Δευτέρα 23 Ιουνίου 2025

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

 

(…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…)

(«Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια;

Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;

Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυτά

Οι γυναίκες μας φόρεσαν όλα τα δάκρυα» - Τάκης Βαρβιτσιώτης)

 

Λέγοντας και γράφοντας για τη νοσταλγία, θα επανέρχονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ερωτήματα ρητορικά ή αναπάντητα για τα παιδιά.

Είναι λοιπόν η παιδική ηλικία το «νόστιμον ήμαρ»;

Η Λουκίδου δανείζεται μια στροφή από ένα ποίημα του Τάκη Βαρβιτσιώτη, για να στοιχειοθετήσει τη δική της απάντηση στο βασανιστικό ερώτημα:   «Γιατί δεν τραγουδάνε τα παιδιά;»

 

Δεν είναι που στρίβει τη γωνιά

Πυρπολημένη υακίνθους η αθωότητά μας

Με μάτια τόσο σιωπηλά

Σαν στοχασμός του δειλινού

Στα τέλη του Σεπτέμβρη

 

Δεν είν’ που πλέουν πένθιμα

Μικρά σεντούκια ψάθινα

Γεμάτα παραμύθια

Γυάλινους βώλους που σκορπά

Τη νύχτα ο γαλαξίας

Μολύβια και σφεντόνες

 

Όμως γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;

 

Δεν είν’ που αποφοιτήσαντες Θεοί

Με αποσκευές στο χέρι

Κοιτάζουν το ρολόι του σταθμού

Την ύστατη αναχώρηση

Πάνω από ουράνιους εξώστες

Καρτερώντας

 

Είναι που τα γαλάζια μας τετράδια

Στη νύχτα εξατμίζονται

Κι ύστερα γίνονται πουλιά

Και τραβηγμένα στη στεριά καΐκια

Ερωτεύονται

 

Μα επιτέλους γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά;

 

Το σφύριγμα του τραίνου ολοένα πλησιάζει

Γιατί λοιπόν δεν τραγουδούνε

Ίσως τα προσπεράσει

Κι ύστερα πούνε αδιάφορα;

Το τραίνο δεν το είδαμε

Το σφύριγμά του πνίγηκε απ’ τις μελωδικές φωνές

Εμείς μονάχα τραγουδούσαμε

Πάντα σ’ όλο τον κόσμο

Χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει

[ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΤΡΑΓΟΥΔΑΝΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ από τη συλλογή

της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου

ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ, εκδόσεις Αρμός 1999]



 

Κι άλλα ποιήματα  ΑΝΘΟΛΟΓΟΥΝΤΑΙ από την εν λόγω  συλλογή   για…    ΝΑ   ΦΥΓΟΥΜΕ ΜΑΖΙ 

Γιατί  η λιμνάζουσα ζωή    

Συνομιλεί τις Κυριακές   Με αγάπες πεθαμένες

 

Κι ύστερα απ’ το παράθυρο

Μέσα στο αγιάζι της νύχτας   Σχισμένα ποιήματα σκορπά

Που μονάχα τ’ αγάλματα    Κρυφά περισυλλέγουν

Για να σκεπάζουνε μ’ αυτά

Της λαξευτής τους μοναξιάς   Το ανελέητο ψύχος 

 

Γι’ αυτό σου λέω:   Θα ’ρθεις να φύγουμε μαζί;  

 

Η ΠΡΩΤΗ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΕΠΙΤΣΟΛΕΣ  ή ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΝ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Κι επειδή ό,τι αγαπήσαμε  κι ό,τι μας ξάφνιασε με την αυθαιρεσία του,

ό,τι κρυφά ανάσαινε  γνεψίματα  μιας εφηβείας χαμένης

θέλοντας ν’ αποσπάσει δάκρυα που δεν τολμούσαμε

ίσως να φανερώσουμε,

«όταν διαλύαμε κρυφά»   στη μοναξιά της Κυριακής

«δυο κύβους από έρωτα»,

μπορεί και να το χάσουμε

σαν θα γλιστρήσει αθόρυβα μες στου καιρού τα πράσινα νερά,

φύλαξε αγαπημένε μου ένα καράβι χάρτινο

στην αποβάθρα των ματιών μου  να σε βγάλει,

την γκρίζα  λήθη να πλανέψει

 

Κι ενώ όλα του κόσμου τα ρολόγια θα σημαίνουν τελετουργικά

τη θανατική καταδίκη εκείνων  που απέστρεψαν το βλέμμα τους

από τα βήματα των κοριτσιών  που διάβαιναν στους δρόμους των ρυτίδων

Θα έρθει αυτό να ξεγελάσει με φιλιά του χρόνου τη συνωμοσία

μηνώντας σου απ’ τα θαλασσινά νερά  πως σε όλους περισσεύουν

λίγες λέξεις αγάπης που πλάι – πλάι,  αν σταθούν φωτοβολίδες,

γέφυρες σχηματίζουνε

 

τείνοντας να ενώσουνε το μέλλον  με το παρελθόν,

να συγκεράσουν  και να  νικήσουν  και τα δυο

πέρα απ’ τη διάρκεια των πραγμάτων επιζώντας

 

ΦΡΑΓΜΑ ΘΕΡΜΗΣ

Κατευοδώναμε την αναχώρηση   Τα

ων νηκτικών πτηνών

Αγιάζοντας τα ύδατα  

Με παπαρούνες

Βγάλαμε και φωτογραφίες

 

Ανυποψίαστοι κι οι δυο

Για τον κατακλυσμό

 

ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΩΝ ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΩΝ

Νύχτα Χριστουγέννων παραθαλάσσια

Με το κορίτσι της γειτονιάς

Στο παρκάκι δίπλα στην εκκλησία

Κατάστικτος λαθραίων αγγιγμάτων 

Και ευχών

Να πίνεις στην υγειά    Νοσηλευόμενων  ελπίδων

Υπέρ ευκρασίας να εύχεσαι

Ανήλικων ποιημάτων

Απελευθέρωσης Νυμφίων αιχμαλώτων

Και αποστηθίζοντας τον Ενεστώτα

Του ρήματος θα ζήσω

Ν’ απομακρύνεσαι

Κουνώντας μου το χέρι

Ταχυδρομώντας μου φιλιά

 

Μέχρι που πια άλλο δεν μ’ έβλεπες

Μέχρι που πια ο δρόμος τέλειωνε

 

Ο δρόμος πάντα τελειώνει

 

ΑΠΟΥΣΙΕΣ

Καταμεσής του υετού παλιρροώντας σε Έρωτες

Έψαχνα

Ένα παράθυρο ανοιχτό να το φυσάει  ο  Αύγουστος

Μια ξαφνική  εκπυρσοκρότηση  γιασεμιών

Μήπως και φωταγωγηθούν

Οι σκοτεινές πλατείες του μυαλού μου

 

Να γέρνω με θυμάται

Να σπρώχνω απουσίες  και  να γέρνω

Κι ύστερα φωνές

Πέφτω.  Λυγίζουν τα υπάρχοντα μου  κι  η προδοσία

Με φυσάει από τη μνήμη

Κάποιος να κλείσει ερμητικά τη μνήμη

 

Τα σπίτια τα στοιχειώνουνε ύπουλες χαραμάδες

Ρωγμές που μόλις και μετά βίας χωράει

Ένα γράμμα  ή  μια τύψη  λαθρεπιβάτιδα της σκόνης

 

Γιατί δεν κλείνει εντελώς;

Ποιον αποχαιρετά  αυτό το φλύαρο μαντίλι

Που προεξέχει του χαμού;

[από τη συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999] 

 

ΘΑ  ’ΒΡΙΣΚΕ ΤΡΟΠΟΥΣ ΦΤΕΡΩΤΟΥΣ Η ΘΛΙΨΗ

(από τη συλλογή της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999)

Αν με τα αργύρια που με παρέδωσες

Εξαγόραζες την απολεσθείσα μου αθωότητα

Θα είχε κάποιες ελπίδες η λάμψη

Που έχω κλεισμένη στο ντουλαπάικι  της όρασης

Ν’ αναστηλώσει το βλέμμα

 

Αν από το βιβλιοπωλείο κοντά στη  Frauenkirche

Σ’ άφηνα να μου αγοράσεις το Λεύκωμα  Chagall

Θα ’βρισκε τρόπους φτερωτούς η θλίψη ν’ απογιεωθεί

 

Ή ίσως κι ο βιολιστής που κάθεται στη στέγη

Της δεξιάς σελίδας να παραχωρούσε την καρέκλα του

Στο κουρασμένο μου μυαλό

 

Ατέλειωτα μερόνυχτα το περιφέρω από φωτογραφίες

Σε πανσελήνους  κι απ’ τη φωνή σου στη σιωπή της

Ώσπου,  κατάκοπο πια,  θ’ ανταλλάσσει  κι

Αυτή τη μνήμη της αφής  για ενός λεπτού

Ανάπαυση

 

ΠΑΡΑΤΑΣΗ ΖΩΗΣ  

(…πίδακας ευφροσύνης,  για να υψωθεί 

Έως τη στίλβη του απείρου σου…)

Πρέπει ένα πούπουλο από το πάπλωμα

που σκεπάζει το γυμνό κορίτσι

Ή ένας δείκτης ρολογιού που σπάζει

μόλις αυτό ξεσκεπάζεται,  για ν’ ανταλλάξει

τη φωνή του με των χελιδονιών

Να γεφυρώσει τις πιο βαθιές αβύσσους

Να στήσει καρτέρι στο δρόμο της Σελήνης

-ύπτια κολυμπώντας περνά από εκεί

μεσάνυχτα η απελπισία –

 

Τότε θα νιώσεις το σφυγμό του κόσμου όλου ν’ αναπάλλει

Θεία χαμόγελα θα βρεις πάνω στην άλμη των δακρύων

Και απ’ όλες τις καταφρονεμένες  γωνίτσες

Που ασκητεύουνε οι όρκοι της αγάπης μου

Θα δεις

 

Τα ζοφερά ξέφτια του πόνου σου κλωστές να γίνονται

Ουράνιες  κι αργά να χαλαρώνει των ημερών σου

Το σχοινί που σιγανά σε πνίγει!..

 

ΩΣΕΙ ΠΑΡΩΝ

Με ξόρκια που διαλύουν την αιθάλη  και  ξαστερώνουν την Όραση

περάσανε τα χρόνια!..

 

Το ένα μου χέρι ύψωνα σε πολιτείες γυάλινες με ανθρώπους

Που απ’ το  «χωρίς»  προτίμησαν το  «με»

αναρριχώμενο ιστίο επάνω από τη θύελλα

την έλευση προφήτευε μιας νέας φράσης άφθαρτης

-πώς λέμε  Εύκλειτος  Πόνος –

Στ’ άλλο μου χέρι κράταγα μια εξαρθρωμένη κούκλα

άνεργα τα μάτια της διαιώνιζαν

σε χρόνους παρατατικούς τεμαχισμένων

εικόνων ράκη

 

Κι εσύ εκεί  πάντα εκεί  να με παιδεύεις

Σαν πετραδάκι στο παπούτσι να με ακολουθείς

Σταμάτα πια να με ρωτάς

Τι με ρωτα,  κουράστηκα

Πού θες να ξέρω με τι ριμάρει  το  «θυμάμαι»;

[από τη συλλογή της Ευτυχίας – Αλεξάνδρας Λουκίδου  ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ 1999] 

 

ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕ ΑΣΧΗΜΟ ΤΕΛΟΣ…

(… είχες περάσει απέναντι…  Δε μ’ άκουγες…)

Κι ενώ η παρέλαση των βροχερών ημερών σου   με στοίχηση πειθαρχική τελούνταν στην παραλία,  άξαφνα,  ομπρέλες από ευγενή μέταλλα φτιαγμένες   άρχισαν να αιωρούνται,  κλιμακωτά γεωμετρώντας το τοπίο,   τον παρ’ ολίγον θάνατο ν’ ακινητούν.   Ήτανε πια καιρός.   Χρόνια τώρα η μονοσήμαντη ζωή υπέφερε από ναυτία.   Ύστερα κατέφθασαν οι Αλκυονίδες τύψεις μιας πρώιμα   φευγάτης Άνοιξης  που μες στο καταχείμωνο μεταμελούνταν,  εύκρατα παραμιλητά  σε αυτοσχέδιους κήπους,  λαθρεμπόριο φιλιών   στις στροφές των δρόμων  και από κοινού η απόφαση  να παίξουμε τους δήμιους.   Φυλακίζαμε λοιπόν μες σε φωτογραφίες  το κιόσκι που ’βλεπε   στο λούνα – παρκ,  συνθήματα σε τοίχους ή  στάσεις   λεωφορείων,  ανορθόγραφες υποσχέσεις στα παγκάκια,   ματαιόδοξες αντανακλάσεις πρωινής λύπης  πάνω σε βρόχινα νερά,  την αγαπημένη μου παλάμη  που σου θύμωνε   και  πάντοτε το γέλιο μου – σου άρεσε το γέλιο μου -  ιδίως όταν το ξεναγούσες  στη γενέθλια χώρα του.   Μόνο που η φωνή σου  -  σπασμένη  και  βραχνή όπως η μνήμη των απωλειών – δραπέτευε μονίμως.  Συνήθως   κάποιοι στίχοι,  φίλοι καλοί από παλιά, της πρόσφεραν  κατάλυμα,  μόνο για μια νύχτα.  Άλλοτε:  «…της Σαλονίκης μοναχά της πρέπει το καράβι…»  ή  «…πήγε ο νους σας  στην Άνοιξη που είναι σκληρή για τα μικρά παιδια;»  και  πάλι κυνηγημένη έφευγε, για να κρυφτεί σε αιθρίας ημιτόνια,  στην απαρχή του έγχρωμου  να απορήσει:  «πού με πηγαίνεις;»!..  Ένα απόγευμα μου ανήγγειλες την είδηση.   Κάποιοι απήγαγαν το πάρκο μας.   Φανατικοί διώκτες των θρησκευόμενων του Έρωτα, ιερόσυλοι αιρετικοί,  εισέβαλαν στην προστάτιδα φυλλοβόλα περιοχή,   ασέλγησαν στις ώρες μας,  λήστεψαν τις πατημασιές,  έσβησαν τα φανάρια.   Σκοτείνιασε!..  Δε σ’ έβλεπα.   Δεν έχει μέρος πια για μας,  μονολογούσες.   Μας άφησαν τη  θάλασσα,  σου έλεγα.   Δεν έχει μέρος πια!..  Σου έδειξα τη θάλασσα.  Δε μ’ έβλεπες.   Έχουν αφήσει και εμάς,  σου φώναξα.   Είχες περάσει απέναντι.   Δε μ’ άκουγες…      [από τη συλλογή της Ευτυχίας - Αλεξάνδρας Λουκίδου ΕΝ ΤΗ ΡΥΜΗ ΤΟΥ ΝΟΣΤΟΥ Εκδόσεις Αρμός 1999)

Τρίτη, 24 Ιουνίου 2025

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2025

ΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΕΙΜΑΣΤΕ…

 

(… που οι ίδιοι  αφήσαν άταφα από δειλία 

ή δόξας λύσσα  ή  ξαφνικό χαμό…)

Σε δίχτυ πληροφοριών μπλεγμένος

τα ίχνη εμένα του ίδιου που πεθαίνω  

 

μάταια ζητώ.  Ανεξιχνίαστος φόνος.  

Τι έγινε ό,τι ήτανε τόπος και χρόνος 

 

της ύπαρξής μου;  Ανύπαρκτες διευθύνσεις 

και  ημερομηνίες…  Παραισθήσεις 

 

κάνουνε το κορμί μου άγνωστο μέρος,  

ονόματα που μόλις τα προφέρω 

 

στάχτη στο στόμα γίνονται,  χωρία α-

νερμήνευτα σε μαντικά βιβλία  

 

ενέδρες φονικές με τριγυρίζουν, 

σελίδες στο κενό γυρνούν  και  τρίζουν  

 

πορτόφυλλα στον αέρα δίχως πόρτες  

λέξεις – λέξεις  φονιάδες και προδότες… 

 

Κι έτσι στο περιθώριο σφαγμένος

τη νέκυια μου τελώ  και  κατεβαίνω 

 

στης Ποίησης τον Άδη… Έσχατο ρίγος

μ’ αρπάει και στα έγκατα με πάει δίχως  

 

ακόμη να περάσω τα σκοτάδια  

τρέχουνε καταπάνω μου κοπάδια 

 

 σαρκονεφέλες  αέρινες σπιλιάδες  

αλλάζοντας αδιάκοπα χιλιάδες  

 

σχήματα όπως απλώνουν και τανύζουν 

ρευστές φωνές  και χέρια και μ’ αγγίζουν  

 

«Τα λόγια των ποιητών,  που οι ίδιοι αφήσαν

άταφα  από δειλία  ή δόξας λύσσα 

 

ή  ξαφνικό χαμό,  είμαστε·   ούτε μνήμα

πονετικής σιωπής μας δέχτηκε  ούτε Ποίημα. 

 

 Θνητά  και  καθημερινά  και γήινα 

έξω από τέχνη και ζωή  απομείνα-

 

με άλυωτα στο μαρτύριο της σάπιας

αθανασίας…   Πες στο Σαββίδη και σε κάποια

 

γραΐδια  που μας έχουν ταριχεύσει

καιρός το κρίμα τούτο να τελέψει. 

 

Από τα αρχεία τους έξω να μας βγάλουν

και σε πυρά εξαγνισμού ας μας βάλουν

 

ανάπαυση να βρούμε.  Αλλιώς στης δίκιας

κατάρας μας να σπαρταράν τα νύχια…»

 

Αυτά είπανε  και τραβηχτήκαν πίσω

και κάνοντας πιο μπρος να προχωρήσω

 

βλέπω  από μαύρη πλάκα ν’ αναβλύζει

ανταύγεια λευκή  κι  ανάερα να βαδίζει

 

αλλά σε μένα ορατά δεν ήταν

παρά τα πόδια ως τα σφυρά  κι  η εσθήτα

 

γύρω να παίζει·  κι απ’ τις κνήμες πάνου

θάμπος αντί κορμί άχνιζε μπροστά μου  

 

-Άχραντη οπτασία, ελέησέ μου

τα μάτια,  φανερώσου,  ποια είσαι πε μου

 

«-Δε με είχες όσο θα ’πρεπε τιμήσει

στο έργο σου,  γι’ αυτό να με γνωρίσεις

 

τώρα δεν αξιώθηκες ’δω  κάτω.

Η Εικόνα είμαι πράξεων και πραγμάτων.

 

Γραφτό σου μόνο την αρχή από με να βλέπεις

ό,τι ακουμπάει στου κόσμου τον καθρέφτη

 

κι όχι το επέκεινα της εξαϋλωσής μου.

Έγνοια υψηλών πνευμάτων άλλοτε ήμουν

 

μα τώρα εδώ πλανιέμαι δίχως δόξα.

Οι πράξεις και τα πράγματα με διώξαν

 

τρομάζοντας απ’ το ίδιο το είδωλό τους.

Μα σα βρεθείς ξανά στο επάνω σκότος

 

χαιρέτα μου  τη Ζέφη που με μάτια

ξέπλεκα στο όνειρο τα μάταια

 

τοπία των λέξεων με ραντισμούς αγιάζει

και σε όχθες στίχων πάντα με δοξάζει…»

 

Στα λόγια αυτά παράπονο με πιάνει 

για της ζωής και της τέχνης μου την πλάνη

 

κι όπως θρηνούσα σωριασμένος χάμου

η Σκέψη η λεσβία κάθισε κοντά μου.

 

«-Φαίνεται, Άγώνιε, μάταιο πως εστάθη

της ύπαρξής μας το μαρτύριο…  Πάθη

 

πνευματικά μας ρήμαξαν  και να μα-

στε τώρα εδώ στη λάσπη και στο κλάμα

 

Σφίγγα μαραγκιασμένη εγώ κι ελόγου

σου Οιδίποδας,  γιος  και φονιάς του Λόγου.

 

Τα άλλοτε ερωτικά κορμιά  και  χάδια

των ιδεών γέρασαν στα σκοτάδια

 

του νου και νέα δε θα φανούν στον κόσμο.

Αυτοηδονή  κι  αυτοβασανισμός μου

 

το αιώνιο μου μαρτύριο είμαι  και  θα ’μαι

και κλασμένοι όσοι με μεθάνε. 

 

Γιατί πια δε μπορώ πράξη να γίνω·

οι πράξεις τώρα σα καρκίνος

 

από μονάχες τους με μεταστάσεις

άλλες πράξεις  γεννούν  κι  επαναστάσεις.

 

Για ζωντανή ακόμη με θαρρούνε

οι άνθρωποι,  μα το μόνο που μπορούνε

 

είναι να διατηρούν το φάντασμά μου

σε τεχνητή ζωή  σε κρύους θαλάμους

 

και σε μηχανικούς κροτάφους·  μέσα

σε μικροκύματα γελιούνται πως χωρέσαν

 

τις τρικυμίες μου…    Μα εσύ μου εστάθης

πιστός μου σύντροφος  ως την ύστατη

 

ώρα μου   κι έζησες  το θάνατό μου 

κι έκραξες μες στο ψυχομαχητό μου

 

κείνο το ανέκκλητο   δεν έχω νόημα

τι θες εδώ μες στο άθλιο ψυχολόι μας;

 

Δεν θα βρεις την ψυχή σου…  Θα στο πούνε

κι οι άλλες οι νεκρές σου φίλες  που ’ναι

 

δίπλα σου εδώ…»   Το βλέμμα μου γυρίζω

κι άλλη παλιά μου γνωριμιά αντικρύζω

 

να ’ρχεται  όλο πάθος  και  δειλία

κοντά μου  -  Ω,  αγαπητή  Ομιλία!..

 

εσύ  ή  με ξεγελάει  κάποιο φάντα-

σμα δολερό;  Στις ομορφιές σου πάντα,

 

μισή σκοτάδι  και  μισή βεντάγια

πολύχρωμη…   Λοιπόν η κουκουβάγια

 

δεν ήτανε κόρη ψωμά…  Οι ψευτιές σου

με χόρτασαν·  πλαστοί  κι οι κώδικές σου

 

οι κρυπτογραφικοί,  για να με μπλέξεις

σε στίχους φονικούς  όπου ενεδρεύουν λέξεις

 

με σιγαστήρα  και άθλιοι δολοφόνοι

ερευνητές ψυχίατροι  και Πολώνιοι…

 

«-Κακόμοιρο παιδί,  μη μ’ αποπαίρνεις.

Φτηνή τροτέζα ήμουνα η καημένη

 

στα χείλη ολωνών γυμνή κυλιόμουν

δίχως ντροπή  παιρνόμουν  και  δινόμουν,

 

μα ας όψονται  η  Mme Senio  κι όσοι άλλοι

με πλάσαραν για θεότητα μεγάλη, 

 

για της ψυχής τάχα άρθρωση και ουσία…

Φρύγανον εκ πνευμάτων ξηρασίας

 

τώρα φερόμενον επί τας πύλας…

Αλλα είδον  και  ιδού αυτών τα φύλλα

 

ανοίγουσιν εις πύλας εσωτέρας

και αύται  εις άλλας  και  αι άλλαι εις ετέρας

 

και αιλάμ  και  αιλεύ  και  αιλαμμώ,  πυλώνες 

και τείχη εφαπτά ως κρομμύου χιτώνες

 

και ουκ έστιν είσοδος  ότι ουκ έστι

το  εντός.  Πάντα περίβλημα κατέστη. 

 

Σκότος και ροίζος διάβασις προσώπου

και  πάντοτε άναρθρη η ψυχή του ανθρώπου

 

Ωστόσο δε σ’ απάντησα σου λέω,

ούτε έκρυψα ούτε είπα εσήμανα.  Τι φταίω

 

οι άνθρωποι αν δεν μπορούν να δακρίνουν

πως κάθε σήμα  σήμα είναι κινδύνου;

 

Όμως εσύ άμοιρε,  για λίγους στίχους

αντάλλαξες τα αισθήματα με ήχους

 

και συλλαβές στη χάρτινη καρδιά σου

και τώρα θες και τη νεκρότητά σου

 

να ζήσεις πριν πεθάνεις…  Άθλια πρόβα

θανάτου…  Άντε, ψευτονεκρέ,  να ζήσεις πρώτα

 

κι ύστερα να πεθάνεις…»  «-Πάψε σκύλα…»

φωνάζει τότε μια άλλη σκιά που φύλλα

 

ξερά ντυμένη απόμερα καθόταν

κι έριχνε τα χαρτιά στο χώμα  μελετώντας

 

την τράπουλα του αλφαβήτου   «… το πλέον

δυστυχισμένο πνεύμα εγώ λέω

 

τον ποιητή.  Γι’ αυτό ας τον συγχωρνάμε,

Μάθε,  κι οι χάρτινες καρδιές πονάνε…

 

Κι εσύ Αγώνιε,  μη ζητάς να ζήσεις

το θάνατό σου.  Πίσω να γυρίσεις

 

να εκτίσεις ως το τέλος τη ζωή σου.

Μα πάρε τούτο το κλειδί  και  ορκίσου

 

σε με τη γριά-Γραφή, τη χαρτορίχτρα:

Όταν και πάλι στην απάνω νύχτα

 

μονάχος θα πλανιέσαι,   μη ξεχάσεις

απ’ τα παλιά μας στέκια να περάσεις.

 

Το υπόγειο θυμήσου  (Αχερουσίες 2)

παλιό παράνομο χειρογραφείο

 

κει, που όταν νε παράτησες μια νύχτα,

μ’ έζωσαν  και  με γάζωσαν τα πλήκτρα.

 

Γιατί, το αντέχουνε το πεπρωμένο

οι άνθρωποι από χείλια ειπωμένο·

 

δεν τους τρομάζει το ρηθέν από προφήτες

(στο βάθος λέει κάτι γνωστό τους…)  μήτε

 

το έντυπο αντίγραφο μιας μοίρας

προσωπικής που κάνει γύρα

 

για ζητιανιά στα πανηγύρια.  Τους τρομάζει

μονάχα το γραφτό,  γιατί εκφράζει

 

το άλλο πεπρωμένο,  το άγνωστό τους,

αυτό που  και το λεν  «γραφτό τους».

 

Κατέβα τα σκαλιά,  ξεκλείδωσε,  έμπα,

άναψε το κερί,  σκούπισε τα αίμα –

 

τα που μελάνι οι φίλοι σου τα λένε

κι άσε τα μάτια σου να κλαίνε  και  να κλαίνε

 

απάνω από χειρόγραφα  όπου εγέγρα-

πτο θρνήνος,  μέλος  και ουαί… Αυτά σου τα έργα»

 

Έτσι λοιπόν αδιέξοδα μπλεγμένος

σε αίματα και  ποέματα, διωγμένος

 

κι απ’ το χαμαιτυπείο του θανάτου,

ξανά του παιδεμού  και ξανά του

 

αγύριστου  του γυρισμού  πήρα τις στράτες

παραιτημένος πια,  ναι,   per viltate,

 

απ’ όλες  τις διαφυγές… Και βάσα-

να άλλα πιο μαύρα τώρα με σκεπάσαν…

 [πέμπτο  απόσπασμα από τη συλλογή  του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986 

Ακολουθούν  κι άλλα    αποσπάσματα από την ίδια συλλογή

Αντιγραφή και επικόλληση από το συγκεντρωτικό τόμο ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ, ποιήματα 1949-2006, εκδόσεις Ύψιλον 2017]

 

 


ΤΗΝ ΚΑΤΑΔΙΚΗ ΜΟΥ ΖΗΤΩ

(έκτο απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη  ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)

την ενοχή μου θέλω ν’ αποδείξω

μα όλα τα δικαστήρια με αποπέμπουν

δεν αναγνωρίζουν το έγκλημα της ύπαρξης

 

Κι όμως η ύπαρξη είναι φονικό

χρόνος αιμόφυρτος  μ’ εξηνταδυό σφυριές 

που σέρνεται στις φλέβες μας

σπαράγματα του αχανούς

που έγιναν οι τρώγλες του «δικού» μας δήθεν χώρου

σκηνώματα πεφιλημένων

που περιβληθήκαμε  για σώματά μας

επαναλήψεις ξένων πεπρωμένων

κι όλα όσα ονομάζουμε  «σταθμούς της ζωής»

όπου δεν ανταμώνουμε ποτέ  μόνο χωρίζουμε

διασχίζοντας  και  διαμελίζοντας  ο ένας τον άλλον

καθώς καθένας μας πορεύεται πάντα γι’ αλλού

Κι εσύ που του κορμιού σου η λήκυθος

φυλάει την τέφρα της σκιάς μου

μη ψευδομαρτυρήσεις  κατ’ εμού γα αγάπες κι άλλα τέτοια

σ’ έχω σκοτώσει,  πίστεψέ με πια,  σ’ έχω σκοτώσει

-μολύβι στάζανε τα δάκρυά μου 

και τρυπούσαν τους κροτάφους σου

όπως σ’ αγκάλιαζα εκεί στα μισά της  Σκάλας

που ξεπτυχώθηκε  και λύθηκαν τα σκαλοπάτια της

και σε μια γλίστρα κάθετη βρεθήκαμε να πέφτουμε

και ωρύετο  ο απάνω  και  ο κάτω ουρανός… -

 

την ενοχή μου θέλω ν’ αποδείξω

να πείσω τους σκληρούς αθωωτές μου

Μια ζωή σκοτώνω  και  σκοτώνομαι

και κυκλοφέρνω γύρω απ’ τον εαυτό μου

φονιάς γύρω απ’ του φονικού το μέρος

Την καταδίκη μου ζητώ

εδώ,  όχι  αλλού,  εδώ  ας γίνει πια η Κρίση

 

ΠΟΙΟΣ ΧΡΟΝΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΣ,  ΛΟΙΠΟΝ…

(έβδομο  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη  ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)

άθικτος… ουδ’ οικητός

και πώς,  αφού μας περιβάλει,

τόσο άδειος είναι  και  άξενος

κι ούτε σκιές  ούτε φαντάσματα των λόγων μας τον κατοικούν

και πουθενά κλαράκι ν’ ακουμπήσει να σταθεί

το αγριεμένο των ψυχών μας φτεροκόπημα

 

και πώς

ό,τι είναι ακόμη

εξαίφνης γίνεται

ό,τι δεν είναι πια

ποιος χρόνος είναι αυτός,  λοιπόν,  όπου τελείται ο θάνατος;

 

Μάτια που τα ’βλεπε για τελευταία φορά

στην καγκελόπορτα του κήπου με τ’ αγιόκλημα

-πιο  γαλανά καθώς το καλοκαίρι είχε μαυρίσει πρόσωπα και σώματα

όλο γρατσουνιές  απ’ τις αποκοτιές της νιότης…

Άμαθοι σ’ αποχωρισμούς

δεν ξέραμε ούτε πώς ν’ αποχαιρετιστούμε

αμήχανοι σ’ ένα στραβό χαμόγελο

και δε με τρόμαξε  τόσο το σμάρι των πουλιών

που πέταξαν από το θάμνο της καρδιάς σκιάζοντας τα μάτια μου

αλλά το που θ’ απόμενα ένας σπασμένος  σκουριασμένος σουγιάς

στη φλούδα του καλοκαιριού

και μη αντέχοντας τη σκέψη πως δε θα ξαναβλεπόμασταν ποτέ

ποτέ – ποτέ ως το τέλος της ζωής μας

άρχισαν να περνάνε μέσα μου

μεταλλαγές  και  αλλοιώσεις της μορφής σου  που θα επέφερε ο καιρός

όλα τα διαδοχικά τα πρόσωπα τους μέλλοντος σου

κύματα – κύματα απανωτά έσπαγαν πάνω μου  και  με σκεπάζαν

και τότε βλέποντας και συ για  μια στιγμή στα μάτια μου

όλα τα διαδοχικά τα πρόσωπα του μέλλοντός σου

ρίχτηκες ολολύζοντας στα μανιασμένα κύματα 

και μ’ άρπαξες φωνάζοντας

«σαν φτάσει η ώρα, θα ’χεις μήνυμά μου…»

 

Κι ήρθε τώρα το μήνυμα,  αλλά πού η ώρα  πού ο χρόνος;

Ο χρόνος είναι το απόν

και τι εφιάλτης πια κι αυτό το τώρα

-άπληστη βρωμερή ομίχλη που πασχίζει να σαρκωθεί

κολλώντας πάνω μου

και μου ζητάει να ζήσω  να πεθάνω διάρκειες και στιγμές…

 

Ω, τώρα,  τώρα,   κακοτώρα

έπρεπε να μην είσαι τώρα!..

 

ΟΙΩΝΟΣ ΠΕΤΟΜΕΝΟΣ ΕΝ ΜΕΣΟΥΡΑΝΗΤΙ  ΑΣΑΛΕΥΤΟΣ…

(… κι ούτε κατά τη δύση πάει  όπου τραβάν  σμήνη  οι αποδημούντες…)

ούτε προς την ανατολή τον σπρώχνουνε απόγειοι στεναγμοί

Ερήμωσαν άξαφνα οι δρόμοι

που το βλέμμα των απελπισμένων  χάραξε στον αέρα

και τα περάματα των κεκμηκότων

κι ο ίσκιος μου τινάζεται να φύγει απ’ το κορμί μου

προς τα πάνω ξεγλωσσίζοντας

σα φλόγα λύχνου που του σώνεται το λάδι

 

Προαίσθημα κακών μελλούμενων…

Πάντα να τα αποτρέψω πάλευα  έστω την τελευταία ώρα

αλλά,  να,  τώρα βλέπω δεν υπήρχανε ποτέ μελλούμενα·

μόνο τετελεσμένα

κι ούτε  ώρα  τελευταία μα  μετατελευταία

όλη  η ζωή  μου εκπρόθεσμη

προαίσθημα πάντα όσων είχαν πια συντελεσθεί

έδρασε λάθρα ο χρόνος σαν το μόνο πεπρωμένο

πλήρωμα  και  συντέλεια

 

Το τέλος είχε επέλθει  από καιρό

το τέλος είχε επέλθει  απ’ την αρχή

πέρασε πάνω μου  και μ’ άφησε σ’ αυτή τη μετατελευταία ώρα –

μαύρη ώρα  δίχως έκβαση  -

να σπαρταράω  ψυχόφυρτος

(ΟΓΔΟΟ απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεντάρη ΕΚ ΤΩΝ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)


ΜΕΤΑΘΑΝΑΤΙΑ ΜΟΙΑΖΕΙ ΑΥΤΗ Η ΧΑΡΑ…

(ένατο  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη  ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ 1986)

…σαν  όταν πια το σκάσαμε  από τους δικούς μας

κι είμαστε ακόμη πλανεμένοι 

και  έκθαμβοι απ’ το όνειρο της άλλης ζωής

κι αυτοί, μετά τους πρώτους θρήνους  και  οδυρμούς,

αρχίζουν να τελούν με ευλάβεια τα ταγμένα

και μες τη φούρια  για τα τριήμερα,  τα εννιαήμερα και τα σαράντα

αποξεχνιούνται,   ξανασαίνουν  με ανακούφιση

ξαλαφρωμένοι από το βάρος της απτής μας παρουσίας

κι αγάλλονται  τα πρόσωπά τους  φέγγος εγκαρτέρησης

και προσδοκίας για μια συνάντηση άλλη,  μυστική

 

Αυτές τις μέρες είναι που πλανιόμαστε  και  ρεμπελεύουμε

ξέμπαρκοι στη ζωή τους  και  στα όνειρά τους

με αλλόκοτα  καμώματα

πότε ξεχνώντας ανοιχτές  τις πόρτες στον αέρα

πότε μια θέση παραπάνω στο τραπέζι άδεια

πότε μες την ομίχλη πλάι τους βαδίζοντας

δείχνοντας τις πληγές μας για να μας πιστέψουνε  και  πότε

παίζοντας τις νεφέλες  πάνω στα λοφάκια

Όλα περίπαθα τα επουράνια,  τα επίγεια  και τα καταχθόνια

κι όλα σάμπως ανύπαρκτα

 

Έτσι και τώρα που είναι πρόσφατος αυτός ο χωρισμός μας

και μας κατέχει ακόμη η σύντομη ψευδαίσθηση

πως είμαστε τάχα άυλοι  τάχα άχρονοι

αποθανόντες από των στοιχείων του κόσμου

λευτερωμένοι ο ένας από τον άλλον

και μες τη μέθη αυτή

ξεσκίζοντας το καθ’ ημών χειρόγραφον

και αψηφώντας  το μη άψη  μηδέ γεύση  μηδέ θίγης

πώς να σκεφτούμε,  ως ζώντες, για παρηγοριά  ή  μετάνοια;

 

Αλλά το σώμα είναι σώμα  και  τα δάκρυα  δάκρυα

το πλήρωμα των ημερών εγγίζει

σκιά μελλόντων  πάνω μας τα εγκόσμια  και θα μας γονατίσουν

Έρχεται η Πεντηκοστή

και γόνατα  και μέτωπα  στο χώμα πάλι θα βροντήξουν…

 

ΛΟΓΙΑ  ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ ΣΥΝΑΧΘΗΚΑΝ  ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΩΝΙΟ ΠΟΥ ΠΕΘΑΙΝΕΙ…

(… κανείς δεν είμαι   πουθενά δεν είμαι   ήταν ανάγκη έτσι να ειπωθεί η ζωή μας…)

φτεροκοπούν απάνω κάτω στο τρεμάμενο το εσπέρας   θέλουν να τον σηκώσουν στα φτερά τους  ένα γύρο να τον παν   Λυκαβηττός  Πευκάκια  Στρέφη  Τουρκοβούνια   κι αυτός πεθαίνει απών  ματαιωμένος  κι απών   Λυκαβηττός  Πευκάκια  Στρέφη  Τουρκοβούνια   -  εδώ παίξαμε άλλοτε  εδώ ζήσαμε   μέρες της παιδικής αγριότητας   Εδώ…  άλλοτε…   Όμως το εδώ με εντός του το άλλοτε  δεν είναι πια εδώ   και το άλλοτε  με εντός του το εδώ  δεν είναι πια άλλοτε   …παιχνίδια βάρβαρα   θανάσιμα «φρούρια»  με κοτρώνες στις αλάνες  «συμμορίες»  πετροπόλεμοι  ή ξεβάφοντας  χειροβομβίδες  σκουριασμένες στα δασάκια   μέρες της παιδικής αγριότητας   - αργότερα μπήκαμε στο παιχνίδι των μεγάλων  σε άχαρη εποχή   άρχιζε να τσακίζει η Επανάσταση  να φτιασιδώνεται ν’ αλλάζει  εύκολα ονόματα   λέγανε τώρα  «θύματα»  τους μάρτυρες  και των πληγών το χάος  «ειρήνη»  στο ιδανικό υπεισέρχονταν το τερατώδες υπαρκτό  και  μόνο πού και που καμιά προκήρυξη  διαμαρτυρίες  ημιπαράνομα έντυπα  έρανοι για τους εξόριστους  ψιλοπράγματα   και σε ώρες αθυμίας πειραζόμασταν τόσα χρονάκια  φυλακή μπορούν  να μας κοστίσουν όλα αυτά   και τότε αυτός σηκώθηκε  «λοιπόν,  μονάχα αυτό δεν παίζουμε τη ζωή μας;»  κι οι άλλοι γύρισαν αλλού το πρόσωπο  κι απόμεινε χλωμός  και  διάφανος  έξαλλος μες στον ίδιο του τον τρόμο   τρεκλίζοντας  και σάμπως να πνιγόταν   γιατί ένιωσε ότι φριχτή η βλαστήμια που ξεστόμισε   ότι πατούσε πάνω σε άλλων ζωές  και  πεπρωμένα   και πως κανένας πια μπαγκιέρης  δεν υπήρχε να δεχτεί τη ζωή του   και τότε ήταν που ζήτησε  η Κρίση  επιτέλους να τελειώνουμε   αλλά κανείς δεν του ανεγνώριζε το έγκλημα   … κι αυτή τόσο όμορφη  τόσο άδικα όμορφη   τα μάτια μου να σέρνει μες στον κουρνιαχτό των δρόμων   κι ατέλειωτες αγρύπνιες  κι  η σκιά μου πέρα δώθε σαν εκκρεμές πίσω από τα παράθυρα   χτυπώ την πόρτα μου…  κανείς δεν είμαι   απών  ματαιωμένος  και  απών   άδειος  - κερί  μολύβι  και  χαρτί   λιώνει και το μολύβι σαν κερί  και  το χαρτί αποσαθρώνεται  το κατατρώνε οξειδώσεις  σχιζομύκητες  ανόβια   κι αναρωτιέμαι  ήταν ανάγκη  έτσι να ειπωθεί η ζωή μας   λέξεις  και  συλλαβές  αλληλοσπαραγμένες   στίχοι  με κατακλείδες  που ηχούν σαν λαιμητόμοι   παιχνίδια βάρβαρα  θανάσιμα  στον κορνιαχτό του κόσμου  κι  η σκιά μου πέρα δώθε σαν εκκρεμές πίσω από παράθυρα   χτυπώ την πόρτα μου…  κανείς δεν είμαι   τίποτα δεν σημαίνω   τίποτε δεν έχω νόημα  και  δεν τελειώνει αυτό  και  δεν τελειώνει   κωπηλατώ για τα παλιά  κι είναι η φωνή κου τρύπια   μπαίνουν νερά   τ’ αδειάζω   μπαίνουνε ξανά   σώσον με,  Σκότος,  φύλαξον του βίου μου  τα κρύφια  και κάνε να τελειώσει τούτος ο βραχνάς   ξανάρχεται και φεύγει  και  ξανάρχεται – εδώ ζήσαμε…  τι λόγος…    το «ζήσαμε»  ματαιώνει το «εδώ»   και το «εδώ»   το «ζήσαμε»   κανείς δεν είμαι  πουθενά δεν είμαι   ήταν ανάγκη έτσι να ειπωθεί η ζωή μας    ξανάρχεται  και  φεύγει  και  ξανάρχεται    και δεν τελειώνει αυτό  και  δεν τελειώνει    δε έχει νόημα το να τελειώσει   τέλος είναι το μααιωμένο τέλος   καθένας μας πεθαίνει απών    [ΔΕΚΑΤΟ  απόσπασμα από τη συλλογή του Βύρωνα Λεοντάρη ΕΚ ΠΕΡΑΤΩΝ  1986 – συγκεντρωτικός τόμος ΨΥΧΟΣΤΑΣΙΑ Ποιήματα 1949 - 2006]

Παρασκευή, 20 Ιουνίου 2025

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ