Αν από
το βιβλιοπωλείο κοντά στη Frauenkirche
Σ’
άφηνα να μου αγοράσεις το Λεύκωμα Chagall
Θα
’βρισκε τρόπους φτερωτούς η θλίψη ν’ απογιεωθεί
Ή ίσως
κι ο βιολιστής που κάθεται στη στέγη
Της δεξιάς
σελίδας να παραχωρούσε την καρέκλα του
Στο
κουρασμένο μου μυαλό
Ατέλειωτα
μερόνυχτα το περιφέρω από φωτογραφίες
Σε
πανσελήνους κι απ’ τη φωνή σου στη σιωπή
της
Ώσπου, κατάκοπο πια,
θ’ ανταλλάσσει κι
Αυτή
τη μνήμη της αφής για ενός λεπτού
Ανάπαυση
ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΖΩΗΣ
(…πίδακας ευφροσύνης,
για να υψωθεί
Έως τη στίλβη του απείρου σου…)
Πρέπει
ένα πούπουλο από το πάπλωμα
που
σκεπάζει το γυμνό κορίτσι
Ή ένας
δείκτης ρολογιού που σπάζει
μόλις
αυτό ξεσκεπάζεται, για ν’ ανταλλάξει
τη
φωνή του με των χελιδονιών
Να
γεφυρώσει τις πιο βαθιές αβύσσους
Να
στήσει καρτέρι στο δρόμο της Σελήνης
-ύπτια
κολυμπώντας περνά από εκεί
μεσάνυχτα
η απελπισία –
Τότε
θα νιώσεις το σφυγμό του κόσμου όλου ν’ αναπάλλει
Θεία
χαμόγελα θα βρεις πάνω στην άλμη των δακρύων
Και απ’
όλες τις καταφρονεμένες γωνίτσες
Που
ασκητεύουνε οι όρκοι της αγάπης μου
Θα
δεις
Τα
ζοφερά ξέφτια του πόνου σου κλωστές να γίνονται
Ουράνιες κι αργά να χαλαρώνει των ημερών σου
Το
σχοινί που σιγανά σε πνίγει!..
ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝ
Με
ξόρκια που διαλύουν την αιθάλη και ξαστερώνουν την Όραση
περάσανε
τα χρόνια!..
Το ένα
μου χέρι ύψωνα σε πολιτείες γυάλινες με ανθρώπους
Που
απ’ το «χωρίς» προτίμησαν το
«με»
αναρριχώμενο
ιστίο επάνω από τη θύελλα
την
έλευση προφήτευε μιας νέας φράσης άφθαρτης
-πώς
λέμε Εύκλειτος Πόνος –
Στ’
άλλο μου χέρι κράταγα μια εξαρθρωμένη κούκλα
άνεργα
τα μάτια της διαιώνιζαν
σε
χρόνους παρατατικούς τεμαχισμένων
εικόνων
ράκη
Κι εσύ
εκεί πάντα εκεί να με παιδεύεις
Σαν
πετραδάκι στο παπούτσι να με ακολουθείς
Σταμάτα
πια να με ρωτάς
Τι με
ρωτα, κουράστηκα
Πού
θες να ξέρω με τι ριμάρει το «θυμάμαι»;
[από τη συλλογή της Ευτυχίας –
Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ
ΝΟΣΤΟΥ 1999]
ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕ ΑΣΧΗΜΟ ΤΕΛΟΣ…
(… είχες περάσει απέναντι… Δε μ’ άκουγες…)
Κι ενώ η παρέλαση των
βροχερών ημερών σου με στοίχηση
πειθαρχική τελούνταν στην παραλία, άξαφνα, ομπρέλες από ευγενή μέταλλα φτιαγμένες άρχισαν να αιωρούνται, κλιμακωτά γεωμετρώντας το τοπίο, τον παρ’ ολίγον θάνατο ν’ ακινητούν. Ήτανε πια καιρός. Χρόνια τώρα η μονοσήμαντη ζωή υπέφερε από
ναυτία. Ύστερα κατέφθασαν οι Αλκυονίδες
τύψεις μιας πρώιμα φευγάτης
Άνοιξης που μες στο καταχείμωνο
μεταμελούνταν, εύκρατα παραμιλητά σε αυτοσχέδιους κήπους, λαθρεμπόριο φιλιών στις στροφές των δρόμων και από κοινού η απόφαση να παίξουμε τους δήμιους. Φυλακίζαμε λοιπόν μες σε φωτογραφίες το κιόσκι που ’βλεπε στο λούνα – παρκ, συνθήματα σε τοίχους ή στάσεις
λεωφορείων, ανορθόγραφες
υποσχέσεις στα παγκάκια, ματαιόδοξες
αντανακλάσεις πρωινής λύπης πάνω σε
βρόχινα νερά, την αγαπημένη μου
παλάμη που σου θύμωνε και
πάντοτε το γέλιο μου – σου άρεσε το γέλιο μου - ιδίως όταν το ξεναγούσες στη γενέθλια χώρα του. Μόνο που η φωνή σου -
σπασμένη και βραχνή όπως η μνήμη των απωλειών – δραπέτευε
μονίμως. Συνήθως κάποιοι στίχοι, φίλοι καλοί από παλιά, της πρόσφεραν κατάλυμα,
μόνο για μια νύχτα. Άλλοτε: «…της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το
καράβι…» ή «…πήγε ο νους σας στην Άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά
παιδια;» και πάλι κυνηγημένη έφευγε, για να κρυφτεί σε
αιθρίας ημιτόνια, στην απαρχή του
έγχρωμου να απορήσει: «πού με πηγαίνεις;»!.. Ένα απόγευμα μου ανήγγειλες την είδηση. Κάποιοι απήγαγαν το πάρκο μας. Φανατικοί διώκτες των θρησκευόμενων του
Έρωτα, ιερόσυλοι αιρετικοί, εισέβαλαν
στην προστάτιδα φυλλοβόλα περιοχή,
ασέλγησαν στις ώρες μας, λήστεψαν
τις πατημασιές, έσβησαν τα φανάρια. Σκοτείνιασε!.. Δε σ’ έβλεπα. Δεν έχει μέρος πια για μας, μονολογούσες. Μας άφησαν τη θάλασσα,
σου έλεγα. Δεν έχει μέρος
πια!.. Σου έδειξα τη θάλασσα. Δε μ’ έβλεπες. Έχουν αφήσει και εμάς, σου φώναξα.
Είχες περάσει απέναντι. Δε μ’
άκουγες… [από τη συλλογή της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας
Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ Εκδόσεις Αρμός 1999)
Τρίτη,
24 Ιουνίου 2025