(… αύριο, λες, και μέσα σ’ αυτή τη μικρή αναβολή παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ…):
ΠΟΙΗΤΗΣ: Ω
αρετή της συγγνώμης, αρετή της υπομονής, αρετή
της αυταπάρνησης,
μα πάνω απ’ όλα, υπέρτατη αρετή,
σαν τους απλούς ανθρώπους, να δέχεσαι υπάκουα,
κατανυχτικά
το πέρασμα του χρόνου, κατανοώντας αόριστα το βαθύ
μυστήριο
της αιώνιας κίνησης και αλλαγής
και σχεδόν συγκατανεύοντας – σα να
’σαι λίγο κι εσύ ο δημιουργός του.
Κι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία
υπάρχει
της απρόσιτης αιωνιότητας
απ’ το τραγούδι.
[Κοιτάζει στο βάθος την πολιτεία]
Το βράδυ έπεσε αθόρυβα και ανέκκλητα
σαν τη σκιά του αιώνιου χωρισμού πάνω από έναν
μεγάλο έρωτα.
Ανάβουν τα φώτα, οι απίθανες ρεκλάμες στους
κινηματογράφους,
οι βιτρίνες με τους απαγορευμένους παραδείσους
μεταξωτά μισόγυμνα φορέματα με πόδια και κεφάλι
παριστάνοντας απεγνωσμένα τις γυναίκες, λαχεία, νοσταλγίες,
τα μπαρ με τα ξένα ονόματα κι οι τράπεζες
που κλείνουν,
τα σκοτεινά χρηματοκιβώτια σα μεγάλα υδρωπικά
φέρετρα
κι οι
υπάλληλοι που πηγαινοέρχονται πάνω στις άσπρες και μαύρες πλάκες,
σαν τα θλιβερά πιόνια σ’ ένα πελώριο φανταστικό
σκάκι –
αόρατα χέρια παίζουν ένα παιχνίδι τρομερό.
«Είναι αργά αύριο», λέει ο θυρωρός της πολυκατοικίας,
η γυναίκα κρατάει αγκαλιασμένο ένα παλιό,
ξεθωριασμένο εικόνισμα μιας αγίας,
«μα είναι θαυματουργό», κλαίει εκείνη,
σ’ έναν κόσμο που κανείς δεν πιστεύει
κι ο θυρωρός κλείνει τη βαριά τζαμωτή πόρτα
κατάμουτρα στις δυο άγιες θλιμμένες γυναίκες.
Και πέφτει το βράδυ.
Τυχαίες συναντήσεις, χειρονομίες ανεπαίσθητες,
βλέμματα αφηρημένα δίχως πρόθεση –
μικρές, αόριστες λεπτομέρειες ορθώνοντας σιγά-σιγά
ένα βαρύ πεπρωμένο.
«Αύριο», λες, και μέσα σ’ αυτήν τη μικρή αναβολή
παραμονεύει ολόκληρο το πελώριο ποτέ.
[Ασήμαντες λέξεις ειπωμένες αδιάφορα που σε
συντρίβουν για πάντα από την ΚΑΝΤΑΤΑ του Τάσου Λειβαδίτη, ΚΕΔΡΟΣ, πρώτη έκδοση
1960]
ΠΟΙΗΤΗΣ: σκυμμένος στο τραπέζι γράφει.
Φαίνεται όμως πως η έμπνευση είναι δύστροπη απόψε. Πετάει το στυλό και βγαίνει
στο μπαλκόνι ν’ ανασάνει λίγο…
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: ψηλός, βλογιοκομμένος άνδρας. Περνάει συχνά από αυτό το
δρόμο, πάντα κατά το ηλιοβασίλεμα – και κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται, ούτε
πού πάει. Μόνο τα παιδιά που παίζουν, μόλις τον δουν, σταματάνε το παιχνίδι και
τον τριγυρίζουν. Εκείνος χαμογελάει. Κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει
κάθε φορά κι από ένα παραμύθι. Και τα μάτια των παιδιών, μεγάλα κι ερωτηματικά
μέσα στο βράδυ, τον κοιτάζουν. Σήμερα θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο
κόσμος. Α, ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό
ΔΙΑΦΟΡΟΙ ΠΕΡΑΣΤΙΚΟΙ: αυτός που σφύριζε την Παλόμα, ο
άλλος που νόμιζε πως ήτανε σοφός, ένας
με μάτια πυρετικά, αυτός που βγήκε απ’
το καληλιό. Ο πιο τρομερός απ’
όλους, ο γέρος με την κρεατοελιά, ένα αγνωστικιστής, αυτός με την κουρασμένη μνήμη, κάποιος που μας έμοιαζε πολύ -
άπειροι τύποι σαν την άμμο της θάλασσας
και σαν τ’ άστρα τ’ ουρανού. Και σαν τα σκιρτήματα της ψυχής άπειροι.
ΧΟΡΟΣ: Γυναίκα, δεξιά, μαζεμένες σε μια
ξώπορτα κουβεντιάζουν τα δικά τους.
Αριστερά, άνδρες, πλάι στην σκαλωσιά μιας οικοδομής, λένε ένα τραχύ, δυνατό
τραγούδι. Αλήθεια, πού το ’μαθαν;
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
(που
το όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε μεγάλο όνομα…
που
κάθεται ύστερα σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι από ένα παραμύθι…
Σήμερα
θα τους πει μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος…)
Α,
ναι – συχνά του αρέσει να μιλάει σε ύφος βιβλικό – αποσπάσματα από τη σελ.
11-12]
1
Και τις ημέρες
εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το
έγγραφο της διαταγής
2
Και πήγαν να τον
συλλάβουν.
3
Ήταν δε αυτός ο
άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα.
4
Κι είχεν
απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργαλεία του,
5
κι ό,τι πιο άγιο
και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο.
6
Και μάζευε, έλεγε
η διαταγή, κρυφά τους μεροκαματιάρηδες και τους χερομάχους,
7
και τους μιλούσε
για την ελπίδα και το μέλλον – κι άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8
Κι οι ταπεινοί
χαμογέλαγαν κι οι τυφλοί σκιρτούσαν κι οι φτωχοί πλούτιζαν από φιλία.
9
Οι διψασμένοι
βρίσκαν ένα αυλάκι νερό. Κι οι κυνηγημένοι μια πόρτα.
10
Κι οι απελπισμένοι γύριζαν τώρα τραγουδώντας
σιγά μέσα στη νύχτα
11
έναν παράξενο
σκοπό.
12
Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της
ψυχής σου το βάρος.
13
Και την άλλη
μέρα, ώρα λύχνου, οι άνδρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες (για να μη
φαίνονται τα τυφλά τους τα μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα, δυτικά της
πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14
Κι αυτός άνοιξε.
Και τον ερώτησαν: Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε
(Μικρή
παύση)
15
Και τ’ όνομά του
ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα
ΠΟΙΗΤΗΣ
(…
όλα τελειώνουν γρήγορα στον αιώνα μας, κι ο έρωτας κι η δόξα… Και μόνο ο πόνος
κρατάει ακόμα εκείνη την παλιά πατριαρχική βραδύτητα – αποσπάσματα από τις σελ.
12-13):
Μια ζωή, αλήθεια, μπορεί να
τελειώσει στη μέση, μια άλλη να μην αρχίσει ποτέ,
ένας άνθρωπος μπορεί να
πεθάνει ξαφνικά
χωρίς ποτέ να βρει τον εαυτό
του πίσω από τόσα γεγονότα
και τόσα όνειρα. Μια
χειρονομία που κατέληξε να σκοτώσει
μπορεί να ξεκίνησε να
χαϊδέψει – παρεμβάλλονται τόσα πράγματα
ανάμεσα σε δυο στιγμές. Τόσα
αδιάφορα πρόσωπα γεμίζουν τους δρόμους – πόσα χρόνια πάνε χαμένα.
Στις παρόδους άρχισε η
κίνηση. Οι μισάνοιχτες πόρτες με τη μικρή ταμπέλα καρφωμένη απέξω – αυτοί οι
δημόσιοι αποχετευτικοί αγωγοί
της θλιβερής αρσενικής
κυριαρχίας – τα «κορίτσια» φοράνε φτηνές, μπαμπακερές ρόμπες
ή σορτς, ανάλογα με την
εποχή. Και μερικές
δεν έχουν πάρα πάνω απ’ τα
χρόνια της κόρης σας, αξιότιμε κύριε,
εχτές ακόμα βαφτίζανε τους
κούκλες τους, με τα ίδια χέρια
που ψαχουλεύουν τώρα τα
γεννητικά όργανα των ανδρών, αδιάφορα,
όπως ένας γιατρός. Λογιώ-λογιώ τύποι κάθονται γύρω στις καρέκλες
ή περιμένουν όρθιοι,
έφηβοι, ναύτες, μπακαλόγατοι,
ύποπτοι κύριοι με μαύρα παλτά, και κάποιοι
ξεθωριασμένοι απ’ το χρόνο ή
από ένα πάθος
που τους αφάνισε. Η ατμόσφαιρα είναι βαριά από φτηνή κολώνια,
καπνούς
και σεξουαλική αφθονία.
Κάθε που ανοίγει η μεσαία
πόρτα, στο βάθος της άλλης κάμαρας φαίνεται το κρεβάτι
σχεδόν απείραχτο – η δουλειά
γίνεται σύντομα
όλα τελειώνουν γρήγορα στον
αιώνα μας κι ο έρωτας κι η δόξα,
και μόνο ο πόνος κρατάει
ακόμα εκείνη την παλιά πατριαρχική βραδύτητα.
Α, ναι, με τούτο το μικρό
κλειδί κει πάνω στο κομοδίνο
τα κορίτσια κλειδώνουν κάθε
βράδυ τις εισπράξεις και τη μνήμη τους
για να μπορούν να ζουν. Και οι καιροί είναι τόσο δύσκολοι,
έτσι ν’ αρχίσει λίγο να
χαλάει το σώμα σου, δε σε σηκώνει πια η
πρωτεύουσα
παίρνεις φύσημα για την
επαρχία – το σώμα σου, βλέπεις,
είναι το εργαλείο της
δουλειάς σου, κι αν πάθει κάτι, με τι θα δουλέψεις, όχι, βέβαια,
με τη ψυχή σου – ποιος την
γυρεύει αυτήν, και μάλιστα να στην πληρώσει κιόλας.
Α, η ψυχή σου, όχι κανένα
κέρδος δεν σου πρόσφερε ποτέ, μα ίσα-ίσα,
συχνά σε ζήμιωσε, συχνά
η ψυχή σου σε ζήμιωσε πολύ.
Και το επάγγελμα σε γερνάει
γρήγορα, ιδιαίτερα αυτό το πάχος –
η καθιστική ζωή, οι ανωμαλίες στις έσω εκκρίσεις, όπως λένε, το
αλκοόλ,
η αδιαφορία – όλα συντελούν. Και σε λίγο, ξεχειλισμένη απ’ τα λίπη,
μοιάζεις
σαν ένας πελώριος
οικογενειακός τάφος, όπου σαπίζουν δεκάδες αγέννητα παιδιά – κοίταξε,
μου ’μεινε ακόμα κέφι γι’ αστεία, θε μου.
ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ
ΣΦΥΡΙΖΕ ΤΗΝ ΠΑΛΟΜΑ [σελ. 15]
Πες μου, α πες μου, λοιπόν,
πού πήγε όλη εκείνη η άνοιξη,
τα χωρατά των σπουργιτιών,
σγουρά γέλια των θάμνων,
οι παπαρούνες σα γλυκά
κόκκινα στόματα, ρυάκια μου ασυλλόγιστα, που πάτε;
Σαν ένα γρύλος που ξεχάστηκε στη
μέρα το ξύλινο μαγγανοπήγαδο μακριά,
πλάι στο πηγάδι ο παππούς
παίζοντας την κιθάρα του,
«μακριά, σα θα φύγω, μάνα,
στη ξενιτιά»,
ένα κλωνί βασιλικός μες στα
χοντρά ρουθούνια του
να ευωδιάζουν τα πλεμόνια του
απ’ τις στερνές ομορφιές της γης,
πουλιά πετούσαν στα κλαδιά,
σα να πηγαίνανε χαρούμενα μηνύματα
από κόσμο σε κόσμο. Απρόοπτα, ξαφνιασμένα πρωινά και μεγάλα,
μακρόσυρτα σούρουπα
με τ’ άστρα να τρέμουν μακριά
σαν ανοιξιάτικα μουσκεμένα βλέφαρα,
έκθαμβες ώρες, βαριές απ’ όλο
το γιγάντιο Αόριστο
που έφτανε ως το πόνο. Αίσθηση αβέβαιη όλων των μυστικών της ζωής που
διαπερνούσαν σα ρίγη, πέρα, κει κάτου, μακριά
τους βραδινούς ορίζοντες.
ΠΟΙΗΤΗΣ:
(…
ένας άνδρας να θέλει να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα (αποσπάσματα από τις σελ.
15-16)
Ένα περίεργο επεισόδιο
διαβάσαμε τελευταία στις εφημερίδες –
ένας άνδρας πήγε σ’ ένα από
αυτά τα «σπίτια», πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο
δωμάτιο, αντί να γδυθεί και να επαναλάβει τη αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει,
και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της.
Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα
πράγματα», οι άλλοι απ’ έξω δόστου χτυπήματα στην πόρτα. Με τα πολλά
άνοιξαν, και τον διώξανε με
τις κλωτσιές – ακούς εκεί διαστροφή
να θέλει, λέει, να κλάψει
μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος, έστριψε τη γωνιά και
χάθηκε καταντροπιασμένος. Κανείς δεν
τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα, θα
’ρθει η αναπότρεπτη ώρα, μια νύχτα, που θα νιώσει με τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’
την πιο βαθιά, την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άνδρα να
κλάψει στα πόδια της.
Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
(…ο
ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο και,
κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση ή ίσως για να απαντήσει, έβαλε το χέρι πάνω
στην καρδιά του - αποσπάσματα από τις
σελ. 16-17)
16 Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας
άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω
στο πάτωμα.
17 Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18 Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19 Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση ή
ίσως για να απαντήσει,
20 έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21 Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος
άνθρωπος που ’χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22 Κι οι άνθρωποι που ’χαν χάσει το πρόσωπό τους,
ήσαν πολλοί.
23 Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24 Ημέρες σαράντα.
25 Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το
λογικό του.
26 Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που
την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27 Και κάθε μέρα της τον χάλαγαν με τις μπότες
τους μπαίνοντας.
28 Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον
χάλαγαν πάλι. Και άρχιζε ξανά.
29 Εις τους αιώνας των αιώνων.
ΠΟΙΗΤΗΣ:
(…βεβαίωνε
μονάχα τον εαυτό του για τη μεγάλη αβεβαιότητα της ζωής… - σελ. 17-18)
«Ναι, ναι», ακούγεται μια
φωνή στο δρόμο.
Ποιον βεβαίωνε αυτή η φωνή;
Για τι πράγμα τον βεβαίωνε;
Ή μήπως βεβαίωνε μονάχα τον
εαυτό της για τη μεγάλη αβεβαιότητα ης ζωής.
Φωνές ξαφνικές μέσα στη
νύχτα, σαν ακουσμένες στ’ όνειρο ή σαν αργοπορημένες
από μιαν άλλη μακρινή ηλικία.
Φωνές απρόοπτες, πέρ’ απ’ όλες τις πιθανότητες
που φτωχαίνουν τον απέραντο
κόσμο.
ΧΟΡΟΣ
ΑΝΔΡΩΝ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Και
χτίσαμε την πιο μεγάλη ήπειρο μέσα μας και την καλέσαμε αδελφοσύνη… Σε λίγο,
βέβαια, αρχίζεις ν’ αδιαφορείς, μετά συνηθίζεις ώσπου τελικά βρίσκεις και
κάποια αλλόκοτη ηδονή σ’ αυτήν την αθέλητη, εκβιασμένη γύμνια σου (αποσπάσματα απ’ τις σελίδες 18-23)
ΑΝΔΡΕΣ α΄ ημιχόριο:
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε τη Σκύλλα και
τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά
γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους:
των συντρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά,
του κουπολάτη την τυφλή υπακοή ή την
κρυφή φιλοδοξία του άλλου,
την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του
ταπεινού και τη αδιαφορία του μεγάλου,
τη ζήλια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα,
την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει,
κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η
ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφήνει.
β΄ ημιχόριο:
Α, ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε
στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ ή στην παλιά πολυτραγουδημένη
Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για
μας. Μα να, που όπως ύστερα από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι του που του
λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε
στην Ιστορία.
α΄ ημιχόριο:
Ταξιδέψαμε χιλιάδες χρόνια, αλλάζοντας
τα πανιά με τον ατμό,
γυρίσαμε Βοριά και Νότο, πότε με
δαίμονα άνεμο και πότε μ’ άγγελο καιρό,
περιμέναμε αιώνες το Μεσσία κι ύστερα
βάλαμε το χιτώνα του στα ζάρια, λεηλατήσαμε, ήπιαμε, βιάσαμε γυναίκες, ψάλαμε
βυζαντινά τροπάρια
και σε στεριές και πέλαα βρήκαμε
πάθια. Μα πουθενά λίγη ευτυχία
Παντού να τυραγνιώνται οι άνθρωποι και
να μην νιώθει ο ένας τ’ αλλουνού τη δυστυχία.
β΄ ημιχόριο:
Και τότε είδαμε τη γη που χρόνια
ψάχναμε, πως δεν την έγραφε κανένας χάρτης κι ούτε καμιά Γραφή την τραγουδούσε
εκείνη.
Και χτίσαμε την πιο μεγάλη ήπειρο μέσα
μας. Και την καλέσαμε αδελφοσύνη.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ α΄ ημιχόριο:
Γυναίκες του ανέμου, της βροχής του
κουρνιαχτού, φτωχές γυναίκες,
διαβάζοντας τις αγγελίες στις
εφημερίδες,
περιμένοντας ώρες στους προθαλάμους –
οι άνδρες μας κοίταζαν σα να ’μαστε γυμνές,
πώς νιώθαμε να κρυώνουμε, θε μου.
Σε λίγο, βέβαια, αρχίζεις να
αδιαφορείς, μετά συνηθίζεις
ώσπου τελικά βρίσκεις και κάποια
αλλόκοτη ηδονή
σ’ αυτήν την αθέλητη, εκβιασμένη
γύμνια σου.
Δεν θα ’χαν περάσει ούτε τρεις μέρες
κι ο προϊστάμενος μας ζήτησε να πάμε
στον κινηματογράφο,
θα τρώγαμε ύστερα, είπε, σ’ ένα κέντρο
εξοχικό,
εμείς τον χαστουκίσαμε και φύγαμε
τρέχοντας –
β΄ ημιχόριο:
Αχ, τι λέω, αλήθεια,
έτσι σκεφτήκαμε να κάνουμε για μια
στιγμή,
μα όταν συλλογιστήκαμε τους δρόμους
πάλι, τα ετοιμοθάνατα παπούτσια μας,
να μην έχεις ν’ αγοράσεις ένα
καινούργιο εσώρουχο –
σκέψου να σου συμβεί κανένα δυστύχημα
στο δρόμο
κα να σε
βρουν με τούτο δω το παλιωμένο μισοφόρι –
α΄ ημιχόριο:
τα σκεφτήκαμε όλα και είπαμε: τι
σημασία έχει σήμερα ή αύριο, αυτό κάποτε θα γίνει,
κάναμε μόνο λίγο πως αρνιόμαστε από
έναν παλιό, προαιώνιο φόβο, που έγινε πια
υπολογισμός – κι ύστερα,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του
κουρνιαχτού,
ενώ την ίδια ώρα μέσα μας έκλαιγε
μουγκά
ο αειπάρθενος πόνος μας.
β΄ ημιχόριο:
Ύστερα πέρασε κι αυτό. Και μοναχά
μέσα στη νύχτα, κάποτε, και το σκοτάδι
ξανάρχονται στο νου κείνες οι ώρες
άξαφνα. Κι ανατριχιάζουμε.
Μα όχι πια από φόβο.
Και τότε νιώθεις την ταπεινοσύνη
όχι να υπομένεις το κακό,
μα την πιο πικρή ταπείνωση
να το θέλεις.
Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο.
ΑΝΔΡΕΣ α΄ ημιχόριο:
Τα βράδια χανόμαστε στα ομιχλιασμένα
μέσα καπηλιά
με την πανάρχαιη λησμονιά της μέθης,
τις πόρτες που ανοιγοκλείνοντας κλαίνε τα παλιά
και τα κουτσά τραπέζια; τους που πάει
για λίγο ν’ ακουμπήσει ο ανθρώπινος πόνος –
ώρες αλλόκοτες που καθισμένοι
δίπλα-δίπλα πίνουνε η ξαφνική φιλία κι ο απρόοπτος φόνος.
Πίνουμε, βλαστημάμε ή λέμε κάτι βαριά
χοντροκομμένα τραγούδια
ή άλλοτε χορταίνουμε την πείνα μας με
την εξομολόγηση και τα αφημένα, ξένα αποφαγούδια.
Κι άλλοτε αμίλητοι σκυμμένοι πάνω απ’
την ψυχή μας
βλέπουμε να περνάν όλες του κόσμου οι
ιστορίες:
καημοί και θάλασσες, θρύλοι και
πεθυμιές, τα χτεσινά και τα μελλούμενα – όλοι οι παράδεισοι κι όλες οι
αμαρτίες.
Μες στη βαθιά ψυχή μας βλέπουμε να
παλεύουν χρόνια τώρα μεγάλα περιστατικά και οράματα και ταπεινές αμείλιχτες
συνήθειες.
Κι όπως αργά, μεσάνυχτα, γυρίζαμε στα
σπίτια μας τρεκλίζοντας, δεν ήμασταν μεθυσμένοι. Γυρίζαμε βαριοί από αλήθειες.
β΄ ημιχόριο:
Κι όταν πεθαίναμε αφήναμε κληρονομιά
το φόβο και την πείνα μας, και για έναν άλλο κόσμο την τρανή μας μοσταλγία
Κι όπως από το σάπιο μήλο πέφτει ο
σπόρος για τ’ άλλο μήλο, κοίτονταν ριγμένα τα εργαλεία μας στη γωνιά. Είχε
γεννηθεί
η Αθανασία.
ΓΥΝΑΙΚΕΣ α΄ ημιχόριο:
Φτωχές γυναίκες
μοδίστρες, δαχτυλογράφοι,
ασπρορουχούδες,
τίμιες
ή σπιτωμένες, ακόμα κι οι άλλες,
εκείνες του σκοινιού και
του παλουκιού,
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του
κουρνιαχτού,
νοιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά
φορά πίσω απ’ την αγνότητα,
την κούραση πίσω απ’ την καλοσύνη ή την
αδιαφορία πίσω απ’ την υπακοή.
Μα πιο πολύ νοιώσαμε την αδυναμία που
κρύβεται πίσω απ’ την κακία.
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που
αγαπούσαμε
πολλές πάνω στην τρέλα τους,, τους ρίξανε βιτριόλι,
ήταν μάλιστα και μερικές που τους
σκοτώσαν, λέει, (τι φρίκη), με τσεκούρι
πάνω στον ύπνο τους. Άλλες πάλι αυτοκτόνησαν - κάθε
μέρα ακούς τέτοια ένα σωρό.
Οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε,
χτυπηθήκαμε,
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν
άλλον,
γιατί τα χρόνια περνάνε.
β΄ ημιχόριο:
Γυναίκες φτωχές, ζηλέψαμε τους καλύτερούς μας
αυτούς που είχαν την ανάγκη μας τους
παιδέψαμε
περηφανευτήκαμε πως έχουμε υψηλές
γνωριμίες
ή διηγηθήκαμε έρωτες φανταστικούς.
Κατηγορήσαμε ανθρώπους που δε φταίγανε
είπαμε ψέματα από φόβο
κι ύστερα είπαμε ψέματα, έτσι, από συνήθεια.
Ή κάποτε είπαμε την αλήθεια, μα δεν
μας πίστεψαν.
α΄ ημιχόριο:
Αν μας έβλεπε κανείς, το βράδυ, όταν
μένουμε μονάχες
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις
ζαρτιέρες, και κρατάμε
στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη
βαμένη μάσκα
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα,
οι άνδρες για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε
τούτο το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο.
Αχ, γυναίκες έρημες,
κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία
κρύβεται πίσω απ’ τη λαγνεία ή την υστεροβουλία μας.
Και πάντοτε γυρεύαμε το καλύτερο
Ο
ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ
(…και
κάθε μέρα διάφορα πρόσωπα άνοιγαν το μικρό παράθυρο του κελιού και κοίταζαν
μέσα - αποσπάσματα από τις σελ. 24-25)
31 Και τα μάτια τους ήταν πέτρινα. 32. Μα ήρθαν στιγμές που κι αυτά τα πέτρινα
μάτια τους παρηγόρησαν τη μεγάλη ανθρώπινη μοναξιά του. 33. Και κάθε νύχτα μπαίναν κι ακουμπούσαν το
φανάρι κάτω στο πάτωμα. 34. Και τον
χτυπούσαν. 35. Κι ο ίσκιος τους πάλευε
πάνω στο ταβάνι, σαν ένας νικημένος που χτυπιέται και κλαίει. 36. Και τον άφηναν ύστερα μονάχο, με τη
σιωπή και το αίμα του που έτρεχε. 37.
Και μακριά ακουγόντουσαν να σφυρίζουν τα τραίνα, με αυτόν τον απέραντο ήχο που
προσκαλεί στη ζωή 38. Ίσως και να ’χασε
το θάρρος του τότε. Ίσως και να ’κλαψε. Ίσως και να ’πεσε σε ακόμα πιο μεγάλο
αμάρτημα: 39. Και να
υπερηφανεύτηκε. 40. Και τη δέκατη τρίτη
νύχτα άκουσε κάποιον να βογγάει στο γειτονικό κελί. 41. Κι ένιωσε θλίψη ανείπωτη, ότι δεν μπορούσε
να τον βοηθήσει. 42. Άρχισε, λοιπόν, να
σέρνεται σιγά-σιγά προς το μέρος του τοίχου.
43. Και πολλές φορές, στο μεγάλο αυτόν δρόμο της γης, λιποθύμησε. 44. Και όταν έφτασε, τέλος, σήκωσε το
ανήμπορο χέρι του κι άρχισε να χτυπάει τον τοίχο. 45. Όπως, αιώνες τώρα, συνηθούν μέσα στην
ερημιά τους οι τρελλοί κι οι φυλακισμένοι.
46. Και μονομιάς το βογγητό έπαψε κι ένα σπασμένο χτύπημα ακούστηκε στον
τοίχο του άλλου κελιού. 47. Προς δόξαν
του ανθρώπου. [αποσπασματα από την
ΚΑΝΤΑΤΑ Τάσου Λειβαδίτη, πρώτη έκδοση 1960]
Δευτέρα, 3 Φεβρουαρίου 2025
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου