Ο ΓΑΜΟΣ. Άγιος Γεώργιος.
Στο κέντρο οι
δύο άγιοι ενώνονται αργά.
Οι άγιοι αργά ο
ένας άγιος σκοτώνει τον άλλον.
Φέγγουν με μιαν
ευγένεια μέσα από το αιώνιο σκοτάδι του σκοταδιού.
Ο άγιος κάθεται
πάνω σ’ έναν άθλιο άνθρωπο.
Αυτός εκεί ο
άνθρωπος που προκαλεί ένα έλεος όπως οι κακούργοι.
Ο άγιος
αδιαφορεί για τον εξευτελισμό αυτού του ανθρώπου και με απαλό σκύψιμο.
Βοηθά σκύβει επίσημα.
Μπήγει τη λόγχη
μέσα στον πεσμένο άγιο.
Ο επάνω άγιος
έχει ένα άσπρο πρόσωπο και πολύ μεγάλο.
Με ελαφριά λύπη
σα να καταλαβαίνει και σαν λυπημένος από μιαν άλλη αιτία.
Γενική αιτία και
σκοτώνει τον πεσμένο.
Ο πεσμένος άγιος
συναισθάνεται την βασανισμένη του ψυχή και συναισθάνεται.
Ξαφνικά είδε την
ψυχή του.
Στο βάθος φάνηκε
η ψυχή του.
Σαν ένα μικρό
και θαλάσσιο εντόσθιο.
Κρύο και
κατακόκκινο έπαλλε και παραδίδει την βασανισμένη.
Σαν φαρμακωμένο
ζώο η ψυχή του ορμά προς τα έξω ξεσκίζει.
Γιατί μονάχα ο
φόνος ελευθερώνει ολόκληρη την ψυχή.
Το σώμα σκυλί
ανάσκελα και οι κλειδώσεις φοβισμένες.
Το κεφάλι
γκρεμίζεται πίσω και τα μάτια ορθάνοιχτα και βασιλεύουν σαν μία μουσική.
Από το στόμα
τρέχει ένα γαλαζωπό υγρό και τρέχει στο χώμα.
Στον ουρανίσκο
υπάρχει μια βαθειά τρύπα και κατεβαίνουν αμίλητες οι σκέψεις του μυαλού.
Τρέφονται από
την τροφή του ανθρώπου.
Τώρα από την
τρύπα τρέχει ένα υγρό.
Μικροί άνθρωποι
κι όσο οι πρησμένοι του αγκώνες μηδαμινοί.
Γονατίζουν γύρω
από το στόμα του και τσακισμένοι κοιτάζουν περίλυποι το υγρό.
Κοιτάζουν μ’ ένα
λοξό και περίλυπο βλέμμα.
Ανάμεσά τους το
υγρό ένα ποτάμι.
Είναι η
οικογένεια του πεσμένου αγίου.
Αυτός ο άγιος
αγαπά τον άγιο που τον σκότωνε.
Αρπάζει το πόδι
του δημίου του σφίγγει με μιαν αγάπη μνησίκακη.
Ο άνθρωπος που
κουβαλά στους ώμους του τον απαθή άγιο και τον συνεπαρμένο.
Σπάει στα δυο
από ασήκωτο βάρος.
Οδύρεται και
τρελός από έναν τρόμο κομματιάζεται.
Το στόμα του σαν
μικρό χάος και σαν τον τρομαγμένο Θεό που κουβαλάει την γη.
Γύρω καμένα
σώματα ανθρώπων κι ανάμεσά τους περπατά μια γυναίκα που περπατά μονάχη σαν
τιμωρία.
Είναι μια
γυναίκα που την έλεγαν Βικτώρια.
Αποκρουστική με
χοντρό πρόσωπο γεμάτο ρυτίδες και κοντά γκρίζα μαλλιά με μικρά μάτια σαν
καρφιά.
Είχε δυο παιδιά
που τρελάθηκαν.
Αλλά η αποστολή
της Βικτώρια είναι να ενσαρκώνει.
Περιφέρεται την
ιστορία και τα στοιχεία της φύσης τις δυνάμεις.
Αναγγέλλει θα
χορέψει το χορό της Αθηνάς μετά τη νίκη.
Σφίγγεται σαν να
έχει πόνους και κάνει δυο γρήγορα βήματα.
Στέκεται πολλή
ώρα και πάλι τρέχει γρήγορα πηδάει κι απότομα στέκεται.
Ό,τι κάνει είναι
πρόστυχο και φαινομενικό αλλά υπάρχει μια ορμή σαν ανήμερη βρισιά.
Οι άνθρωποι
γελάν αλλά μερικοί τρομάζουν και καταλαμβάνονται από τις ενανθρωπήσεις της
Βικτώριας.
Τώρα είναι η
τιμωρία που περπατά κι ανοιγοκλείνει με θυμό τα μικρά της μάτια κι όλο φτύνει
με προσποιητό μεγάλο μίσος κι απειλεί τα καμένα παλληκάρια που είναι τεράστια
καμένα παλληκάρια σαν αέτωμα.
Πίσω από τους
αγίους είναι ένας χαμηλός πύργος σαν μισοπεθαμένος κι από ένα πορφυρό παράθυρο
κοιτάζει.
Στην σκεπή του
πύργου συνωστισμένοι κι ένα πλήθος φυλακισμένοι.
Στην πιο άγρια
φυλακή και για όλη τους τη ζωή φυλακισμένοι παρακολουθούν.
Μακριά και προς
τα αριστερά είναι μια όμορφη εξοχή.
Αχνή και πράσινη
και στο βάθος η κορυφή κι ο ταπεινός λόφος.
Ο λόφος προφήτης
προδομένος και στην κορυφή μια τετράγωνη σημαία και σιδερένια.
Στην εξοχή
περπατούν ερωτικά ζευγάρια.
Με έκσταση
κοιτάζουν προς τη θάλασσα.
Ακίνητα κι
ευτυχισμένα ζευγάρια ανθρώπων κι ακίνητοι δείχνουν μακριά κατά τη θάλασσα.
Με τραβηγμένα
λίγο πίσω τα σώματά τους σα να προφυλάγονται να μη τους κάψει η θέα.
Στενοί κατήφοροι
περιχύνουν την κορυφή και καταλήγουν στο τείχος της θάλασσας.
Από τις τρύπες του τείχους φαίνεται η θάλασσα.
Ήσυχη σαν
κισσός.
Κατεβαίνοντας με
προσοχή οι πόρτες των σπιτιών ανοιχτές.
Παλιά τουρκόπολη
σαν την Καβάλα.
Από τις ανοιχτές
εξώπορτες φαίνονται οι μεγάλες κι αδειανές οι κάτω σάλες.
Στο βάθος ένα
σεντούκι κι ένας σωρός καρποί σαν σπόνδυλοι.
Ένας πρόσφυγας
ξαπλωμένος στα σανίδια να κοιμάται και πεθαίνει από την βαριά κούραση.
Μέσα από τις
σβηστές σάλες βλέπω από μέσα τα παράθυρα.
Στα παράθυρα
σταματά ένα φως δεν μπαίνει μέσα.
Πορτοκαλί φως
που σα ν’ αναπνέει και μ’ ένα μικρό βαθύ βόμβο αναπνέει σύρριζα στα παράθυρα.
Είναι ένας γέρος
από την Ασία και μια νέα γυναίκα.
Ο γέρος είναι
ολόγυμνος και υποφέρει από τρομερή αρρώστια του δέρματος.
Δεν αντέχει να
ντυθεί και το δέρμα του μαύρο και ξεκολλά.
Αγκυλωμένος και
το δέρμα του έπαθε και πέθανε.
Κείτεται πάνω σε
πεντακάθαρο κατάλευκο σεντόνι που αστράφτει σαν χυμένο.
Η γυναίκα είναι
πολύ νέα ως δεκαέξι χρονών.
Μαυριδερή κι από
τα βουνά έχει κοντό σώμα και κοντά μέλη κι ο λαιμός της πολύ μακρύς και
χοντρός.
Έχει σχιστά μάτια και με βαριά βλέφαρα.
Είναι πολύ
ιδρωμένη κι ιδρώς παχύς την λούζει και στάζει στα σανίδια.
Φορά κοσμήματα
απανωτά πλάκες σφιχτές ασήμι.
Ζωντανή άλλα
άσχημη παναγία κρυμμένη πίσω από χοντρά τάματα.
Την γυναίκα την
έλεγαν Αιτία.
Αυτήν έχει το
χάρισμα λέει ο γέρος κι αγωνίζεται.
(κι άλλα
αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνά Ο ΓΑΜΟΣ, Κέδρος α ‘ έκδοση 1974)
Η ΑΙΤΙΑ ΚΑΘΕΤΑΙ ΚΑΤΑΓΗΣ
(… δεν μπορεί να κουνηθεί…)
Φαίνεται πολύ χοντρή γιατί κάτω από τα κοσμήματα από τις ασημένιες πλάκες.
Τα κοσμήματα έχουν καρφωθεί πάνω στο σώμα της; είναι σαν σκληρές κρούστες που
έθρεψαν πάνω σε ασημένιες πληγές και κάτω απ’ τα κοσμήματα είναι χωμένα μαλακά
κι αραχνοΰφαντα πανιά να την ανακουφίζουν. Οι άκρες των πανιών πετάγονται κάτω
από τα πλατειά κοσμήματα σαν τρυφερά μέσα φτερά λαμπερών κολεόπτερων. Έξαφνα
μένει ασάλευτη και με μια παραλογισμένη προσοχή. Σαν να αφουγκράζεται ένα
τραγούδι από γενιές. Από σκοτεινές οικογένειες ανθρώπων που γιόρταζαν μέσα στη
νύχτα και φαγωμένο από τις φωνές των ανθρώπων. Συνέρχεται κι αρχινά ξανά να
υποφέρει και τραγουδάει μ’ έναν καημό. Δυο
μοιρολόγια σαν τέλια τρίβονται και σπαν βαθειά στο λάρυγγά της. Σαν βαθειά σε
λαγήνι από χώμα και συνέχεια μιλάει μονάχη. Μια άγνωστη διάλεκτο και διάλεκτο
παλιού θρήνου. Ίσως μακεδονικά. Αλλά υπάρχει και μια λαμπρή ευχαρίστηση σαν
απληστία. Ετοιμοθάνατη η Αιτία με κοιτάζει και τραγουδά ένα θρόισμα. Κουνιέται
ρυθμικά μια μπρος και μια πίσω και κροτάλιζαν τα βαριά της τάματα.
Σ’ αυτό το σπίτι δυο γυναίκες και κυκλοφορούν. Άμα σηκώσω τα μάτια μου θα
τις δω. Είναι ώριμες εξήντα χρονών και λίγο παχιές. Τα μαλλιά τους βαμμένα με
εληά. Φορούν βυσσινιά φορέματα από μπροκάρ. Είναι σφιγμένες η μια πάνω στην άλλη.
Δείχνονται ξέγνοιαστες αλλά είναι ταραγμένες και σαν ανήσυχες. Κατάλαβα ό,τι
αυτές οι δύο γυναίκες είναι ο Θεός. Η μια δεν γυρνάει να με δει. Αλλά η άλλη.
κρυφά από την άλλη με καλεί με αδιόρατους μορφασμούς με νεύματα. Μ’ ένα κακό
μάτι και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μου και σα να προσπαθεί να
μεσολαβήσει ανάμεσα σε μένα και στην άλλη. Να μας φέρει σ’ επαφή και να μας
παρασύρει σε μιαν επαφή.
ΤΑ
ΘΑΥΜΑΤΑ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΡΗΜΟ
(… είχε γίνει ένα θαύμα κι ο
τόπος γέμισε αίματα…)
Από κείνα τα θαύματα που
αποκαλύπτουν κι αποκαλύπτουν πως υπάρχει μια παρακολούθηση. Αλλά το θαύμα αυτό
σαν ένα αιματοκύλισμα. Οι άνθρωποι πήγαιναν στον τόπο του θαύματος και θαύμαζαν
τα αίματα. Οι τοίχοι ραντισμένοι άφθονο αίμα σαν από βρύσες και μια υγρασία και
μυρωδιά σαν σφαγείο. Στις τρύπες των καταβρεγμένων τοίχων άκουγες τριξίματα και
κόχλαζαν βουερά τα έντομα που αγαπούν το αίμα. Κρατούσε ακόμα εκείνη η χλιαρή
υγρασία και η μυρωδιά από ανοιγμένον άνθρωπο. Εκεί ήταν δυο άνθρωποι. Τους
έφεραν να θεραπευτούν ή κατοικούσαν; Ο ένας είναι νέος και σχεδόν έφηβος. Τον
έχει κυριεύσει η ψυχή του. Κατακρημνίστηκε από την τάξη των ανθρώπων κι
αποσχίστηκε απ’ τους ανθρώπους. Υπάρχουν ορισμένοι άνθρωποι. Από
τυραννική δεισιδαιμονία υπακούουν την αρχαία ανθρώπινη ψυχή. Που σαν άγριο μάτι
από ξύλο. Ασυγκίνητο σαν τυφλό κοιτάζει από ανάμεσα στο βλέφαρο της αιτίας του
κόσμου και στο βλέφαρο του αποτελέσματος των ανθρώπων. Ό,τι υπάρχει είναι αιτία και δεν υπάρχει ένα αποτέλεσμα δεν έχει τέλος.
Υπάρχει μια ακίνητη ηλικία εκεί στη φύτρα της κάθε ώρας και στιγμής. Ο κόσμος
είναι αρχές που όλο αρχίζουν κι αδιάκοπα θ αρχίζουν στους αιώνες αδιάκοπα. Ο
χρόνος δεν προορίζεται για ανθρώπους. Αυτός ο άνθρωπος σφάδαζε τρομακτικά.
Λυσσασμένο πουλί να ξεφύγει απ’ την ελευθερία. Αλλά δεν μπορεί να κάνει κακό
γιατί οι κινήσεις του. Μάλλον μάταιες περιγραφές κινήσεων από ανεξερεύνητες κι
αγέννητες. Από σφοδρές πράξεις που έχει στο νου του. Χωρίς ομιλία αλλά με
σφυριχτά μουγκρίσματα. Απότομα βλέμματα
όπως οι φυσαλίδες του αέρα και σαν λέξεις του βυθού ανεβαίνουν μέσα από το
νερό. Τα βλέμματά του ανέβαιναν μέσα από ένα σκοτεινό γέλιο κι άστραφταν με μια
σημασία αιματωμένης πονηριάς. Άλλοτε κουνούσε τα χέρια του με ορμή. Τα χέρια
του τινάζονται από τον ώμο. Πολεμάν να βγουν απ’ το πετσί τους και να χυθούν
παντού. Ορμάν προς τα μπρος όπως κρούεις την κλειστή καρδιά των νοημάτων. Είναι
ένας άνθρωπος ψυχή. Το σώμα του έρμαιο της ψυχής ατροφεί και ξεραίνεται. Ο
άλλος άνθρωπος που ήταν εκεί βασανίζεται από μια αίρεση. Στο μισοσκόταδο
διέκριναν ένα τρομαχτικό θέαμα. Ο άνθρωπος με την
αίρεση προσπαθούσε να καταπιεί τον άνθρωπο ψυχή. Τα μάτια του τεντωμένα και με κάποιο πανικό κοίταζαν ολόγυρα με
ανησυχία. Ο λαιμός του φριχτά φουσκωμένος σαν λαιμός σαύρας και το τεράστιο
στόμα του άρχισε να σκίζεται στις άκρες. Σαν ένα τοκετός φαινόταν το πάνω μέρος
του κεφαλιού του ανθρώπου ψυχή. Μέτωπο και μάτια ορθάνοιχτα αλλά αδιάκοπα
εντελώς. Κοίταζαν προς τα επάνω κι ένας αγκώνας και μια κατάχλωμη κνήμη
κρεμόταν και αιωρούνταν παράλυτη κι εξαρθρωμένη κι όλα τα τρία μέρη ήταν πολύ
κοντά το ένα στο άλλο που καταλάβαινες τον τρομερό διαμελισμό. Πώς να είναι ο
άνθρωπος από μέσα; φαίνεται πως γεμάτος ένα είδος γάλα. Από το θρυμάτισμα του
σώματος ένας αρύς πολτός έσταζε από εκείνο το στόμα άσπρος και λέρωμένος.
ΟΙ
ΣΚΕΨΕΙΣ ΣΑΝ ΠΡΟΣΟΨΕΙΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΙΣΘΗΜΑΤΑ ΣΑΝ ΜΙΑ ΑΠΟΘΕΩΣΗ…
Αλλά εγώ
είμαι από τους συγγενείς του κόσμου που όλοι πεθαίνουν από ένα είδος
κοσμογονίας. Με βρήκε μια παραλυσία με βρήκε και μια ακαμψία. Τα ζώα που ζουν μέσα
στους μυς τρόμαξαν κι έφυγαν έσβησε η φωταγώγηση των σκέψεων γιατί οι σκέψεις
σαν προσόψεις μέσα στη νύχτα. Μπροστά από θεόρατες προσόψεις μια ομάδα άνθρωποι
έτρεχαν μέσα στη νύχτα. Ένας επικεφαλής κι οι άλλοι ακολουθούσαν με μιαν
ανησυχία. Αλλά σαν να τον προστάτευαν και τον απέτρεπαν αλλά φαίνονταν να
χαίρονται αυτή την καταδίωξη. Εκείνος μπροστά σαν τρελός που παράσερνε να τους
πάει κάπου για να τους εμπιστευθεί γιατί τους είχε προκαλέσει για να τους
εξομολογηθεί. Αλλά τους απόφευγε κιόλας και στα τυφλά τους οδηγούσε κι
αργοπορούσε. Κιόλας μετάνιωνε και σταματά στην τύχη και κρύβεται σε μια κόγχη.
Εκεί μαζεύτηκε ένα κουβάρι και δεν μιλά. Οι άλλοι σε απόσταση περίμεναν με μια
δυσφορία. Η σιωπή του σαν να ερχόταν από κάτω από μια βαριά σιωπή… [αποσπάσματα
από το βιβλίο του Γιώργου Χειμωνα Ο ΓΑΜΟΣ, Κέδρος, πρώτη εκδοση 1874]
Δευτέρα, 3 Μαρτίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου