Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο.

Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια»,

είχαμε,  λέει,   μπράτσα νεανικά.

Αλλά μια κι έγινε   (πάει είχε γίνει πια)

γιατί ν’ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;

……………………………………………….

Αδικηθήκαμε!..   Όχι δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!..

Αφού μας δόθηκαν καρδιές   Άστρα να θέλουν

Άστρα γιατί δεν μας δοθήκανε;

 

Στον ουρανό   ένα σειρήτι μονάχα η Σελήνη

δεν θα μπορέσει να πραΰνει    έναν ολόγιομο καημό…

Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι

ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο

Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο

με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!..

Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας

…… Τι κλαις;

 

Άσε να ξημερώσει και θα δούμε

Τώρα, είναι βράδυ ακόμα·

ένα σειρήτι μονάχα η Σελήνη

(ΧΙΜΑΙΡΑ από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη 

ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952. 

Κι άλλες επιλογές από τις τρεις ενότητες της συλλογής:

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ (Αχιλλέας στον Άδη, Απολογία)

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ  (η Φυγή,  Η Περιπλάνηση και το ζενίθ,  Η Επιστροφή και

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ Ι,  ΙΙ και  ΙΙΙ   (Η γυναίκα του Λωτ, Γη Πυρός, Αποχαιρετισμός  και επιμύθιο 

Η ΣΑΡΑΜΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Συγκεντρωτική έκδοση: ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952 – 1977


 


Ο Σταύρος Βαβούρης υπήρξε μια ιδιαίτερη ποιητική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων που παρέδωσε ένα αυστηρά προσωπικό έργο,

ένα «μίγμα «οργής»  και συναισθηματικών κάμψεων,

διαπεραστικής ειρωνείας και απελπισμένων λυρικών τόνων,

δαιμονικής υπεροψίας και ανθρώπινης συντριβής»,

(όπως θα πει ο Κώστας Στεργιόπουλος)

 Η ποίησή του διακρίνεται για το έντονο προσωπικό βίωμα και το πάθος που οδηγεί στο ατομικό αδιέξοδο.

Είναι χαρακτηριστική η οξύτητα του λόγου του,

 η αλαζονεία,   η ειρωνεία,    η απελπισία,

 η ερωτική πίκρα και ενίοτε η τρυφερότητα…

Όσο κι αν τον αγνοούμε σήμερα και όσο κι αν αγνοήθηκε όσο ζούσε,

είναι ένας ποιητής από τους λίγους της γενιάς του

που έγραψε μια ποίηση καθαρά βιωματική,  βασιζόμενος στο γνήσιο αίσθημα, παλεύοντας με το ποίημα,

«γδερνόμενος»  ο ίδιος πριν από αυτό και μαζί με αυτό.

Ο Βαβούρης αποτελεί αθυσαύριστο κεφάλαιο της ποίησής μας και οφείλουμε αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι απέναντί της να τον ανασύρουμε από την αφάνεια…  (Ανέστης Μελιδώνης)

 

«Μαγκώσαμε στο κόμμα της υπόθεσης    

του Απραγματοποίητου»

(Σταύρος Βαβούρης,  Υποθετικοί λόγοι).  

 

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ

(επιλογές από την πρώτη  ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΝΑ ΔΕΙΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952)

Α

‘Όταν θα ’ρθει το καλοκαίρι

το φως και ο αφρός

θα ’χουν μια τόση δύναμη  κι  αγάπη

που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια

το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί μου.

 

Όταν θα ’ρθει  Ιούνιος

Μόνο

σηκώστε τώρα

αυτό το φέρετρο απ’ το στήθος μου

Β

‘-Τραυματισμένο φως.

-Σπάστε τα χείλη μου   Σπάστε τα μάτια μου

-Τραυματισμένο φως

-φυτεύτε μια κληματαριά μες στην καρδιά μου

-Τραυματισμένο φως

είπαμε:  τον Αύγουστο θα γιάνεις.

 

-Χύστε μια θάλασσα στο στήθος μου,

βγάλτε τα χέρια απ’ τις τσέπες μου,

βγάλτε απ’ τα χαρτιά μου την καρδιά μου.

 

-Τραυματισμένο   απαρηγόρητο   μικρό,  τρελό μου φως!..

 

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Φωνές του δέρματος,

δεήσεις  της αφής μου στον ήλιο

επικλήσεις  κι  οιμωγές της παλάμης μου.

 

Θλάση των νυχιών μου

τραύματά μου ανώφελα

 

Δεν χαμηλώνουν τα βουνά εδώ κάτου,

Δεν έχει τέλος η Σκιά!..

 

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Δάσκαλε

όπως κι αν το πεις   όπως κι αν το φέρεις

δεν καταλαβαίνω.

 

Εγώ ’μαι ένας μικρός  -  μικρούλης του Κογκό.

Δεν θέλω

παρά μια χούφτα χάνδρες κόκκινες

φτηνές για το λαιμό μου

Ένα ταμπούρλο για τις νύχτες τις αγρύπνιας μου

και τη μάνα μου,  την άμμο,  για τις μέρες μου.

 

Την άμμο

που μ’ ωρίμαζε χουρμά τρεις μήνες

μ’ ανοιξιάτικους παλμούς και ρίγη

για να φυτρώνω πλάι στο κύμα,

ώριμος  και  γελαστός,  ένα πρωί,

με το έμπα του καλοκαιριού.

[ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη  ΕΔΩ,  ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952]

 

 

Η ΦΥΓΗ,   Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ   ΚΑΙ  ΤΟ ΖΕΝΙΘ,  Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 

(ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΝΑ ΔΕΙΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952)

Α.  Η ΦΥΓΗ

Με τα πουλιά του νέου καιρού

 

μ’ εξοπλισμένη    πάλι, τούτη την έξαλλη στρατιά

των γαρυφάλλων πίσω από τα χείλη μου

με τη δραματική ομορφιά της φετινής μου προσφοράς.

 

όλα είναι περίφημα·  όλα καίνε.

 

Τώρα που κατεβαίνω   

μέσα σ’ ένα θρίαμβο φωτιάς κι απελπισίας

το καθετί καταποντίζεται στο φως

κι όλα αρμενίζουνε σε πέλαγα ήλιου.

 

Σου γράφω μέσ’    από παραληρούντα πλήθη.

Δε βρίσκω στέρεο τόπο να σταθώ!

Αν βγάλω κι ένα δευτερόλεπτο το χέρι από τα μάτια

θα μου το κάψει αυτός ο φρενιασμένος ήλιος.

Σου γράφω ναυαγίζοντας

μεσ’ σε ξετρελαμένα χελιδόνια!

Με σπρώχνουν χελιδόνια   

κι  άνεμοι  και  κύματα πυρσών.

 

Κι ακόμα, πριν από το σύνθημα

–σου γράφω πάνω σ’ ανυπόμονα άλογα -

όλα είναι θάλασσα κι ατμός.

Παίρνω στα χέρια μου μιαν ελπίδα

σαν το φως όλου του κόσμου, τα γκέμια μου  -  Το σύνθημα, 

και ξαφνικά γλιστράμε σε μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Δεν αισθάνομαι πια τίποτα.

Σκοντάβουμε κι αρπάζουμε φωτιά.

Γίνομαι πυροτέχνημα.   Όλα είναι περίφημα!

 

Επευφημείστε!!! 

 

Β. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΖΕΝΙΘ 

(γράμμα από τον Πόρο)

Τώρα που κατεβαίνω σα σπαθί

και κάθε αυγή    φυτρώνω μες από τα κύματα

απίθανο ηλιοτρόπιο στο φως,

που σκύβει ο ήλιος και μου λέει τα μυστικά του

κι αρχίζω την επέλασή μου

κάτω απ’ τις εκστατικές αψίδες του ουρανού

μπροστά    από ένα πέλαο μεθυσμένες παπαρούνες

που διεκδικούν τα σμαραγδένια χνάρια μου.

 

Αν θες να μ’ αγαπήσεις

να μου πληρώσεις τούτη την πανάκριβη φωτιά

πρέπει να με μαζέψεις χούφτα - χούφτα από την άμμο

πρέπει να με μαζέψεις χούφτα - χούφτα απ’ τα τριφύλλια

απ’ τις πλαγιές απ’ τα χαλίκια

όπως εγώ    φυλάω για λίγο κάτι από τα χέρια μου

για να σου γράψω αυτό το γράμμα

τώρα που ο ήλιος σκύβει και μου λέει τα μυστικά του,

καθώς φυτρώνω και προβάλλομαι στο φως,

και κατεβαίνω κάθε αυγή    κάτω απ’ τις αψίδες του ουρανού

σπαθί·    σπαθί κι ατμός χρυσός.

 

Γ. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 

Ο Απρίλης φέτος, μου μιλάει με μια φωνή πικρή.

Από κει πέρα

ένας κυκλώνας θλιβερός μ’ αναζητάει  και  ψάχνει

προχωρώντας με στροφές λυπητερές.

Ποιος δρόμος θα στρώσει τη χλόη του στα βήματά μου;

Ποια κύματα

Ποιες αύρες θα ’ρθουν για μια νέα μου αναζήτηση

κει που τελειώνει η πράσινη γραμμή;

Εκεί που σβήνει ο αφρός της τελευταίας παλίρροιας,

Εκεί που η τελευταία ντάλια

θροϊζει το πικρό της μυστικό στον τελευταίο αέρα;

 

Κανείς δεν θ’ απαντήσει.

Γυρίζω.  Στρώστε μου μια κάμαρα στοργή

κι ένα προσκέφαλο απ’  Αγάπη να τελειώσω.

 

Ο κάμπος με παρατηρεί

με μια φαρμακωμένη πρασινάδα.

Ποιο μονοπάτι θ’ ανοιχτεί στρωτό στα βήματά μου;

Οι φλόγες π’ αρμενίσανε στολίσκος σιωπής

σε πεθαμένα πέλαγα δακρύων

κι οι παπαρούνες,

δείχνουνε στο πληγωμένο φως

μιαν άνοιξη θαμμένη.

 

Δε θα ρωτήσω·

τώρα που η ώρα της επιστροφής μου αυγάζει

άνοιξε του πικρού ουρανού σου τη γαλήνη.

Ο Θάνατός μου

θαν’  η ανταρσία  κι  η αγανάκτηση

μιας πικροδάφνης που ’ζησε

και σβήνει στη Σκιά

Ώρα του σιωπηλού αποβιβασμού

Ώρα της Μοίρας έπειτα από την Ώρα μου

 

στη Σκια

Δε θα πληρώσω πια ακριβά

χρυσά πουλιά  κι  άλλου καιρού

που δε θα χτίσουν στην καρδιά μου τη φωλιά τους.

[ ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952]

 

 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΝΑ! ΠΟΥ ΜΕ ΛΕΝΕ ΠΑΛΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

(επιλογές από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ και ΚΥΜΑΤΑ 1952):

 

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Και τώρα να!.. που με λένε πάλι θάλασσα

-γονατιστοί σύντροφοι

να που πρέπει πια να με ξεχάσετε –

 

να, που μ’ ονομάζουν πάλι άνεμο τα κύματα

-μπάτη,  Αέρα της ψυχής μου –

που με κράζουν τ’ ακρογιάλια και το φως

 

Να!  που στο δέρμα μου

κατρακυλάνε πάλι ρίγη  και  χαμόγελα

και στρέφουν βλέμματα θολά

που το αίμα μου

μια ιστορία νέα, από ασέλγεια και φως.

 

Να, που με βαφτίζει δεύτερη φορά

-ευλαβικοί μου σύντροφοι απωθείστε με! –

ο θεός της τρικυμίας

και δε μ’ αναζητούν στο δάσος της Σιωπής

Να!  που με ραίνουν μ’ αναμμένα κάρβουνα

 

να,  που μ’ οδηγούν με σίδερο και με φωτιά

να, που δεν προβάλλω πια το φως

που δε με σημαδεύει εχθρικά ο ήλιος

 

Να,  που φλέγομαι  και  καίγομαι  και  καίω

που χάνομαι   που γίνομαι φωτιά

 

Στηλιτεύστε με   γονατιστοί μου σύντροφοι.

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Το μονοπάτι που έλπιζες να μην το λησμονήσεις

Την Αγάπη δεν την λένε θάνατο

(Μάθε πιο καλά τη γλώσσα των Ανθρώπων)

Αγάπη να την ονομάζεις.

Αγάπη να τηνε ζητάς

τον Θάνατο,  τον λένε Θάνατο.

 

Φόρεσε μόνο πράσινα ξανά

και σβήσε τα κεριά   και  μην εκπλήττεσαι,

που αλλάζω φως και χρώματα

σαν φαντασμαγορικό βεγγαλικό,

και μη νομίζεις λιμασμένα τα όνειρά μου.

 

Μη λησμονάς το φλογισμένο μονοπάτι

και το φλεγόμενο ταπέτο του.

Ό,τι μας καίει δε μας πεθαίνει

όχι,  πώς να σου το πω:

Την Αγάπη δεν την λένε Θάνατο

 

την αγάπη τηνε λένε Αγάπη.

Έτσι θαν το βρεις παντού.

Ο δρόμος της

δε βγάζει όπως νομίζαμε στην άβυσσο.

 

Αγάπη μου

τελειώνοντας στο γράφω πάλι

Το μονοπάτι που έλπιζες   να μην το λησμονήσεις!..

 

Η ΤΡΙΤΗ  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Ώρα μου

κι αν παρατείνεται η βροχή

κι αν σου γράφω σε νωπό χαρτί

ώρα μου κυνηγημένη σε δάση σκιέρα

ώρα μου σε μάτια πεθαμένα

 

Είμαι πολύ ευχαριστημένος

που μ’ ονομάζεις πάλι θάλασσα

που με ζητάς  και  σε ζητάω στο γέλιο μου

κι αναρωτιέμαι πού να βρίσκομαι

σαν δε με βρίσκεις μες τα δάκρυα.

 

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που μου επέτρεψες

να βάλω δίχως τύψεις

αυτό το κόκκινο εκτυφλωτικό πουκάμισο

 

αυτό το πράσινο καπέλο

που η σκιά του φτάνει ως την καρδιά

Ώρα μου, πεδιάδα τρυφερή,

χρώμα της αγάπης

πολύ ευχαριστημένος

που θα κοιμηθώ με τ’ όνειρό σου

με το χέρι σου, 

με το κορμί σου πλάι στο φλοίσβο

κι ας παρατείνεται η βροχή

κι ας δείχνουνε τη μέθη μου πιο λίγη

αυτά τα μαύρα γράμματα

αυτό το νωπισμένο, αχάριστο χαρτί


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

(επιλογές από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ και ΚΥΜΑΤΑ 1952)

Α

Η αγάπη μου ήταν

μια απούσα φωνή μες στο αίμα μου

στις μέρες μου που προχωρούσαν ψάχνοντας

στις ώρες   που στάλαζαν περιμένοντας

 

Μια απελπισμένη ερώτηση

στον πυρετό και στη φωτιά των αδελφών μου

η σκοτεινή βοή

μιας ακριβής χαμένης μουσικής

που κάποτε η καρδιά μου σίμωνε,

μα δεν την κέρδισε ποτέ.

Β

Μες στους αιώνες και στη δίψα

στήλη απ’ αλάτι κι όνειρο, μετά

περίμενα πολύ, να δω να ξημερώνει

του μπρούτζινου ουρανού Σου  η απαλωσύνη

που ’χα πιστέψει,   όταν ζούσα

ανάμεσα σ’ αυτούς που μ’ αγαπήσανε κι αγάπησα

κι άφησα μονάχους μες στον όλεθρο

για τ’ αγαθό σου που ’χεις δείξει   μονοπάτι.

 

COUR DES ADIEUX

Εδώ

που κάτω απ’ τ’ όνειρό μου αρχίζει ν’ ανασαίνει η Άβυσσος

-δεν πιστεύω τις καμπάνες –

(ίσως πρωτύτερα έπρεπε να κάνω μια χειρονομία πλατιά

μια κίνηση χωρίς να υπολογίζω που σκοντάβει

χωρίς να υπολογίζω ποιον σωριάζει)

 

αφήνω ημέρες που πηγαίνουν δίχως μουσική,

πίσω απ’ τις  γιρλάντες της γιορτής

έναν Άγιο Γιώργη δίχως πανοπλία

μια γλυκοφιλούσα αφηρημένη και κουφή.

Κι απάνω απ’ όλα

-δεν πιστεύω τις καμπάνες –

ένα Θεό, που με κοιτάει νεκρός.

 

Εδώ, που φεύγω

στον κήπο των αποχαιρετισμών

κι αρχίζει ν’ ανασαίνει  η εποχή της Νύχτας

πρέπει να βάλω ένα σημάδι να γυρίσω

να βάλω μια πέτρα   να κυλήσω μια πέτρα

στο χώμα αυτό που το ’ψησε η Σιωπή

στο χώμα που το δείραν οι οπλές της περηφάνιας

στη γη   που τη γεράσανε  η υπομονή  κι  η λύπη

χρωστάω ν’ αναστήσω ένα τραγούδι

-βάλτε μου μια πέτρα να θυμάμαι –

άλλον καιρό που δε θα σφίγγω πια τα δόντια

που θα χτυπάει το στήθος μου ο φλοίσβος της οδύνης

καιρό που θα επιστρέφω

κι η μνήμη θα γεμίζει τον αέρα και τις λόχμες

πληγωμένα αηδόνια.


ΓΗ ΠΥΡΟΣ

Οι αέρες του Θεού δεν φύσηξαν σ’ αυτή τη γη.

Καμιά φορά ένα τσίγκινο φεγγάρι

ένας απέραντος γαλάζιος ουρανός

πάνω από τις άδειες κούπες κρατάν οι μέρες μου

περνάει και πάει.

 

Ούτε χιόνι, ούτε βροχή, ούτε χαλάζι.

Ο ήλιος μόνο καίει όλο το χρόνο

(Ωσπού θα φτάσει αυτό το έγκαυμα;)

 

Όλη την ημέρα με παιδεύουνε τα χρώματα.

Το βράδυ με παιδεύει η Νύχτα.

Μιλάς και σε παιδεύουνε τα λόγια.

Σωπαίνεις σε παιδεύει η Σιωπή.

 

Η προσευχή μου ξεκινάει ατμός βασανισμένος

μα χάνεται πριν φτάσει στο θεό.

(Ωσπού θα πάεθ αυτός ο χωρισμός;)

 

Ό,τι στεριώνω μου το παίρνει ο άνεμος.

Από τα βέβαια χρώματα,  από τους βέβαιους ήχους

μονάχα μια σκυμμένη ελπίδα μ’ εξωθεί,

από τα ξύλα που ’τριζαν στο τζάκι, από τις πόρτες,

μονάχα μέρες ξέσκεπες στ’ αγιάζι

κρατώντας κούπες άδειες

για βρύσες που σχεδίασα στο σπίτι μου μπροστά.

Κατεβαίνουν κάθε βράδυ στο ποτάμι.

Βότσαλα  και  βάρκες ολολύζουν

κήποι εκλιπαρούν.

Μ’ ένα λόγο:  το ποτάμι στέρεψε.

 

Που θα σ’ αγαπήσω αν έρθεις;

Στην τραγωδία των αποχρώσεων

στη φαντασμαγορία του Πυρετού

σε τούτη την αλλόκοτη βοή μες στο αίμα μου,

τα δένδρα περπατάν τις νύχτες αγριεμένα.

Πιάνουν τ’ αγάλματα απ’ τα χέρια

και μένουν  και  σπαράζουν, ώσπου να φωτίσει:

Τίποτα.

(Ωσπού θ’ αντέξει η οιμωγή τους μέσα στο Άπειρο;)

 

Η προσευχή μου χάνεται

κι η Παναγιά φυτεύει κρίνα.

Αν ήθελα, έλεγε, μου έδινε ένα.  Αν ήθελα.

Παναγία μου!..

Το σπίτι μου δεν έφυγε γιατί έλειψαν τα κρίνα.

Σκύψε λίγο, θέλω να σου πω:

 

-Τα δένδρα περπατάν τις νύχτες αγριεμένα

 

Πεθαίνω κάθε βράδυ πίσω από τις γρίλιες

και με ξαναγεννά η κάθε αυγή.

Οι αέρες του Θεού δεν φύσηξαν ποτέ σ’ αυτή τη γη.

Αυτό.

Αν θες μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό –

 

Η ΣΑΡΑΜΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

(… αλλά το πεπρωμένο δεν το ξεγελάς μ’ αυτά…

η μοίρα δεν χορταίνει μ’ όνειρα…)

…Όμως εγώ δεν είμαι κάτω από το φως.   Έχει συννεφιάσει από καιρό   χωρίς να ξέρουμε τι θέλαμε όταν ήρθαμε σ’ αυτά τα λιβάδια.   Για όταν παρουσιαστεί ο Θεός του δειλινού   έχουμε μιαν αγκαλιά παπαρούνες   Ένα κουτί γεμάτο ανάμνηση και φως   για τη φοβέρα και την ερημιά της νύχτας   Έχουμε ένα μυστικό ανέφικτο όνειρο  για τις ημέρες που ’ρχονται   ‘Ένα μυστικό όνειρο, σαν πυρκαγιά μες την καρδιά.   Αλλά το πεπρωμένο δεν το ξεγελάς με αυτά.   Η μοίρα δεν χορταίνει με όνειρα.   Έχει συννεφιάσει από καιρό   Δεν σας μιλάω κάτω από φως   Η θέση μου είναι σκοτεινή.   Άνθρωποι που φόραγαν γυαλιά, άλλο καιρό   μας είχαν πει να χτίσουμε.   Πέτρες υπάρχουν. Να κατέβεις στα νταμάρια,   Χρόνια που τους ξορκίζαμε   βάζοντας να μιλήσει η λύπη μας,   μέσα απ’ ένα τρελό κοχύλι απ’ ακρογιάλι   χρόνια, που οι μέρες μας γέμισαν παπαρούνες.   Τώρα τις κρατάμε, ανατριχιάζουν κι υποφέρουμε.   Δεν μας τις ζητάνε κι υποφέρουμε   χωρίς να ξέρουμε γιατί ήρθαμε σ’ αυτά τα λιβάδια   γιατί επιμένουμε   γιατί υπομένουμε   αφού   κάτω απ’ ένα πύρινο καμτσίκι   της Μοίρας τ’ άλογα ανυπομονούν:   Εμπρός!..   Αν παρουσιαστεί ο Θεός του δειλινού   έχουμε το μπουκέτο αυτό τις παπαρούνες   ένα κουτί γεμάτο φως για συντροφιά τη νύχτα   ένα σπαθί μες στη ματιά.   Αν όμως έρθει η καταιγίδα   Η θέση μου είναι σκοτεινή   Στέγη δεν υπάρχει πουθενά   σ’ αυτά τα λιβάδια.   Τι θα μας προφυλάξει απ’ το κακό; [από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952]

Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου 2024

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

ΕΠΕΙΓΕΙ Ο,ΤΙ ΔΕ ΓΙΝΕΤΑΙ…

 (… ν’ αλλάξω παρελθόν.…)

Ξύπνησα.  Βαθιά μέσα   σε μια πολυθρόνα.

Και μπροστά σε μια θάλασσα.   Όπου κανείς!..

Μόνη κίνηση   το βλέμμα επάνω στα κύματα.

Όπου πηγαίναν.

Έτσι έμεινα.

Καλοκαίρια αθέατος.   Και χειμώνες ολόκληρους.

Κάπως έτσι θα γέρασα. 

Γιατί   ποτέ δε σηκώθηκα.  

Άρα έζησα νέος.

Θα το πούνε τα κύματα   που είναι κάπως αμφίβια.

Δε σηκώνομαι.  Θα ’ρθουν.  

Όπου να ’ναι   πρέπει να ’ρθουν τα κύματα!..

Λίγο – λίγο να γίνω   ένα κύμα τους.

Και να έχω    όπου πάω   επάνω μου βλέμματα.

Αμφίβιο   να ’ρχομαι,  να ’ρχομαι.

Και να γίνει αργά

η στεριά όλη   θάλασσα!..

[ΦΙΛΕΑΣ ΦΟΓΚ, πρώτο ποίημα στη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]

Συγκεντρωτική έκδοση:

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α 1975 -1996, εκδόσεις Κέδρος]

 

 


Ο ΓΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΕ  80 ΗΜΕΡΕΣ

Παίζοντας χρόνια ουίστ   στη «Λέσχη των Παλαιών Λονδρέζων»

κάποτε αντελήφθη ο κύριος Φογκ

περίεργοι άνθρωποι να κάθονται στα διπλανά τραπέζια

άλλα να παίζουνε παιχνίδια

κι άλλες φωνές  κι  άλλα ποσά

τα οποία ποτέ του εκείνος   δεν είχε φανταστεί.

 

-Το γύρο του κόσμου σε 80 μέρες   αναφωνεί

κι όλη τν τώρα πια μικρή του περιουσία   στοιχηματίζει.

 

Και τα χρήματα έφερε

και βεβαίως μετά

πουθενά δεν υπήρχε

μόνο χάθηκε

εκεί όπου τώρα τον βρίσκουμε

βαθιά μέσα σε μια πολυθρόνα

και μπροστά σε μια θάλασσα·

ναι, ως γνήσιος τζέντλεμαν

αδιάφορος για κάθε μετακίνηση

εραστής   των εξ αρχής χαμένων στοιχημάτων!..

[κι άλλες επιλογές από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993   με αντιγραφή και επικόλληση από τη συγκεντρωτική έκδοση:  ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Α’  1975 – 1996, ΚΕΔΡΟΣ]

 

ΤΙ ΕΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

-Ήμουν όλος   Λονδίνο.

Ήμουν όλος   η Λέσχη.

Μια ζάλη καπνού.

Εικασία υγρασίας   ό,τι έβλεπα.

Κι όταν έβλεπα   κρύωνα.

Κι όταν κρύωνα   δάκρυζα.

Τότε πια   να τι έβλεπα.

 

Κι όλα χάρη σε δυο   φώτα ομίχλης.

 

ΟΠΟΥ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΑΠΟΛΥΕΙ ΤΟΝ ΠΟΛΥΤΕΧΝΆ

Ή ταξιδεύει μόνος του κανείς στο στοίχημα  ή

ταξίδι δεν υπάρχει ούτε και στοίχημα.

Πολυτεχνά, ήδη από το όνομα ήσουνα μια εγγύηση

μα κατά βάθος απειλή κι αλαζονεία.

Και πιστός γιατί;  Κι ως πότε;   Και σε τι;  Τι διακινδύνευες;

Αν κέρδιζα το στοίχημα θα επέστρεφες

ξανά υπηρέτης ασφαλώς   μα ενός πλουσιότερου Κυρίου.

Όμως ποντάριζες στο πιθανότερο:  να χάσω.

Την προσδοκία ταπείνωσης μου

σκουλήκι εσύ ανάξιο ευεργεσίας,  την είδα

στις ακαριαίες ματιές με το προσωπικό

όταν μαζί μου πρωτομπήκες μες στη Λέσχη.

Είσαι από τις αράχνες που όλο υφαίνουν

μ’ αυτοθυσία τον εφησυχασμό  και  την αγάπη μας

μόνο για να χαρούν πριν απ’ το τέλος

την ικετευτική απορία στο βλέμμα του ευεργέτη.

 

ΟΠΟΥ Ο ΠΟΛΥΤΕΧΝΆΣ  ΑΠΟΛΥΕΙ ΤΝ ΚΥΡΙΟ ΦΟΓΚ

-Τώρα που πια έχουν τα πάντα ματαιωθεί

ε ναι λοιπόν, κάτι Λονδρέζοι σαν εσένα

στοιχειώσανε τον κόσμο μέσα από τις λέσχες του.

Ποιοι είσαστε εσείς που βάζετε στοιχήματα

μιας τερατώδους ακριβείας  μ’ έξοδα άλλων

ποιοι που απαιτείτε την ευγνωμοσύνη

για κάτι ψιχουλάκια συγκατάβασης.

Κι εσύ πώς καν διανοήθηκες ισόβια πίστη

ενός που ισόβια τάχθηκε να υπηρετεί.

Κι αν υποθέσουμε πως κέρδιζες το στοίχημα

βέβαια θα εισέπραττες όλη το δόξα μόνος

προσθέτοντάς τη  στο ποσό  και  στην καταγωγή σου.

Κι ύστερα πάλι εγώ Πολυτεχνάς όπως και πάντα

διπλά υπηρέτης πια του πολλαπλασιασμένου μου Κυρίου.

Αλλά, επηρμένο κάθαρμα, από ένστικτο φοβήθηκες

το κύτταρο δουλείας μέσα μου

και γλίτωσες την τελευταία στιγμή.

Όσο για τις ματιές με τα γκαρσόνια   έπεσες μέσα –

αργά ή γρήγορα η Λέσχη αλλάζει χέρια.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]

 

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΟΥ ΚΥΜΑΤΟΣ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

-Βλέποντας μας για χρόνια   να ερχόμαστε

ξέρετε πια καλά   πόσο θέλαμε να ’ναι

όλα θάλασσα.

Και μαζί μας κι εσείς    ένα κύμα.

Αλλά πώς να σας φτάσουμε;

Μας χωρίζει ο νόμος   της στεριάς και της θάλασσας!..

Όμως ξέρω πως μοιάζουμε.

Τη στεριά όλο ποθούμε   όπως εσείς τη θάλασσα

χωρίς ελπίδα.

Σ’ ένα διαφέρουμε:

πάντοτε νέος   δε σηκωθήκανε ποτέ·

ενώ εμείς γερνάμε

μόνο και μόνο  για ν’ αυτοκτονήσουμε

μια μέρα εδώ

μπρος στο απρόσιτο βωμό σας.

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΨΑΡΕΥΕΙ

Από την πολυθρόνα του  έσκυβε μάζευε

μικρά ζωντανά της ακτής   που περνούσαν

ο κύριος Φογκ.

Δόλωνε και περίμενε.

Όταν σήκωνε το καλάμι

τα έβλεπε   φαγωμένα.

Και είπε ν’ αλλάξει δολώματα.

Έβαλε στ’ αγκίστρι   μικρά κομματάκια

απ’ το κρέας του.

Σήκωνε το καλάμι

και τα έβλεπε ανέπαφα.

Και μια μέρα δεν έβαλε δόλωμα.

Τότε τσίμπησε αμέσως   ένα ψάρι

το οποίο με τη λίγη του δύναμη

έβγαλε ο κύριος Φογκ στη στεριά.

Πολύ συμπαθητικό.

Κι αφού συζητήσανε

λίγη  ώρα εγκάρδια

κι εκεί που ήτανε ο κύριος Φογκ   πολύ ευτυχισμένος:

-Εγώ το ήξερα πως δε θα με φας

αλλά τώρα πρέπει να φύγω,   του είπε το ψάρι

και μόλις που πρόλαβε

να ξαναπέσει στο νερό.

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ  ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ ΤΗΝ ΗΛΙΚΙΑ ΤΟΥ

Ήρθε μια μέρα ένα πουλί   αποδημητικό

να ξαποστάσει.

Ρωτούσε το πουλί  και  απαντούσε ο Φογκ.

Κάποτε το πουλί:

-Τώρα πρέπει να φύγω κύρια Φογκ

μα πείτε μου αν δεν είμαι αδιάκριτο

άραγε πόσων ετών είστε;

Κι ο Φογκ:

-Θα σου το πω στο τέλος.

Και τότε το πουλί πήρε τ’ αψήλου.

 

-Τόσων φτερών,  τόσων φτερών

φώναξε ο Φογκ

κοιτάζοντάς το από την πολυθρόνα.

Κι έκρυψε μες στα χέρια του

το πρόσωπό του.

 

ΒΕΣΤΙΑΡΙΟ

Χειμώνα καλοκαίρι   καθότανε στην πολυθρόνα του·

γάντια,  καπέλο,   μπαστούνι.

Φορούσε δε μια ρομπ ντε σαμπρ

σε χρώμα παρελθόντος.

 

Γάντια,  καπέλο  -  από τότε

Το μπαστούνι  -  ένα παρόν που ενέδρευε·

ξέρει κανείς ποτέ αν θα σηκωθεί  και  πώς

σε ποιαν αγκύλωση;

Και βέβαια η ρομπ ντε σαμπρ

βαριά, παχιά  και  νυσταγμένη

σαν τέλεια τυλιγμένο μέλλον.

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ  ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΤΗ ΛΥΠΗ

(από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993)

Ενώ μια μέρα

ήτανε λάδι   η θάλασσα

και ο ήλιος  και  τα βουνά  και   ο αέρας

ο κύριος Φογκ

βαθιά μέσα    στην πολυθρόνα του

 

έβαλε πάλι τα κλάματα

 

γιατί σκέφτηκε

πως αν και λίγο πριν

είχε δει να ’ναι  λάδι

η θάλασσα   ο ήλιος   τα βουνά

 

πάλι αυτός   είχε βάλει τα κλάματα

 

20.000 ΦΟΓΚ  ΥΠΟ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Μόλις νυστάζανε τα γράμματα

κολλούσαν κι οι γραμμές χασμουρητό·

πλευρό γύριζε αμέσως.

Τα νώτα του έστρεφε στον κόσμο

διακόπτοντας την κάθε σχέση

με το πορτατίφ του.

 

Απόψε σ’ άλλο σινεμά·

ο Βερν σκηνοθετεί ταξίδι υπό τη θάλασσα.

-Ωραία, θα ξενυχτήσω κατεβαίνοντας

είπε ο Φογκ

μα πέφτοντας όλο άγγιζε ίσως άκρα

θηρίων που δεν υπήρξανε ποτέ

λέπια ψαριών ακίνητων

υποχωρούσαν γύρω τα πετρώματα στο χάδι

τον έλουζαν κάτι νερά

που του μυρίζαν σώματα.

Μα ποιους λουζόταν

ποιοι είχανε τόσο κουραστεί που πέφτοντας

από το σώμα τους δεν είχε μείνει

παρά μόνο ιδρώτας;

Αυτά, α δεν του τα ’πε η νύστα·

μα έναν υπνάκο ζήτησε

τη νόμιζε κολύμπι, μακροβούτι, φεγγαρόφωτο

πιάνο βυθού

 

αυτή λοιπόν ήταν Ιούλιε   η θάλασσα;

 

ΘΡΙΛΕΡ  ΜΕ ΔΑΧΤΥΛΑ

Β τι ανείπωτη ευτυχία

ο Φογκ αισθάνθηκε μια μέρα

που μέτρησε τα δάχτυλά του

και τα βρήκε δέκα.

 

Κι αποκοιμήθηκε με λίγο σάλιο

στην άκρη του χαμόγελου.

Στον ύπνο του είδε

πως μέτρησε τα δάχτυλά του

και τα βρήκε εννιά.

Καιρό δεν χάνει   μες στον ύπνο του

μετράει τα δάχτυλά του:

δέκα.

 

Έσπαγε το κεφάλι του

την άλλη μέρα

ποιο δάχτυλο τον νοιάζεται τόσο πολύ

που ξαγρυπνάει.


ΚΥΡΙΕ ΦΟΓΚ,  ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΚΕΙΝΗ ΑΠ’ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ;

Μία μέρα ο κύριος Φογκ   καθόταν ακίνητος

βαθιά μέσα στην πολυθρόνα του.

Με μπροστά του τη θάλασσα.

Κανέναν δεν έβλεπε   κανείς δεν τον έβλεπε.

Όπου μέσα από τα κύματα

ένα κάτι όλο μάτια πλησίασε

και στα πόδια του κάθισε

κι ούτε κύμα δε σάλεψε

εκτός μόνο   τα μάτια του

-Φιλέα είμαι εγώ

αυτή που έπρεπε να ’ρθει

μόνο αν ήταν να φύγει για πάντα

είπε  και  πάει   απ’ τα μάτια του χάθηκε

και ποτέ του ξανά δεν την είδε

γιατί πώς θα μπορούσε να δει

κάτι που ήταν βαθιά   πολύ βαθιά

μέσα στα μάτια του!..

[από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ 1993]

 

Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΟΓΚ ΠΑΕΙ ΔΙΑΚΟΠΕΣ…

(… ο κύριος Φογκ θυμάται τη μητέρα του

η μητέρα του θυμάται τον κύριο Φογκ…  και 

Τι απάντησε ο κύριος Φογκ στη μητέρα του  όταν σκέφτηκε το μελλοντικό παράπονό της…)

Είπε κάποτε ο κύριος Φογκ  να πάει διακοπές.  – Βαθιά μέσα σε μια πολυθρόνα  έχω μπροστά μου μια θάλασσα   σκέφτηκε αμέσως.   Πού να πηγαίνω τώρα σ’ άλλη   αφού είναι ίδια όλη η θάλασσα.   Εξάλλου εγώ δεν κολυμπώ  διότι δεν είμαι ψάρι.   – Βουνό λοιπόν,   αναφώνησε ο κύριος Φογκ  και  φύρισε από την άλλη μεριά την πολυθρόνα του!..  Ό,τι ήθελε το είχε ο κύριος Φογκ   φτάνει πολύ να το ήθελε.   Νερό;  Αμέσως ψιχάλιζε γύρω τριγύρω του.   Μήλο;  Τσουπ, εκεί δίπλα του φύτρωνε μια μηλιά μ’ ένα μήλο.   Και κάθε πρωί ξυριζόταν  χαϊδεύοντας τα μάγουλά του.   Αλλά ποιος να του κόψει τα νύχια  του δεξιού του χεριού;   Τα ’τρωγε βέβαια με μανία,  προσπαθούσε  και  τότε ήταν που σκεφτόταν τη μητέρα του   με πόση φροντίδα θα του έκοβε τα νύχια του δεξιού του χεριού.   Τη σκεπτόταν πολύ έντονα  και  με θλίψη βαθύτατη   γιατί ενώ θυμόταν τη μορφή της   ήξερε καλά τα παιχνίδια της μοίρας   ήξερε πως η μητέρα του θα γεννηθεί  αφού εκείνος πεθάνει!..  –Παιδί μου, Φιλέα μου   τώρα ξέρω καλά τα παιχνίδια της μοίρας   τώρα πανέτοιμη να σε γεννούσα   κατάδικη μια φριχτής νοσταλγίας στο αίμα   ένα μέλλον ασήκωτο εγώ   πετρωμένο μου γάλα   πού να πάω  και  πού να το πάω   γιατί μ’ έφεραν ποιος   γιατί πώς από μένα με πήραν   ποιος θεός είναι αυτός που γεννά   μάνα στείρα   ενός γιου που δεν πρόλαβε!..  – Ω μητέρα, μητέρα μην κλαίτε  κι  έτσι ακόμα το ίδιο εγώ σας αφαπώ  και  τα νύχια όπως – όπως τα κόβω   μη λυπάστε   κοιτάξτε τα σύννεφα   όπως τώρα κι εγώ τα κοιτάζω   που όσο πάνε μαζί είναι καλά   αλλά ξάφνου χωρίζουν για πάντα   ναι μητέρα, δεν πρέπει να κλαίτε   όπως κάθε παιδί που θα έρθει  ή  που έχει πεθάνει πριν έρθει   εγώ βρίσκομαι μέσα σας πάντα   πιο καλά ίσως έτσι μητέρα   αντί να μας χωρίσει ο θάνατος   καλύτερα ο θάνατος ας μας χωρίζει [από τη συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη Ο ΚΥΡΙΟΣ ΦΑΓΚ  1993, εδώ από τη συγκεντρωτική έκδοση ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΜΟΣ Α  1975 – 1996, εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ] 

Δευτέρα, 16 Δεκεμβρίου 2024

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο. Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια», είχαμε,  λέει,  ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ