Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

ΕΤΣΙ ΚΙ ΑΛΛΙΩΣ ΣΤΑ ΜΕΡΗ ΤΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΝΤΑ ΤΑΞΙΔΕΥΑΜΕ

 

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων με τη διαρκή πανσέληνο…
όπου οι άνθρωποι γυρίζουν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό
και, όπως έχουν να λένε, δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες,
μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι
έπεφταν συνεχώς σαν απαλές νιφάδες …
 
Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς
όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις
και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες…
 
Η Άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι
που οσμίζεται μπλε και ροζ μυριάδες
σε τριών ή τεσσάρων ημερών απόσταση…  
 
Έσκυβα ν’ ακούσω μέσα μου και μια ζεστασιά
σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε
κι έβγαιναν κιόλας άσπρα
σαν να είχα αγαπηθεί στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα…
 
Έφερνα γύρους μεσ’ στον ουρανό και φώναζα
με κίνδυνο ν’ αγγίξω μια ευτυχία.
Σήκωσα πέτρα και σημάδεψα μακριά:
μιλημένη από τον ήλιο η Μοίρα έκανε πως δεν έβλεπε.
Και το πουλί του κοριτσιού πήρε ένα ψίχουλο θαλάσσης
και αναλήφθη.

 


Η ΟΔΥΣΣΕΙΑ  

(από τη συλλογή του Οδυσσέα Ελύτη ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ  Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ, Εκδόσεις Ίκαρος 1974)

Σκαμπανέβαζε το σπίτι μες τα περιβόλια κι από τα μεγάλα τζάμια του θωρούσες μια να χάνονται αντίκρυ τα βουνά μια ν’ ανεβαίνουνε ως τα ύψη πάλι

Από το κεφαλόσκαλο ψηλά μ’ ένα χιτώνιο ναυτικό στους ώμους ο πατέρας μου έμπηγε τις φωνές κι όλοι τρεχοκοπούσανε δεξιά κι αριστερά ποιος να στεριώσει ένα μαδέρι, ποιος να μαζέψει βιαστικά τις τέντες προτού ένας τέτοιος ξαφνικός πουνέντες μας μπατάρει

Έτσι κι αλλιώς στα μέρη τα δικά μας πάντα ταξειδεύαμε

 

Πρόσω

 

Και με προσοχή σαν να το ξέραμε από τότε πως ανέκαθεν υπήρξε η πίκρα κι η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ

 

Πρόσω ηρέμα

 

Έπρησεν δ’ άνεμος μέσον ιστίον αμφί δε κύμα στείρη πορφύρεο μεγάλ. ίαχε νηός ιούσης

Και τις χώρες παραπλέαμε των Λωτοφάγων μα τη διαρκή πανσέληνο ανασηκωμένα πάνω στα νερά νησιά μαύρα και οστεώδη άλλοτε ήταν η Αιολία όπου οι άνθρωποι γυρίζουν στον ύπνο τους ανάλογα με τον καιρό

Κι όπως έχουν να λένε δυο φορές το χρόνο στις Ισημερίες μικρά λευκά παιδιά μηδαμινά στο ζύγι έπεφταν συνεχώς σαν απαλές νιφάδες και με το πρώτο που άγγιζαν έλιωναν κι έμενε η δροσιά

Θυμάμαι κάποιο πόρτο έξω απ’ τους δρόμους τους γνωστούς όπου δεν ήταν εύκολο να πιάσεις και όπου οι κάτοικοι τη νύχτα έφεγγαν σαν πυγολαμπίδες

Δόξα να ’χει ο θεός εμείς γυρίζαμε παντού ξεφορτώναμε λάδι και κρασί και παίρναμε σ’ αντάλλαγμα λουλούδια τόνους απ’ αυτά που τα λεν στη γλώσσα τους οι ιθαγενείς τριαντάφυλλα μπουκαλάκι με απόσταγμα σπάνιο γιασεμιού ή ακόμα και γυναίκες

Έξαφνα μια κοπέλα χτυπημένη απ’ το βλέμμα του Ταξιάρχη που την πήρα σκλάβα μου κι αακόμη ως σήμερα που γράφω μόνο αυτή μου παραστέκει

 

Όλο δεξιά

 

Στο σημείο το ίδιο σαν σταματημένοι που οι στεριές αργούσαν να φανούν

«Νόμισες εσύ σταμάτησες αλλά οι άλλοι που μάκρυναν αυτοί σε ακινητούν» έλεγε διορθώνοντας τη σκέψη του ο πατέρας

Και τα λόγια του ένα-ένα στο τετράδιο με τις πεταλούδες κάρφωνα

Μ’ άλλα λόγια που άρπαζε από το καλάθι των σοφών ο αέρας ή απ’ της γύφτισσας το στόμα (είχε κάνει χρόνους όρνεο και κατέβαζε γνώση από τα βουνά)

Πολλά δίχως ειρμό σαν από κάποιο ποίημα σχισμένο παραδείγματος χάριν «Το νερό που ’σπασε η τρυγόνα κι ομόρφυνε η πληγή μου» ή «τίποτα να μην έχω μονάχα εσένα»

Κι ό,τι άρχιζα να σκέφτομαι μου το συνέχιζε ο αέρας και πολλές φορές μου το ’παιρναν τα ιστιοφόρα με σωρούς καρπούζια κι άλλα οπωρικά

Στο επάνω καμαράκι με τον στρογγυλό φεγγίτη

Ολοένα η γύφτισσα έψαχνε μες στο φλιτζάνι του καφέ κι ολοένα σκυφτοί πάνω από χάρτες παλαιούς κι εξάντες συζητούσανε οι εφτά σοφοί του κόσμου: ο Θαλής ο Μιλήσιος ο Ιμπν Αλ Μανσούρ ο Συμεών ο νέος Θεολόγος ο Παράκελσος ο Χάρντεμπεργκ ο Γιώργης ο ψαράς κι ο Ανδρέας Μπρετόν

 

Γραμμή

 

Και να μάθεις υπάρχουνε χιλιάδες τρόποι αλλά να μπεις έτσι στα μελλούμενα θέλει ευπιστία

Θέλει να ’χεις γνωρίσει τη Μαρία τη μεγάλη και τη Μαρία τη μικρή που το ρόδο το βάζουν στο κρεβάτι κι είναι Μάιος πάντα ως το πρωί

Κάπου εκεί πρέπει να ’τανε κι η δική μου Εγγύς Ανατολή επειδή

Και το Ρόδο του Ισπαχάν και τη Φαριζάντ τη φημισμένη που ’χε από το ’να μέρος τα χρυσά μαλλιά και απ’ τ’ άλλο τ’ ασημένια μεσ’ την κλειδαρότρυπα τις είχα

Στο στενόμακρο δωμάτιο που η θάλασσα το πήγαινε μια δω και κει κι εγώ το ισορροπούσα

Με λαχτάρα να δω πώς το πόδι μεγαλώνει κει που πάει να χωρίσει απ’ το άλλο κι η γυαλάδα στο γόνατο ή αν είχα τύχη κάποτε κι ο αχινός μια στιγμή σε βάθη ανεξερεύνητα

Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και νερά κι μέντας μου έτρεχε στον ουρανίσκο άνδρας ε μεθαύριο κάποια γνώμη θα ’χα κι εγώ

 

Κράτει

 

Που να δώσω να το καταλάβουν οι πλειοψηφίες πως η δύναμη μόνο σκοτώνει και πως το σπουδαιότερο:

Η Άνοιξη και αυτή προϊόν του ανθρώπου είναι

 

Πόντισον

 

Έσκυβα ν’ ακούσω μέσα μου

Και μια ζεστασιά σαν από πλάσμα ερωτευμένο με χτυπούσε που δεν ήξεραν τα φούλια κι έβγαιναν κιόλας άσπρα σα να είχα αγαπηθεί

Στα πλεγμένα κλαδιά και στα διπλά τα φύλλα που σ’ έπιανε από τα ρουθούνια μια υγρασία λιγωτική του ψίλυθρου τα χνώτα και το κάτουρο του δένδρου άξαφνα η άλλη όψη

Ριπιδωτός ιωδοσκόπος Κόρες Κυρές η βιόλα η βιενλαβιέλα τα σπαθιά του Οσμάν και το τρίκλινο του Νικηφόρου

Που και μόνον το παγόνι του έπιανε μια τετραωρία επάνω στα νερά με τη σούρα εδώ κι εκεί της νεροφίδας

Ή που εάν οσμίζονταν βροχή σε τριών ή τεσσάρων ημερών απόσταση καραδοκούσε ώσπου ο ήχος έπεφτε και τα κουκάκια

Μπλε και ροζ μυριάδες τρόμαζαν κι έτρεμαν

Αλλ’ ειρήνη του περιβολάρη έφερνε η φωνή και τότε όλο το σύνδενδρο αγκυροβολούσε

 

ΑΡΧΕΤΥΠΟΝ 

Του βοτσάλου που εκρούστηκε η μπαρούτη μου ξανάφερε το Λιγονέρι και μιαν Ακρογιαλιά

Όπου ως φαίνεται είχα πρωτοϊδεί Γυναίκα και τι πάει να πει

τα μεσάνυχτα φωτιστικά ροδόδεντρα να βλέπεις  ύστερα κατάλαβα

Που τη βρήκα να είναι περιστέρι

Που τη βρήκα να είναι ο ύπνος με τσαμπιά σταγόνων μες την αγκαλιά

Που την βρήκα σ’ ένα ταρατσάκι να την ξυλώνει ο δυνατός αέρας

Ώσπου τέλος δεν έμεινε παρά ένας ώμος και το μέρος το δεξί από τα μαλλιά

Πάνω απ’ τα χαλάσματα και ο πρώτος Έσπερος

 

[ΤΟΙΧΟΓΡΑΦΙΕΣ λέξεων από το βιβλίο του Οδυσσέα Ελύτη: ΤΟ ΦΩΤΟΔΕΝΔΡΟ ΚΑΙ Η ΔΕΚΑΤΗ ΤΕΤΑΡΤΗ ΟΜΟΡΦΙΑ: Έχοντας ερωτευθεί και κατοικήσει αιώνες μεσ’ τη θάλασσα έμαθα γραφή κι ανάγνωση ώστε τώρα να μπορώ σε μεγάλο βάθος πίσω τις γενιές απανωτές  όπως αρχίζει ένα βουνό προτού τελειώσει το άλλο να κοιτάζω. Και μπροστά πάλι το ίδιο: το βαθύ σκούρο μπουκάλι και η νέα στο μπράτσο Ελένη με το πλάι επάνω στον ασβέστη να γεμίζει κρασί της Παναγίας, το μισό το σώμα της φευγάτο κιόλας στην Ασία την αντικρινή και το κέντημα όλο μετατοπισμένο μεσ’ τον ουρανό με τα διχαλωτά πουλιά τα κιτρινάκια και τους ήλιους

Κυριακή, 29 Δεκεμβρίου 2024

Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΠΛΑΝΕΡΟ ΜΑΓΝΑΔΙ…

 

(… κεντισμένο  με ρόδα  και  με βάγια  με ήλιους  και  με άστρα

που τα απλών’ η Μάγια απάνω στης αλήθειας το σκοτάδι…)

Δεν σ’ ονειρεύτηκα –

Πριν καν σ’ αγγίξω μες το φως   εσύ ήσουν η αναμενόμενη

σπέρμα ζωής

όπως σαρκώνεται  - σαν θαύμα –

κάθε αναμενόμενη

έτσι κι εσύ μου φανερώθηκες

από τα σπλάχνα της μητρός σου   σπλάχνο μου

με του πατρός την αύρα 

και τα χρώματα

μάτια σχιστά που μέσα τους

φέγγει μια ανταύγεια τ’ ουρανού

στόμα μπουμπούκι που μισάνοιξε

χεράκια που ακροβατούν   γυρεύοντας

να πιάσουν  να πιαστούν   να ξετυλίξουν

-μαγνάδι  και  ειλητάρι της Ανατολής

που κόμισες μαζί με τ’ όνομά σου –

το δίχτυ μιας ζωής αραχνοΰφαντης

κι εκεί χοροπηδάς,  η πρώτη κίνηση

ύστερα κι άλλες…  Να πετάς  να χάνεσαι

ανάερη στους μαιάνδρους της αγάπης

κι από τα χείλη να κυλούν νοήματα

και γέλια σαν φυλλορροήματα 

κι εγώ ν’ αντιχαιρετώ,  προβαίνοντας

απ’ το κελί μου στο κατώφλι   του ποιήματος

[ήταν το ποίημα ΜΑΓΙΑ, εισαγωγικό   στη      συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011

ΣΥΝΕΧΕΙΑ  μ’ άλλα ποιήματα από την πρώτη  ενότητα της συλλογής:

ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ  / ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ:   

Ανάμεσα γης και ουρανού το γεννηθήτω 

το ευοί ευάν του παφλασμού και του οργασμού τους…     

Αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο:  

ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη]

 


ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ   ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ

(…Ανάμεσα γης και νερού το γεννηθήτω 

το  ευοί ευάν του παφλασμού και του οργασμού τους…)

Θα σε ξανάβρω γη μου ψηλοκρεμαστή καμηλοπάρδαλη

από μια υδάτινη αποβάθρα με γιγάντια σάλτα να φλιστράς κάτω απ’ τα δένδρα

με τη δορά σου κεντημένη από τους κυνηγούς του βάλτου με χιλιάδες σκάγια

μ’ όλα τα χρώματα του νότου στο κορμί σου παρδαλόστικτη

απ’ το ουρανί της Αμβρακίας μέχρι το βαθύ μαβί του Ιονίου

κι όταν περνούσε στ’ ανοικτά  πομπή σημαιοστόλιστη   με θυρεούς  και  βούκινα η  ιστορία

να βγάζεις το κεφάλι και να βλέπεις μεσ’ απ’ τα φυλλώματα

λάβαρα  -  κι  έμβολα σπασμένα από ρωμαϊκές γαλέρες

 

Να σε ξανάβρω  να σ’ ανακαλύψω κάτω απ’ τα ερείπια

να μπω στην πρώτη μου φωλιά να ξαναγεννηθώ μαζί σου

[ΘΑ ΣΕ ΞΑΝΑΒΡΩ ΓΗ ΜΟΥ από τη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011 / πρώτη  ενότητα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ / ΦΥΣΙΟΛΟΓΟΣ]

 

Ο ΚΟΛΠΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΙΑΣ

Ο άναρχος κόλπος της Ροδιάς είναι η φωλιά σου

για εκεί κινήσαμε και φτάσαμε τρεις φίλοι

ο πιο ψηλός που έφυγε πρώτος έλυσε τη βάρκα

ετοιμασθείτε είπ’ ο πορθμέας να περάσομε

στην υγρασία και στ’ άφεγγα των σπλάχνων της

μ’ ένα πριάρι στην κοιλιά του κήτους

 

Τότε η γυναίκα ήταν λύχνος της σαρκός μου

ξεκόπηκε από μπρος μας πέταξε τα πέπλα

κι απλώθηκε επί των υδάτων σ’ όλον τον ορίζοντα

με το κορμί της υδατόσημο  και  μήτρα

 

Κλείνω τα μάτια ακούω την εκκόλαψη

τ’ ανοίγω  κι  ο οργασμός της με τρελαίνει

η χαρακιά της ήβης που έσκυψε και φίλησε

ο πειρατής ακόμα πάλλεται

κι ο κόλπος σπαρταρά  κι  ανοιγοκλείνει

γεμίζει αλλόκοτα πουλιά  και  όντα

μεσ’ από ρίζες  και χυμούς σπόρους  και  σπέρματα

κι  αυγά  που σπάζουν η ζωή

ξανά γεννιέται.

 [από την πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]

 

Η ΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΠΕΤΡΑΣ

(από  τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ πρώτη  ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)

Και ξαφνικά για δείτε πίσω είπ’ ο δεύτερος

τώρα που αφήσαμε τη γέφυρα της Πέτρας

και βυθιστήκαμε στην πιο παρθένα φύση

δείτε τα’ οδόφραγμα τις κάννες των Ρετζαίων

ριπή κατά ριπή πίσω απ’ τα βράχια

να πέφτει ο μηχανοδηγός  να φλέγεται τ’ οδόστρωμα

κι η αμαξοστοιχία να πνίγεται στο αίμα

 

(Η αμαξοστοιχία που αποβιβάστηκε στην Πρέβεζα

η πιο γερή χρηματαποστολή του αιώνα

φύλλα – φτερά στις αγορές Βορρά  και  Νότου)

 

Ξέρω από Τράπεζες μα αναρωτιέμαι είπε ο φίλος μου

σε τόση μπάζα  και ρεμούλα τι ν’ απόγινε

του άχαρου εκείνου υπαλληλάκου τ’ οβολάκι

«πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα»;

 

ΤΟ ΠΛΑΓΚΤΟΝ

(«Το πλαγκτόν ενός υδροβιότοπου έχει μεγάλη σημασία για τα διαστημικά ταξίδια: η ύπαρξη του διοξειδίου του άνθρακος μεταβολίζεται σε ουσία οργανική κατά την εισπνοή του αστροναύτη, ενώ η απελευθέρωση του οξυγόνου με τη φωτοσύνθεση ζωογονεί τη διαστημική αναπνοή του»  ΤΑ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΑ ΛΕΞΙΚΑ)

Κι εκεί που πλέαμε   ο χρόνος πισωπάτησε

το σκάφος έγινε σκαφίδι  και  πιρόγα

κι εμείς ντυμένοι με δορές   πλειστόικαινες

στο έλεος του τιμονιέρη   που μας φώναζε:

κοιτάξτε εκεί   την άπλαστη μορφή

κι εκείνη τη μισοπλασμένη

αρθρόποδα  πτερόποδα   αντινόποδα

ανάμεσα ένας νεροβούβαλος

και με φτερά φανταστικά

αργυροπελεκάνοι ερωδιοί

να τρίζει στους αρμούς   ο σίδηρος  

να σπινθηρίζει   ο πυριτόλιθος 

σε κάθε βλέμμα   η σκόνη η αστρική

και το πλαγκτόν

βαθιά να φωσφορίζει

 

Και κάθε νύχτα απ’ το στερέωμα

σαν εξωγήινος αρχάγγελος

να κατεβαίνει ο αναμενόμενος

για την καινούργια πτήση του

αστροναύτης

[από τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]

 

Ο ΝΕΡΟΒΟΥΒΑΛΟΣ

(από  τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, πρώτη  ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011)

Κέρβερος των ακτών ο νεροβούβαλος

γλιστρώντας από τα χυτήρια του βυθού

σύρθηκε στο εκκλησάκι των Ρωγών

κι εκεί άλλαξε δέρμα  έγινε αίλουρος

σκαρφάλωσε στο κλίτος  κι  είδε απ’ τον φεγγίτη

τις δύο αντιμαχόμενες σκηνές

μια αγία εν μέσω ελλήνων σοφιστών

να τους μυεί στην υπεργήινη ζωή

και τη φριχτή σκηνή:  σιδήρω ετελειώθη

 

Είδε τη διαμάχη εθνικών  και  χριστιανών

 

Και στρέφοντας το βλέμμα έξω απ’ το φεγγίτη

στη γήινη κοσμογονία των νερών

βλέπει  και  στους μυχούς του Αμβρακικού

να ορμούν αρπακτικά με σιδερένια ράμφη

 

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΔΟΥΚΑΣ

Μέρα φαρμακερή του δεσποτάτου μας

που ο κυρ Θεόδωρος Αγγελοδούκας Κομνηνός

δραπέτευσε και γύρισε σαν φάντασμα

 

Γύρισε αγνώριστος στην κοιμισμένην Άρτα

δεν βλέπει γύρω τα δουκάτα τα μετόχια του

τα κάστρα που όριζε τις εκκλησίες του αλιτάνευτες

τα πλούσια ψαροχώρια τα διβάρια του

τα ερημωμένα τελωνεία με τους φάρους τους

 

Ας όψεται η πανωλεθρία του Έβρου…

 

Του ανέσπασαν το σπέρμα τον φραγγέλωσαν

ξερίζωσαν τις κόρες των ματιών του

και τώρα επαρχιώτης αυτοκράτορας

να σκύβει επάνω από την όχθη  κι  απ’  τις κώχες του

να κατεβάζει ο στοιχειωμένος  Άραχθος

αίμα  και  δάκρυα ανάμικτα στη θάλασσα

 

Μα ξαφνικά τινάχθηκε  κι  ανέβλεψε

του νεύει από μακριά η Βασιλεύουσα

κι εύκολα δεν πτοείται ένας Θεόδωρος

Άγγελος, γιος σχεδόν των Κομνηνών

 [από τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα  ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011]

 

ΑΜΒΡΑΚΙΚΕ…   (ΩΔΗ)

(Πες την ωδή του Αμβρακικού καλέ μου

σε μια σχεδία του θυμήσου αγαπηθήκαμε

πες την κι ας ακουστεί απ’ τους ανίδεους

σαν μια φτηνή ρητορική ρομάντζα)

Αμβακικέ η σύρτις των ακτών σου είναι το πάτημα   για τα βουνά που οι γρανιτένιες κεφαλές του χύνονται στα σύννεφα   κι οι ρίζες τρίζουν στα θεμέλια  απ’ όπου στον ορίζοντα αναδύονται το Μακρυνόρος την αυγή  κι  η Κοιμωμένη του Ζαλόγγου προς το ηλιόγερμα    Οι δυο ακρίτες σου…   Κι ανάμεσα η Βίγλα  η Σαλαώρα  η Κορακονησιά  πολύφωτα πλεούμενα   εκεί ο ψαράς με το καμάκι  κι  οι φαέθοντες  από ψηλά ορμώντας  και καρφώνοντας  το ψάρι που του ξέφυγε  κι οι κορμοράνοι στ’ ανοιχτά ν’ ακολουθούν με μακροβούτια τη μεγάλη λεία   Κι εσύ οληνύχτα να θηλάζεις τους μαστούς  δυο ποταμών αείροων  κι από την μπούκα του Άκτιου να αντιχαιρετάς τα Ιόνια κύματα   Έτσι η ζωή…   Μ’ απ’ τη στιγμή που στ’ αντιμέτωπα νερά σου παίχθηκε   κορώνα – γράμματα το ιμπέριουμ του έρωτα   ακόμα βγαίνει για τους ταπεινούς σου εδώ μια αυτοκρατορική Σελήνη   κι ο μώλος όλος απ’ τον Παντοκράτορα ως τη Μαργαρώνα   ασημωμένος απ’ το σεληνόφως κάθε βράδυ ταξιδεύει   τα εφηβικά κορμιά με τις φωνές τους τανυσμένες   σαν τόξα λύρας με χορδές λιπόθυμες επάνω   στα σμιλεμένα στα φτωχά καρνάγια σου   ξεκορμισμένα απ’ τις ελιές  και  λεμονιές   των μυροβόλων κήπων σου  κι εκεί μέχρι πρωίας πτερυγίζοντα  τ’ αμβρακικά θαλάσσια ξύλα   [από τα ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Γιάννη Δάλλα ΠΕΡΙΑΚΤΟΣ 2011, εδώ με αντιγραφή και επικόλληση από το δεύτερο συγκεντρωτικό τόμο: ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1988 – 2013, εκδόσεις Νεφέλη] 

Δευτέρα, 23 Δεκεμβρίου 2024

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2024

ΟΤΑΝ ΜΑΣ ΛΕΓΑΝ ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΠΙΟ ΛΙΓΟ ΠΑΘΟΣ

Όταν μας λέγαν οι παλιοί   πιο λίγο πάθος.     Είχανε δίκιο.

Οι λογικοί    «πιο λίγο βάρος   θα βουλιάξουν τα καράβια»,

είχαμε,  λέει,   μπράτσα νεανικά.

Αλλά μια κι έγινε   (πάει είχε γίνει πια)

γιατί ν’ αποδειχθεί το δίκιο των παλιών;

……………………………………………….

Αδικηθήκαμε!..   Όχι δεν είχαν δίκιο οι παλιοί!..

Αφού μας δόθηκαν καρδιές   Άστρα να θέλουν

Άστρα γιατί δεν μας δοθήκανε;

 

Στον ουρανό   ένα σειρήτι μονάχα η Σελήνη

δεν θα μπορέσει να πραΰνει    έναν ολόγιομο καημό…

Όταν ετρέξαμε χαμένοι στο λιμάνι

ήτανε πια το πλοίο βουλιαγμένο

Θε μου, με πόσο μόχθο ετοιμασμένο

με τόση Νιότη, τόσο πόθο φορτωμένο!..

Δε μας λογάριασες Αφέντη τον ιδρώτα της λαχτάρας

…… Τι κλαις;

 

Άσε να ξημερώσει και θα δούμε

Τώρα, είναι βράδυ ακόμα·

ένα σειρήτι μονάχα η Σελήνη

(ΧΙΜΑΙΡΑ από τη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη 

ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952. 

Κι άλλες επιλογές από τις τρεις ενότητες της συλλογής:

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ (Αχιλλέας στον Άδη, Απολογία)

ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ  (η Φυγή,  Η Περιπλάνηση και το ζενίθ,  Η Επιστροφή και

ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ Ι,  ΙΙ και  ΙΙΙ   (Η γυναίκα του Λωτ, Γη Πυρός, Αποχαιρετισμός  και επιμύθιο 

Η ΣΑΡΑΜΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

Συγκεντρωτική έκδοση: ΣΤΑΥΡΟΣ ΒΑΒΟΥΡΗΣ  ΠΟΙΗΜΑΤΑ 1952 – 1977


 


Ο Σταύρος Βαβούρης υπήρξε μια ιδιαίτερη ποιητική μορφή των νεοελληνικών γραμμάτων που παρέδωσε ένα αυστηρά προσωπικό έργο,

ένα «μίγμα «οργής»  και συναισθηματικών κάμψεων,

διαπεραστικής ειρωνείας και απελπισμένων λυρικών τόνων,

δαιμονικής υπεροψίας και ανθρώπινης συντριβής»,

(όπως θα πει ο Κώστας Στεργιόπουλος)

 Η ποίησή του διακρίνεται για το έντονο προσωπικό βίωμα και το πάθος που οδηγεί στο ατομικό αδιέξοδο.

Είναι χαρακτηριστική η οξύτητα του λόγου του,

 η αλαζονεία,   η ειρωνεία,    η απελπισία,

 η ερωτική πίκρα και ενίοτε η τρυφερότητα…

Όσο κι αν τον αγνοούμε σήμερα και όσο κι αν αγνοήθηκε όσο ζούσε,

είναι ένας ποιητής από τους λίγους της γενιάς του

που έγραψε μια ποίηση καθαρά βιωματική,  βασιζόμενος στο γνήσιο αίσθημα, παλεύοντας με το ποίημα,

«γδερνόμενος»  ο ίδιος πριν από αυτό και μαζί με αυτό.

Ο Βαβούρης αποτελεί αθυσαύριστο κεφάλαιο της ποίησής μας και οφείλουμε αν θέλουμε να είμαστε έντιμοι απέναντί της να τον ανασύρουμε από την αφάνεια…  (Ανέστης Μελιδώνης)

 

«Μαγκώσαμε στο κόμμα της υπόθεσης    

του Απραγματοποίητου»

(Σταύρος Βαβούρης,  Υποθετικοί λόγοι).  

 

ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ

(επιλογές από την πρώτη  ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΝΑ ΔΕΙΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952)

Α

‘Όταν θα ’ρθει το καλοκαίρι

το φως και ο αφρός

θα ’χουν μια τόση δύναμη  κι  αγάπη

που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια

το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί μου.

 

Όταν θα ’ρθει  Ιούνιος

Μόνο

σηκώστε τώρα

αυτό το φέρετρο απ’ το στήθος μου

Β

‘-Τραυματισμένο φως.

-Σπάστε τα χείλη μου   Σπάστε τα μάτια μου

-Τραυματισμένο φως

-φυτεύτε μια κληματαριά μες στην καρδιά μου

-Τραυματισμένο φως

είπαμε:  τον Αύγουστο θα γιάνεις.

 

-Χύστε μια θάλασσα στο στήθος μου,

βγάλτε τα χέρια απ’ τις τσέπες μου,

βγάλτε απ’ τα χαρτιά μου την καρδιά μου.

 

-Τραυματισμένο   απαρηγόρητο   μικρό,  τρελό μου φως!..

 

Ο ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ

Φωνές του δέρματος,

δεήσεις  της αφής μου στον ήλιο

επικλήσεις  κι  οιμωγές της παλάμης μου.

 

Θλάση των νυχιών μου

τραύματά μου ανώφελα

 

Δεν χαμηλώνουν τα βουνά εδώ κάτου,

Δεν έχει τέλος η Σκιά!..

 

ΑΠΟΛΟΓΙΑ

Δάσκαλε

όπως κι αν το πεις   όπως κι αν το φέρεις

δεν καταλαβαίνω.

 

Εγώ ’μαι ένας μικρός  -  μικρούλης του Κογκό.

Δεν θέλω

παρά μια χούφτα χάνδρες κόκκινες

φτηνές για το λαιμό μου

Ένα ταμπούρλο για τις νύχτες τις αγρύπνιας μου

και τη μάνα μου,  την άμμο,  για τις μέρες μου.

 

Την άμμο

που μ’ ωρίμαζε χουρμά τρεις μήνες

μ’ ανοιξιάτικους παλμούς και ρίγη

για να φυτρώνω πλάι στο κύμα,

ώριμος  και  γελαστός,  ένα πρωί,

με το έμπα του καλοκαιριού.

[ΤΟ ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΟ ΦΩΣ, πρώτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη  ΕΔΩ,  ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952]

 

 

Η ΦΥΓΗ,   Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ   ΚΑΙ  ΤΟ ΖΕΝΙΘ,  Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 

(ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΝΑ ΔΕΙΣ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952)

Α.  Η ΦΥΓΗ

Με τα πουλιά του νέου καιρού

 

μ’ εξοπλισμένη    πάλι, τούτη την έξαλλη στρατιά

των γαρυφάλλων πίσω από τα χείλη μου

με τη δραματική ομορφιά της φετινής μου προσφοράς.

 

όλα είναι περίφημα·  όλα καίνε.

 

Τώρα που κατεβαίνω   

μέσα σ’ ένα θρίαμβο φωτιάς κι απελπισίας

το καθετί καταποντίζεται στο φως

κι όλα αρμενίζουνε σε πέλαγα ήλιου.

 

Σου γράφω μέσ’    από παραληρούντα πλήθη.

Δε βρίσκω στέρεο τόπο να σταθώ!

Αν βγάλω κι ένα δευτερόλεπτο το χέρι από τα μάτια

θα μου το κάψει αυτός ο φρενιασμένος ήλιος.

Σου γράφω ναυαγίζοντας

μεσ’ σε ξετρελαμένα χελιδόνια!

Με σπρώχνουν χελιδόνια   

κι  άνεμοι  και  κύματα πυρσών.

 

Κι ακόμα, πριν από το σύνθημα

–σου γράφω πάνω σ’ ανυπόμονα άλογα -

όλα είναι θάλασσα κι ατμός.

Παίρνω στα χέρια μου μιαν ελπίδα

σαν το φως όλου του κόσμου, τα γκέμια μου  -  Το σύνθημα, 

και ξαφνικά γλιστράμε σε μια ασύλληπτη ταχύτητα.

Δεν αισθάνομαι πια τίποτα.

Σκοντάβουμε κι αρπάζουμε φωτιά.

Γίνομαι πυροτέχνημα.   Όλα είναι περίφημα!

 

Επευφημείστε!!! 

 

Β. Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΖΕΝΙΘ 

(γράμμα από τον Πόρο)

Τώρα που κατεβαίνω σα σπαθί

και κάθε αυγή    φυτρώνω μες από τα κύματα

απίθανο ηλιοτρόπιο στο φως,

που σκύβει ο ήλιος και μου λέει τα μυστικά του

κι αρχίζω την επέλασή μου

κάτω απ’ τις εκστατικές αψίδες του ουρανού

μπροστά    από ένα πέλαο μεθυσμένες παπαρούνες

που διεκδικούν τα σμαραγδένια χνάρια μου.

 

Αν θες να μ’ αγαπήσεις

να μου πληρώσεις τούτη την πανάκριβη φωτιά

πρέπει να με μαζέψεις χούφτα - χούφτα από την άμμο

πρέπει να με μαζέψεις χούφτα - χούφτα απ’ τα τριφύλλια

απ’ τις πλαγιές απ’ τα χαλίκια

όπως εγώ    φυλάω για λίγο κάτι από τα χέρια μου

για να σου γράψω αυτό το γράμμα

τώρα που ο ήλιος σκύβει και μου λέει τα μυστικά του,

καθώς φυτρώνω και προβάλλομαι στο φως,

και κατεβαίνω κάθε αυγή    κάτω απ’ τις αψίδες του ουρανού

σπαθί·    σπαθί κι ατμός χρυσός.

 

Γ. Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ 

Ο Απρίλης φέτος, μου μιλάει με μια φωνή πικρή.

Από κει πέρα

ένας κυκλώνας θλιβερός μ’ αναζητάει  και  ψάχνει

προχωρώντας με στροφές λυπητερές.

Ποιος δρόμος θα στρώσει τη χλόη του στα βήματά μου;

Ποια κύματα

Ποιες αύρες θα ’ρθουν για μια νέα μου αναζήτηση

κει που τελειώνει η πράσινη γραμμή;

Εκεί που σβήνει ο αφρός της τελευταίας παλίρροιας,

Εκεί που η τελευταία ντάλια

θροϊζει το πικρό της μυστικό στον τελευταίο αέρα;

 

Κανείς δεν θ’ απαντήσει.

Γυρίζω.  Στρώστε μου μια κάμαρα στοργή

κι ένα προσκέφαλο απ’  Αγάπη να τελειώσω.

 

Ο κάμπος με παρατηρεί

με μια φαρμακωμένη πρασινάδα.

Ποιο μονοπάτι θ’ ανοιχτεί στρωτό στα βήματά μου;

Οι φλόγες π’ αρμενίσανε στολίσκος σιωπής

σε πεθαμένα πέλαγα δακρύων

κι οι παπαρούνες,

δείχνουνε στο πληγωμένο φως

μιαν άνοιξη θαμμένη.

 

Δε θα ρωτήσω·

τώρα που η ώρα της επιστροφής μου αυγάζει

άνοιξε του πικρού ουρανού σου τη γαλήνη.

Ο Θάνατός μου

θαν’  η ανταρσία  κι  η αγανάκτηση

μιας πικροδάφνης που ’ζησε

και σβήνει στη Σκιά

Ώρα του σιωπηλού αποβιβασμού

Ώρα της Μοίρας έπειτα από την Ώρα μου

 

στη Σκια

Δε θα πληρώσω πια ακριβά

χρυσά πουλιά  κι  άλλου καιρού

που δε θα χτίσουν στην καρδιά μου τη φωλιά τους.

[ ΤΟ ΤΡΙΠΤΥΧΟ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ, δεύτερη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952]

 

 

ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΝΑ! ΠΟΥ ΜΕ ΛΕΝΕ ΠΑΛΙ ΘΑΛΑΣΣΑ

(επιλογές από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ και ΚΥΜΑΤΑ 1952):

 

Η ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Και τώρα να!.. που με λένε πάλι θάλασσα

-γονατιστοί σύντροφοι

να που πρέπει πια να με ξεχάσετε –

 

να, που μ’ ονομάζουν πάλι άνεμο τα κύματα

-μπάτη,  Αέρα της ψυχής μου –

που με κράζουν τ’ ακρογιάλια και το φως

 

Να!  που στο δέρμα μου

κατρακυλάνε πάλι ρίγη  και  χαμόγελα

και στρέφουν βλέμματα θολά

που το αίμα μου

μια ιστορία νέα, από ασέλγεια και φως.

 

Να, που με βαφτίζει δεύτερη φορά

-ευλαβικοί μου σύντροφοι απωθείστε με! –

ο θεός της τρικυμίας

και δε μ’ αναζητούν στο δάσος της Σιωπής

Να!  που με ραίνουν μ’ αναμμένα κάρβουνα

 

να,  που μ’ οδηγούν με σίδερο και με φωτιά

να, που δεν προβάλλω πια το φως

που δε με σημαδεύει εχθρικά ο ήλιος

 

Να,  που φλέγομαι  και  καίγομαι  και  καίω

που χάνομαι   που γίνομαι φωτιά

 

Στηλιτεύστε με   γονατιστοί μου σύντροφοι.

 

Η ΔΕΥΤΕΡΗ  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Το μονοπάτι που έλπιζες να μην το λησμονήσεις

Την Αγάπη δεν την λένε θάνατο

(Μάθε πιο καλά τη γλώσσα των Ανθρώπων)

Αγάπη να την ονομάζεις.

Αγάπη να τηνε ζητάς

τον Θάνατο,  τον λένε Θάνατο.

 

Φόρεσε μόνο πράσινα ξανά

και σβήσε τα κεριά   και  μην εκπλήττεσαι,

που αλλάζω φως και χρώματα

σαν φαντασμαγορικό βεγγαλικό,

και μη νομίζεις λιμασμένα τα όνειρά μου.

 

Μη λησμονάς το φλογισμένο μονοπάτι

και το φλεγόμενο ταπέτο του.

Ό,τι μας καίει δε μας πεθαίνει

όχι,  πώς να σου το πω:

Την Αγάπη δεν την λένε Θάνατο

 

την αγάπη τηνε λένε Αγάπη.

Έτσι θαν το βρεις παντού.

Ο δρόμος της

δε βγάζει όπως νομίζαμε στην άβυσσο.

 

Αγάπη μου

τελειώνοντας στο γράφω πάλι

Το μονοπάτι που έλπιζες   να μην το λησμονήσεις!..

 

Η ΤΡΙΤΗ  ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

Ώρα μου

κι αν παρατείνεται η βροχή

κι αν σου γράφω σε νωπό χαρτί

ώρα μου κυνηγημένη σε δάση σκιέρα

ώρα μου σε μάτια πεθαμένα

 

Είμαι πολύ ευχαριστημένος

που μ’ ονομάζεις πάλι θάλασσα

που με ζητάς  και  σε ζητάω στο γέλιο μου

κι αναρωτιέμαι πού να βρίσκομαι

σαν δε με βρίσκεις μες τα δάκρυα.

 

Είμαι πολύ ευχαριστημένος που μου επέτρεψες

να βάλω δίχως τύψεις

αυτό το κόκκινο εκτυφλωτικό πουκάμισο

 

αυτό το πράσινο καπέλο

που η σκιά του φτάνει ως την καρδιά

Ώρα μου, πεδιάδα τρυφερή,

χρώμα της αγάπης

πολύ ευχαριστημένος

που θα κοιμηθώ με τ’ όνειρό σου

με το χέρι σου, 

με το κορμί σου πλάι στο φλοίσβο

κι ας παρατείνεται η βροχή

κι ας δείχνουνε τη μέθη μου πιο λίγη

αυτά τα μαύρα γράμματα

αυτό το νωπισμένο, αχάριστο χαρτί


Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΛΩΤ

(επιλογές από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, τρίτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ και ΚΥΜΑΤΑ 1952)

Α

Η αγάπη μου ήταν

μια απούσα φωνή μες στο αίμα μου

στις μέρες μου που προχωρούσαν ψάχνοντας

στις ώρες   που στάλαζαν περιμένοντας

 

Μια απελπισμένη ερώτηση

στον πυρετό και στη φωτιά των αδελφών μου

η σκοτεινή βοή

μιας ακριβής χαμένης μουσικής

που κάποτε η καρδιά μου σίμωνε,

μα δεν την κέρδισε ποτέ.

Β

Μες στους αιώνες και στη δίψα

στήλη απ’ αλάτι κι όνειρο, μετά

περίμενα πολύ, να δω να ξημερώνει

του μπρούτζινου ουρανού Σου  η απαλωσύνη

που ’χα πιστέψει,   όταν ζούσα

ανάμεσα σ’ αυτούς που μ’ αγαπήσανε κι αγάπησα

κι άφησα μονάχους μες στον όλεθρο

για τ’ αγαθό σου που ’χεις δείξει   μονοπάτι.

 

COUR DES ADIEUX

Εδώ

που κάτω απ’ τ’ όνειρό μου αρχίζει ν’ ανασαίνει η Άβυσσος

-δεν πιστεύω τις καμπάνες –

(ίσως πρωτύτερα έπρεπε να κάνω μια χειρονομία πλατιά

μια κίνηση χωρίς να υπολογίζω που σκοντάβει

χωρίς να υπολογίζω ποιον σωριάζει)

 

αφήνω ημέρες που πηγαίνουν δίχως μουσική,

πίσω απ’ τις  γιρλάντες της γιορτής

έναν Άγιο Γιώργη δίχως πανοπλία

μια γλυκοφιλούσα αφηρημένη και κουφή.

Κι απάνω απ’ όλα

-δεν πιστεύω τις καμπάνες –

ένα Θεό, που με κοιτάει νεκρός.

 

Εδώ, που φεύγω

στον κήπο των αποχαιρετισμών

κι αρχίζει ν’ ανασαίνει  η εποχή της Νύχτας

πρέπει να βάλω ένα σημάδι να γυρίσω

να βάλω μια πέτρα   να κυλήσω μια πέτρα

στο χώμα αυτό που το ’ψησε η Σιωπή

στο χώμα που το δείραν οι οπλές της περηφάνιας

στη γη   που τη γεράσανε  η υπομονή  κι  η λύπη

χρωστάω ν’ αναστήσω ένα τραγούδι

-βάλτε μου μια πέτρα να θυμάμαι –

άλλον καιρό που δε θα σφίγγω πια τα δόντια

που θα χτυπάει το στήθος μου ο φλοίσβος της οδύνης

καιρό που θα επιστρέφω

κι η μνήμη θα γεμίζει τον αέρα και τις λόχμες

πληγωμένα αηδόνια.


ΓΗ ΠΥΡΟΣ

Οι αέρες του Θεού δεν φύσηξαν σ’ αυτή τη γη.

Καμιά φορά ένα τσίγκινο φεγγάρι

ένας απέραντος γαλάζιος ουρανός

πάνω από τις άδειες κούπες κρατάν οι μέρες μου

περνάει και πάει.

 

Ούτε χιόνι, ούτε βροχή, ούτε χαλάζι.

Ο ήλιος μόνο καίει όλο το χρόνο

(Ωσπού θα φτάσει αυτό το έγκαυμα;)

 

Όλη την ημέρα με παιδεύουνε τα χρώματα.

Το βράδυ με παιδεύει η Νύχτα.

Μιλάς και σε παιδεύουνε τα λόγια.

Σωπαίνεις σε παιδεύει η Σιωπή.

 

Η προσευχή μου ξεκινάει ατμός βασανισμένος

μα χάνεται πριν φτάσει στο θεό.

(Ωσπού θα πάεθ αυτός ο χωρισμός;)

 

Ό,τι στεριώνω μου το παίρνει ο άνεμος.

Από τα βέβαια χρώματα,  από τους βέβαιους ήχους

μονάχα μια σκυμμένη ελπίδα μ’ εξωθεί,

από τα ξύλα που ’τριζαν στο τζάκι, από τις πόρτες,

μονάχα μέρες ξέσκεπες στ’ αγιάζι

κρατώντας κούπες άδειες

για βρύσες που σχεδίασα στο σπίτι μου μπροστά.

Κατεβαίνουν κάθε βράδυ στο ποτάμι.

Βότσαλα  και  βάρκες ολολύζουν

κήποι εκλιπαρούν.

Μ’ ένα λόγο:  το ποτάμι στέρεψε.

 

Που θα σ’ αγαπήσω αν έρθεις;

Στην τραγωδία των αποχρώσεων

στη φαντασμαγορία του Πυρετού

σε τούτη την αλλόκοτη βοή μες στο αίμα μου,

τα δένδρα περπατάν τις νύχτες αγριεμένα.

Πιάνουν τ’ αγάλματα απ’ τα χέρια

και μένουν  και  σπαράζουν, ώσπου να φωτίσει:

Τίποτα.

(Ωσπού θ’ αντέξει η οιμωγή τους μέσα στο Άπειρο;)

 

Η προσευχή μου χάνεται

κι η Παναγιά φυτεύει κρίνα.

Αν ήθελα, έλεγε, μου έδινε ένα.  Αν ήθελα.

Παναγία μου!..

Το σπίτι μου δεν έφυγε γιατί έλειψαν τα κρίνα.

Σκύψε λίγο, θέλω να σου πω:

 

-Τα δένδρα περπατάν τις νύχτες αγριεμένα

 

Πεθαίνω κάθε βράδυ πίσω από τις γρίλιες

και με ξαναγεννά η κάθε αυγή.

Οι αέρες του Θεού δεν φύσηξαν ποτέ σ’ αυτή τη γη.

Αυτό.

Αν θες μπορείς να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό –

 

Η ΣΑΡΑΜΠΑΝΤΑ ΤΩΝ ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΩΝ ΗΜΕΡΩΝ

(… αλλά το πεπρωμένο δεν το ξεγελάς μ’ αυτά…

η μοίρα δεν χορταίνει μ’ όνειρα…)

…Όμως εγώ δεν είμαι κάτω από το φως.   Έχει συννεφιάσει από καιρό   χωρίς να ξέρουμε τι θέλαμε όταν ήρθαμε σ’ αυτά τα λιβάδια.   Για όταν παρουσιαστεί ο Θεός του δειλινού   έχουμε μιαν αγκαλιά παπαρούνες   Ένα κουτί γεμάτο ανάμνηση και φως   για τη φοβέρα και την ερημιά της νύχτας   Έχουμε ένα μυστικό ανέφικτο όνειρο  για τις ημέρες που ’ρχονται   ‘Ένα μυστικό όνειρο, σαν πυρκαγιά μες την καρδιά.   Αλλά το πεπρωμένο δεν το ξεγελάς με αυτά.   Η μοίρα δεν χορταίνει με όνειρα.   Έχει συννεφιάσει από καιρό   Δεν σας μιλάω κάτω από φως   Η θέση μου είναι σκοτεινή.   Άνθρωποι που φόραγαν γυαλιά, άλλο καιρό   μας είχαν πει να χτίσουμε.   Πέτρες υπάρχουν. Να κατέβεις στα νταμάρια,   Χρόνια που τους ξορκίζαμε   βάζοντας να μιλήσει η λύπη μας,   μέσα απ’ ένα τρελό κοχύλι απ’ ακρογιάλι   χρόνια, που οι μέρες μας γέμισαν παπαρούνες.   Τώρα τις κρατάμε, ανατριχιάζουν κι υποφέρουμε.   Δεν μας τις ζητάνε κι υποφέρουμε   χωρίς να ξέρουμε γιατί ήρθαμε σ’ αυτά τα λιβάδια   γιατί επιμένουμε   γιατί υπομένουμε   αφού   κάτω απ’ ένα πύρινο καμτσίκι   της Μοίρας τ’ άλογα ανυπομονούν:   Εμπρός!..   Αν παρουσιαστεί ο Θεός του δειλινού   έχουμε το μπουκέτο αυτό τις παπαρούνες   ένα κουτί γεμάτο φως για συντροφιά τη νύχτα   ένα σπαθί μες στη ματιά.   Αν όμως έρθει η καταιγίδα   Η θέση μου είναι σκοτεινή   Στέγη δεν υπάρχει πουθενά   σ’ αυτά τα λιβάδια.   Τι θα μας προφυλάξει απ’ το κακό; [από τις ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ, Τρίτη ενότητα στη συλλογή του Σταύρου Βαβούρη ΕΔΩ, ΦΑΝΤΑΣΟΥ ΚΑΛΠΑΣΜΟΥΣ ΚΑΙ ΚΥΜΑΤΑ 1952]

Παρασκευή, 20 Δεκεμβρίου 2024

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΩ ΜΑ ΩΣΤΟΣΟ ΔΕΝ ΘΥΜΑΜΑΙ ΠΟΥ…

  (… θε μου τι απέραντο παντού   και   τι βάθος γκρεμός το απέξω…   - Ο ΑΜΝΗΜΩΝ, ΑΓΑΘΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ) (… έφυγε κι ο πατέρας στα εκατό του ...

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΕΤΟΥΣ