Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2025

Η ΛΕΞΗ ΠΛΟΙΟΝ ΣΕΡΝΟΝΤΑΝ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟΝ ΟΙΝΟΝ ΤΗΣ

 (…ξοπίσω κάργες.…  ο νους υγρός χανότανε μες στα μπαμπάκια…)


Μήγαρις δεν πήρε ο ένας τους απ’ τους σαρανταοχτώ ανέμους

να σγουρίζει τ’ όνομά σου;

δε χύμηξε απάνω του σκοτάδι με οχτώ πόδια  βλέννες χώματα;

μη δεν ήταν που γι’ αυτό στα βράχια

τσακιζόταν δίφθογγοι όλο λίπος κόκαλα

ουρλιαχτά; 

 

Ζητούσες να χαθείς,   πώς βρήκες όνομα;

και  πώς, μετά ως αποχρών των ασπαλάθων

εστράφηκες προς τα ωκύφωνα

καλέμι, όφις  ή  κάτι τέτοιο

πώς έγινε και ήταν σαν από βύθος

να ’βγαινες αλαφροϊκσιωτος καλός

καν θήτα πώς εβγήκες;

 

Ω τότε που ως Τίρυνθα η λέξη πλοίον

σέρνονταν έξω από τον οίνο της

ξοπίσω κάργες·

ο νους υγρός χανότανε μες στα μπαμπάκια.

[ΚΑΝ ΘΗΤΑ   από την ποιητική συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978: 

 


Κι άλλα ποιήματα από την ΟΔΟ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ

εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:

ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 εκδόσεις ΑΓΡΑ:

ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΟΝ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΝΤΟΣ   Καθώς, απών, φευγάτος για κοιτάσματα και ιριδισμούς που εκμαυλίζουν

ΝΥΧΤΑ   Θέριζε την αρμύρα του ο Οχτώβρης…

ΟΙ ΩΧΡΕΣ   Φέρτε τον μπροστά μου που γελά  εκείνον δεξιά το δεύτερο…

ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ   Ποδήρης Λανσελότος ντυμένος σίδερο…

Ο ΥΑΛΟΠΙΝΑΚΑΣ   Κλαρί της κυδωνιάς, το δένδρο άφαντο…

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΝΑΤΡΙΟΥ   Θυμήθηκα του Αύγουστου του νου που χάθηκε… 

ΤΑΞΙΔΙ   Συνέχεια φεγγάρια τρώει το μαζούτ… 

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ   Χιλιότρυπος  από τους διαλογισμούς…

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΕΙΡΗΝΩΝ   Ανέβαινε ο παρανοϊκός θύσανος την αορτή…

ΔΙΕΓΕΡΣΗ  ΚΥΛΙΝΔΡΟΥ    Η όψη σου στο τέλος ράγισε από μια λέξη…

ΠΥΞΙΔΑ  Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια…

ΥΠΟΔΟΡΙΩΣ   Να γιατί κάθε αναφώνηση του αέναου είναι κλητική…

ΣΟΝΑΤΙΝΑ Μ’ ΕΝΑ ΠΛΗΚΤΡΟ   Ασήμι γυάλινο, η ψύχρα χαράματα  minores   και ΕΠΙΜΥΘΙΟ

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ  Ούτε για Δευτέρα ούτε για Τρίτη πρόκειται μα ούτε  για την ανύμφευτη Τετάρτη των γελοίων γεγονότων…

 

ΓΑΛΗΝΟΤΑΤΟΝ ΑΝΑΠΤΥΓΜΑ ΤΟΥ ΑΠΟΝΤΟΣ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Καθώς απών, φευγάτος για κοιτάσματα  και ιριδισμούς

που εκμαυλίζουν, μίλια συναπτά

για ένα σύμβολο 

(δεν λέω μεταφυσικό   αν και βαθυκύανο)

μόνο τις ελικώσεις κέρδισες.

Όχι το νόημα έλεγες ούτε η αίσθηση.

Δεν είναι πια για ορισμούς

κι ούτε οι ορισμοί είναι να γοητεύουν

πάρεξ το άλλο που καρτεσιανό αν και μύχιο

όπως φοράδα πλάι σε πεύκα

αχτινίζει

 

Τότες παρότι ακίνητος έφυγες αναπεπταμένος.

Είπες τον καλπασμό αφαίρεση κι ας μην ηχούσε.

Το πλευρό σου άνοιξε όχι από μαχαίρι  ή  λίθο,

(ω μέσα του πώς ένας ήλιος σεληνιαζότανε

πώς τινάχθηκε περιπαθές το τρία)

το μεσημέρι στις εσχατιές έγλειφε τις πληγές του

ο φώσφορος και άλλοι τρισκατάρατοι ξέμεναν πίσω

και σε κώχευαν.

Τελευταίος απ’ τους γαληνοτάτους επέζεψε ο αποσπερίτης

μα εσύ ακόμα ελλειπτικός

έλεγες:  εκεί, στα πιο μέρα μίλια.

 

ΝΥΧΤΑ

Θέριζε την αρμύρα του ο Οχτώβρης.

Ψηλά η θάλασσα παράδερνε χαρταετός

έμπαινα στην αγρύπνια όπως σε χώρα

Σαμαγέτων  ένας Αλόϊσιος

ή ασημί γαλάζιο εφτά φορές

σπέρμα του Αλγόλ έπεφτα πάνω σε χαράκι,

 

ρωτούσα μην είναι σιωπή ο βυθός της,

το άρρητο

που ανερμήνευτο μέσα σε φέγγος ανηφόριζε

ως σταλαγμίτης.

 

ΟΙ ΩΧΡΕΣ

«Φέρτε τον μπροστά μου που γελά

εκείνον δεξιά τον δεύτερο.

Στήσε τον να με κοιτά στα μάτια

όταν μιλάω»

Αυτός,

ιδού κατάπτυστος τάχαμ πιλότος

ή λίγδης  μες στ’ Ανάπλιν.

Παρότι με ληθαργικά κατράμια ο Τάμεσις

εξόρισε την ιλαρά του,

μ’ όλο που κάτω από μουσαμάδες

σε κοίτη των μαούνων μυηθείς,

νυν ξέμπαρκος αν και Φληβάς

δεν νογά καταπού πέφτει η θάλασσα

κι ακόμα μη αντέχοντας όγδοος  και  εφελιανός

έγινε ουρλιαχτό της Γκιώνας, έφυγε.

Ξοπίσω του το χακί μυαλό μου έριχνε

όπως εξάσφαιρο.

 

Τέλος πήρε να φυσά πράσινος άνεμος

η τοιχογραφία σκοτείνιασε

ξάφνου,  οι ώχρες,  φώναξα,  οι ώχρες

ιδού ιδεατόν σημείον αδελφοί, η μόνη εμβασία

ο ελκόμενος  η χόβολη.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΣΚΥΡΟΔΕΜΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Ποδήρης Λανσελότος ντυμένος σίδερο

απέναντι ζεστό λιθάρι του κάρβουνου

κι ανάμεσό τους όλος λέπια ο μύθος.

 

Ακούγοντας τον Γαλαξία μάντευες σχήματα·

μπήκαμε τότες στην ερώτηση:  ίνα τι οι μπετονιέρες

επληθύνθησαν  και  κατακυριέψανε τη γης;

 

Μες στην απελπισιά του ο πλαστικός φαλλός

γύρευε να περιτμηθεί·

το ηλεκτρικό αλλελούια  παράδερνε

όπως στην αιχμαλωσία του ο γορίλας.

Α  η παραφορά του που τον βιάζανε απανωτά

δίνοντας όλα του τα καλλίγραμμα ο γύψος.

 

Ένα κουρέλι από το χαρτένιο Σάββατο

ματαίωσε όλα τα τοπία μέσα μου

από το πρόσωπό σου,

 

ο χρόνος άσχετος

γάβγιζε τα πρωτοτόκια του.

 

Ο ΥΑΛΟΠΙΝΑΚΑΣ

Κλαρί της κυδωνιάς,  το δένδρο άφαντο,

γύρω η εκμηδένιση όλο γαλάζιο

το φως μόνο μια πτύχωση ίσα που έφτασε

να ξεστρατίσεις, ανάμεσα αίσθηση και νου

σε πήρε το μπουρίνι.

 

Δεν ήταν το κλαρί

μα που παρέξω από τη λέξη εφτούτο βγήκε

η άβυσσο  και  επεφάνη,  αυτό σε τρέλανε

ω αίσθησή μου,  μ’ όλα τα πρώτα αδέλφι,

που δεν το καταδέχτηκες να σε φιλέψουνε

ούτε κατάλυμα   ούτε τροφή

το ζυμωτό ψωμί του ο θάνατος

ο ήλιος το ζεστό του σύκο

δεν ήταν δα των δυο τους η γενιά καλύτερη

απ’ τη δική σου,

 

ω   που σε ξάφνιασε

τάχαμ κλαρί της κυδωνιάς σκούρο γαλάζιο

η φλέβα του κενού,

εκείνη.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΝΑΤΡΙΟΥ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Θυμήθηκα του Αυγούστου

του νου που χάθηκε θυμήθηκα με όπια

τις κνήμες σου τη στίλβη τους όπως νησί

ουρανό, τον ήλιο παραλοϊσμένο

την όψη σου εκείνη κι ένα πέλαγο

στα δυο σχισμένη του ανέμου

ν’ ανηφορίζει την πλαγιά του αλατιού

αφροί και θάνατος να χυμούν τα χέρια σου

ως τα φασκόμηλα

να οσμίζονται το χάος που εγινόμουν

 

τα όπια θυμήθηκα το νου

που εχάθη.

 

ΤΑΞΙΔΙ

Συνέχεια φεγγάρια τρώει το μαζούτ

φεύγουνε κάτω μας αράδα μίλια

στη μάσκα ο νόστος θρύψαλα

και τα οράματα στα ρέλια,

σταβέντο απόψε σφάζαν το νοτιά

δυο άστρα κόκκινα.

 

Στα μπράτσα μηχανόλαδα  και στα μεριά

τατού στα στήθια ο δράκος

με την αμουργιανή φοργόνα αγκαλιαστός

και το μηλίγγι μου φτερούγα

δεν είναι θάλασσα αυτή δεν είναι,

χύμηξαν του πνιγμού στο πέλαφο

το στίγμα κι η παράλλαξη

μεσάνυχτα καίγεται στη λαμαρίνα ο ήλιος

έθρυψε η αμαρτία τα δάχυυλα

φανάρι το φανάρι πάει το έλκος

 

κι εσύ μιλάς της σιωπής

τη γλώσσα την αλλόκοτη την πικραμένη

μονάδα φάουσα του απείρου η ομίχλη

σε τύλιξε ως τις κλειδώσεις

Η μοναξιά λειχήνα  κι η απόσταση σαν είδες

του ωκεανού το κόκαλο έρημο

να πλέει  κι  αυτό ανοιχτά

στις νέες εβρίδες.

 [από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΑΞΟΝΟΜΕΤΡΙΑ

(από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978)

Χιλιότρυπος από τους διαλογισμούς

έβγαλε το δεξί του μάτι.

Ξαναμμένος τότες απ’ τον ηλιοφυσητήρα

με ορθωμένο τον φαλλό όπως γλυκόριζα

χύθηκε να φουχτιάζει αχινούς,

 

κάτι λιγώματα καν τσιριξιές ήτανε της θαλάσσης

καθώς ανέβαινε άλαλη με κόκκινο γιαταγάνι.

 

ΑΝΤΑΠΟΚΡΙΣΗ ΣΕΙΡΗΝΩΝ

Ανέβαινε ο παρανοϊκός θύσανος την αορτή

ωχρό αυτοκίνητο μ’ εκατονογδόντα

ξάφνου η διάψευση πετάγεται μπροστά

στον τόπο το οικουμενικό θεώρημα

συντριπτικό κάταγμα του ινιακού.

Τελεία.

 

Πρωινός καφές περιστροφή του εξολκέα

γεμάτη κρύο η σύριγγα σημαδεύει το σφυγμό μας,

πυροβολεί.

 

Τώρα πίσω από φιαλίδια

γλείφει τα νύχια του το αιλουροειδές

η Λευκωπία.

 

ΔΙΕΓΕΡΣΗ ΚΥΛΙΝΔΡΟΥ

Η όψη σου στο τέλος ράγισε από μια λέξη.

Σέρνοντας φωνή όπως μελάνι ανέβαινε τα γάγγλιά της.

Φεγγάρια αλλόκοτα ξοπίσω της,  εσύ

έτσι παράγωνος που έγινες σχεδόν ακροτελεύτιος

πού να χωρέσεις;

Το βράδυ αργά, μ’ έναν Μεφιστόφελε

πάλι πεθαίνεις

από ύψος.

 

ΠΥΞΙΔΑ

Εριστικός σχεδόν ημέρα εχτρεύομαι τη λέξη βέβαια,

συνήθισα τη μοναξιά και το σκυλί της.

Είμαι λοιπόν με τ’ αγριολίθαρα  και  τον ασβέστη

που κουφάθηκε με το λιόκαμα.

 

ΥΠΟΔΟΡΙΩΣ

Να γιατί κάθε αναφώνηση του αέναου είναι κλητική,

όπως η οίηση στις παραλήγουσες.

Ο λυρισμός γδύνεται το λοφίο του γίνεται αφή

το σκοτάδι αντιθέτως, είναι δρόμος, αλλάζει:

άρτος,   ύστερα φύσημα.

 

ΣΟΝΑΤΙΝΑ Μ’ ΕΝΑ ΠΛΗΚΤΡΟ

Ασήμι γυαλινο, η ψύχρα

χαράματα  minors.

Στυφή συκιά η αίσθηση να υπάρχεις

το ατέλειωτο που κίνησε πηλίκον

κι ο που ευδόκησε τόση διαίρεση άφαντος

μες στην ενάργεια των θαυμασίων

[από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978]

 

ΟΥΤΕ ΓΙΑ ΔΕΥΤΕΡΑ  ΟΥΤΕ ΦΙΑ ΤΡΙΤΗ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ…

(…μα ούτε και για την ανύμφευτη Τετάρτη των γελοίων γεγονότων …)

… παίρνοντας δηλαδή το λεωφορείο   σταματώντας την αιμορραγία  όπως – όπως   μόλις επιστρέφοντας από πρωινή διακόρευσιν   με δαχτυλιές στα μούτρα   το αιδοίον να γαυγίζει πίσω σου   να σφίγγει τους μηρούς η εβραιοπούλα   μη φύγει το ζεστό σπουργίτι,   ξάφνου τρίγωνα βάρβαρα οι σάρκες της θάλασσας   κολλημένες πρόχειρα με σκουτάρια αρκουδοτόμαρα   και θεωρήματα,  περιπλοκή στα έντερα   όπως καταφτάνει  υπεριώδης σιδηρόδρομος    από σικάγο, χάνοντας ετούτη  και την άλλη θύμηση   που όχι Δευτέρα  ούτε Τρίτη   μόνο εκείνο τ’ ανηφορικό ποδήλατο   που γυαλίζει σα λιθρίνι.   Έκτοτε δεν έγινε υλοτομία στα μέρη ετούτα,   μόνο τρεις Αλβανοί, άνθος στο πέτο,   φώναζαν:   ποιος δεν ουρεί από φόβο;    Δεμένη πισθάγκωνα δείχνοντας τ’ απόκρυφά της   κι άλλα που πήρε στα φτερά του ο ανεμιστήρας   βουή στουπί  και  φρόκαλα βούλιαζε η φωνή σου   σαν καταχθόνιος χαρταετός με συλλαβές   κι άλλα βαρίδια απ’ την αρχαία λέξη οχεία.   Σε λίγο επάνω στα νερά έπλεε το ξυλένιο της ποδάρι    ο μόνος σύντροφος της ξαφνικής καλοκαιριάς.   Πέφτοντας απ’ την καρέκλα ένιωσε   πως το μόνο αίσθημα που τον έσπρωχνε σε περιπέτειες ήταν ο έρως  η καθαρή Δευτέρα  η παστρικιά ζωή   ψωμί κι ελιά σαράντα μέρες κι έξαφνα εσύ   μελαχρινέ σκυλόσοφε γιε του Δεινοκράτη   μέσα στα Γιάννενα το δέρμα σου   για κάτι ασημικό ένα ψηφί κάτι σαν άλφα των Χαλδαίων   που κίνησε από τίποτα εκβάτανα μισθοφόρος του Ευμένη  κι άφτασε απόψε εδώ αεροσκάφος   πτήση 504 TWA!..  Άλλη μια φορά με κοίταξες Μαρίτσα κόφτρα,   αγαπάς τις φούχτες μου  σαν κατηγορίζοντας ψάχνουν  για μικρά λυκόπουλα ξεβράκωτα   μυξιάρικα όλο μαλλί που λιμάζουν το ψωμί της συννεφιάς  και  συ παρακαλάς να συνεχίζεται η κατωφέρεια.   Το πείσμα σου είναι όπως έπιπλο   πάαω κοντά του το χαϊδεύω λέγοντας   πού να ξέχασα τα κλειδιά.   Το γέλιο σου ποτήρι ξέχειλο από μέλι,   πώς τον τουφέκισες στον καλαμιώνα με το κλάμα σου  και  φέραν μέσα τον σορόκο οι κάμπιες σκοτωμένο;   Κίτρινο πτώμα η βρισιά του ξάδελφου   του Ηλία ο μορφασμός  η χειρονομία του Σωτήρη   η πλαϊνή παρέα  και τα νεύρα της   πριν την ώρα του εκείνο το χατούκι   ο σουγιά που άστραψε,  η στριγκιά σου  Παναγιά μου!..  Λουρίδες τέλειωσε η Καθαρή Δευτέρα,   καφενές  μ’ επίδεσμους  σταυρωτό χαρτί στα τζάμια   έξω γαρμπής  στις φυστικιές  στις στράτες,   ο άνεμος πέθανε  ζήτω ο άνεμος   οι κουνιάδοι κλείσανε για την άλλη Τρίτη   κάποια σκεφτότανε τον άνδρα της  κι  οι άλλοι   τρέχα γύρευε τι κάναν!..  Πάντψς είναι γεγονός πως τέτοιες μέρες   αφήνουν εποχή με τον γαλάζιο τους  ή  έστι κάπως ουρανό  κι  άλλα μικρά φαρμάκια!..  [ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΟΣ ΤΟΠΟΣ  από τη συλλογή του Έκτορα Κακναβάτου ΟΔΟΣ ΛΑΙΣΤΡΥΓΟΝΩΝ 1978, εδώ αντιγραφή και επικόλληση από το Β Τόμο: ΕΚΤΩΡ ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1978 – 1987 κι άλλες επιλογές από την εν λόγω συλλογή σε σένα που ποιος  ξέρει  «πόσες φορές η λατρεία σου θα μου γίνει γέφυρα να περάσω από την άβυσσο στο καυτερό γήινο αίμα!..  Και μόνο το βήμα μένει κατά σένα, το ελάχιστο μέτρο να σε ψάχνω όχι να σε βρω!..]

Δευτέρα, 20 Ιανουαρίου 2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΠΑΝΤΑ Σ’ ΟΛΟ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΣΑΜΕ…

  (…χωρίς ποτέ κανείς να μας ακούει…) («Γιατί σωπαίνουν τα κοχύλια; Γιατί δεν τραγουδούνε τα παιδιά; Τα ζώα τ’ αφανίσαμε και τα φυ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ